του Κωνσταντίνου Παυλικιάνη
Το «Everlasting Love» περιλαμβάνεται στον ομώνυμο δίσκο του Robert Knight, που κυκλοφόρησε το 1967.
Πρόκειται για ένα soul/pop τραγούδι, το οποίο έγραψαν ο Mac Gayden και ο Buzz Cason.
Ο Mac Gayden γεννήθηκε στο Nashville το 1941 και άρχισε να συνθέτει το «Everlasting Love» στο πιάνο της γιαγιάς του το 1946, δηλαδή όταν ήταν μόλις 5 ετών. Μεγαλώνοντας έγινε κιθαρίστας και μέλος του country συγκροτήματος Area Code 615. Ως κιθαρίστας δούλεψε για καλλιτέχνες όπως τον Elvis Presley, τη Linda Ronstadt και τον J.J.Cale.
Ο James “Buzz” Cason γεννήθηκε το 1939 και είναι περισσότερο γνωστός ως ο ιδρυτής των Casuals, του πρώτου rock συγκροτήματος του Nashville, και για τις εμφανίσεις του με δύο μέλη των Jordanaires. Ο Cason έκανε, επίσης, φωνητικά στον Elvis Presley και τον Kenny Rogers.

Ο Robert Knight γεννήθηκε το 1945 ως Robert Henry Peebles και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη μουσική σκηνή ως μέλος των Paramounts, ενός κουιντέτου που αποτελούνταν από γυμνασιόπαιδα. Το 1960, το συγκρότημα υπέγραψε συμβόλαιο με την Dot Records και έκανε το ντεμπούτο του το 1961 με τη μικρή επιτυχία «Free Me».
Robert Knight: Αν και κάναμε λίγο θόρυβο με το «When You Dance» και το «Why Do You Have To Go», το συγκρότημα δεν ήταν τρομερά επιτυχημένο, οπότε ο παραγωγός τους, ο Noel Ball, με έπεισε να βγω ως σόλο καλλιτέχνης.
— — —
Ο Ball τον έβαλε ν’ αλλάξει το όνομά του σε Robert Knight «επειδή οι DJs προφέρανε το όνομά μου πάντα λάθος, λέγοντας Pebbles και τέτοια πράγματα», είπε ο Knight. Τελικά το συγκρότημα διαλύθηκε, ενώ ο Knight συνέχισε να δουλεύει για το πτυχίο του στη χημεία στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Tennessee και αργότερα στο Πανεπιστήμιο Vanderbilt. Ενώ ήταν στη σχολή, σχημάτισε ένα άλλο συγκρότημα, τους Fairlanes, όχι με σκοπό να ηχογραφήσουν αλλά απλά επειδή «γνώρισα αυτούς τους τύπους και αρχίσαμε να τραγουδάμε -τότε όλοι τραγουδούσαν στις γωνιές των δρόμων». Αλλά όταν ο Knight τελείωσε το πτυχίο του, «ανακαλύφθηκε» για άλλη μια φορά ενώ τραγουδούσε σ’ ένα νυχτερινό club διασκέδασης.
Robert Knight: Ο Buzz Cason είχε δουλέψει για τον Noel Ball και δούλευε με τον Mac Gayden. Ο Cason άρχιζε τη νέα του δισκογραφική εταιρεία Rising Sons και δούλευε σε κάποιο υλικό με τον Mac.
— — —
Ο Buzz Cason και ο Mac Gayden έκαναν πρόταση στον Knight για να υπογράψει μαζί τους και έφτιαξαν μερικές μελωδίες για να ηχογραφήσει. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και το τραγούδι που είχε ξεκινήσει ο Mac Gayden στο… νηπιαγωγείο. Μαζί με τον Cason και τον Knight άρχισαν να δουλεύουν πάνω σ’ αυτό, από το οποίο προέκυψε το «Everlasting Love».
Στην αυτοβιογραφία του, ο Cason είπε ότι η ιδέα πίσω από το «Everlasting Love» -ο τίτλος του οποίου προέρχεται από την Παλαιά Διαθήκη, Ιερεμίας 31:3, «ἀγάπησιν αἰώνιον ἠγάπησά σε» («με αιώνια αγάπη σε αγάπησα»)- ήταν να κάνουν ένα τραγούδι τύπου Motown και συναρμολόγησαν όπως-όπως κάποιο υλικό που είχαν ήδη, για να ολοκληρώσουν το κομμάτι έτσι ώστε να θυμίζει τους Four Tops και τους Temptations. Ωστόσο δεν χρειάστηκε πολλή σκέψη, επειδή το «Everlasting Love» επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί απλά ως η άλλη πλευρά ενός κομματιού με τίτλο «The Weeper». Στην πραγματικότητα ο Knight δεν γνώριζε την ολοκληρωμένη έκδοση του τραγουδιού μέχρι την στιγμή που θα το ηχογραφούσε. Όμως γνώριζε πλήρως τις ελλείψεις του κομματιού.
Το τραγούδι ηχογραφήθηκε το 1967 στο Fred Foster Sound Studio, στο Nashville (Tennessee), με ηχολήπτη τον Brent Maher και ενορχηστρωτές και παραγωγούς τον Mac Gayden και τον Buzz Cason.
