Η θλιμμένη μνήμη των τιποτένιων, χαμένων, οριστικά, πραγμάτων

της Αλεξάνδρα Τσόλκα

Ο αχανής παράδρομος μιας μνήμης, που με το χρόνο αδυνατεί να σταθεί σε ευθεία. Τα πρόσωπα σαν παζλ και ξαφνικές αισθήσεις τους, σα φαντάσματα, που θέλουν να σε περιπαίξουν! Η μυρωδιά του αφτερ σειβ του μπαμπά, η αίσθηση των χεριών της μαμάς, με το διάφανο σαν εύθραυστο χαρτάκι δέρμα ή ένα γέλιο, που ήχος θυμίζει, κάποιον φίλο που δεν θα ξαναδείς ποτέ πια. Και μετά εκείνα τα χαμένα για πάντα αντικείμενα, ενός στολισμένου περίτεχνου παρελθόντος σε ένα top ten, συγκεντρωμένης παιδικής απορίας για την ύπαρξης τους! Αγιοποιημένο κιτς, δεκάδων ωρών αποχαυνωμένης παρατήρησης, στο περιθώριο μιας ανάμνησης, που έδειχνε ατέλειωτη, για το πότε θα μεγαλώσουμε.

Στα Γιώτα Χι υπήρχαν οι μεγάλες κασέτες για τα κασετόφωνα. Στο δικό μας ήταν Τα Λιανοτράγουδα και Συλλογή Ρίτα Σακελαρίου! Δεν μπορούσες να χεις πολλές κασέτες γιατί ήταν τόσο μεγάλες που δεν χωρούσαν σε ντουλαπάκια! Φιγούραραν δίπλα σε μεγάλα χωτά τασάκια γεμάτα γόπες από Assoc μαλακό πακέτο, του μπαμπά και είχε και αναπτήρα που τον έσπρωχνες μέσα και μετρά φώτιζε στα καρβουνάκι. Από τον καθρέφτη κρεμόταν πάντα ο Άγιος Χριστόφορος με τον Χριστούλη καβάλα του, που εμένα μου κάνε πως τον εκμεταλλευόταν ο Κύριος τον Άγιο Του, αντί να πάει, μικρό παιδί αυτός, με τα πόδια.

Υπήρχαν, που λέτε, εκείνον τον περασμένο αιώνα, κάτι αυτοκίνητα που τα λέγανε ταξί -απ το ταξίδι, παιδιά μου, έτσι;- και δεν ήταν όλα uber. Επρεπε να ναι μεγάλα και συνήθως οι μάρκες τους ήταν Mercedes και Volvo και είχαν κόκκινα δερμάτινα καθίσματα για να μη λερώνονται και άμα ήσουν εκτός Αθήνας έγραφαν «ΑΓΟΡΑΙΟΝ». Απαραίτητα ο οδηγός είχε ένα στόλισμα με μαγνήτη, όπου φιγούραρα αριστερά και δεξιά τα παιδιά του και στη μέση ένα «Μπαμπά μη τρέχεις».

Τα φρόνιμα αυτά παιδιά ήταν συνηθώς παχουλά και ντυμένα για εκκλησιά, εμφανώς δυστυχισμένα απ το στάιλινγκ κοτσίδα – κορδέλες- πλισέ φούστα για τα κορίτσια και πουκάμισο – παντελονάκι κοντό με τσάκιση και λουστρίνι, για τα αγόρια. Από πίσω αυτά τα μεγάλα ταξί, είχαν απαραίτητα μια τίγρη, ένα τσιταχ, έναν πάνθηρα ή κάτι τέλος πάντων από τα αφρικανικό ζωικό βασίλειο, που ήταν ξαπλωτό, αλλά το κεφάλι ήταν μπηγμένο σε ένα ελατήριο και σε κάθε λακκούβα του αυτοκίνητου αυτό κινούταν, ανατριχιαστικά. Συνήθως στο ίδιο πίσω μπαμπριζ αριστερά και δεξιά, υπήρχαν και πλεχτά με βελονάκι, μαξιλαράκια της νοικοκυράς συζύγου, που είχαν στο κέντρο πορτοκαλί μαργαρίτα και γύρω γύρω κίτρινη – κροκί μπορντούρα.

