Σας έχει τύχει ποτέ να ξυπνήσετε από κάποιο όνειρο που σας συντάραξε, αλλά η προσπάθεια να το θυμηθείτε να κατέστη μάταιη; Ένα όνειρο τόσο συνταρακτικά ζωντανό και μοναδικό, όσο και η ύπαρξή σας; Και το μόνο που σας άφησε είναι μια θολή ανάμνηση, μ’ έναν απόηχο ανησυχίας… κάτι σαν εφιάλτη θα λέγαμε καλύτερα.

Αυτό φαίνεται ν’ αποτελεί και τον κινητήριο μοχλό που παρακινεί το φίλο μας να ξυπνήσει απ’ το λήθαργό του, του δίνει ένα σκοπό και νόημα να κινηθεί προς πάσα κατεύθυνση, στη γοητευτική νουβέλα Η Γη τρέχει πιο γρήγορα του Παναγιώτη Τσίτου. Και όπως ο ανήσυχος ήρωάς μας δε μετανιώνει καθόλου για τη φυγή του από ό,τι τον περιορίζει και τον οδηγεί σε τέλμα, έτσι και μεις δε θα μετανιώσουμε λεπτό απ’ όταν θα χαθούμε στις σελίδες αυτού του βιβλίου.

Μαζί θα νιώσουμε την αγωνία του, την πάλη με το «έξω» ενώ φωνάζει το «μέσα», την επιθυμία να δραπετεύσει από τη γενέτειρα που τον πνίγει, από την εργασία που δεν τον γεμίζει, θα τον ακολουθήσουμε σε κάθε πόλη-σταθμό της μετέπειτα πορείας του, θα βρούμε νέες δουλειές και φίλους-ομοϊδεάτες σε κάθε μας τρέλα, έναν κεραυνοβόλο έρωτα να μας συμπληρώνει κι όλα αυτά σε ξέφρενους ρυθμούς, τρέχοντας να προλάβουμε τη μέρα που φεύγει… Τρέχοντας να σωθούμε απ’ τον ίδιο μας τον εαυτό που σαν ανήμερο θεριό απειλεί να κατασπαράξει τα πάντα, τρέχοντας να γλυτώσουμε από το μέσα μας.

Όπως ίσως καταλάβατε, όλα ξεκινούν σε αυτή τη φρενήρη περιπέτεια με κείνο το όνειρο -εφιάλτη που στοιχειώνει τον νεαρό ήρωα. Το θυμάται με ακαθόριστη ασάφεια αλλά ο πανικός και το κενό που τον διακατέχουν, τον κάνουν να θέλει να ξεφύγει από όλους και όλα. Και από δω ξεκινούν τα ευτράπελα. Ο Μ. ο ήρωας χωρίς όνομα (για να ταυτιστούμε καλύτερα) πνίγεται από κάτι που δεν μπορεί να εξηγήσει, κάτι μεγαλύτερο κι απ’ τον ίδιο. Σαν ν’ ανήκει σε δύο κόσμους, τον φανταστικό και τον πραγματικό. Μοιραία η σύγκρουση, γόρδια τα δεσμά. Τελείως αναγκαία η απόδραση…

koukidaki: Ο Παναγιώτης Τσίτος και η νουβέλα Η γη τρέχει πιο γρήγορα

Μα πριν από την πρώτη του εξόρμηση, θα προηγηθεί μια αναπόφευκτη συνάντηση. Ή μάλλον δύο και μάλιστα από τον κόσμο του φανταστικού. Το alter ego του, μία μαϊμού θα εισβάλλει απρόσμενα στη ζωή του, πιότερο για να τον περιπαίξει και να τον ξυπνήσει, αλλά εις μάτην… Μοιάζει αλληγορικό και όντως είναι. Εκείνος την αποστρέφεται κι εκείνη του γελά, σαν ξεχασμένο παιχνίδι που θέλει να του θυμίσει την παρουσία του. Είμαι εδώ, κοίταξέ με, κοίτα τους φόβους σου και μη με αγνοείς, σαν να του λέει… Αίφνης θα παρατήσει τη δουλειά του, ενώ μετέπειτα συναντά έναν σοφό ρακένδυτο, στον οποίο θα εκμυστηρευτεί την ανάγκη του για φυγή. Το συναπάντημά τους, ολιγόλεπτο και ξαφνικό όπως όλα τα σπουδαία γεγονότα… Οι κουβέντες που θα ειπωθούν όμως θα χαραχτούν ανεξίτηλα στη μνήμη, θα αποτελέσουν το εφαλτήριό του για δράση.