Buzz Cason: Ο Mac κι εγώ είχαμε την ευκαιρία να ηχογραφήσουμε έναν R&B τραγουδιστή ονόματι Robert Knight. Είχαμε τρία τραγούδια για κείνον, ένα από τα οποία νιώθαμε πραγματικά ότι θα γίνει επιτυχία και άλλα δύο. Χρειαζόμασταν ένα για τη β’ πλευρά ή κάτι τέτοιο. [Ο Mac] είχε αυτές τις δύο μελωδίες, απλά υπέροχες μελωδίες που είχαν εντελώς διαφορετικό ήχο. Του είπα:
– Φίλε, πρέπει να τα συνδυάσουμε σε ένα τραγούδι.
– Σίγουρα, αλλά δεν έχω χρόνο. Η σύζυγος ετοιμάζει το δείπνο.
– Φίλε, άκου. Θα κάνω κάτι μ’ αυτό.
Ξεκίνησα τον στίχο στο τραγούδι αλλά κατέληξα να βγω εκτός χρόνου. Δεν γράψαμε ποτέ δεύτερο κουπλέ. Απλά έκαναν «ουου» στην ηχογράφηση. Μόλις τη δεκαετία του 1980 απέκτησε ένα δεύτερο κουπλέ, όταν η Rachel Sweet και ο Rex Smith ήρθαν με κάτι νέο, το οποίο εγκρίναμε. Ξέρεις, ο Brent Maher -ο οποίος συνέχισε κάνοντας παραγωγές στους Judds και ήταν ο μηχανικός μου στο δημιουργικό εργαστήρι που ξεκίνησε το 1976- έκανε το «Everlasting Love» μαζί μου στο στούντιο και ήταν το πρώτο του master session. Η πρώτη κιόλας συνεδρία που έκοψε έγινε επιτυχία. Αυτό είναι κάπως ασυνήθιστο. Το κομμάτι είχε μερικούς ήχους που, για κείνη την περίοδο, ήταν κάπως καινοτομικοί. Ο ήχος των εγχόρδων είναι στην πραγματικότητα ένα όργανο Farfisa που έφερε ο Mac και χρησιμοποιήσαμε πολύ ηχώ.
— — —
Robert Knight: Ο Buzz ήταν στην country αλλά ο Mac ήταν R&B, οπότε το κάναμε να μοιάζει περισσότερο με R&B, στον ρυθμό και τη μελωδία που είχε ο Mac. Έκανα πολύ εξάσκηση σ’ αυτό με τον Mac, καθώς είχε γράψει το τραγούδι για τη φωνή μου, και το έκανα δικό μου. Ο Mac χρησιμοποίησε τους συμπαίκτες του στη μπάντα: τον [drummer] Kenny Buttrey, τον [μπασίστα] Norbert Putnam, τον Charlie McCoy και τον ίδιο στην κιθάρα. Ήταν ένα δύσκολο τραγούδι να το τραγουδήσω γιατί, εκείνη την εποχή, ήταν δύσκολο να τραγουδήσεις ένα γρήγορο τραγούδι αργά. Δεν το τραγούδησα όπως το είχαν γράψει. Έκανα κάποιες αλλαγές για να ταιριάζει στη φωνή μου και δεν το έκανα νότα με νότα. Είχαν τη μελωδία να πηγαίνει πολύ γρήγορα και ήταν τζαμάρισμα, δεν πήγαινε σωστά, δεν ακουγόταν σωστά. Άρχισα, λοιπόν, αυτό που λες σταθερό βήμα. Αρχίζω να τραγουδάω ενάμιση beat: «hearts-go-a-stray» -κάπως έτσι. Δεν ήταν έτσι στην αρχή και νομίζω ότι αυτό ήταν που απογείωσε το «Everlasting Love».
— — —
Ο Buzz Cason και η Carol Montgomery έκαναν τις δεύτερες φωνές στο τραγούδι. Ακόμα και με το ολοκληρωμένο πλέον τραγούδι, ο Knight δεν πείστηκε ότι ήταν ένα υπέροχο κομμάτι, ούτε και κανένας άλλος. Σκέφτηκε ότι παρόλο που το «Everlasting Love» μπήκε τελικά στην α’ πλευρά (το «The Weeper» έμεινε στο ράφι και δεν κυκλοφόρησε ποτέ), το «Somebody’s Baby» που μπήκε στη β’ πλευρά ήταν καλύτερο.
Robert Knight: Ήταν ένα καλό R&B τραγούδι και νομίζω ότι έκανα καλύτερη δουλειά σ’ αυτό. Κάποιος το γύρισε και άρχισε να παίζει το «Everlasting Love» και πήγαμε μ’ αυτό.
— — —
Ως αποτέλεσμα, το τραγούδι, το οποίο θεωρούσαν «σαν μελωδία μίας χρήσης» και που δύο φορές προοριζόταν για τη β’ πλευρά, τελικά έκανε την ανατροπή.
Η πρώτη αυτή εκτέλεση κυκλοφόρησε σε single τον Ιούλιο του 1967.
Το τραγούδι έφτασε στο No 13 των Η.Π.Α. και στο No 40 του Ηνωμένου Βασιλείου. Επιπλέον, έφτασε στο No 6 της Σουηδίας και στο No 26 του Καναδά.
Το 1968, ο Robert Knight είχε δύο ακόμη επιτυχίες στις Η.Π.Α.: το «Blessed Are The Lonely» και το «Isn’t It Lonely Together», τα οποία έφτασαν αμφότερα στο No 97. Στο Ηνωμένο Βασίλειο έφτασε στο No 10 με το «Love On A Mountain Top», το 1974, γεγονός που οδήγησε στην επανακυκλοφορία του «Everlasting Love», οπότε και έφτασε στο No 19 του Ηνωμένου Βασιλείου. Αυτή ήταν και η τελευταία του επιτυχία. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο Knight είχε πια απομακρυνθεί από τις ηχογραφήσεις αλλά, σε αντίθεση με πολλούς καλλιτέχνες, είχε πανεπιστημιακή εκπαίδευση και ακολούθησε καριέρα στη χημική έρευνα. Εργάστηκε στο χημικό τμήμα του Πανεπιστήμιου Vanderbilt μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Απεβίωσε έπειτα από σύντομη ασθένεια το 2017.
