Ελευθερία Αρβανιτάκη: «Κοιτάζω προς το φως»

Φέτος συμπλήρωσε 40 χρόνια στο τραγούδι. 40 χρόνια γεμάτα μουσικές, λαϊκά, ρεμπέτικα, ethnic και έντεχνα, τσιφτετέλια και λυρικές μπαλάντες. Υπέροχα τραγούδια υπέροχων ανθρώπων. Συνεργασίες και στιγμές λαμπρές – τι έχεις να πεις για όλα αυτά Ελευθερία Αρβανιτάκη; Σηκώνει τους ώμους. «Υπήρξα πολύ τυχερή…».

Συνέντευξη: Κάλλια Καστάνη  

Mένει χρόνια στο αθηναϊκό κέντρο, στα σύνορα του Παγκρατίου με τις high end γειτονιές της Μιχαλακοπούλου ή του Κολωνακίου. Δεν αλλάζει, της αρέσει η έξαψη, το οργιαστικό ανακάτεμα του downtown – επιπλέον, δηλώνει πως βρίσκει «πολύ πρακτικό» το ότι μπορεί να «πετάγεται παντού» με τα πόδια. Έρχεται περπατώντας στο cafe όπου έχουμε δώσει ραντεβού. Είναι κομψή, είναι ευγενής και θερμή, φοράει στενό τζιν, μια παλιά μπλούζα από λευκή δαντέλα, μεγάλα μαύρα γυαλιά. Είναι σταρ. Είναι άδολη, σαν κορίτσι. Μιλάει αργά, στοχαστικά, με ενδιάμεσες σιωπές, σαν να σκέφτεται κάτι άλλο, αλλά έχει ένα γρήγορο, νευρικό περπάτημα που ξαφνιάζει. Τελικά, όχι, η «μελαγχολική σοπράνο» της κριτικής των «New York Times», η μεταξωτή «ethnic πριγκίπισσα» της Ελλάδας, με την ονειρική φωνή, δεν ίπταται. Πατάει γερά στη γη – αν στήσεις αυτί, θα ακούσεις το «τακ τακ» από τα τακουνάκια της στις πλάκες…

–        Ποια ήταν τα καλύτερα καλοκαίρια σου; Τα μεγαλύτερα, τα πιο φωτεινά;

Δεν ξέρω να σου πω με σιγουριά… Τα περισσότερα καλοκαίρια μου δούλευα. Θυμάμαι πολύ ωραίες παραστάσεις, στην Ελλάδα, στο εξωτερικό, συναυλίες μεγάλες, φωτεινές, με θερμό κοινό – ξεχωρίζω την performance στο Carnegie Hall, το ‘13. Ήταν ιδιαίτερη. Τη χάρηκα πολύ.

–        Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί πότε μια τραγουδίστρια του δικού σου βεληνεκούς -μια ερμηνεύτρια αλλά και μια σταρ- νιώθει πιο έντονα την επιτυχία: στο Carnegie Ηall ή στις μεγάλες λαϊκές συναυλίες, όταν το κοινό ουρλιάζει από κάτω «Ελευθερία ή θάνατος»;

Παντού. Στην Ελλάδα, το αίσθημα είναι διαφορετικό γιατί ο κόσμος ξέρει τα τραγούδια, τραγουδάει μαζί σου. Στο εξωτερικό, όταν εμφανίζεσαι μπροστά σε ένα κοινό που δεν μιλάει τη γλώσσα σου, ποντάρεις περισσότερο στην παράσταση, ως σύνολο. Το να τραγουδάς μπροστά σε ένα τέτοιο κοινό, που «συντονίζεται» μαζί σου -κυρίως ή μόνο- μουσικά, είναι μια συνθήκη πολύ γοητευτική.

