«Άνθρωποι και ποντίκια» του Τζων Στάινμπεκ στο Τεχνοχώρο Cartel

Το «Άνθρωποι και ποντίκια» είναι μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα Τζων Στάινμπεκ. Κυκλοφόρησε το 1937 και αφορά τις περιπέτειες δύο κολλητών φίλων, του Τζωρτζ και του Λένι, που ψάχνουν για αγροτική δουλειά κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Ο Τζορτζ είναι αγράμματος αλλά πανέξυπνος και ο Λένι δυνατός αλλά πνευματικά καθυστερημένος. Όνειρό τους είναι να αγοράσουν το δικό τους χωραφάκι και να ζήσουν άνετα και ξεκούραστα, μακριά από την αβεβαιότητα και τη φτώχεια, με τον Λένι να φροντίζει και να μεγαλώνει κουνελάκια, μιας και αγαπάει οτιδήποτε απαλό. Η μεγάλη του δύναμη όμως, της οποίας δεν έχει αντιληφθεί το μέγεθος, σκοτώνει ό,τι ζωάκι χαϊδεύει. Όταν βρίσκουν επιτέλους μια σχετικά μόνιμη δουλειά, νιώθουν πως το όνειρό τους θα γίνει πραγματικότητα.

 

Το δυνατό, συγκλονιστικό και ανατρεπτικό αυτό μυθιστόρημα προσαρμόζεται στα ελληνικά δεδομένα και κουμπώνει πάνω στους ηθοποιούς που συμμετέχουν στην παράσταση. Ο Βασίλης και ο Λένος βρίσκουν δουλειά σε μηχανουργείο και γνωρίζουν τους υπόλοιπους εργάτες. Προβληματισμοί, μικροκαβγάδες, έριδες, ερωτικές προκλήσεις, ανέχεια, ακόμη και ρατσισμός συγκροτούν μια δυνατή, αξέχαστη παράσταση. Ο Βασίλης Μπισμπίκης (στον ομώνυμο ρόλο) και ο Δημήτρης Δρόσος ζωντανεύουν με μαεστρία και γνήσιο ταλέντο τους δύο φίλους, εκ των οποίων ο ένας έχει περιορισμένες νοητικές λειτουργίες (παρ’ όλο που όλοι οι ηθοποιοί είναι καταπληκτικοί στους ρόλους τους, δε γίνεται να μην αναφερθώ ξεχωριστά στον Δημήτρη, που καθηλώνει όχι μόνο με τα εκφραστικά του μέσα αλλά και με μια εσωτερικότητα που, όσο καλά σκηνοθετημένη κι αν είναι, δε θα αναδειχθεί αν δεν έχεις γνήσιο, πηγαίο ταλέντο), βάζοντας σε μπελάδες τον Βασίλη που δε σταματάει να ασκεί σωματική και λεκτική βία στον Λένο, να του βάζει τις φωνές, να τον βρίζει και ταυτόχρονα να τον αγκαλιάζει.

Το δέσιμο των δύο ηθοποιών είναι έντονο και διακατέχεται από τη σωστή χημεία που απαιτείται για να πειστεί ο θεατής για τη σχέση τους μα πάνω απ’ όλα για να ζωντανέψει ένα έργο, που δείχνει σε όλες τις αποχρώσεις μια σχέση γεμάτη αγάπη και μίσος, ανοχή και αντοχή, απογοήτευση και έγνοια. Ο Βασίλης δέρνει τον Λένο και την επόμενη στιγμή τον αγκαλιάζει και τον φιλάει στοργικά, προσπαθώντας να τον ηρεμήσει. «Άνθρωποι σαν κι εμάς δεν έχουν κανέναν», αυτό είναι το μοτίβο του. Οι δύο άντρες φέρνουν δάκρυα στα μάτια σχεδόν από την αρχή με την ερμηνεία τους, σ’ ένα έργο που από μόνο του είναι μια γροθιά στο στομάχι. Οι απελπισμένες φωνές «Βασίλη, Βασίλη», τα τρυφερά λόγια για το χωραφάκι τους, τα όνειρα του Λένου για τα κουνελάκια, είναι σημεία-σταθμοί κατά τη διάρκεια της παράστασης. Κάποια στιγμή μάλιστα, σε μια κουβέντα ψυχής με τον Μάνο που παραπονιέται στον Βασίλη ότι «η ζωή του είναι μπουρδέλο», ο τελευταίος του βάζει τις φωνές: «Γιατί, η δική μου τι είναι; Αγιογραφία;».

