Κάρολος Κουν: Θυμήσου ελληνικό θέατρο

της Αλεξάνδρας Τσόλκα

Γυμνάσιο ήμουν; Λύκειο; -δε θυμάμαι- όταν η μαμά ενός φίλου, μας μάζεψε τέσσερις – πέντε βαριές περιπτώσεις της αμφισβήτησης του συστήματος της εκπαίδευσης –όσο μας έκοβε πάντα!- μας έχωσε στον ηλεκτρικό και μας κατέβασε στην Ομόνοια.

Και μόνο που απ τα προάστια κατεβαίναμε στο εξωτικό κέντρο, στο «κλεινόν άστυ», ήταν για μας μέγιστη εμπειρία! Εκείνη με την ωραία τσάντα της, τη κομψή της καμπαρτίνα και τα τακούνια της. Τα απολωλότα με μαύρα και αμπέχονα, σκουλαρίκια, μακριά μαλλιά ή περίεργα κουρέματα. Μας πήγε στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Έβγαλε τα εισιτήρια, μας έσπρωξε μέσα και αμίλητη ήταν σα να εννοούσε «σκάστε και ξεστραβωθείτε ηλίθια». Ακόμα θυμάμαι κάθε σκηνή του έργου! «Οι αγρότες πεθαίνουν»! Όνειρα φυγής των νέων! Να σε διώχνει αφού σε εκμεταλλευτεί η πόλη! Να μην υπάρχει τόπος για σένα να σταθείς! Η επιστροφή να μη σημαίνει τίποτα. Να μη σε περιμένει κανείς! Σπίτι σου, μόνο ο τάφος των γονιών σου! Θυμάμαι, τον υπέροχο Βάσω Ανδρονίδη! Την Λυδία Κονιόρδου! Βγαίνοντας έξω είδαμε ένα άνδρα με λευκά μούσια και μαλλιά, σκυφτό, με μεγάλα, χοντρά μυωπικά γυαλιά και ένα περίεργα γλυκό πάνω στο πρόσωπο, στόμα! «Ο Κούν»! «Ο Κούν»!… ο Κούν, λοιπόν! Στην επιστροφή για Ηράκλειο, δε μιλούσε κανένα επαναστατημένο άσωτο! Στην πλατεία πια, λιγότερο θορυβώδη από ότι σήμερα, πιο οικεία για μας και ελαφρώς ερημική, μας ρώτησε η μαμά του φίλου, τι μας έμεινε απ όλο αυτό που είδαμε. Ήθελα να μιλήσω αλλά δεν είχα λέξεις. «Αυτός ο Κουν έχει κάνει πολλά έργα;» ρώτησα στο τέλος «και πόσα είναι ακόμα που δεν έχω δει; Όχι τίποτα άλλο, αλλά τον γουστάρω». Πως δεν έφυγε το χέρι της, να μου κόψει της επαναστάτριας ένα φούσκο, ακόμα απορώ…

… Το υπόγειο του Τέχνης. Οι θρύλοι. Αυτός μες στα κυκλικά σκοτάδια να σκηνοθετεί και να καπνίζει. Να ζητάει απ τους ηθοποιούς του, τα πάντα! Να μη σταματάει ποτέ να θέλει! Λέγανε αστειευόμενοι οι ηθοποιοί πως μπορεί και να τους ζητούσε να «πηδούν ψηλά και να πέφτουν αργά – αργά και μαλακά». Κάποτε λέει, ένας τους άνοιξε ένα παράθυρο να βγει το ντουμάνι του καπνού. Πετάχτηκε όρθιος ο Κουν: «ποιος χαλάει την ατμόσφαιρα;» ούρλιαξε! Είδα ότι πρόλαβα τότε! Ήταν ένας κόσμος. Αυτός ηγούμενος και γύρω του ασκητές του θεάτρου με το μαύρο ράσο και σχήμα και έμβλημα τους. Σαν σε μονή ζούσαν και υπήρχαν για την θεατρική πράξη. Πρωτόγνωρα πράγματα για μένα, το παιδί των προαστίων! Συγγραφείς, παραστάσεις, έκφραση, ηθοποιοί, όχι αυτοί που έβλεπα στα σίριαλ στη τηλεόραση μέχρι τότε και στις ελληνικές ταινίες! Επίδαυρος! Να περιμένουμε τις παραστάσεις του πως και τι! Να ναι θέμα και συζήτηση! Να ναι τσακωμός! Να ναι πολιτιστικό και πολιτισμικό γεγονός, όπως αυτά που δεν συμβαίνουν πια και εμάς μα θυμίζουν σαν σε όνειρο πως τα ζήσαμε κάποτε. Ακόμα και τ όνομα του ήταν δήλωση απόλυτης υποταγής στην θεατρική τέχνη: Κάρολος Κουν…  Πέθανε 14 Φεβρουαρίου του 1987. Δε πρόλαβα να δω πολλά έργα, τελικά! Τότε δε γιορτάζαμε, ακόμα, εκείνη την μέρα, τον Άγιο των κόκκινων πλαστικών καρδιών και της σοκολάτας. Μπορούσαμε όμως να τιμούμε τη μνήμη ενός ανθρώπου που έζησε για την Τέχνη και την άλλαξε όσο κανείς άλλος. Ο ένας Άγιος για τους ερωτευμένους. Ο άλλος; Ο δικός μας; Αντί – άγιος για εραστές της πραγματικής ωραιότητας… 