Σε κάθε ΕΒΓΑ και σε ψιλικατζίδικά, μπακάλικα, μανάβικα, χασάπικα της γειτονιάς φιγούραρε στον τοίχο το «Ο Πωλών τοις μετρητοίς και ο Πωλών επί πιστώσει»! Κόντρα σε κάθε καπιταλιστικό θεμέλιο όπου η πίστωση είναι ο νέος πλούτος και είσαι το κρέντιτ σου, στο συγκεκριμένο έργο αγνώστου αυτός που πούλαγε μετρητά ήταν ένας ευτραφής, με πούρο και έκφυλο χαμόγελο τύπος, αντιπαθούκλα και εκείνος που αγαπούσε την πίστωση ήταν αδύνατος και με μοντέρνο χτένισμα! Ξεχασμένα στους τοίχους στις ΕΒΓΑ έβλεπες κάδρα από παλιές αφίσες με κάτι παιδιά, που τρώγανε παγωτά βγαλμένα από τα αμερικανικά προάστεια των μεγαλοπούλεων και σίγουρα όχι απ τις γειτονιές της Μαγκουφάνας, για παράδειγμα.

Και απ τα ψιλικά, μαζί με τις κλωστές DMC, για τα κεντήματα, Μανίνα και ντύσε την κούκλα στο οπισθόφυλλο και μετά Πάττυ, χαμένη σε έναν θλιβερό έρωτα για έναν Τζώνυ, που προτιμούσε την μπάλα απ αυτήν και τις ορμόνες της! Και συλλογές από αυτοκόλλητα κάποτε χωμένα στα συρτάρια της παιδικής κρεβατοκάμαρας.

Και κάτι εικονίτσες πολύ ζαχαρωτές από το σχολείο που μαθαίναμε θρησκευτικά, με έναν ροδαλό Χριστούλη εντελώς Αριο, να χτυπά μια πόρτα ή να αγκαλιάζει αρνάκια… Μα που πήγαν, όλα αυτά τα χρόνια όλες εκείνες οι συλλογές; Σε ποιες κούτες σε υπόγεια γέμισαν υγρασία, ξεχασμένες, παρατημένες, αυτές, οι παιδικά πολύτιμες, μα πάντα ευτελούς αξίας; Οι τιποτένιες;

Στα χωριά, σε κάτι καφενεία ξεχασμένες Μαρίες Πενταγιώτισσες στους τοίχους, αφημένες σε ένα ξεπεσμένο μεγαλείο φημισμένης ομορφιάς, χαμένης πια, αλλά οικουμενικής, ως τοπ μόντελ παρελθοντικό, άνευ εκτίμησης αξίας. Ροζ μάγουλα, λευκό δέρμα, μεγάλο στολισμένο μπούστο, ημισέληνος στο φέσι, σκάλες μαλλιά σκούρα! Όπως σκούρο γινεται γύρω το φόντο και από τη μνήμη ανασύρονται τα αντικείμενα, τα τιποτένια, τα άνευ αξίας, που κάποτε κράτησαν το βλέμμα, τα αγγίξαν αγαπημένα χέρια, θεωρήθηκαν βεβαιότητες και μονιμότητες. Και ακόμα στα σπίτια περήφανος ο καπετάνιος με την πίπα και η τσιγγάνα με το απαραιτήτως μεγάλο μπούστο, σε διαφορετικές θλιμμένες εκδοχές, κάποτε με ένα δραματικό, μοναχικό δάκρυ…

Τώρα; Τώρα σκονίτσες όλες στο χρόνο, απ αυτές που αιωρούνται μέσα σε ακτίνες φωτός, καλοκαιρινά, σιωπηλά, μεσημέρια και αφήνουν στέρεα ίχνη στον χρόνο μας, εκεί που κομμάτια μας είναι ακόμα σε μια ΕΒΓΑ και ζητάνε παγωτό πατούσα ροζ και καφέ ή κώνο με τσίχλα στρογγυλή στη βάση.  Αιωνία η μνήμη τους!

About Post Author

+ There are no comments

Add yours