–        Και το φετινό καλοκαίρι σου; Πώς είναι;

Ανήσυχο. Υπάρχει αυτό το διάχυτο αίσθημα ανησυχίας, ο φόβος της επαφής, ο φόβος του φόβου των άλλων – στην ουσία δεν ξέρεις από τι ακριβώς κινδυνεύεις. Και συναυλιακά, είναι δύσκολα τα πράγματα. Οι παραστάσεις είναι λίγες, οι ιδιώτες δεν αναλαμβάνουν το ρίσκο να τις διοργανώσουν. Προηγήθηκε και μια άνοιξη «βαριά»…

–        Τι έκανες στην καραντίνα;

Δεν πανικοβλήθηκα, αν αυτό ρωτάς. Διάβαζα πολύ, άκουγα μουσική, έβλεπα σειρές. Τα κλασικά. Τώρα, όμως, περιμένω την κόρη μου, την Αντιγόνη, να έρθει από το εξωτερικό, (σ.σ. με σπουδές στην Ανθρωπολογία και ένα master στις Διεθνείς Σχέσεις, η Αντιγόνη ζει και εργάζεται μόνιμα στην Αγγλία), και ο γιος μου, ο Λεωνίδας μου, ετοιμάζεται να πάει φαντάρος. Οπότε δεν σου κρύβω πως έχω μια μικρή ανησυχία…

–        Τα παιδικά σου καλοκαίρια πώς ήταν;

Δύσκολα – όσα θυμάμαι δηλαδή. Επειδή έχασα τον πατέρα μου όταν ήμουν 10 χρονών, δεν έχω μνήμες πριν από εκείνη την εποχή. Λόγω του σοκ, μάλλον. Μετά η ζωή ήταν λίγο δύσκολη. Μέχρι να ξεκινήσω να τραγουδάω -ή μάλλον μέχρι να δεχτώ την πρόταση των παιδιών της «Οπισθοδρομικής Κομπανίας», να εμφανιστούμε μαζί με τον Σαββόπουλο- ήταν μια περίοδος αρκετά μοναχική και αρκετά δύσκολη.

–        Έχεις κάνει ποτέ διακοπές μόνη σου;

Κάποτε ναι, έκανα. Πήγαινα και στο θέατρο μόνη μου. Και σε εστιατόρια, πάλι μόνη μου. Αυτή την ανάγκη είχα, εκείνη την περίοδο…

–        Καλοκαίρι δεν γνώρισες τα παιδιά της «Οπισθοδρομικής Κομπανίας»;

Ναι, τους πέτυχα σε καλοκαιρινές διακοπές. Καλοκαίρι του ’79, στη Σκόπελο. Γνωριστήκαμε σε μια ταβέρνα. Τραγουδούσα εγώ στην παρέα μου κι έπαιζα την κιθάρα μου – εκεί με άκουσε, πρώτη φορά, ο Άγγελος ο Σφακιανάκης, και με πλησίασε. Συστηθήκαμε, το και το, μου λέει «είμαστε αυτοί και έχουμε πρόταση από τον Διονύση τον Σαββόπουλο, να εμφανιστούμε μαζί του φέτος τον χειμώνα. Θες να έρθεις μαζί μας;». Του είπα «ναι».

–        Έτσι απλά;

Ναι, έτσι απλά. Έτσι απλά γίνονται τα πράγματα. Πάντα λέω πως η ζωή είναι μυστήριο τρένο – δεν ξέρεις από πριν τις διαδρομές της, ή τα δώρα της. Πρέπει να είσαι έτοιμος, έτσι ώστε όταν περάσει η ευκαιρία από δίπλα σου, να τη δεις, να την αναγνωρίσεις, να την αρπάξεις. Να ανέβεις πάνω στο τρένο και να φύγεις για το άγνωστο. Προς την έκπληξη…

–        Εκείνο το «ναι» σε εξέπληξε; Ήταν μια πράξη μεγάλης τόλμης;

Ε, δεν ήταν; Ήταν! Αλλά δέχτηκα γιατί αισθάνθηκα αμέσως όμορφα με τα παιδιά. Κι έπειτα ήταν και το δέλεαρ της συνεργασίας με τον Σαββόπουλο. Ο ήρωάς μου! Τον προηγούμενο χειμώνα ήμουν κάτω από τη σκηνή, μες στο κοινό, και τον χειροκροτούσα και τον επόμενο χειμώνα, τραγουδούσα δίπλα του…

–        Είχες σπουδάσει μουσική;

Όχι. Τραγουδούσα πάντα, από παιδί, αλλά δεν είχα κάνει μουσικές σπουδές. Λίγα μαθήματα κιθάρας, μόνο. Αλλά είχα χαρά, περιέργεια, έξαψη. Λέγαμε με τα παιδιά «ας πάμε να δούμε τι είναι αυτό, κι όπου βγει..». Δεν το σκέφτηκα και πολύ.

