Δεκέμβρης. 13ος μετά το γενέθλιο αιώνα μου

Τίποτα δεν έχω αλλάξει. Μόνο ο χρόνος στο πρόσωπο , τα μάτια που κουράστηκαν, τα πρόσωπα που λείπουν……

του Άγγελο Πυριόχου

Δεκέμβρης. 13ος μετά το γενέθλιο αιώνα μου.

Όλα στη ζωή μου μισά, σα φεγγαράκια χάσικα. Κρατάω στις τσέπες μου δεκάδες Δεκέμβρηδες .Τις νύχτες γυρίζω στο σπίτι κι αντί να κοιμηθώ τακτοποιώ. Με βρίσκει το ξημέρωμα χωμένο σε χαρτιά, φωτογραφίες, σημειώματα. Πως κατάφερα να κρατήσω τόσα σουβενίρ από μια συνηθισμένη ζωή; Σε μια βαλίτσα για ένα ταξίδι που όλο το ξεκινάω κι όλο στην πόρτα είμαι. Τα σημαντικά πήραν και χάθηκαν. Τα ασήμαντα με τις μικρές λεπτομέρειες έρχονται βασανιστικά και αθώα να χρωματίσουν τα ασπρόμαυρα. Πάτρα. Πρόσφυγες μετά τους σεισμούς. Γεννήθηκα στο σπίτι. Το θυμάμαι. Τα χέρια της μαμής, τη μάνα που κρατούσε το κεφαλάρι της κουκέτας, τη νόνα με κότσο φωτοστέφανο. “Αγόρι κυρά Τασούλα να σου ζήσει”. Ο πατέρας μπήκε μέσα με το τσιγάρο στο στόμα. “Σβήστο το ρημάδι”. Κάπνιζε στούκας άφιλτρα. Φορούσε άσπρο φανελάκι, 7 Αυγούστου με 40 βαθμούς. Το πρώτο μπάνιο σε τσίγκινι λεκάνη , το νερό βρασμένο σε γκαζιέρα. Με φάσκιωσε η μαμή, κόντεψα να σκάσω. Το πρώτο νανούρισμα της μάνας “Καλό σου ταξίδι κρυφή μου χαρά, αντίο στερνή μου ορπίδα”.

Την έβρισε η νόνα. “Χριστιανή μου τι του λες του παιδιού, ακούς εκεί αντίο στερνή μου ελπίδα”. Κι όλο με σταύρωνε. Τα θυμάμαι όλα αυτά. Όταν τόλμησα σε ηλικία 12 ετών να τους τα πώ, με κοιτούσαν με το στόμα ανοιχτό. “Ποιός στα είπε όλα αυτά, η γιαγιά;”. Μα δεν προλάβαμε να μιλήσουμε. Την πήρε ο καρκίνος πριν προλάβω να περπατήσω. Ακόμα ξυπνάω τα βράδια απο το βογκητό της. Πονούσε , σάπιζε. Τι όμορφη γυναίκα! Όλοι μαζί σε ένα δωμάτιο. Δίπλα έμενε ένας αγροφύλακας και απέναντι μια κυρία υπόπτων διασυνδέσεων. Βιζιτού. Στη μέση είχε αυλή. Με χώμα. Ακόμα υπάρχει το σπίτι ψηλά στα σκαλάκια του Αγίου Νικολάου.

Έρημο. Περνάω και το βλέπω. Μήπως δώ τη νόνα…μήπως και τον καπνό από το τσιγάρο του πατέρα.Με βλέπω. Μπρούμητα στο χώμα να παίζω με τη Χοντρή του “Θησαυρού”. Χαρτοκοπτική απο τα χέρια της μάνας. Πλούτη! Ο πατέρας δούλευε γκαρσόνι στο Φάρο πριν τον γκρεμίσουν. Τραγουδούσε ο Τώνης Μαρούδας. “Τσικα τσίκα μπούμ ολέ ολέ”. Μύριζε το λιμάνι τηγανητές πατάτες. Ανεβαίναμε τα σκαλιά του Αγίου Νικολάου με τα πόδια. Στους ώμους του πατέρα μισοκοιμισμένος κι η μάνα να μουρμουράει. “Σιγά βρε Νιόνιο το παιδί , θα σου πέσει να σού ρθει συφορά”. Δεκέμβρης……………..

About Post Author

+ There are no comments

Add yours