Σε όποιον ρωτούσε το μυστικό για το λουκούμι κρέας του, ο Τέλης έλεγε ότι είναι η καταγωγή του που το κάνει ωραίο, ότι το προμηθεύεται από την Άρτα. Φωτ.: Manteau Stam

Το μαγαζί-θρύλος που στέκει από τα τέλη του ‘70 στου Ψυρρή έχει ιστορίες να αφηγηθεί. Τελευταία, η όψη του έχει κάτι διαφορετικό και άρχισαν οι ψίθυροι. Το θέμα είναι όμως αν άλλαξε ή όχι το φαγητό του, τα καλοψημένα του μπριζολάκια και το «καυτερό» για τη μέση.

Aν υποθέσουμε ότι υπάρχουν μπριζολάκια στην Αθήνα που τα έχει δοκιμάσει η μισή και παραπάνω πόλη, αυτά είναι μάλλον του Τέλη. Από το 1978 που λειτουργεί έχει χτίσει τον μύθο του με δύο πιάτα, με τo χοιρινό του κρέας που βγαίνει από τα κάρβουνα και το μπουργιουντί, το «καυτερό» όπως το ζητάνε πολλοί ή το «καριολίκι», όπως το λένε άλλοι, λιγότεροι.

Όλα ξεκίνησαν όταν δύο αδέρφια, παιδιά ακόμα, άφησαν πίσω τους την επαρχία για να δοκιμάσουν την τύχη τους στην Αθήνα. Όπως έχει πει ο Τέλης σε συνέντευξη που έδωσε το 2008 για τη στήλη «Oι Αθηναίοι» της LiFO, «στα 11 με στείλανε στην Αθήνα να δουλέψω. Μόνον μου. Σε μια θεία μου θα έμενα, την οποία ούτε και είχα ξαναδεί. Δύσκολα χρόνια, αλλά επιβιώσαμε. Όλη μου τη ζωή αυτήν τη δουλειά έχω κάνει μόνο, ψήστης. Ξεκίνησα από την Ομόνοια, στη Σατωβριάνδου, μικρό παιδί με κοντά παντελονάκια. Και ψάρια έχω ψήσει, στο Τουρκολίμανο στον Πειραιά. Ούτε αυτά τα μαγαζιά υπάρχουν ούτε οι άνθρωποι πια».

Μαζί με τον αδερφό του ανοίγουν το 1968 το πρώτο δικό τους μαγαζί, ένα μπιφτεκάδικο στην οδό Πανδρόσου της Πλάκας. Περνάνε δέκα χρόνια εκεί, μέχρι που αναγκάζονται να μετακομίσουν καθώς ο δήμος γκρέμισε το κτίριο που τους φιλοξενούσε.

Στήνουν τη δουλειά τους ξανά στο κέντρο, αλλά σε ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό, μια ανάσα από την πλατεία Κουμουνδούρου, τις βιοτεχνίες ρούχων και παπουτσιών της και τα πολλά της λεωφορεία, στην οδό Ευριπίδου. Εκεί, ο Τέλης και ο Δήμος έφτιαχναν σάντουιτς, έψηναν κι άλλα κρέατα, μέχρι που αποφάσισαν να ακολουθήσουν τη «συνταγή» που η ιστορία του φαγητού έχει δείξει πως, αν ξέρεις να την εκτελέσεις κι έχεις όρεξη, θα σου πετύχει, μέχρι που αφιερώθηκαν δηλαδή σε ένα πράγμα και καλό, στα μπριζολάκια που έμελλε να γίνουν θρυλικά. Ο πρώτος έψηνε, ο δεύτερος σέρβιρε.

Φαίνεται πως το καλοκαίρι μετά την πρώτη επανεκκίνηση της εστίασης από τα μέτρα για τον κορωνοϊό άρχισε η διαδικασία της πώλησης και τελικά τον Σεπτέμβρη ο Τέλης έδωσε το μαγαζί που δούλεψε για χρόνια. Ο αδερφός του έχει πεθάνει από καιρό.