–        Η οικογένειά σου ήταν σύμφωνη; Σε στήριζε;

Όχι. Η μαμά μου είχε πάντα μεγάλη αγωνία για μας, για μένα και τον αδελφό μου – ιδίως για μένα. Φοβόταν, δεν ενέκρινε να κάνω την παράσταση με τον Σαββόπουλο, μου έλεγε «πού πας τώρα, να μπλέξεις στη νύχτα;». Ούτε στην πρεμιέρα μου δεν ήρθε! Θύμωσε, επειδή την αγνόησα και δεν ήρθε. Αργότερα, θυμάμαι, την πήρε ο ίδιος ο Διονύσης τηλέφωνο και της μίλησε, για να την καθησυχάσει.

–        Τότε, αν δεν κάνω λάθος, σχεδίαζες να φύγεις στην Ιταλία, για σπουδές Αρχαιολογίας. Σου έμεινε ένας μικρός καημός, που δεν σπούδασες;

Μπα, όχι. Μπήκα μετά στη μουσική, σε αυτό το μαγικό σύμπαν και τα ξέχασα όλα.

–        Κοιτώντας πίσω, τώρα, μπορείς να πεις, αν η επιτυχία σου ήταν -κυρίως- θέμα τύχης ή -κυρίως- θέμα επιλογών;

Στην αρχή, έπαιξε ρόλο η τύχη, σαφώς. Στην πορεία, ήρθαν οι επιλογές. Ας πούμε, μετά τον Σαββόπουλο, σταμάτησα το τραγούδι για ένα διάστημα…

–        Γιατί;

Διότι αισθανόμουν μπερδεμένη, δεν ήξερα πού ακριβώς πάει το πράγμα, τι θα έκανα – σκέψου πως, μέχρι τότε, δεν είχα καν την επιθυμία να γίνω τραγουδίστρια! Είχα δεχτεί να βγω στη σκηνή, πάνω σε έναν ενθουσιασμό, είχαμε ζήσει ένα πανηγύρι, η «Οπισθοδρομική» είχε τεράστια επιτυχία, ταξιδεύαμε στο εξωτερικό, δίναμε συναυλίες στην Ελλάδα, σε γήπεδα. Έπρεπε όμως να σταματήσω λίγο να δω, να σκεφτώ πού πάει αυτή η ιστορία, αν αυτό ήταν που ήθελα να κάνω στη ζωή μου, τι θα έκανα στη συνέχεια. Έμεινα περίπου έναν χειμώνα εκτός, κι επέστρεψα μετά. Είχα αρπάξει το «μικρόβιο»…

–        Και σταμάτησες πάλι, αν δεν κάνω λάθος, όταν τέλειωσε η ιστορία της «Οπισθοδρομικής»…

Ναι, σταμάτησα. Δεν ήξερα πώς να συνεχίσω μόνη μου, χωρίς την ομάδα μου – η σόλο καριέρα έχει μεγάλο βάρος. Τότε εμφανίστηκε ο Χρήστος ο Νικολόπουλος, και μου πρότεινε να συνεργαστούμε. Αισθάνθηκα περίεργα, του είπα «όχι» στην αρχή, αλλά επέμεινε. Επέμενα κι εγώ να του αρνούμαι. Στο τέλος μου είπε «έλα στην παράσταση και κάνε ό,τι θέλεις». Τελικά, βρήκα το  θάρρος και το επιχείρησα – χάρις στον Χρήστο τραγούδησα ξανά. Μετά συνάντησα τον Σπανουδάκη και μου πρότεινε να κάνουμε το «Κοντραμπάντο» – έκτοτε, μπήκα πια στην ιστορία της μουσικής για τα καλά.

