Joseph Roth: «Ο Τσίπερ και ο πατέρας του»

Ο Γιόζεφ Ροτ (1894-1939) αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα στη λογοτεχνία αυτού που αποκαλούμε σήμερα εβραϊκή διασπορά ανά την Ευρώπη. Γεννημένος στο Μπρόντι της τότε Γαλικίας (σημερινή Ουκρανία), μεγαλωμένος σε ανείπωτη φτώχεια υπό την επίβλεψη θείων του, χωρίς πατέρα, αφού τους εγκατέλειψε πριν αυτός γεννηθεί, σπούδασε φιλοσοφία και φιλολογία στη Βιέννη, μελέτησε κλασικούς συγγραφείς, δούλεψε ως δημοσιογράφος για τη Frankfurter Zeitung και άλλες εφημερίδες, με τις οποίες συνεργάστηκε και για τη δημοσίευση λογοτεχνικών κειμένων του, ταξίδεψε ανά την Ευρώπη γι’ αυτές εξού και δεν είχε ποτέ μόνιμη κατοικία, παρακολούθησε το 11ο Σιωνιστικό Συνέδριο στη Βιέννη, στο οποίο βρισκόταν και ο Κάφκα, λάτρεψε την αριστοκρατία της εποχής των Αψβούργων στη Βιέννη, θαύμασε τη μοναρχική Αυστροουγγαρία και έγραψε κυρίως γι’ αυτήν και το τέλος της. Πέθανε στο Παρίσι πάμφτωχος, από αλκοολισμό. Πράγματι, σήμερα θυμόμαστε τον Ροτ ως έναν συγγραφέα που περιέγραψε με πόνο ψυχής έναν κόσμο που τελειώνει και που δεν ήταν στην πραγματικότητα ο κόσμος στον οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε. Ίσως και αυτός ο ψυχικός πόνος, με τον οποίο περιγράφει ο Ροτ, να μας κάνει τόσο αρεστά τα κείμενά του.

Ο προσεκτικός συνδυασμός και συσχετισμός όλων αυτών μας οδηγεί στο να θεωρήσουμε πως ο Ροτ πράγματι ήταν «χαμένος από χέρι», όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Κ. Παπαγιώργης σε σχετικό άρθρο του (lifo, 1/7/2017) και συνεχίζει: «[…] Από πολύ νωρίς στρέφεται στο ποτό –που τελικά θα τον ξαποστείλει–, ενώ συνάμα συνεργάζεται με πολλές εφημερίδες. Ο Ροτ ήταν καθημαγμένη συνείδηση. Στην περίπτωσή του το ποτό δεν έπαιξε τον ρόλο που έπαιξε, για παράδειγμα, στην περίπτωση του Φώκνερ ή άλλων αλκοολικών. Αλλά και για τις γυναίκες ισχύει κάτι ανάλογο. Ο Ροτ ερωτεύεται πολύ συχνά και εξίσου συχνά διαλύει τους δεσμούς του, καθότι η δύναμη του αλκοόλ έδενε ιδανικά με τις ατυχίες του (λόγω αλκοολισμού, έχασε κάποια χειρόγραφά του μέσα σε ένα ταξί)».

Με όλα τα παραπάνω φαίνεται πως ο Ροτ δεν μπορούσε να σταθεί πουθενά, ούτε να ριζώσει κάπου μα ούτε και να ισορροπήσει. Κάτι που φαίνεται και σε όλα τα λογοτεχνικά, κυρίως, κείμενά του. Αν εξαιρέσουμε το Εμβατήριο Ραντέτσκυ, με το οποίο η κριτική θεωρεί, δικαίως, ότι έφτασε στον κολοφώνα της συγγραφικής του δραστηριότητας, παρουσιάζοντας το πιο ολοκληρωμένο και στιβαρό του έργο, σε όλα τα άλλα ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει μια δυσκολία ολοκλήρωσής τους, σε σχέση τουλάχιστον με τις περγαμηνές με τις οποίες άρχισε το καθένα απ’ αυτά. Αυτό παρατηρούμε και στο Χοτέλ Σαβόι, και στον Ιώβ, ακόμα-ακόμα και στο Ο Τσίπερ και ο πατέρας του. Το τελευταίο κεφάλαιο και η επιστολή στο τέλος το επιβεβαιώνουν. Αυτό δε μειώνει διόλου τη λογοτεχνική αξία των έργων αυτών, αφού μπορούμε να διακρίνουμε με άνεση την ευαισθησία του συγγραφέα και όλα εκείνα τα στοιχεία που μας κάνουν να μας αρέσει η γραφή του, τα θέματά του και ο τρόπος αφήγησής του. Ακόμα κι ο Στέφαν Τσβάιχ, αγαπημένος φίλος και μόνιμος αιμοδότης χρημάτων για τον Ροτ, ομνύει πάνω στην απαράμιλλη ευαισθησία του φίλου του.