Στα τραπέζια τους με τα λευκά χάρτινα τραπεζομάντηλα της μιας χρήσης συναντιέται λαός και Κολωνάκι, κυριολεκτικά, τρώνε εκεί έχοντες και κατέχοντες, λαοπρόβλητοι ηγέτες, οι οδηγοί τους, οι φορτηγατζήδες που δουλεύουν με την αγορά του κέντρου και οι ταξιτζήδες που έπαιρναν το κλασικό τρατάρισμα του Τέλη –ένα μπριζολάκι σε χαρτοπετσέτες και στο χέρι– κατεβάζοντας απλά το παράθυρο του αυτοκινήτου.

«Έχω βιβλίο με επισκέπτες από όλο τον κόσμο, έρχονται ολόκληρα γκρουπ από Γαλλία, Γερμανία, Αυστραλία και μου ζητάνε να πάρουν και δέμα μαζί τους για τους γονείς τους που είχαν έρθει κι αυτοί εδώ όταν ήταν νέοι. Και πολλές μανάδες Ελληνίδες το κάνουν αυτό. Τους τα δίνω ψημένα και τα στέλνουν στα παιδιά τους που σπουδάζουν έξω. Έχει περάσει από δω όλος ο κόσμος, από εργάτες μέχρι μορφωμένοι και διάσημοι. Ο πρώτος αστροναύτης και ο Πρόεδρος της Κύπρου και άλλοι, αλλά δεν κάνει να λέω ονόματα. Όλοι εδώ γίνονται ένα με τον απλό κόσμο», όπως έχει πει ο βετεράνος ψήστης.

Μιλώντας για τον «πρώτο αστροναύτη» αναφερόταν στον Τσαρλς Ντιούκς, τον δέκατο και τον νεότερο που περπάτησε στη Σελήνη σε ηλικία 36 ετών κατά την αποστολή του Απόλλων 16 το 1976. Είχε κορνιζάρει μάλιστα το δημοσίευμα εφημερίδας για την επίσκεψή του στην Αθήνα, το οποίο έχει πράγματι φωτογραφία του αστροναύτη στον εξωτερικό χώρο του μπριζολάδικου.

Στα ‘90s, του Ψυρρή είναι στα πολύ πάνω του και ο Τέλης γνώρισε μεγάλες πιένες. Πλανόδιοι μουσικοί τον είχαν βρει για πόστο, αφού όχι απλά τον επισκέπτονταν αλλά καυγάδιζαν για το ποιος θα πρωτοπαίξει για τα παχυλά φιλοδωρήματα που δίνονταν. Λέγεται πως ένας από τους σερβιτόρους είχε πατέρα κλαρινιτζή που είχε γίνει σχεδόν μόνιμος του μαγαζιού παίζοντας δημοτικά, μέχρι που τους έβαλε φρένο η δημοτική αστυνομία.

Τι συμβαίνει με τα μπριζολάκια του Τέλη;

Το «καυτερό», όπως το ζητάνε πολλοί, ή το «καριολίκι», όπως το λένε άλλοι, λιγότεροι.

Σε όποιον ρωτούσε το μυστικό για το λουκούμι κρέας του, ο Τέλης έλεγε ότι είναι η καταγωγή του που το κάνει ωραίο, ότι το προμηθεύεται από την Άρτα. Κυρίως όμως, περηφανευόταν για το κάρβουνό του, πως είναι αληθινό, χωρίς προσθήκη χημικών, από ξύλο πραγματικό, ότι στήνει από νωρίς τη θράκα του που με ένα παλιό σεσουάρ αναζωπύρωνε τη φωτιά της.

Κι έπειτα, το άλλο που τον έκανε να ξεχωρίσει ήταν το «καυτερό» του που ανέφερα παραπάνω, οι πράσινες πιπεριές, η ντομάτα και η μπόλικη φέτα που ρίχνονται μαζί στα κάρβουνα και αριβάρουν στο τραπέζι σε έναν μεγάλο και οβάλ μεταλλικό δίσκο, αφού το πιάτο προορίζεται έτσι κι αλλιώς για τη μέση.