Michael Gray (ιστορικός του Country Music Hall Of Fame & Museum): Με το «Everlasting Love», ο Knight δημιούργησε το σχέδιο για ένα από τα διάσημα, πιο ανθεκτικά τραγούδια που βγήκαν ποτέ από την Πόλη της Μουσικής [Nashville]. Ηχογραφώντας εκτενώς με τους Mac Gayden και Buzz Cason τη δεκαετία του 1960, ο Robert δούλεψε με ολοκληρωμένες μπάντες όταν ήταν ακόμα ταμπού σε ορισμένα μέρη. Η πρώτη εκτέλεση του «Everlasting Love» είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα επιτυχημένης μουσικής ανταλλαγής μεταξύ μαύρων και λευκών μουσικών κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας μεγάλων φυλετικών αναταραχών στον Νότο και αγώνων για τα πολιτικά δικαιώματα.
Το «Everlasting Love» έχει ηχογραφηθεί από πολλούς εξέχοντες καλλιτέχνες, με τέσσερις διαφορετικές εκτελέσεις να μπαίνουν στους αμερικανικούς πίνακες επιτυχιών και επτά εκτελέσεις στους βρετανικούς, η πιο επιτυχημένη από τις οποίες ήταν από το αγγλικό συγκρότημα Love Affair.
Οι Love Affair ηχογράφησαν τη δική τους εκτέλεση το 1967 στο στούντιο Island, στο Λονδίνο. Ο Muff Winwood έκανε την παραγωγή, όμως η Island Records δεν κυκλοφόρησε το τραγούδι. Στη συνέχεια, ένας άλλος παραγωγός, ο Mike Smith, απέτυχε να τραβήξει το ενδιαφέρον των Marmalade να το ηχογραφήσουν (καθώς έκριναν ότι ήταν υπερβολικά pop για τα γούστα τους) κι έτσι ο Smith αποφάσισε να αναλάβει την παραγωγή σε μία νέα εκδοχή των Love Affair.
Στη δεύτερη αυτή ηχογράφηση του «Everlasting Love» από τους Love Affair έπαιξαν μουσικοί συνοδείας και όχι τα μέλη του συγκροτήματος. Το μόνο μέλος του συγκροτήματος που συμμετείχε ήταν ο βασικός τραγουδιστής τους, ο 16χρονος τότε Steve Ellis, ο οποίος στάθηκε μπροστά σε μία 40μελή ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του ενορχηστρωτή Keith Mansfield. Μεταξύ των μουσικών συνοδείας ήταν ο Peter Ahern (τρίγωνο), ο Clem Cattini (drums), ο Alan Parker (κιθάρα), ο Russ Stableford (μπάσο) και μία χορωδία αποτελούμενη από την 20χρονη τότε Kiki Dee και τις Madeline Bell, Lesley Duncan και Kay Garner. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε σε δύο λήψεις και το φωνητικό ύφος του Steve Ellis ταίριαξε καλά με την εμπνευσμένη από τη Motown ενορχήστρωση του τραγουδιού. Ο Mike Smith απέδωσε τη μη ενεργοποίηση των μελών των Love Affair σε ανάγκες σκοπιμότητας, υποστηρίζοντας ότι «δεν υπήρχε χρόνος για το συγκρότημα να μάθει τη διασκευή, οπότε χρησιμοποιήσαμε μουσικούς συνοδείας», καθώς σε λίγες μέρες θα κυκλοφορούσε στο Ηνωμένο Βασίλειο η πρώτη εκτέλεση του Robert Knight. Όπως και με άλλες στούντιο ηχογραφήσεις εκείνης της περιόδου, ελάχιστα αρχεία τηρήθηκαν σχετικά με το ποιος έπαιξε τι και, επιπλέον, οι μουσικοί πληρώθηκαν σε μετρητά όταν ολοκληρώθηκε η ηχογράφηση αφήνοντας ελάχιστα γραπτά τεκμήρια.
Ενώ οι λόγοι για τη χρησιμοποίηση εποχιακών μουσικών ποικίλλουν, στην περίπτωση των άπειρων συγκροτημάτων ο λόγος ήταν απλά οικονομικός. Λαμβάνοντας υπόψη τις χρεώσεις ανά ώρα για ηχογράφηση στο στούντιο, ήταν συχνά οικονομικότερο να ηχογραφήσουν επαγγελματίες μουσικοί που θα αποτύπωναν το τραγούδι σε μικρό αριθμό λήψεων, αντί να πάρει κανείς το ρίσκο να επιλέξει λιγότερο έμπειρους μουσικούς που θα χρειάζονταν πολύ περισσότερο χρόνο για να επιτύχουν το ίδιο (ή υποδεέστερο) αποτέλεσμα. Αντιμέτωποι, λοιπόν, με την πιθανότητα η εκτέλεση του Knight να μπει στα charts του Ηνωμένου Βασιλείου, αυτό χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα από τους managers για την επιτάχυνση της διαδικασίας ηχογράφησης της εκτέλεσης των Love Affair χρησιμοποιώντας μουσικούς συνοδείας.