Ο Στέλιος, το αφεντικό, είναι το πρώτο βιολί στη λαϊκή ορχήστρα των εργατών. Φανατικός του Παντελή Παντελίδη, στον οποίο ανάβει κερί καθημερινά στο γραφείο του, εριστικός, μίζερος, γκρινιάρης, ανικανοποίητος, βάζει τις φωνές με το παραμικρό και στοχοποιεί τον Λένο. Η ερμηνεία του Στέλιου Κυριακίδη είναι σωστή και δυνατή, δεν σε προετοιμάζει όμως για την αξέχαστη και υποδειγματική του εκφραστικότητα όταν πιάνει στα πράσα τον Βασίλη με την ερωμένη του, Μαίρη. Ο τόνος του ξαφνικά πέφτει, το ύφος του ακροβατεί ανάμεσα στην απειλή και την αποδοχή της ήττας του ή την αναγνώριση της μιζέριας του, και τα λόγια του κομματιάζουν τα πάντα.

Υποδόρια δύναμη, εσωτερική ένταση και απρόσμενη εξωτερική γαλήνη συμπληρώνουν την εμφάνιση ενός ρόλου που αρχικά φαίνεται μονήρης και αναμενόμενος αλλά…

 

Η Μαίρη λοιπόν είναι η κοπέλα που έφυγε από το σπίτι της για να ζήσει τη μεγάλη ζωή, μακριά από τα οικογενειακά της προβλήματα, και παγιδεύεται σε μια κατάσταση μίσους και πάθους μ’ έναν άνθρωπο που τελικά είναι λίγος για κείνη, δεν φεύγει όμως, μιας και η σχέση τους είναι ένας φαύλος κύκλος ερωτικών βίτσιων, παράφορου πάθους και σύγκρουσης ελευθεριών. Η Μαίρη Μηνά είναι απολαυστική και εκφραστική, άμεση και αληθινή. Ο ρόλος της μπορεί να δείχνει πως τσιλιμπουρδίζει με τους εργάτες χωρίς μέτρο ή σεβασμό, η προσωπικότητά της όμως είναι πιο σύνθετη, μιας και καταφεύγει σε αυτή τη συμπεριφορά για να βρει διεξόδους και ευκαιρίες να γλυτώσει από τον βάλτο στον οποίο κατέληξε. Ο μονόλογός της όταν κάνει τον απολογισμό ζωής, αποκαλύπτοντας το αληθινό, φοβισμένο, απελπισμένο της πρόσωπο, είναι μια κατάθεση ψυχής που φέρνει τη συμπάθεια στον θεατή και ταυτόχρονα έδειξε και την υποκριτική δεινότητα της Μαίρης Μηνά.

 

«Άνθρωποι και Ποντίκια»
«Άνθρωποι και Ποντίκια»