Σε εκείνη τη στρογγυλεμένη γωνία της Ευριπίδου και της Επικούρου, μεσοτοιχία με τον Τέλη, το 1994, ένας πρώην παπουτσής ανοίγει τον Μινώταυρο, ψήνοντας κι αυτός μπριζολάκι, αλλά δεν καταφέρνει να κλέψει τη δόξα του πρώτου.

Το 2015 οι διαφορετικού χρώματος ταμπέλες των δύο μαγαζιών που συναντιόντουσαν έχουν πλέον κάτι κοινό και κάπου εκεί ξεκινάνε οι αστικοί ψίθυροι και το μπέρδεμα. Ξαφνικά είχαμε δυο «Τέληδες».

Δεν είναι πως ήμουν από τους πιο τακτικούς του μαγαζιού, αλλά έκανα τις επισκέψεις μου. Αρκετά πριν από την πανδημία και τις καραντίνες που μας βρήκαν, θυμάμαι να στέκομαι μπροστά του και την ώρα που πατούσα το πόδι μου στο πεζοδρόμιο κατευθυνόμενη προς τα τραπέζια στα δεξιά, στην πλευρά της Ευριπίδου δηλαδή, κάποιος, εκτελώντας χρέη κράχτη, μας οδηγούσε να καθίσουμε στην αντίθετη πλευρά, «περάστε από εδώ, πού θέλετε να καθίσετε;», μας είπε, ή κάτι ανάλογο.

Σε όλο το πεζοδρόμιο τα τραπέζια ήταν πανομοιότυπα, δεν ξεχώριζες ότι εδώ αρχίζει ένα μαγαζί κι εκεί ξεκινάει ένα άλλο, όπως μπορεί να συμβεί σε πιάτσες με καφετέριες στη σειρά. Στα δεξιά, πάνω από τη μία ταμπέλα υπήρχε μια δεύτερη μικρότερη που έγραφε «εδώ Τέλης», ενώ στη τζαμαρία στεκόταν ένα πορτρέτο του παλιού ψήστη με τον υπότιτλο «ο αυθεντικός Τέλης από το 1980 είναι μόνο αυτό το κατάστημα», με μπολνταρισμένη τη λέξη μόνο. Δεν θυμάμαι να ασχολήθηκα πολύ εκείνη τη μέρα με αυτή τη φιλονικία που φαινόταν να υπάρχει, πάντως έκατσα εκεί που κατευθυνόμουν αρχικά, παρά τις προτροπές.

Τι συμβαίνει με τα μπριζολάκια του Τέλη;

Στην τζαμαρία στεκόταν ένα πορτρέτο του παλιού ψήστη με τον υπότιτλο «ο αυθεντικός Τέλης από το 1980 είναι μόνο αυτό το κατάστημα», με μπολνταρισμένη τη λέξη μόνο.

Πιο πρόσφατα λοιπόν μια φίλη ανέβασε στόρι με χαρακτηριστική μερίδα του, «όπως κοιτάς, το αριστερά ή το δεξιά;» της έγραψα, «δεξιά βέβαια» απάντησε. Και συνέχισε «όμως ο αριστερά δεν τα έχει πλέον και τα δύο; Έτσι μου είπαν». Έστειλα σε δυο-τρεις ακόμα που πίστευα ότι μπορεί να ξέρουν κάτι παραπάνω, κάτι είχε πάρει το αυτί τους αλλά δεν ήταν και βέβαιοι για τίποτα.

Όχι πολύ μετά, ήρθε η μέρα που έπεσε η πρόταση στο γραφείο να περπατήσουμε προς τα εκεί για το μεσημεριανό μας. Ξεκινήσαμε δύο άτομα, φτάσαμε εκεί, οι ψήστες που έβγαιναν εκείνη την ώρα από το μαγαζί φορούσαν τις άσπρες ποδιές τους όπως παλιά.