Το «Everlasting Love», στην εκτέλεση των Love Affair, κυκλοφόρησε σε single στις 8 Δεκεμβρίου 1967 και συμπεριλήφθηκε και στον δίσκο «Everlasting Love Affair» (1968).
Όταν οι Love Affair εμφανίστηκαν στην τηλεοπτική εκπομπή του ITV «Good Evening I’m Jonathan King», ο παρουσιαστής Jonathan King ρώτησε τον μπασίστα Mick Jackson εάν το συγκρότημα είχε παίξει στην ηχογράφηση του «Everlasting Love» και ο Jackson παραδέχτηκε ότι στο κομμάτι συμμετείχε ο Ellis υποστηριζόμενος από μουσικούς συνοδείας. Ο Steve Ellis δήλωσε ότι ο Jonathan King γνώριζε το παρασκήνιο της επιτυχίας των Love Affair και την έστησε στον Jackson για να προκαλέσει κάποια διαμάχη.
Steve Ellis: Είχαμε δύο managers, τον David Wedgebury και τον John Cokell, οι οποίοι εργάζονταν στην Decca, περίπου το 1966-1967, και είχανε πρόσβαση σε όλες τις εισαγωγές της δισκογραφικής εταιρείας Monument. Κάναμε πρόβες σ’ ένα εργοστάσιο στο Walthamstow και ένα βράδυ εμφανίστηκαν με το «Everlasting Love» του Robert Knight, ενός Αμερικανού τραγουδιστή της southern soul. Το λάτρεψα κι έτσι ξεκινήσαμε να το γράφουμε σε κασέτα. Κανένας από τους Love Affair δεν έπαιξε σε καμία από τις επιτυχίες, αλλά εγώ τραγούδησα σ’ αυτές. Ήμασταν μια καλή ζωντανή και αρκετά δεμένη μπάντα, αλλά οι συνθήκες ήταν τέτοιες που μόνο εγώ ήμουν στις ηχογραφήσεις. Οι Love Affair ηχογράφησαν το «Everlasting Love» στην Island Records, με τον Muff Winwood στην παραγωγή, αλλά η διοίκηση αποφάσισε ότι δεν ήταν αρκετά καλό και κανείς δεν πίστευε ότι ήταν για single. Απ’ όσο θυμάμαι, η αρχική εκδοχή της μπάντας δεν ήταν κακή. Η γενική άποψη ήταν ότι έπρεπε να το κάνω με μία ορχήστρα και μετά να της δώσουν μία παραγωγή τύπου Phil Spector. Έφεραν τον Keith Mansfield για την ενορχήστρωση και τον Mike Smith για την παραγωγή. Έγινε κράτηση για άλλη μια συνεδρία και το έκανα μόνος μου με μια μεγάλη ορχήστρα, τον Clem Cattini στα drums, τον Herbie Flowers στο μπάσο και τις Sue & Sunny στα φωνητικά. Προφανώς ένιωθα περίεργα χωρίς το συγκρότημα στο στούντιο, αλλά ήταν για το καλό όλων των εμπλεκόμενων. Δύο λήψεις κι έγινε. Αποδείχθηκε υπέροχο και κατά συνέπεια όλες οι πρώτες πλευρές έγιναν με αυτόν τον τρόπο και το είδος της υβριδικής soul/pop που πετύχαμε έγινε ο ήχος μας. Δυστυχώς δεν ταίριαξε ζωντανά. Όπως είπα και πριν, ήμασταν μια μπάντα πορωμένη. Ο Morgan [σ.σ. Morgan Fisher, μέλος των Love Affair που έπαιζε keyboards] δεν μπορούσε να πετύχει τον ήχο μιας 40μελούς ορχήστρας μ’ ένα όργανο Hammond, αλλά στις συναυλίες τα σπάγαμε ροκάροντας. Λίγο παράδοξο αυτό. Το συγκρότημα δεν ήταν τόσο ανήσυχο γι’ αυτή την προσέγγιση των πραγμάτων. Μας ρώτησε ο Jonathan King αν παίξαμε στην ηχογράφηση, ενώ ήξερε ότι δεν είχαμε παίξει. Ήταν το 1968, ο κόσμος είχε μόνο δύο κανάλια τη δεκαετία του 1960, το BBC και το ITV. Σάββατο βράδυ, ζωντανά στην τηλεόραση, η μισή χώρα παρακολουθούσε όταν ο King, ο οποίος ήταν ένα έξυπνο κάθαρμα, ρώτησε τον μπασίστα, Mick Jackson, αν το συγκρότημα έπαιξε όντως στον δίσκο. Ήξερε ότι δεν είχαν παίξει και ότι είχα τραγουδήσει σ’ αυτό, αλλά χρησιμοποιώντας μουσικούς συνοδείας σαν τον σπουδαίο Clem Cattini στα drums. Τέλος πάντων, ο μπασίστας σκόνταψε αφού βρέθηκε σε θέση άμυνας. Ο Jonathan King κι εμείς γίναμε πρωτοσέλιδο στις κυριακάτικες εφημερίδες και το συγκρότημα απέκτησε κακή φήμη. Αν θες να γελάσεις πολύ, πήγαινε στο YouTube και δες το clip ή πήγαινε στην ιστοσελίδα μου, νομίζω ότι είναι στην αρχική σελίδα. Όλοι δείχνουμε περίπου 12 χρονών.
