«Αντιγόνη» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις: «Αναψυκτήριον η Ωραία Επίδαυρος» και ζαβαρακατρανέμια

Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις δεν είχε ιδέα τι να κάνει με το εμβληματικό έργο του Σοφοκλή: κανένας άξονας, καμία κεντρική άποψη κι εκεί όπου δεν υπάρχει μελέτη και εμβάθυνση, αναζητούνται …ευρήματα

Κείμενο: Γιώργος Βουδικλάρης

email: gvoudiklaris@elculture.gr

Φωτογραφίες: © Εβίτα Σκουρλέτη

Κάθε καλοκαίρι που περνά, το αδιέξοδο της Επιδαύρου γίνεται και πιο έντονο. Και παρόλο που είναι εμφανές πως απαιτείται φαντασία και τόλμη, άνθρωποι καινούριοι και αδοκίμαστοι, ένα διεθνές φόρουμ που ενδεχομένως να συναποφασίζει, οι επιλογές παραμένουν «ασφαλείς», ρουτινιάρικες, προβλέψιμες, και οι αποτυχίες όλο και βαρύτερες και ανυπόφορες. Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις έκανε προ ολίγων ετών μια σχετικά συμπαθή απόπειρα με τους «Επτά επί Θήβας», αποθεώθηκε σαν να έκανε κι εγώ δεν ξέρω τι, και έκτοτε επανήλθε στις γνωστές στείρες και εφετζίδικες δουλειές του –ο θλιβερός «Αγαμέμνων», οι ασυνάρτητες «Δούλες». Παρόλα αυτά, επελέγη ξανά για την «Αντιγόνη». Κι αυτή τη φορά η καταστροφή ήταν ολοσχερής.

Είχε ήδη αρχίσει θόρυβος από την ανακοίνωση του προγράμματος και γράφτηκαν διάφορα: οι «Άγριες Μέλισσες» στην Επίδαυρο, αν δεν είσαι τηλεοπτικός ηθοποιός δεν βλέπεις τραγωδία το καλοκαίρι, κι άλλα πολλά. Δεν θα συμφωνήσω με τίποτα από αυτά. Καταρχάς, τι θα πει «τηλεοπτικός ηθοποιός»; Πολλοί εξ αυτών έχουν διανύσει πολλά χιλιόμετρα στις σκηνές των θεάτρων, έχουν εργαστεί εκεί σκληρά επί χρόνια -πολλά εκ των οποίων στην αφάνεια- και ξαφνικά, εξαιτίας μιας επίκαιρης επιτυχίας σε ένα σήριαλ, βαπτίζονται τηλεοπτικοί. Αλλά κι αν ακόμα προέρχονται κυρίως από τη μικρή οθόνη, δικαιούνται να κριθούν για όσα προσκομίζουν στην παράσταση και μόνο. Ποιος μπορεί να τους θέσει περιορισμούς στους ρόλους που θα ερμηνεύσουν επειδή έκαναν μια επιλογή από τις λίγες που μπορούν να τους βοηθήσουν να βιοποριστούν σε ένα τόσο δύσκολο χώρο; Άλλωστε, η ευθύνη για το τελικό αποτέλεσμα σε μια παράσταση αρχαίας τραγωδίας, πέφτει κυρίως στους ώμους του σκηνοθέτη, ο οποίος έχει επιλέξει και τους ηθοποιούς -ή όχι;

Ο σκηνοθέτης είναι λοιπόν ο πρώτος που χρεώνεται αυτή την παταγώδη, σπαραξικάρδια, αδιανόητη αποτυχία. Όχι γιατί απέτυχε την προσπάθειά του –αυτό το δικαιούται ο καθένας. Αλλά γιατί είναι θλιβερά προφανές πως δεν είχε ιδέα τι να κάνει με το εμβληματικό έργο του Σοφοκλή. Αυτό προδίδεται ακόμα και από το πρόχειρο και ασυνάρτητο σκηνοθετικό του σημείωμα στο πρόγραμμα. Γίνεται όμως κραυγαλέο επί σκηνής: κανένας άξονας, καμία κεντρική άποψη. Κι εκεί όπου δεν υπάρχει μελέτη και εμβάθυνση, αναζητούνται …ευρήματα. Αρχίζω και φρίττω πια ακόμα και στο άκουσμα της φράσης «σκηνοθετικό εύρημα»: συνήθως πρόκειται για μια φαεινή ιδέα που το καλύτερο που έχει να κάνει ο σκηνοθέτης είναι να περιμένει να του φύγει έτσι όπως του ήρθε, γιατί δεν έχει καμιά οργανική σύνδεση με το ίδιο το έργο. Τίγκα σε τέτοιες εξυπνάδες η παράσταση του Γκραουζίνις: οι τρίποδες καρέκλες. Ο συνεχής σχολιασμός του λόγου των ηθοποιών με τα χέρια –αλήθεια τώρα; Στην Επίδαυρο το 2022; Το …καπέλωμα του Κρέοντα και του Χορού με τα σακάκια τους από την Αντιγόνη. Οι …ζεϊμπεκιές (sic) του χορού. Και δεν συμμαζεύεται… Δεν μπορώ να ξέρω τι είχε στο μυαλό του ο Γκραουζίνις –κι ούτε θέλω να μάθω, αφορά μόνο τον ίδιο. Στη σκηνή όμως –αυτό αφορά όλους μας- παρουσίασε το άθλιο Τίποτα.