Ενώ υπάρχουν μεταφρασμένα στα ελληνικά, ήδη από 2013 ο Ιώβ (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Εκδόσεις Άγρα) και από το 2009 Το εμβατήριο Ραντέτσκυ (μτφρ. Δημήτρης Δημοκίδης, Εκδόσεις Ροές, και Μαρία Αγγελίδου, Εκδόσεις Άγρα), σύμφωνα με τη βάση της Βιβλιονέτ, απουσίαζε, μέχρι τώρα, το έργο Ο Τσίπερ και ο πατέρας του (εκδ. Ροές, 2020), για να συμπληρωθεί η ενότητα που αποτελούν αυτά τα τρία βιβλία, που περιγράφουν «τον κόσμο που πεθαίνει». Ευτυχώς το κενό το συμπλήρωσαν οι Εκδόσεις Ροές, που μας παρέδωσαν το πρώτο μέρος αυτής της ενότητας, σε μια υπέροχη μετάφραση της Πελαγίας Τσινάρη, με ένα εξίσου κατατοπιστικό Επίμετρο της ιδίας στο τέλος του βιβλίου.

Ίσως και αυτός ο ψυχικός πόνος, με τον οποίο περιγράφει ο Ροτ, να μας κάνει τόσο αρεστά τα κείμενά του.

Ο Τσίπερ και ο πατέρας του κινείται γύρω από δύο άξονες, που κανονικά πρέπει να είναι διαφορετικοί. Του γερο-Τσίπερ, που ουδέποτε μαθαίνουμε το μικρό του όνομα, και του γιου του, Άρνολντ. Με την απαράμιλλη ικανότητα του Ροτ να φτιάχνει χαρακτήρες που αντικατοπτρίζουν έναν ολόκληρο κόσμο, έτσι κι εδώ ο γερο-Τσίπερ συμβολίζει τον κόσμο που οδήγησε την Ευρώπη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και που χάθηκε ύστερα απ’ αυτόν, ενώ ο Άρνολντ τον κόσμο που αναδύθηκε καθημαγμένος, χαμένος, διαλυμένος, απογοητευμένος, δίχως αύριο, και που προσπαθεί δίχως επιτυχία να ορθοποδήσει. Ήτοι το δράμα μιας γενιάς που αφανίστηκε μέσα στα ερείπια του μέχρι τότε καταστροφικότερου πολέμου. Απ’ τη μια, λοιπόν, εμφανίζεται ο Τσίπερ πατέρας, σκιαγραφημένος στα όρια του φανφαρονισμού, και απ’ την άλλη ο Τσίπερ ο νεότερος, πριν και –κυρίως– μετά τον πόλεμο. Εξού και θεωρείται πως η νουβέλα –κατά Ροτ– αυτή έχει ως αντικείμενο τους στρατιώτες που κατάφεραν να επιστρέψουν απ’ τα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σημείωση: ο Ροτ τη θεωρούσε το καλύτερό του έργο μέχρι τότε.