— — —
Mick Jackson: Το ανακοινώσαμε μόνοι μας επειδή υπήρχαν φήμες σχετικά μ’ αυτό στη δουλειά και ακούσαμε ότι μια κυριακάτικη εφημερίδα επρόκειτο να φουσκώσει την ιστορία. Στην αρχή δεν ανησυχήσαμε τόσο πολύ όταν βγήκε η ιστορία ότι δεν παίξαμε. Μετά το πράγμα κλιμακώθηκε και ο κόσμος παντού άρχισε να μας θάβει. Το θεωρούσαμε τρομερή ενόχληση, κάθε φορά που ανοίγαμε μια εφημερίδα υπήρχε κάποιος που την έλεγε στους Love Affair.
— — —
Στη συνέντευξή τους στον Jonathan King, οι Love Affair ισχυρίστηκαν ότι μπορούσαν (και το έκαναν) να παίξουν το «Everlasting Love» και το είχαν κάνει τόσο ζωντανά όσο και σε προηγούμενη ηχογράφηση. Ωστόσο, για να γίνει χωρίς λάθη έπρεπε να τους δοθεί χρόνος, κάτι που οι managers και η δισκογραφική εταιρεία δεν ήταν διατεθειμένοι να κάνουν. Ο Mike Smith εξήγησε ότι η CBS απασχόλησε μουσικούς συνοδείας επειδή το κομμάτι έπρεπε να ηχογραφηθεί σε μία μέρα, κυρίως για να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό με την εκτέλεση του Robert Knight, και ισχυρίστηκε ότι «απλώς δεν υπήρχε χρόνος για το συγκρότημα να μάθει έγκαιρα τη διασκευή, οπότε χρησιμοποιήσαμε μουσικούς συνοδείας».
Τα μέλη των Love Affair μπορούσαν, τουλάχιστον σε αξιοπρεπές επίπεδο, να παίξουν τα όργανά τους και η Ένωση Μουσικών δεν είχε κανένα πρόβλημα με τα συγκροτήματα που συμπλήρωναν το δικό τους παίξιμο με μουσικούς συνοδείας, αλλά ο Jonathan King ισχυρίστηκε ότι γνώριζε τουλάχιστον τρεις ηχογραφήσεις από το Top 20 εκείνης της εβδομάδας όπου χρησιμοποιήθηκαν μουσικοί συνοδείας, ενώ τα εν λόγω συγκροτήματα ισχυρίστηκαν ότι έπαιξαν τα μέλη τους. Ο King επικρότησε την ειλικρίνεια των Love Affair και τις απόψεις του ασπάστηκαν και ορισμένοι άλλοι καλλιτέχνες. Όμως ο Τύπος ξεσηκώθηκε και το συγκρότημα καταδικάστηκε στα μάτια μιας μερίδας κοινού, κριτικών, ακόμα και συναδέλφων μουσικών.
Το περίεργο είναι ότι αυτή η πρακτική της χρησιμοποίησης μουσικών συνοδείας ήταν στην πραγματικότητα πολύ συνηθισμένη στη δισκογραφία της δεκαετίας του 1960 -η αυξανόμενη παρουσία τους στα στούντιο αποτελεί απόδειξη αυτού- και χρησιμοποιήθηκε σε πολλούς δίσκους από κάθε είδους καλλιτέχνες. Μπορεί να είναι επίσης περίεργο ένα συγκρότημα να παίρνει τα εύσημα για μια ηχογράφηση όπου δεν έπαιξαν τα μέλη του, και που στην πραγματικότητα μόνο ο ένας από αυτούς μπήκε στο στούντιο -εν προκειμένω ο Steve Ellis που ερμήνευσε το τραγούδι- αλλά είναι γεγονός ότι αυτό συνέβαινε συνέχεια. Όμως οι Love Affair ήταν οι πρώτοι που το παραδέχθηκαν δημόσια.
Η διαμάχη γύρω από το «Everlasting Love» βρήκε την Ένωση Μουσικών να πλέει σε αχαρτογράφητα νερά. Για ορισμένα μέλη, τέτοιες πρακτικές ήταν προσβολή για το επάγγελμα, ενώ για άλλα αποτελούσαν πηγή υγιούς βιοπορισμού.
Αυτή η διχοτόμηση, που διαδραματίστηκε στις σελίδες του μουσικού Τύπου και στις αίθουσες της Ένωσης Μουσικών τους μήνες μετά την κυκλοφορία του single, προσφέρει μία σημαντική εικόνα τόσο για τη λειτουργία της δισκογραφικής βιομηχανίας στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όσο και για τον αντικρουόμενο ρόλο της Ένωσης Μουσικών.
Ενώ η πρακτική του «ghosting» ήταν συνηθισμένη σε όλη τη δισκογραφική βιομηχανία, ήταν η αφέλεια (ή η ειλικρίνεια, αν προτιμάτε) των μελών των Love Affair που έφερε το θέμα στο προσκήνιο και ανάγκασε την Ένωση να κάνει δηλώσεις και να επανεκτιμήσει τη θέση της. Η επιτυχία του «Everlasting Love» και οι δηλώσεις του συγκροτήματος έφεραν στην επιφάνεια ένα θέμα που υφίστατο για αρκετό καιρό και είχε αγνοηθεί σε μεγάλο βαθμό από την Ένωση. Ίσως η Ένωση πίστευε ότι αυτό ήταν ένα παροδικό φαινόμενο και ότι κάνοντας υπομονή θα είχε ως αποτέλεσμα να απαλειφθεί το πρόβλημα χωρίς κάποια παρέμβαση. Μέχρι το 1968, η επιτυχία μιας νέας γενιάς pop συγκροτημάτων είχε πλέον καταστήσει σίγουρο ότι κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε.