Οι εργάτες είναι αμόρφωτοι, ρηχοί τύποι, που τους υποδύονται σωστά και με μέτρο οι αντίστοιχοι ηθοποιοί. Ο Μάνος, που κάνει μπάφους και δείχνει αδιάφορος για όσα συμβαίνουν γύρω του, ο επιστάτης Λευτέρης, ο Κούρδος Βεσέλ και άλλοι τρεις αποτελούν ένα σύνολο που σαν άλλος ζωντανός οργανισμός έχει την ηρεμία του και την αναστάτωσή του, τα πάνω του και τα κάτω του, τα προβλήματά του και τα όνειρά του. Ο Μάνος Καζαμίας, στον ομώνυμο ρόλο, έχει έντονη και αεικίνητη σκηνική παρουσία, υποδύεται πολύ καλά τη χρυσή τομή ανάμεσα στις φασαρίες και τα προβλήματα του συνεργείου, κερδίζει τη Μαίρη με τη σωστή και καταδεκτική συμπεριφορά του και βρίσκει τον τρόπο να προσαρμοστεί σε όλες τις καταστάσεις. Ο Γιώργος Σιδέρης υποδύεται τον επιστάτη, που μαθαίνει για το χωραφάκι των δύο φίλων και δέχεται να τους δώσει χρήματα, αρκεί να τον αφήσουν να μείνει μαζί τους. Ο ηθοποιός κρατάει λεπτές ισορροπίες σ’ έναν ρόλο που είναι τα μάτια και τα αυτιά της παρέας και ανεβαίνει τον προσωπικό του Γολγοθά, με αποτέλεσμα να φτάσει κι εκείνος στο δικό του ερμηνευτικό κρεσέντο όταν μαθαίνουμε επιτέλους γιατί είναι τόσο συναισθηματικά δεμένος με το σκυλί του.

Ο Λευτέρης Αγουρίδας υποδύεται με ένταση τον ρατσιστή της παρέας, που τρομοκρατεί τον Κούρδο εργάτη και του ασκεί έντονη ψυχολογική και σωματική βία, μάλλον εις επήκοον των άλλων της παρέας, μιας και κανείς δεν υπερασπίζεται τον ξένο. Ο Γιανμάζ Ερντάλ υποδύεται τον αφανή και σιωπηλό Κούρδο εργάτη που ανυπομονεί να ξεκουμπιστούν οι συνάδελφοι για να τραγουδήσει κομμάτια της πατρίδας του παίζοντας το ούτι του, κάτι που θα τον φέρει απρόσμενα κοντά με τον Λένο. Το αραγές σύνολο της παράστασης συμπληρώνεται από τις Αγγέλα Πατσέλη, Μάρα Ζαλόνη και Ερατώ Αγγουράκη που υποδύονται τις πόρνες και τους δύο άλλους ηθοποιούς που εργάζονται στο συνεργείο.

 

«Άνθρωποι και Ποντίκια»

Άνθρωποι και Ποντίκια» στον CARTEL Τεχνοχώρο - Θέατρο - Χορός -  δραματοποιημένη λογοτεχνία - σύγχρονο έργο - elculture.gr

Η παράσταση είναι συγκλονιστική, δυνατή και ρεαλιστική, με τον χρόνο να κυλάει απρόσμενα γρήγορα, μιας και οι ερμηνείες με έφεραν κοντά στην ιστορία και η ατμόσφαιρα που απέπνεε το έργο ήταν υποβλητική. Η διασκευή και προσαρμογή στα σημερινά ελληνικά δεδομένα, που έκανε ο Βασίλης Μπισμπίκης, ήταν απόλυτα επιτυχημένη (αν και η ατάκα του για το τσίπουρο που σκοτώνει τον κορονοϊό έφερε μεν το γέλιο, δεν ταίριαξε όμως κατ’ εμέ στο σύνολο της παράστασης). Ο έγχρωμος σταβλίτης έγινε Κούρδος, η φάρμα συνεργείο, ο γιος του αφεντικού παρουσιάζεται ως αφεντικό ο ίδιος, όλα ήρθαν στην πραγματικότητα που ζούμε οι θεατές στην Αθήνα του 21ου αιώνα. Πολλά συγχαρητήρια λοιπόν για τη μετατροπή ενός κειμένου σε κάτι πιο οικείο, που δε χάνει όμως σε ένταση, νοήματα και ερμηνείες, από έναν ηθοποιό που έχει αναλάβει και τη σκηνοθεσία του έργου. Προσέξτε τις λεπτοβελονιές στις ερμηνείες, τις παράλληλες δράσεις όταν επικεντρωνόμαστε σε μια σκηνή, αφήνοντας στο περιθώριο μια άλλη, η οποία όμως δεν παύει να έχει ζωή και λόγο ύπαρξης στα δρώμενα, τις εκφράσεις, τον τονισμό, την κατάθεση ψυχής που δίνουν όλοι κάτω από την επιδέξια και προσεκτική ματιά του Βασίλη Μπισμπίκη. Τέλος, τα κοστούμια της Αλεξίας Θεοδωράκη είναι σωστά και κατάλληλα και τα σκηνικά της ίδιας είναι αναπόσπαστο κομμάτι του κτηρίου που φιλοξενεί την παράσταση, ενός υπόγειου χώρου 1500 τ.μ. που όντως κάποτε λειτουργούσε ως μηχανουργείο. Είναι εντυπωσιακά και απόλυτα λειτουργικά, με μόνο μειονέκτημα να πρέπει ο θεατής να αλλάξει χώρο παράστασης μετά τα πρώτα 20 λεπτά για να μεταβεί από τις σκαλωσιές όπου συζητάνε μόνοι τους ο Βασίλης και ο Λένος στο εντυπωσιακό καθαυτό σκηνικό. Μόλις είχα βυθιστεί στον κόσμο των δύο φίλων και άναψαν τα φώτα, φέρνοντάς με αθέλητα στην πραγματικότητα!

