«Όσα θυμάται από παιδί… (Τζον Απντάικ)» του Πέτρου Γκάτζια

«Ένα πράγμα είναι αλήθεια. Οι εντυπώσεις που αποκτάς τα πρώτα 18 με 20 χρόνια της ζωής σου είναι πιθανότατα οι πιο έντονες».

Το 1994, όταν δηλαδή λέει αυτά τα λόγια, ο Τζον Απντάικ είναι 62 ετών. Δεν είναι η πρώτη φορά που αναφέρεται στην παιδική του ηλικία. Το είχε ξανακάνει σε συνεντεύξεις του και στις τρεις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά και λίγο πριν από τον θάνατό του, το 2009.

Πάντοτε θεωρούσε πως εκείνα τα χρόνια τον καθόρισαν ως άνθρωπο και ως συγγραφέα: «Ναι, όλος αυτός ο κόσμος των συγγραφέων έδειχνε μαγικός. Υπήρχε ωστόσο η μητέρα μου, η οποία προσπαθούσε να γίνει συγγραφέας, έτσι ο βασικός εξοπλισμός υπήρχε, η γραφομηχανή, το χαρτί και οι φάκελοι, όλα ήταν στο σπίτι κι εγώ συνήθιζα να την παρακολουθώ να δακτυλογραφεί και την έβλεπα να στέλνει τους φακέλους όλο ελπίδα».

Ο μικρός Τζον ζούσε τότε σε ένα φτωχικό σπίτι στην Πενσιλβάνια, το οποίο λάτρευε: «Ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα μου μέρη στον κόσμο: η πλαϊνή βεράντα στο σπίτι της λεωφόρου Φιλαδέλφειας 117. Αυτή η μακριά, πλαϊνή βεράντα. Έπαιζα μόνος μου ή και με άλλους… Ήμουν ένα χαρούμενο, εύθυμο παιδί, που του άρεσε το σχολείο. Μου άρεσαν οι σύντροφοί μου στο παιχνίδι. Τα περισσότερα παιδιά, βέβαια, για κάποιο λόγο ήταν κορίτσια σε αυτό το συγκεκριμένο τετράγωνο».

Σ’ αυτό το σπίτι θυμάται τις προσπάθειες της μητέρας του να γίνει συγγραφέας. Σ’ αυτό το σπίτι ξεκίνησε η έμπνευσή του: «Όταν αρρώσταινα, την έβλεπα που προσπαθούσε να γράψει και θυμάμαι ακόμη που μου ζητούσε να σταματήσω να μιλάω. Δεν είχα ακούσει στην πραγματικότητα ποτέ μέχρι τότε μια σκληρή κουβέντα από εκείνη και αυτή η επιμονή της να σωπάσω ήταν ένα από τα πρώτα μου μαθήματα για το πώς μπορεί να γίνει κάποιος συγγραφέας».

Θυμάται και το πώς άρχισε να αποκτά τα πρώτα του ινδάλματα: «Διάφοροι καλλιτέχνες και συγγραφείς με επηρέασαν κατά καιρούς. Ο πρώτος καλλιτεχνικός μου ήρωας ήταν ο Ουόλτ Ντίσνεϊ. Ήθελα να δουλέψω μαζί του. Έπειτα ερωτεύτηκα το New Yorker. Αρχίσαμε να το παίρνουμε στο σπίτι όταν ήμουν γύρω στα 12».

Όμως πάνω απ’ όλα ήταν το σπίτι, η οικογένεια και η γειτονιά που του έδωσαν τα πρώτα ερεθίσματα: «Καλαμπόκι μεγάλωνε σε αυτή τη μικρή λωρίδα γης ανάμεσα στην αυλή και το προαύλιο του σχολείου. Είχαμε κι εμείς έναν μεγάλο λαχανόκηπο, τον οποίο καλλιεργούσαμε όχι ως χόμπι, αλλά για το κέρδος και για να έχουμε φαγητό να φάμε. Πουλάγαμε σπαράγγια και αυγά στους γείτονες… Κρύβαμε τα χρήματα που βγάζαμε σε ένα μικρό κουτί για τις συνταγές, πάνω στο ψυγείο…»

Ο Πέτρος Γκάτζιας είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.

Πηγή: diastixo.gr

About Post Author

+ There are no comments

Add yours