-Το να κάνεις ένα δίσκο όπως το «Κοντραμπάντο», μετά την «Οπισθοδρομική», δεν θα ήταν εύκολο…

Δεν ήταν δύσκολο πάντως – όχι, για μένα. Αλλά σίγουρα ήταν κάτι πολύ διαφορετικό. Πολύ…

–        Πριν -ή και μετά- το «Κοντραμπάντο» είχες προτάσεις για μεγάλες πίστες;

Μπουζούκια εννοείς; Ναι, πώς δεν είχα!

–        Και; Μπήκες στον πειρασμό; Φαντάζομαι πως οι προτάσεις θα συνοδεύονταν και από δελεαστικές αμοιβές…

Μπα… Στην αρχή που ήμουν ακόμα νέα και σχετικά άγνωστη, δεν μου έδιναν πολλά λεφτά. Μετά δεν με πλησίαζαν πια – ήταν φανερό πως είχα τραβήξει άλλο δρόμο.

–        Μες στα χρόνια, πόσες φορές σου είπαν «Ελευθερία μην το κάνεις αυτό, είναι αντιεμπορικό, θα καταστραφείς»; Για τον δίσκο με τον Παπαδημητρίου, για παράδειγμα…

Όχι, ποτέ. Για τον δίσκο του Παπαδημητρίου, το «Τραγούδια για τους μήνες», οι άνθρωποι της δισκογραφικής μου, μού είχαν πει πως «είναι εξαιρετική δουλειά, αλλά δεν πρόκειται να πουλήσει». Αποδείχτηκε πως έκαναν λάθος. Στην προσωπική μου δισκογραφία, αυτός είναι ένας από τους δίσκους με τις μεγαλύτερες πωλήσεις.

–        Αλήθεια τώρα, δεν είχες ποτέ την αγωνία του σουξέ;

Ποτέ! Δεν σκεφτόμουν έτσι. Να σκεφτείς πως όταν είπα το «Η νύχτα κατεβαίνει» δεν είχα καμιά αίσθηση πως αυτό το τραγούδι θα γινόταν επιτυχία. Μου έκανε τεράστια εντύπωση, όταν συνέβη!

-Η αγάπη του κοινού, που εκφραζόταν πάντα τόσο πληθωρικά στο πρόσωπό σου, ήταν ευλογία ή βάρος; Σε φόβισε ποτέ;

Όχι, δεν με φόβισε. Θεωρώ όμως πως ήταν -πως είναι ακόμα- μια τεράστια ευθύνη.

–        Μμμ… άγχος αποτυχίας διακρίνω. Είσαι τελειομανής;

Ναι, έχω υπάρξει τελειομανής κατά καιρούς. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια κατάφερα να συγκροτήσω μια εξαιρετική ομάδα συνεργατών, που εμπιστεύομαι απόλυτα και με τους οποίους δουλεύουμε αρμονικά. Οπότε τα πράγματα γίνονται πολύ εύκολα πια.

–        Φέτος συμπλήρωσες 40 χρόνια καριέρας. Αλήθεια, πώς προχωράς; Πώς επανεφευρίσκεις διαρκώς τον εαυτό σου σε κάτι νέο, μεγαλύτερο, καλύτερο;

Με τη σκέψη, με τη λογική και με την ψυχή. Αναζητάς διαρκώς τι σε ελκύει, τι θα ήθελες να κάνεις, με ποιόν δημιουργό, συνθέτη, μουσικό, να συνεργαστείς. Το πεδίο της Τέχνης είναι απέραντο.

–        Κι έχεις πάντα την ίδια, άγρια «πείνα» για το καινούργιο; Υπάρχουν, νομίζεις, πράγματα που δεν έχεις «ακουμπήσει»; 

Όχι πολλά. Τώρα πια, αυτό που με ενδιαφέρει κυρίως, είναι να βρίσκω καλά τραγούδια. Και να πορεύομαι με αυτά.

–        Ναι, αλλά προς τα πού; Σήμερα πια η δισκογραφία -όπως την ξέραμε, τουλάχιστον- ουσιαστικά, δεν υπάρχει. Και στα ραδιοφωνικά airplays, οι καλλιτέχνες της rap ή της trap, εκτοπίζουν πια τους λαϊκούς. Σε προβληματίζει αυτό;

Όχι, καθόλου. Η rap ή η trap, ενδιαφέρει προφανώς μια μεγάλη μερίδα του κοινού -ιδίως τους νέους- όμως μια άλλη, εξίσου μεγάλη μερίδα, ακούει φανατικά ροκ, ή ποπ, λαϊκά, έντεχνα κ.λπ. Ο καθένας έχει τη δική του θέση σε αυτό το χώρο, τη δική του πορεία και ιστορία.