Να μιλήσω για το φινάλε, όπου …οι νεκροί ξανασηκώνονται, υπό τις προτροπές «Εεεε… εεεε…» της βασίλισσας – και άλλων- για να οδηγηθούν σε κάτι σαν γαμήλιο τραπέζι –υπό τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα του κοινού; Προς στιγμήν νόμιζα πως θα δω τον αείμνηστο Λάμπρο Κωνσταντάρα να τους οδηγεί στην εκκλησία, όπως στις ελληνικές ταινίες…

Οι ηθοποιοί, όπως ήδη είπα, δεν είναι υπεύθυνοι για τις οδηγίες που παίρνουν από τον σκηνοθέτη τους. Δουλειά τους είναι να υπηρετήσουν όσο καλύτερα μπορούν τις επιλογές που εκείνος έχει κάνει. Και μόνο αν το πράξουν και ο σκηνοθέτης δεν είναι εντελώς τυφλωμένος, θα μπορέσει κι εκείνος να καταλάβει αν τους κατευθύνει σε λάθος δρόμο. Και οι περισσότεροι από τους ηθοποιούς στην «Αντιγόνη» είναι αξιόλογοι επαγγελματίες. Τι φταίει η Έλλη Τρίγγου αν η Αντιγόνη που εκλήθη να ερμηνεύσει σφίγγει τις γροθιές της σαν πεισμωμένο κοριτσάκι; Τι φταίει αν οδηγήθηκε σε τονισμούς και χειρονομίες σχολιαρόπαιδου; Σε αντίστοιχες ατραπούς κινήθηκε και η Ισμήνη της Δανάης Μιχαλάκη.

Είναι ευθύνη του Βασίλη Μπισμπίκη αν ο Κρέοντας που του παρήγγειλε ο σκηνοθέτης του είναι ένα κουτσαβάκι με τα χέρια στις τσέπες που τσαμπουκαλεύεται με όλους; Πάσχισε να τον υπερασπιστεί –πάνω σε ποια βάση; Αμφιβάλλει κανείς για την υψηλότατη υποκριτική ποιότητα του Χρήστου Σαπουντζή; Τι να κάνει όταν η οδηγία του είναι να ψαχουλεύει διαρκώς με τα χέρια τεντωμένα μπροστά του, μην τυχόν και διαφύγει σε κάποιον πως ο μάντης Τειρεσίας είναι τυφλός; Όταν είδα το Χορό να εμφανίζεται, το μυαλό μου πήγε στον «Θίασο» ή κάποια άλλη ταινία του Αγγελόπουλου: ακόμη ένα «εύρημα» που έμεινε μετέωρο και ασύνδετο. 

Τι να παίξει (λες και παίζονται αυτά) ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης ως κορυφαίος του; Παρέπαιε αλλάζοντας απόψεις και στρατόπεδα, εκτελώντας ευσυνείδητα ό,τι του ζητήθηκε. Ο Κώστας Κορωναίος ως φύλακας –από τους διακριθέντες της βραδιάς- είχε και κωμικές αποχρώσεις που είναι θεμιτές για τον ρόλο του, αλλά εξωθήθηκαν στον εκτροχιασμό τόσο από τον σκηνοθέτη, όσο κι από το ανεκδιήγητο κοινό. Ο Άγγελος του Γιώργου Παπαγεωργίου έμοιαζε να έρχεται από άλλη παράσταση: άλλοι τονισμοί, άλλο ύφος. Ο Αίμων του Στρατή Χατζησταματίου θα μπορούσε να είναι επιτυχημένος, αν δεν έσφιγγε αμήχανα στα χέρια του την τραγιάσκα του επαρχιώτη με το χαμηλωμένο βλέμμα που για ακατανόητους λόγους του επεβλήθη. Για την ταλαίπωρη Ευρυδίκη της Μαρίνας Αργυρίδου δεν ξέρω πραγματικά τι να πω: είχε προηγούμενα μαζί της ο Γκραουζίνις και την εξέθεσε έτσι; Γιατί την επέλεξε για να κάνει επίδειξη εξυπνάδας παρουσιάζοντας μια βασίλισσα ανυποψίαστη, ανέμελη, από άλλο ανέκδοτο;

Οι μουσικές παρεμβάσεις του Δημήτρη Θεοχάρη, όταν δεν θύμιζαν ανερυθρίαστα από Glass, Nyman και Mertens μέχρι …Bregovic, υπογράμμιζαν με ένα πιανάκι τα λεγόμενα των ηρώων: απαράδεκτη οπισθοδρόμηση που θυμίζει άλλες εποχές. Όσο για σκηνογραφία, κοστούμια, φωτισμούς… τι νόημα έχει να τα σχολιάσει κανείς, όταν δεν υπάρχει ένας άξονας που να τα οδηγεί σε ένα ολοκληρωμένο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα; Παραμένουν ασύνδετα, σκόρπια, άσχετα, αδικαίωτα.