Στον απόηχο της εξομολόγησης των Love Affair, η Ένωση, οι παραγωγοί, οι δισκογραφικές εταιρείες, οι καλλιτέχνες, οι θαυμαστές και οι ίδιοι οι μουσικοί συνοδείας εξέφρασαν τις απόψεις τους σχετικά με αυτήν την πρακτική. Ίσως χωρίς να προκαλεί έκπληξη, ενώ η Ένωση ήταν αντίθετη με αυτή την πρακτική, τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη δεν φάνηκαν να ανησυχούν τόσο πολύ.
Στις 27 Ιανουαρίου 1968, το πρωτοσέλιδο του Melody Maker ανέφερε ότι το «Everlasting Love» είχε φτάσει στην κορυφή των charts, πουλώντας πάνω από 200.000 αντίτυπα, ενώ το συγκρότημα συνέχιζε να περιοδεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο σε όλο και μεγαλύτερο κοινό. Στο ίδιο άρθρο, αναλογιζόμενος τη νεοανακαλυφθείσα δημοτικότητά τους, ο κιθαρίστας Rex Brayley είπε: «Ξαφνικά συμβαίνουν όλα. Με τράβηξαν από τη σκηνή στο Kettering χθες το βράδυ, τα ρούχα μου έγιναν κομμάτια. Αυτήν την στιγμή, είμαι ο ίδιος απλός νεαρός που ήμουν μιάμιση ώρα νωρίτερα. Αύριο πιθανότατα θα είμαι ψώνιο».
Στις 6 Φεβρουαρίου 1968, έριξε από την κορυφή το «The Ballad Of Bonnie And Clyde» του Georgie Fame και ανέβηκε στο No 1 του Ηνωμένου Βασιλείου επισκιάζοντας την πρώτη εκτέλεση του Robert Knight. Επίσης, έφτασε στο No 4 της Νέας Ζηλανδίας, No 6 στην Ελβετία και στη Νορβηγία, No 12 στην Αυστρία, στη Δυτική Γερμανία και στην Ολλανδία, No 15 στο Βέλγιο και No 25 στον Καναδά.
Στις 24 Φεβρουαρίου 1968, το Melody Maker δημοσίευσε μία σειρά απόψεων για το ζήτημα της χρήσης των μουσικών συνοδείας. Φυσικά, η ιδέα της υψηλότερης αμοιβής αυτών των μουσικών έτυχε θετικής ανταπόκρισης και κάποιοι από αυτούς εξέφρασαν τις απόψεις τους στο άρθρο του Melody Maker με τίτλο «Session Men Say – It’s all in a day’s work». Αυτός ο τίτλος βασίστηκε σε μια συνέντευξη με τον Alan Parker, τον 23χρονο κιθαρίστα συνοδείας που έπαιξε στο «Everlasting Love». Ο Parker έκανε διάκριση ανάμεσα στο να υποκαθίσταται ένα συγκρότημα και στο να υποστηρίζεται ένας σόλο αστέρας.
Alan Parker: Είναι όλα μια μέρα δουλειάς. Αλλά υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ, ας πούμε, του να υποστηρίζεις τον Tom Jones ή την Petula Clark από το να υποκαθιστάς ένα συγκρότημα. Πιστεύω ότι κάτι πρέπει να επεξεργαστεί η Ένωση Μουσικών, ώστε να πληρωνόμαστε σε κλίμακα πάνω από 9 λίρες για τη συνεδρία αν ο δίσκος γίνει επιτυχία. Δεν πιστεύω ότι θα έβλαπτε ένα συγκρότημα που κάνει επιτυχία να δείξει λίγη ευγνωμοσύνη με αυτόν τον τρόπο. Μπορούν να το αντέξουν οικονομικά αν βγάλουν χιλιάδες από έναν δίσκο. Νομίζω ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες οι μουσικοί συνοδείας πληρώνονται επιπλέον αν αντικαθιστούν συγκροτήματα. Και οι μουσικοί το αξίζουν, αλλά δεν μπορώ να το δω να συμβαίνει εδώ.
— — —
Όταν πια το «Everlasting Love» έπεσε από την κορυφή των charts και έχοντας ζητήσει τη γνώμη όλων των άλλων ενδιαφερόμενων μερών, το Melody Maker στράφηκε στο κοινό για τη γνώμη του επί του θέματος. Ενώ οι περισσότεροι από τους ερωτηθέντες, σε έρευνα που διεξήχθη σε δισκοπωλείο του Λονδίνου, αναγνώρισαν την πρακτική αυτή, οι απόψεις έμοιαζαν πολωμένες ως προς το αν είχε σημασία. Η Christine Brill, μια 17χρονη τότε μαθήτρια, τους είπε:
– Δεν νομίζω ότι έχει σημασία, αρκεί να κάνουν καλό δίσκο. Έτσι κι αλλιώς, συνήθως διαρρέει στο τέλος αν έχουν παίξει ή όχι. Το αποτέλεσμα είναι το μόνο που μετράει.
— — —
Ο Paul Mendelle, ένας υπάλληλος 21 ετών τότε, είχε την αντίθετη άποψη λέγοντας:
– Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο σ’ αυτό. Αλλά νομίζω ότι είναι απεχθές για τα συγκροτήματα να λαμβάνουν τα εύσημα για τη δουλειά που κάνουν άλλοι μουσικοί. Το να ισχυρίζεσαι ότι παίζεις κάτι που δεν παίζεις είναι ανέντιμο.