–        Τι είδους μουσική ακούς εσύ; Τι σε «τροφοδοτεί» αυτήν την περίοδο;

Το τελευταίο διάστημα -και ιδίως μετά την καραντίνα- περνάω μια περίοδο σιωπής. Ησυχίας. Δεν πολυακούω μουσική. Ίσως επειδή ξεκίνησαν οι συναυλίες – όταν βρίσκομαι στο δρόμο, σε συναυλιακές περιοδείες, συγκεντρώνομαι απόλυτα στις μουσικές μου. Δεν αφήνω το μυαλό μου να τρέχει αλλού. Ανέκαθεν μου συνέβαινε αυτό.

–        Να βγαίνεις έξω από τα πράγματα και να τα παρατηρείς;

Εμένα παρατηρώ πιο πολύ.

–        Η πρόσφατη δήλωση της Χαρούλας -αυτή, η ανακοίνωση πως αποσύρεται από το τραγούδι- πώς σου φάνηκε ;

Κοίταξε, η Χαρούλα είναι πάντα η Χαρούλα. Για κείνην, ήταν σαφώς, ένα πολύ σημαντικό βήμα και μια γενναία επιλογή ζωής, όμως για το κοινό της δεν αλλάζει τίποτα. Η Χαρούλα Αλεξίου, είναι μια καλλιτέχνιδα που δεν αντικαθίσταται. Ποτέ. Την αγαπώ, έχουμε συνεργαστεί, έχουμε συνυπάρξει υπέροχα πάνω στη σκηνή.

–        Θα σου λείψει;

Μα, δεν πιστεύω πως δεν θα ξανατραγουδήσει! Η Χαρούλα είναι μια πολύ έξυπνη γυναίκα, χαρισματική, πολυσχιδής και δημιουργική – γράφει δικά της τραγούδια, μεταφράζει, τώρα θα παίξει -ή μάλλον θα ξαναπαίξει- στο θέατρο. Θα συνεχίσει να είναι δίπλα μας, με πολλούς τρόπους.

–        Έκανε όμως μια επιλογή, που δίνει τροφή για σκέψη. Εσύ, π.χ. προσέχεις τη φωνή σου;

Πολύ – το ξέρεις ότι κάνω ακόμα μαθήματα φωνητικής; Τα ξεκίνησα όταν ξεκίνησα το τραγούδι και δεν τα σταμάτησα ποτέ. Το λαρύγγι του τραγουδιστή, είναι ένα λεπτό και ακριβό εργαλείο, αλλά είναι σάρκα. Έχει μύες που χρειάζονται εκγύμναση.

–        Όταν σε βλέπει κανείς στη σκηνή, έχει πάντα την εντύπωση ενός πλάσματος διάφανου, εύθραυστου. Είσαι έτσι;

Ναι, ε ; (γέλια)…Όχι, όχι. Φαίνομαι εύθραυστη αλλά δεν είμαι.

–        Είσαι επιδέξια σε πρακτικά πράγματα; Π.χ. διαπραγματεύεσαι μόνη σου οικονομικές συμφωνίες; Πας σούπερ μάρκετ; Μαγειρεύεις;

Αχ, η μαγειρική…Αυτό είναι ένα ταλέντο που θα ήθελα να έχω, αλλά δεν το ‘χω. Γενικά, όμως, νομίζω πως είμαι αρκετά προσγειωμένη – άλλωστε μεγάλωσα και δυο παιδιά. Δεν μπορείς να είσαι καλή μαμά, αν δεν έχεις ενέργεια, πρακτικό μυαλό και δύναμη.