Κι ενώ τα οκτώ πρώτα κεφάλαια, απ’ τα είκοσι δύο μαζί με την τελική επιστολή, αφιερώνονται στον γερο-Τσίπερ και κατ’ επέκταση στο πώς μεγάλωσε τα παιδιά του, γεγονός που ενέχει και το ζήτημα του πατέρα για το εβραϊκό γίγνεσθαι, ο ενήλικος πλέον Άρνολντ μετά την επιστροφή του απ’ το θέατρο του πολέμου εμφανίζεται αρνητής του παλαιού κόσμου, του κόσμου όπου μεγάλωσε και όπου μέχρι τότε δεν είχε διόλου προσωπικό λόγο. Αυτή η άρνηση του πατρικού προτύπου απ’ τον γιο, με την «πρόφαση» του πολέμου, και η ταυτόχρονη σχεδόν παντελής απουσία της μητέρας, μας δείχνει ακριβώς πως ο Ροτ πέτυχε διάνα στην επιλογή του θέματος ως προς αυτό το ζήτημα και στην ανάδειξη των δυο διαφορετικών κόσμων. Για τίποτε απ’ αυτά που ήθελε και ετοίμαζε τον Άρνολντ ο γερο-Τσίπερ δεν πέτυχε! Και πώς άλλως, αφού ο ίδιος και οι άνθρωποι της ηλικίας του ευθύνονταν για όλ’ αυτά που βρήκαν τη γενιά του γιου του. Ο Άρνολντ δεν καταφέρνει να γίνει κάτι σπουδαίο, προχωρά σε έναν αποτυχημένο γάμο ύστερα από την παρότρυνση του συγγραφέα και παιδικού του φίλου προκειμένου να βρει νόημα στη ζωή του, αυτός επιλέγει μια ηθοποιό, παιδική του φίλη, κάνει διάφορες δουλειές με αποτέλεσμα μια κατάληξη που αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτό που ήθελε να πει ο Ροτ γι’ αυτή τη γενιά. Κατέληξαν γελωτοποιοί του εαυτού τους… Και κάπου εδώ συγκλίνουν οι δύο τόσο ανόμοιοι εξαρχής Τσίπερ. Στα όρια του φανφαρόνου ο πατήρ, στα όρια του γελοίου ο γιος. Και μην ξεχνάμε πως αυτοί είναι δυο κόσμοι που ξεκίνησαν, υποτίθεται, διαφορετικοί…

Ο συγγραφέας, καίτοι ένθερμος υποστηρικτής του παλαιού κόσμου, φαίνεται πως εδώ, στο πρόσωπο του γερο-Τσίπερ, φτάνει στα όρια να τον λοιδορεί. Στην πραγματικότητα λοιδορεί το πρόσωπο του πατέρα, όπως μόνο ένας εβραϊκής καταγωγής γιος της διασποράς που δεν γνώρισε πατέρα μπορεί να κάνει, ενώ ταυτόχρονα κατακεραυνώνει όλους αυτούς τους πατεράδες της αυστροουγγρικής κυριαρχίας που κατέστρεψαν εκείνο το μεγαλείο αιώνων, μην μπορώντας μέσα τους να συνταιριάξουν αυτό το μεγαλείο με τα νέα ανοίγματα της εποχής τους. Και αν το δούμε κι αλλιώς, ήταν ένας κόσμος που έπρεπε να πεθάνει, προκειμένου να αναδειχθεί ο νέος, με τις όποιες θυσίες χρειάζονται επ’ αυτού.

Οι συνεχώς τεντωμένες και ευαίσθητες κεραίες του Ροτ αυτά μπορούσαν να τα πιάσουν άμεσα. Όπως στην περίπτωση που, ούτε έναν χρόνο πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην καγκελαρία, είχε προβλέψει το κάψιμο των «μιαρών βιβλίων» από τους Ναζί και προέτρεπε τους φίλους του να φύγουν, προκειμένου να γλιτώσουν και οι ίδιοι την πυρά. «Είναι καιρός να φεύγουμε. Θα καίνε τα βιβλία μας εννοώντας εμάς τους ίδιους. Όποιος λέγεται Βάσερμαν, Ροτ, Ντέμπλιν, δεν έχει καιρό για χάσιμο. Πρέπει να φύγουμε για να ριχτούν μόνο τα βιβλία στην πυρά». Εγκατέλειψε τη Γερμανία για τελευταία φορά την ημέρα που ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος της Γερμανίας.

Ο Τσίπερ και ο πατέρας του
Joseph Roth
Μετάφραση – Επίμετρο: Πελαγία Τσινάρη
Ροές
232 σελ.
ISBN 978-960-283-500-5
Τιμή €14,84

Ο Θανάσης Λιακόπουλος είναι συγγραφέας και κριτικός βιβλίου.
Πηγή:diastixo.gr

About Post Author

+ There are no comments

Add yours