— — —
Παρόλο που το Melody Maker ανέφερε (και δημιούργησε) μεγάλος μέρος αυτής της υστερίας γύρω από το θέμα, υπήρξε εκπληκτικά ελάχιστη άμεση αλλαγή στις πρακτικές που είχαν προκαλέσει τη διαμάχη σε πρώτη φάση. Αυτό λέει πολλά για την εσωτερική δυναμική της Ένωσης Μουσικής, αλλά χρησιμεύει επίσης για να τονίσει το γεγονός ότι ζητήματα σχετικά με την αυθεντικότητα της εκτέλεσης, τις σχέσεις με τους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς και τις δισκογραφικές εταιρείες και την πληρωμή των μουσικών συνοδείας υπήρχαν πριν από το «Everlasting Love». Ωστόσο, μέχρι το 1968, υπήρξε μια γενική αποδοχή της πρακτικής. Εντούτοις, αξίζει να αναλογιστούμε τι σήμαινε ο απόηχος του «Everlasting Love» για τη δισκογραφική βιομηχανία, τους μουσικούς συνοδείας και, ιδιαίτερα, τους Love Affair. Ο Mike Smith της CBS, του οποίου η απόφαση να χρησιμοποιήσει μουσικούς συνοδείας στο «Everlasting Love» ξεκίνησε τη διαμάχη, δεν εντυπωσιάστηκε από την αρνητική στάση της Ένωσης Μουσικών και υπερασπίστηκε τους μισθωτούς.
Mike Smith (Melody Maker, 9 Μαρτίου 1968): Θα χαθεί μία πολύ χρήσιμη και επικερδής δουλειά για ένα μέρος των μελών της Ένωσης Μουσικών και φαίνεται ότι ίσως χρειαστεί να επιστρέψουμε ξανά στο λαμπρό σύστημα εργασίας στην ήπειρο [σ.σ. Ευρώπη]. Δεν θέλω να ανακατευτώ σε θέματα πολιτικής της Ένωσης Μουσικών, αλλά αυτή είναι μία αδικαιολόγητη παρέμβαση στη δουλειά μας.
— — —
Η πολυπλοκότητα της σχέσης μεταξύ της Ένωσης Μουσικών, των δισκογραφικών εταιρειών και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης σήμαινε ότι το ζήτημα σχετικά με τη χρήση μουσικών συνοδείας ήταν ίσως λιγότερο σημαντικό για την Ένωση απ’ ό,τι υπονοούσε η μεγαλοστομία της προτεινόμενης «απαγόρευσης». Εκτός από την έλλειψη δράσης που περιγράφεται στα πρακτικά, ο Maurice Bacon (μέλος των Love Affair) επεσήμανε ότι ενώ οι Love Affair ήταν «υπεύθυνοι γι’ αυτό κατά κάποιο τρόπο επειδή το φέραμε στο φως, η Ένωση ήξερε ότι αυτό γινόταν εδώ και χρόνια. Αλλά πιάστηκαν με κατεβασμένα τα παντελόνια και ένιωσαν ότι έπρεπε να κάνουν κάτι». Ωστόσο, ήταν τέτοιες οι συνθήκες, που μάλλον δεν αποτελεί έκπληξη ότι τελικά κανένας Κώδικας Καλής Πρακτικής δεν εφαρμόστηκε συγκεκριμένα ως άμεσο αποτέλεσμα της υπόθεσης του «Everlasting Love». Έτσι, το ζήτημα των δικαιωμάτων για τους εκτελεστές απασχόλησε την Ένωση Μουσικών για πολλά χρόνια, τόσο πριν όσο και μετά την κυκλοφορία του «Everlasting Love».
Δεδομένης της υπερβολής στον μουσικό Τύπο γύρω από το «Everlasting Love», το θέμα είχε λιγότερο αντίκτυπο στα pop και rock συγκροτήματα της εποχής. Οι μουσικοί συνοδείας ήταν, και συνέχισαν να αποτελούν, μέρος της διαδικασίας δημιουργίας pop μουσικής. Οποιαδήποτε αγανάκτηση φάνηκε να περιορίζεται σε έναν μικρό αριθμό καταναλωτών (κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας) και μεταξύ ορισμένων μουσικών.
Αρχικά, ο τύπος των τραγουδιστών που δημιουργήθηκαν από τη νεοσύστατη δισκογραφική βιομηχανία δεν θεωρείτο ευρέως ότι ήταν του ίδιου διαμετρήματος με τους μουσικούς που έπαιζαν σε ορχήστρες ή ακόμα και με αυτούς στον κόσμο της jazz και του folk. Μέχρι την εποχή του «Everlasting Love», αυτό είχε αρχίσει να αλλάζει. Οι Beatles είχαν ανοίξει τον δρόμο για την επιτυχία των pop μουσικών που έγραφαν και εκτελούσαν οι ίδιοι το δικό τους υλικό και που μπορούσαν να θεωρηθούν περισσότερο ως καλλιτέχνες παρά ως απλοί ερμηνευτές. Μάλιστα ο εκπρόσωπος των Beatles, Tony Barrow, απέρριψε οποιαδήποτε πιθανή «απαγόρευση» χρησιμοποίησης μουσικών συνοδείας, υπογραμμίζοντας το μουσικό ταλέντο και την αυθεντικότητα του συγκροτήματος.