 

Η παράσταση «Άνθρωποι και ποντίκια» είναι μια δυνατή, ανεπανάληπτη εμπειρία που πρέπει όλοι να ζήσουν, όχι μόνο για τις ερμηνείες των ηθοποιών ή για την προσαρμογή του κειμένου στο σήμερα αλλά και για τη μέθεξη που θα βιώσουν βλέποντας να διαδραματίζεται μπροστά τους ένα έργο απόλυτα εντεταγμένο σ’ έναν φυσικό χώρο. Αμεσότητα, ρεαλισμός, υποκριτική δεινότητα, αξέχαστες εικόνες, συγκλονιστικά μηνύματα και νοήματα, ένα αναπάντεχο τέλος που δε γίνεται να μη σε κάνει να δακρύσεις είναι μερικά μόνο από τα θετικά χαρακτηριστικά μιας παράστασης που πρέπει να δούνε όλοι (από 18 ετών και πάνω, λόγω των βωμολοχιών και των σκηνών βίας που περιέχονται).

 

Πηγή: koukidaki.gr
 
Στον Τεχνοχώρο Cartel [Λεγάκη 7, Αγ. Ιωάννη Ρέντη, 6939898258] κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 21.00
Τους ρόλους ερμηνεύουν: Βασίλης Μπισμπίκης, Δημήτρης Δρόσος, Μαίρη Μηνά, Στέλιος Τυριακίδης, Μάνος Καζαμίας, Γιώργος Σιδέρης, Γιανμάζ Ερντάλ, Λευτέρης Αγουρίδας, Αγγέλα Πατσέλη, Μάρα Ζαλόνη και Ερατώ Αγγουράκη.

Συντελεστές:

Μετάφραση- Ελεύθερη απόδοση: Σοφία Αδαμίδου
Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Βασίλης Μπισμπίκης
Σκηνικά-Κοστούμια: Αλεξία Θεοδωράκη
Φωτισμοί: Λάμπρος Παπούλιας
Κινησιολογία: Αγγέλα Πατσέλη
Βοηθός σκηνοθέτη: Στεφανία Βλάχου
Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης
Αφίσα: Παναγιώτης Μητσομπόνος
Υπεύθυνη παραγωγής: Φαίη Τζήμα
Τεχνική υποστήριξη: Δημήτρης Κουτάς, Δημήτρης Σαρρής
Κατασκευή σκηνικού: Ομάδα Cartel
Υπεύθυνη επικοινωνίας Τεχνοχώρου Καρτέλ: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου

Παραστάσεις: Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 21:00
Διάρκεια: 2 ώρες και 15 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
Εισιτήρια: 17 ευρώ γενική είσοδος, 12 ευρώ φοιτητικά και άνω των 65, 10 ευρώ ανέργων και ΑμεΑ.
Προπώλησηwww.viva.gr

 

 

About Post Author

+ There are no comments

Add yours