… Ένα τέρας, ιερό! Γεννήθηκε στην Προύσα Σεπτέμβρη του 1908. Τον πατέρα του τον λέγανε Ερρίκο. Ερρίκο Κοέν. Ήταν μισό Έλληνας, μισό Πολωνός, μισό Γερμανός, μισό Εβραίος, μισό χριστιανός ορθόδοξος, μισό Ιουδαίος. Ήταν πάμπλουτος. Ήταν κοσμοπολίτης. Είχε ανοιχτό μυαλό, ακουμπώντας σ όλα του τα μισά. Η μάνα του, πάλι, Μελπομένη Παπαδοπούλου, ήταν χριστιανή ορθόδοξη, Ελληνίδα όλη.  Σαν ταινία απ αυτές με τις πολλές σιωπές, στα πρώτα χρονιά του Καρόλου, οι γονείς απουσιάζουν συχνά. Διδασκαλία στο σπίτι. Μοναξιά και μεγάλες κάμαρες. Ένας παππάς, μια νταντά Πρωσσίδα, μια δασκάλα πιάνου. Όταν πίσω στην κεντρική Ελλάδα, οι Έλληνες χωρίς νερό τρεχούμενο, ρεύμα, δίπλα από στάνες μοχθούσαν για μια επιβίωση αβέβαιη, ο μικρός Κάρολος, έκοβε τα περιοδικά μόδας της μαμάς απ τη Γαλλία και έκανε τις φωτογραφίες ηθοποιούς, τους φωτισμούς εποχές, τα έπιπλα σκηνές, τις κουρτίνες αυλαίες και τα χαλιά θάλασσες και κάμπους. Οι γονείς χωρίζουν. Εκείνη παντρεύεται ξανά έναν μακρινό συγγενή της. Ο Ερρίκος Κοέν χάνεται μέσα στις αναδιπλώσεις της Ιστορίας, που δεν υπολογίζει ταυτότητες και μέχρι το τέλος του πολέμου καταρρέει οικονομικά, εκείνος ο βαθύπλουτος! Ο Κάρολος πιο πριν, μαθαίνει τα γράμματα τα ελληνικά στην σπουδαία, λέει,  Ροβέρτειο Σχολή της Κωσταντινούπολης. Εσώκλειστος! Όμως λιγότερο μοναχικός πια. Έχει γύρω του άλλα παιδιά. Δεν κάνει αντίλαλο η μοναξιά σε τοίχους. Μιλούσε άπταιστα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Η Πόλη έχει αλλάξει. Οι Ορθόδοξοι διώκονται. Η γλώσσα του η ελληνική απαγορεύεται απ το σπουδαίο σχολείο. Οι συγγενείς εξαφανίστηκαν σιγά σιγα απ την καθημερινότητα. Η Ανατολή πίσω του…