Όπως είπα, το πρόβλημα δεν είναι οι «τηλεοπτικοί ηθοποιοί». Είναι τα τηλεοπτικά ήθη -ούτε καν, επιθεωρησιακά, του αναψυκτηρίου- τα οποία εισέβαλαν στην Επίδαυρο και επέβαλαν τους όρους τους. Το κοινό χειροκροτούσε όχι μόνο την είσοδο κάθε ηθοποιού, αλλά ΚΑΘΕ σκηνή, αδιάκοπα, κάθε λίγα λεπτά, κονιορτοποιώντας την όποια μέθεξη ή ατμόσφαιρα θα μπορούσε (θεωρητικώς) να δημιουργηθεί. Όχι, δεν είναι θετικό το ότι βρήκαν τον δρόμο για το αργολικό θέατρο για πρώτη φορά άνθρωποι που δεν είχαν ξαναπάει, γιατί απλούστατα δεν μυήθηκαν σε τίποτα: έπραξαν όπως γνώριζαν από αλλού. Και πώς όχι; Ο σκηνοθέτης έβαλε τους ηθοποιούς να απευθύνονται ευθέως στο κοινό σχεδόν αδιάκοπα, δημιουργώντας μια συνθήκη όμοια με της επιθεώρησης ή του stand up comedy: τελείωνε το σκετσάκι, χειροκροτούσαν οι άνθρωποι! Και μην πει κανείς ούτε πως ήταν «αγγελοπουλική» αναφορά αυτή η ανφάς σχέση και η απεύθυνση, ούτε πως έβαζε το κοινό σε ρόλο κριτή όσων διαδραματίζονταν: αυτά απαιτούν άλλου είδους σκηνική υποστήριξη. Ήταν προσαρμογή σε όσα ήδη γνώριζε το κοινό στο οποίο απευθυνόταν η παράσταση. Κάποτε ο Μινωτής, με αφορμή την «Αντιγόνη» της Βουγιουκλάκη, είχε πει πως αν θέλουμε να γεμίζει η Επίδαυρος, ας διοργανώνουμε εκεί ποδοσφαιρικούς αγώνες. Η Αλίκη όμως το είχε επιχειρήσει με σκηνοθέτη τον Βολανάκη. Όχι τον Γκραουζίνις…

Με τα δύο sold out σε ισάριθμες παραστάσεις στην Επίδαυρο, ο ιδιώτης παραγωγός έχει κάθε λόγο να είναι ευτυχής –αυτή είναι η δουλειά του. Ο σκηνοθέτης, όπως θα έλεγε ο Ποιητής, «Δεν έφταιγεν ο ίδιος. Τόσος ήταν». Αναρωτιέμαι πώς το είδε αυτό η φέρουσα την ευθύνη της επιλογής καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών Κατερίνα Ευαγγελάτου. Όχι για την αποτυχία –τουναντίον, θεωρώ προτέρημα την καλοπιστία για κάποιον που καλείται να κρίνει μια πρόταση για παράσταση- αλλά για τα ήθη που την συνόδευσαν. Και για κάτι ακόμα: για το ότι τα όσα βαρύγδουπα ακούσαμε από τα χείλη τα δικά της και του Διονύση Καψάλη περί «χρονιάς Αντιγόνης», «Αντιγονισμών» και λοιπών φιλόδοξων και πολλά υποσχόμενων, κατέληξαν στο αμήχανο πρωτόλειο του Ραπτοτάσιου στην Πειραιώς και στην πλέον λαϊκίστικη παράσταση που μπορώ να θυμηθώ στην Επίδαυρο. Άραγε συνειδητοποιεί πως δεν πήγαν καλά τα πράγματα; Η ίδια έχει δηλώσει σε όλους τους τόνους πόσο την ενδιαφέρει το συγκεκριμένο θέατρο. Μάλιστα διοργάνωσε και σχετική ημερίδα, όπου σύμφωνα με τις πληροφορίες μου καμιά τομή δεν έγινε και τίποτε δυσάρεστο δεν ακούστηκε. Την προβληματίζει η πορεία του εμβληματικότερου χώρου του Φεστιβάλ, ή της αρκούν τα αργύρια του διπλού sold out και θα το παρουσιάσει ως επιτυχία;

Τώρα κατάλαβα τι εννοούσε ο αξέχαστος Κωνσταντίνος Τζούμας όταν χρησιμοποιούσε τη φράση «σκηνοθετική ζαβαρακατρανέμια». Που να μην καταλάβαινα…

Info παράστασης:

«Αντιγόνη» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Cezaris Graužinis σε καλοκαιρινή περιοδεία

Πηγή:elculture.gr

About Post Author