Μια γυναίκα μας ρώτησε πόσοι θα είμαστε και πού θέλουμε να κάτσουμε, αφήνοντάς μας ελεύθερους να τα περιεργαστούμε και να επιλέξουμε, κανείς δεν προσπαθούσε να μας τραβήξει προς καμιά μεριά. Η ταμπέλα έμοιαζε φρέσκια κι αυτήν τη φορά ήταν ενιαία, ένα χρώμα, το όνομα σε αυτή ήταν Τέλης.

Παραγγείλαμε να φάμε. Τα μπριζολάκια έφτασαν το ίδιο καλοψημένα, τόσο ώστε το κρέας τους να παραμένει μαλακό και ζουμερό. Το μπουγιουρντί ήταν εμφανώς λιγότερο καυτερό (κάτι που προσωπικά δεν με ενοχλεί, καθόλου μάλιστα), πιο υδαρές, ήθελε λίγη φέτα ακόμα για να δέσει, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν είναι και η εποχή του, έχουμε μήνες ακόμα μέχρι να βγει καλή η ντομάτα.

Κοιτάξαμε την απόδειξη, οι τιμές ήταν λίγο πιο πάνω απ’ όσο τις θυμόμασταν, η μερίδα κόστιζε πλέον 9,50 ευρώ, ενάμισι ευρώ παραπάνω απ’ ό,τι θυμόμασταν. Ενώ πληρώναμε ρωτήσαμε αν είναι εκεί ο κύριος Τέλης. Εκείνη που μας υποδέχτηκε και μας σέρβιρε είπε πως είχε έρθει νωρίτερα, ότι περνάει κάποια πρωινά για λίγο. «Άρα είναι ακόμα δικό του;» απορήσαμε κι εκείνη απάντησε καταφατικά, εξήγησε μάλιστα ότι «δεν αντέχει πια και την ορθοστασία για να ψήνει».

telis mprizolakia

Ο ένας είπε ότι το έδωσε με βαριά καρδιά, δεν υπήρχε κανείς που να θέλει να το συνεχίσει από την οικογένεια, άλλος ισχυρίζεται ότι το έδωσε γιατί απλά κατάλαβε ότι ένας κύκλος έκλεισε, οι απόψεις διίστανται και τον ίδιο δεν τον βρήκαμε, μας τον περιέγραψαν σαν έναν άνθρωπο που σου τηλεφωνεί αραιά, όταν ο ίδιος το θελήσει, κανείς δεν έχει ένα κινητό του εύκαιρο. Φωτ.: Manteau Stam

Φεύγοντας, δεν διακρίναμε τις ταμπέλες του Τέλη που μας βεβαίωναν κάποτε για το ποιος είναι ο γνήσιος, σαν μας έλεγαν «προσοχή στις απομιμήσεις», δεν έστεκαν πια στη τζαμαρία, σε κάποιο εμφανές απ’ έξω σημείο. Παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής για το γραφείο, μια και μας είχε μπει η ιδέα ότι τα δύο στρατόπεδα κήρυξαν με κάποιο τρόπο ειρήνη, αρχίσαμε να ρωτάμε στη γειτονιά τι συμβαίνει τελικά με τον Τέλη, παλιούς του θαμώνες και μαγαζάτορες κοντά του.

Φαίνεται πως το καλοκαίρι μετά την πρώτη επανεκκίνηση της εστίασης από τα μέτρα για τον κορωνοϊό άρχισε η διαδικασία της πώλησης και τελικά τον Σεπτέμβρη ο Τέλης έδωσε το μαγαζί που δούλεψε για χρόνια. Ο αδερφός του έχει πεθάνει από καιρό.