Σπουδάζει αισθητική στην Σορβόννη! Το 1929, νεαρούλης, έρχεται με τη μάνα του, στην Αθήνα και πιάνει δουλειά ως καθηγητής Αγγλικών στο Κολλέγιο. Τα βράδια διδάσκει αγγλικά και στο σύλλογο της Εθνικής Τράπεζας. Ο πλούτος δε του λέει τίποτα. Να ζει μόνο. Και να κάνει θέατρο. Οι μαθητές του θα γίνουν οι πρώτοι του ηθοποιοί, οι μυημένοι, το υλικό για τη μεγάλη αλλαγή στην υποκριτική, στο κοινό, στη τέχνη! Όταν θα γνωρίσει τον Φώτη Κόντογλου, θα προσηλυτισθεί σε κάθε τι ελληνικό ως επίκεντρο δημιουργίας. Από το 1942 και μέσα στην Ελλάδα της απώλειας, του πόνου, του πολέμου, της πείνας, της ήττας, της Κατοχής, ίδρυσε το Θέατρο Τέχνης και μας έκανε, από τότε, οικείους συστήνοντας μας ή προσεγγίζοντας αλλιώς, τους Ίψεν,  Μπέρναρντ Σω, Πιραντέλο, Λόρκα,  Ουίλιαμς, Μίλερ, Τσέχωφ, Μπρεχτ, Ιονέσκο, Μπέκετ, Πίντερ, Ντάριο Φο. Έδωσε σκηνή σε μια σειρά ελλήνων δημιουργών που είχαν να πουν τα διαφορετικά και τα νέα.  Σεβαστίκογλου, Καμπανέλλης, Κεχαΐδης, Σκούρτης, Αναγνωστάκη και Ευθυμιάδης. Μια άλλη ανάγνωση του Αριστοφάνη. Με τους Όρνιθες το 1959, στο Ηρώδειο, προκαλεί σκάνδαλο. Είναι τόσο μοντέρνα, επικαιροποιημένη, πολιτικά κατάφορη και επαναστατική η παράσταση που προκαλεί σάλο. Το κοινό γιουχάρει. Η παράσταση διακόπτεται. Αστυνομία. Το θέατρο αυτό είναι βέβηλο ωρύονται οι εθνικόφρονες της εποχής. Οι κριτικές και ο δημοσιογραφικός κόσμος, πάλι είναι σε έκσταση απ τον Κουν, τη παράσταση, τον αιώνιο Αριστοφάνη.

Η κυβέρνηση παίρνει θέση. Χλευασμός. Περιφρόνηση ενός μεγάλου καλλιτέχνη. Και μετά οικονομικές καταστροφές. Δυσκολίες και ζόρια. Κι όμως! Παγκόσμια είναι σπουδαίος. Όλα τα θέατρα της γης, στις μεγάλες πρωτεύουσες του κόσμου, όλα τα διεθνή Φεστιβάλ, όλα τα βλέμματα των θεατράνθρωπων της οικουμένης είναι στραμμένα σε εκείνον τον άνθρωπο απ την Προύσα, τον Κάρολο, τον γιο του Ερρίκου και της Μελπομένης. Θα αρνηθεί κάθε πρόταση και θα μείνει για πάντα προσειλωμένος στην ελληνικότητα του, στο υπόγειο θέατρο του, στους πιστούς του μαθητές, στην ασκητική ζωή του. Κι ας μη του φέρθηκε η χώρα η επίσημη παρά μόνο προσβλητικά –μέχρι το ΠΑΣΟΚ εδώ που τα λέμε που η Μελίνα, μαθήτρια του η ίδια, ήξερε να τιμά αξίες. Δεν έφυγε. Μόνο μια φορά θα υποκύψει στην πρόταση να σκηνοθετήσει Ρωμαίο και Ιουλιετα στην ίδια την Αγγλία και πώς να αρνιότανε; Βασιλικό Σαιξπηρικό Θέατρο! Οι κριτικοί χαρακτηρίζουν την παράσταση ως την σπουδαιότερη της δεκαετίας.