«Μικρέ, όσο κι αν διαφέρουμε όλοι μεταξύ μας, μοιάζουμε πολύ περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε. Είμαστε όλοι σαν τα κεριά, ανάβουμε ξαφνικά μια μέρα και το φιτίλι μας καίει μέχρι να σωθεί και να σβήσουμε. Η διαφορά είναι στο πώς επιλέγουμε να καίμε. Άλλοι καίνε αργά και βασανιστικά, προσπαθούν να εξοικονομήσουν όσο χρόνο μπορούν. Άλλοι προτιμούν να πεθαίνουν για μια λάμψη τόσο δυνατή που όμοιά της δεν θα έχει υπάρξει ποτέ ξανά. Εγώ προτίμησα το δεύτερο. Εσύ;»

Ό,τι ακολουθεί αυτή τη συζήτηση είναι καταιγιστικό…

Ο Μ. εγκαταλείπει τα πάντα βιαστικά, σταματά στην πρώτη πόλη που βλέπει, βουτά στην κυριολεξία στο Άγνωστο. Τίποτα δεν φαίνεται να τον σταματά, μόνο η ασίγαστη δίψα για περιπέτειες και ξεφάντωμα που δεν βρίσκει ούτε σ’αυτήν την πόλη. Με το νεοαποκτηθέντα κολλητό-σύμμαχο στην όποια τρέλα, θα φύγουν για τον επόμενο προορισμό τους.

Όταν φεύγεις από κάπου, από κάτι, δεν φεύγεις επειδή πας να βρεις κάτι καλύτερο, κάτι διαφορετικό, και σίγουρα δεν είναι συνειδητή και προμελετημένη επιλογή. Όχι. Φεύγεις απλώς γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, γιατί ξεπηδάει από μέσα σου και σε κυριεύει το συναίσθημα της φυγής.

Στον νέο παράδεισο τον περιμένει ανατρεπτικά ο έρωτας. Θα χαλαρώσει, θα αφεθεί στην Αγάπη και τελικά θα αποδράσουν παρέα, όταν νιώσουν αμφότεροι το ακατανίκητο αίσθημα της φυγής. Όμως ούτε εκεί θα ησυχάσει. Παντού θα κουβαλά τις πληγές και το ματωμένο του μέσα· η λύτρωση είναι πλέον διακαής του πόθος. Η τελική αναμέτρηση με τον εαυτό του θα συντελεστεί με την επιστροφή στη γενέτειρά του, εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν όλα.

Κοιτάω ψηλά στον ουρανό, το βλέμμα μου είναι ελαφρύ και το κεφάλι μου άδειο. Τώρα ο κύκλος ολοκληρώθηκε, δεν φοβάμαι πια και δεν βυθίζομαι στο κενό. Όχι, εγώ είμαι το κενό. Είμαι σπίτι μου και είμαι πλέον ελεύθερος…

Δυνατοί χαρακτήρες που μας συνεπαίρνουν, στρωτή αφήγηση που κινείται μεταξύ ρεαλισμού και φανταστικού, με ένταση που κλιμακώνεται για να υπάρχει αμείωτο το ενδιαφέρον. Λέξεις που κρύβουν βαθύ νόημα, γλαφυρή περιγραφή δράματος του ήρωα, εκπλήξεις σε κάθε σελίδα, είναι όσα έχουμε να περιμένουμε διαβάζοντας τη νουβέλα αυτή, που διαιρείται σε τρία κεφάλαια.

Εντυπωσιαζόμαστε ακόμα πιο πολύ και από το νεαρό της ηλικίας του συγγραφέα. Και πιστέψτε με, δεν με συγκινούν ιδιαίτερα οι επιρροές του από Καμύ, Κάφκα, Κέρουακ ή Ντέιβιντ Λιντς όπως διαβάζω στο οπισθόφυλλό της. Όχι πως είναι βέβαια ελάσσονος σημασίας.

Μου αρκεί που βρήκα σ’ αυτήν τη νουβέλα, μερικές απλές αλήθειες μόλις σε δυο-τρεις φράσεις, σαν τις παραπάνω, και τις αισθάνθηκα δικές μου. Όπως πιστεύω το ίδιο θα συμβεί και με σας.

του Ρόζα Βλαχογιάννη

Η νουβέλα του Παναγιώτη Τσίτου, Η γη τρέχει πιο γρήγορα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Πηγή:koukidaki.gr

About Post Author

You May Also Like

More From Author

+ There are no comments

Add yours