Ο ένας είπε ότι το έδωσε με βαριά καρδιά, δεν υπήρχε κανείς που να θέλει να το συνεχίσει από την οικογένεια, άλλος ισχυρίζεται ότι το έδωσε γιατί απλά κατάλαβε ότι ένας κύκλος έκλεισε, οι απόψεις διίστανται και τον ίδιον δεν το βρήκαμε, μας τον περιέγραψαν σαν έναν άνθρωπο που σου τηλεφωνεί αραιά, όταν ο ίδιος το θελήσει, κανείς δεν έχει ένα κινητό του εύκαιρο.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρώ ότι κάθε φορά που ένα παλιό μαγαζί κατεβάζει οριστικά ρολά το (δικό μου) feed γεμίζει με δημοσιεύσεις εν είδει RIP. Δεν το βρίσκω παράδοξο της σοσιαλμιντιακής μας ζωής, μου φαίνεται απόλυτα λογικό κι ανθρώπινο τα μέρη που έχουμε βγει και ξαναβγεί να σημαίνουν κάτι παραπάνω για εμάς, έχουμε φτιάξει μέσα τους αναμνήσεις, έχουν υπάρξει παρέες που στα αλήθεια η φιλία τους ζούσε και κρατιόταν από μόνο ένα-δυο μέρη.

Γι’ αυτό νομίζω ότι απ’ όλο αυτό σούσουρο, εκείνο που μένει στην περίπτωση του Τέλη είναι ένα προσιτό μαγαζί που ξέρουμε τι θα μας σερβίρει. Άλλωστε, υπάρχουν κι αυτοί που συχνά μεμψιμοιρούν ότι οι σταθερές μας χάνονται, ότι δεν θα μείνει τίποτα όρθιο από την ιστορία μιας πόλης που έχουν ζήσει οι ίδιοι, ότι τα μενού πλέον είναι χαοτικά κατεβατά, ότι όλα γύρω τους είναι «μοντερνιές» που δεν πιάνουν μία μπροστά στους παλιούς μάστορες του φαγητού. Γι’ αυτούς, ο Τέλης είναι μια πολύ καλή πρόταση, και για πολλούς άλλους όμως.

Τι συμβαίνει με τα μπριζολάκια του Τέλη;

Σε νέα χέρια, ο Τέλης συνεχίζει να είναι μια επιλογή για φαγητό από αυτές που συνηθίζουμε να χαρακτηρίζουμε τίμιες.

Σε νέα χέρια, ο Τέλης συνεχίζει να είναι μια επιλογή για φαγητό από αυτές που συνηθίζουμε να χαρακτηρίζουμε τίμιες. Η εξυπηρέτηση ήταν ταχύτατη, το σέρβις ευγενικό, στο μπουγιουρντί θα ξαναδώσω μια ευκαιρία. Τη μέρα που θα ψάχνετε κάτι σε ταβέρνα στο κέντρο, θυμηθείτε τον, κάποιοι τη συνεχίζουν αξιοπρεπώς.

Έτσι κι αλλιώς όλα τα ντεσού, τα αυτοσχέδια γλέντια και τα κατοστάρικα που έβγαιναν από τα πορτοφόλια, τα πολυτελή αυτοκίνητα σε απροσδόκητα σημεία είναι πράγματα που έχουν εκλείψει εδώ και καιρό στην Αθήνα, αποτελούν κομμάτι μιας νοσταλγίας που δεν ξέρω ποιον ωφελεί.

Ίσως το μόνο που θα ήθελα να ξαναδώ είναι εκείνο το μπριζολάκι στο χέρι, το μεζεδάκι, ήταν μια ωραία κίνηση από την πλευρά του ψήστη που είχε περάσει πλέον στη σφαίρα του cult.

Πέτυχα τα μπριζολάκια του και σε πλατφόρμα delivery. Αλλά αν κάτι έχει νόημα στον Τέλη πέρα από το φαγητό είναι να μοιραστείς και δυο παγωμένες μπίρες εκεί, μία την ώρα που τρώτε και μία μετά, για την κουβέντα.

 

Ευριπίδου 86 & Επίκουρου 20, 2103249582

Πηγή:lifo.gr

 

 

About Post Author

You May Also Like

More From Author

+ There are no comments

Add yours