Ζει στην οδό Λυκαβηττού, στην άκρη του Κολωνακίου προς τη Νομική. Καπνίζει πολύ. Τρώει λίγο και άμα έχει παρέα γύρω του και μιλάει για θέατρο, παθιάζεται και ξεχνάει να φάει. Διδάσκει στην σχολή του, πάντα. Βλέπει αόρατα πνεύματα στο παιδιά, που τα ίδια αγνοούν πως τα στοιχειώνουν, εκεί που όλοι οι άλλοι δεν βρίσκουν τίποτα. Και βραβεία, παράσημα, τιμές! Εδώ, έξω, παντού! Τίποτα σα το χειροκρότημα του κοινού. Τίποτα σαν τα υγρά μάτια των συγκινημένων θεατών. Καμιά άλλη συγκίνηση σαν αυτά. Ο ηγούμενος μόνο έτσι κοινωνά τα άχραντα ιδιωτικά του μυστήρια ψυχής. Το θέατρο των νεοελλήνων, ο σύγχρονα εκφρασμένος λόγος του, η παράσταση στο καιρό μας. Τσαρούχης, Πλωρίτης, Χατζιδάκις. Και Διαμαντόπουλος, Χατζηαργύρη, Λυμπεροπούλου, Καλλέργης, Καρακατσάνης, Ζερβός, Ζαβιτσιάνου, Φέρτης, Μιχαλακόπουλος, Πιττακή, Κοταμανίδου, Χρυσομάλλης, Μπάκας, Γκιωνάκης, Καζάκος, Τζώρτζογλου. Εμμονη. Πάθος. Διαθήκη. Το θέατρο Τέχνης αφήνεται στους Λαζάνη, Κουγιουμουτζή, Αρμένη. Οι μαθητές να γίνουν πάντα χωρίς να σπάσουν, οι συνεχιστές. 14 Φλεβάρη –και κανείς Άγιος Βαλεντίνος λέμε!- πεθαίνει!

50 χρόνια έκανε με τη ψυχή του, όπως ήταν και ο τίτλος ενός βιβλίου του, θέατρο. 50 χρόνια μας ψήλωσε πνευματικά, τόσο, όσο ίσως δεν μας άξιζε αν κρίνουμε απ το κενό που αφήσαμε να υπάρξει μετά και απ το θέατρο που αν δε κακοφορμεί, είναι απλά αδιάφορο. 50 χρόνια πάλεψε με αμορφωσιά, στερεότυπα, μικρά μυαλά. Και όταν στο τέλος άρχισαν τα φυτώρια του να ανθίζουν, ήρθαν οι αφόρητοι πόνοι στο στήθος και η εσπευσμένη εισαγωγή στο «Υγεία».  Τέλειωσε νύχτα, όπως συνήθως κάνουν οι άνθρωποι, που φεύγουν προδομένοι από καρδιές τεράστιες, οι οποίες ως δεν είναι γνωστό, βρίσκονται κοντά στη ψυχή, πιστεύω. Είχε ετοιμάσει το τελευταίο έργο του που δεν είδε στην παράσταση. «Ο ήχος του όπλου» της Λουλας Αναγνωστάκη. Ένα όπλο μπορεί να σκοτώσει χωρίς να εκπυρσοκροτήσει. Άνθρωποι πάσχουν, ενώ έξω η νίκη απ τις εκλογές του 1985 που ευαγγελίζεται μια τεραστία Αλλαγή, τονίζει την απελπισία, το τέλος, τα αδιέξοδα, την πίκρα του δωματίου. Του όποιου εσωτερικού μας δωματίου. Ένας νεαρούλης Τζωρτζογλου κρυστάλλινα εύθραυστος. Μια Πιττακή φτιαγμένη από συναίσθημα και σύννεφο. Ο λόγος της Λούλας Αναγνωστάκη απ αυτούς που χαράζουν αθέατες ουλές στην αλήθεια. Ως κύκνος πια, ο Κουν τραγούδησε θέατρο για τελευταία φορά. Ήμουν εκεί. Δεν πήρα τον ηλεκτρικό, οδηγούσα πια. Αυτό το υπόγειο μου είχε φτιάξει τατουάζ στη δική μου ψυχή, πως θα το χανα; Το είδα! Το χειροκρότησα μέχρι να πονέσουν οι φάλαγγες των δαχτύλων μου. Μετά δεν ξαναπήγα στο Τέχνης. Αλήθεια… Γιατί όπως είχε πει και εκείνος «η αφετηρία και η βάση του θεάτρου, όπως και κάθε μορφής τέχνης, είναι η ποίηση και η μαγεία. Αν λείψουν αυτά, δεν υπάρχει θέατρο». Κι αν λείψουν οι ποιητές και οι μάγοι του, έρμοι ορφανεύουν οι θεατές του…

Πηγή:spotlightpost.com

About Post Author