–        Με τα παιδιά σου υπήρξες μάνα «κανονική», αυστηρή, οριοθετημένη; Ή μαμά-φιλαράκι;

Φιλαράκι, αλλά μέχρι ένα όριο. Από εκεί και πέρα, ήμουν μαμά «κανονική». Mε όλες τις φυσιολογικές αγωνίες, τις διαπραγματεύσεις, τις απαγορεύσεις…

–        Ως «παιδιά της Αρβανιτάκη», είχαν επιπλέον βάρη; Ή προνόμια;

Ποτέ. Άλλωστε το «παιδί της Αρβανιτάκη», ήταν μόνο μια σπάνια, μια εξαιρετική συνθήκη, έξω από το σπίτι μας. Μες στο σπίτι μας υπήρχε μια ελληνική οικογένεια όπως όλες οι άλλες, που ήθελε να βρίσκεται κοντά στα παιδιά της, να τα πηγαίνει βόλτες, για φαγητό, στο πάρκο, σε παιδικά πάρτι και σε σχολικές γιορτές.

–        Και στις συναυλίες σου;

Ναι, τα έπαιρνα συχνά, όταν ήταν μικρά. Δεν τους φαινόταν παράξενο να με βλέπουν πάνω στη σκηνή. Η Αρβανιτάκη ήταν η μαμά, η μαμά ήταν η Ελευθερία Αρβανιτάκη. Το ήξεραν, το είχαν συνηθίσει.

–        Στις σχέσεις σου, με τους άντρες της ζωής σου, πώς ήσουν, Ελευθερία; Διεκδίκησες έρωτες ή σε διεκδίκησαν περισσότερο;

Και τα δύο, νομίζω – τουλάχιστον αυτό συνέβη και με τους δύο άντρες που παντρεύτηκα. Με διεκδίκησαν ζωηρά αλλά φυσιολογικά, ερωτικά. Ως γυναίκα, όχι ως δημόσιο πρόσωπο.

–        Έξω από τη σκηνή -ή από το πλαίσιο της μουσικής- τι κάνεις; Πώς περνάς τις μέρες σου;

Πολύ απλά. Βλέπω τους φίλους μου, βλέπω τους συνεργάτες μου, διαβάζω βιβλία, βλέπω σειρές -η τελευταία που είδα είναι το «Peaky Blinders», και με ενθουσίασε-, κάνω μεγάλους περιπάτους στην πόλη. Η αγαπημένη μου διαδρομή είναι το Παγκράτι – Σύνταγμα – Πλάκα – Μοναστηράκι – Θησείο.

–        Το «δίκτυο στήριξης» των φίλων σου είναι σημαντικό για σένα;

Πολύ. Και λυτρωτικό. Είναι σπουδαίο να έχεις έναν κύκλο αγαπημένων ανθρώπων, μες στον οποίο μπορείς να είσαι ο εαυτός σου, και μόνο.

–        Φοβάσαι έξω απ’ αυτόν;

Όχι ιδιαίτερα. Εκπλήσσομαι συχνά. Πολλές φορές με εκπλήσσει ακόμα και το ότι ο κόσμος με αναγνωρίζει ή σταματά για να μου μιλήσει.

–        Τι σε φοβίζει;

Ο χρόνος. Ο χρόνος που περνάει. Η απώλεια και η φθορά. Αλλά είμαι και φύσει αισιόδοξη. Κοιτάζω προς το φως.

–        Πού και πότε αισθάνεσαι απολύτως ελεύθερη, Ελευθερία Αρβανιτάκη;

Στο σπίτι μου. Με τους φίλους μου.

–        Κι αν ρωτούσα τους φίλους σου, τι θα μου έλεγαν για σένα;

Ουφ, δεν ξέρω… Πως είμαι εργασιομανής, ίσως… Υπεραναλυτική, αναποφάσιστη, άτολμη μερικές φορές. Δεν ξέρω αν θα σου έλεγαν όλοι το ίδιο πράγμα για μένα – αλλά αυτό είναι μάλλον καλό. Δεν είναι;

Info: Οι συναυλίες της Ελευθερίας Αρβανιτάκη στην Κύπρο είναι προγραμματισμένες για τις 31 Αυγούστου  στο θέατρο «Σκαλί» Αγλαντζιάς και 1η Σεπτεμβρίου στο Κηποθέατρο Λεμεσού.

Πηγή:philenews.com

About Post Author

+ There are no comments

Add yours