Ίσως στον απόηχο της συζήτησης γύρω από το «Everlasting Love», η Ένωση Μουσικών να το συνειδητοποίησε και άφησε ήσυχα να καταλαγιάσει το θέμα ή απλά το θεώρησε ως μια από τις λιγότερο σημαντικές ή άμεσες απειλές για το επάγγελμα του μουσικού.
Το επόμενο single των Love Affair, το «Rainbow Valley» -άλλη μία σύνθεση των Cason/Gayden που ερμήνευσε πρώτος ο Robert Knight- έφτασε στο No 5 του Ηνωμένου Βασιλείου και η επιτυχία που γνώρισε επιπλέον το «A Day Without Love» (No 6) κατέστησαν τους Love Affair το κορυφαίο συγκρότημα στις πωλήσεις των singles στο Ηνωμένο Βασίλειο για το 1968, μετά τους Beatles (έστω κι αν και στις επόμενες ηχογραφήσεις συμμετέχει πάλι μόνο ο Ellis με μουσικούς συνοδείας, χωρίς άλλα μέλη του συγκροτήματος).
Ο πρώτος δίσκος του συγκροτήματος, «Everlasting Love Affair», που κυκλοφόρησε στα τέλη του 1968, δεν κατάφερε να μπει στα charts παρά το γεγονός ότι περιείχε τρία επιτυχημένα singles καθώς και μερικά κομμάτια τόσο δικά τους όσο και διασκευές. Συνολικά, μετά το «Everlasting Love», οι Love Affair είχαν πέντε ακόμη επιτυχημένα singles στο Top 20 του Ηνωμένου Βασιλείου. Ωστόσο, παρά τη δημοτικότητά τους στην Ευρώπη, κανένα από τα single των Love Affair δεν μπήκε στα αμερικανικά charts και το 1971 διαλύθηκαν, με τον τραγουδιστή Steve Ellis να αποχωρεί μετά την αποτυχία του single «Baby I Know» για να ακολουθήσει σόλο καριέρα. Τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος συνέχισαν για λίγο να παίζουν ως L.A. και μετά ως Love Affair χωρίς καμία αξιοσημείωτη επιτυχία.
Για πολλούς, το «Everlasting Love» είναι το απόλυτο τραγούδι των Love Affair και η μουσική τους κληρονομιά. Με το εκρηκτικό και ακαταμάχητο ρεφρέν και τη θετική του αύρα, το «Everlasting Love» έχει προσελκύσει αρκετές γενιές ακροατών και συνεχίζει να έχει μακροχρόνια απήχηση στους λάτρεις της pop μουσικής. Αποτελεί από τις βασικές επιλογές feel-good επιτυχιών της δεκαετίας του 1960, καθώς υπάρχουν πολλά χαρακτηριστικά που το έχουν κάνει αγαπημένο τραγούδι των ζευγαριών σε όλο τον κόσμο γι’ αυτό και παίζεται συχνά σε γαμήλιες δεξιώσεις και βραδιές karaoke. Χαρακτηριστικό είναι ότι το αειθαλές «Everlasting Love» είναι το ένα από τα μόλις δύο τραγούδια που μπήκαν σε διάφορες εκτελέσεις στο αμερικανικό Top 40 στις δεκαετίες του 1960, του 1970, του 1980 και του 1990 (το άλλο είναι το «The Way You Do The Things You Do» των Temptations) και το μοναδικό που μπήκε στο βρετανικό Top 40 στις δεκαετίες του 1960, του 1970, του 1980, του 1990 και του 2000. Δικαίως, λοιπόν, είναι μία από τις πιο διαχρονικές επιτυχίες που έχουν βγει ποτέ από το Nashville. Τι είναι αυτό που έχει το τραγούδι και συνεχίζει να κάνει τους καλλιτέχνες να το ηχογραφούν ξανά και ξανά; Μπορεί να είναι απλά η λαχτάρα, κοινή σε όλους τους ρομαντικούς, ότι μια σχέση δεν θα είναι προσωρινή, ότι μπορεί να είναι μια αγάπη που θα διαρκέσει για πάντα. Κι αν ισχύει αυτό, τότε είναι πιθανό το τραγούδι να συνεχίσει να ζει στο μέλλον.
Σε μία συνέντευξή του το 2011, ο δημιουργός Buzz Cason δήλωσε ότι η πρώτη εκτέλεση του Robert Knight παρέμεινε η αγαπημένη του εκδοχή.
Buzz Cason: Απλά νομίζω ότι αυτή του Robert ήταν αυτή που είχε τη μαγεία.
Το «Everlasting Love» ακούγεται στις ταινίες «Belle Maman» (1999, από την Assitan Dembelé), «Βροχή, Χαλάζι & Έρωτας» (Forces Of Nature, 1999, από τους U2 στους τίτλους τέλους), «Βερόνικα Γκέριν: Θανάσιμη Αποκάλυψη» (Veronica Guerin, 2003, από τους U2), «Bridget Jones: Η Επόμενη Σελίδα» (Bridget Jones: The Edge Of Reason, 2004, από τον Jamie Cullum) και «Belfast» (2021, από τους Love Affair), ενώ ακούστηκε και στις τηλεοπτικές σειρές «Τόλμη Και Γοητεία» (The Bold And The Beautiful, 1994, από την Bobbie Eakes και τον Jeff Trachta), «Arli$$» (1996, από τον Carl Carlton) και «Casualty» (1998, από τους ηθοποιούς της σειράς). Χρησιμοποιήθηκε επίσης στα μιούζικαλ «On Your Feet!» (2016) και «Moulin Rouge!» (2018) και σε διαφήμιση των πολυκαταστημάτων Kmart στην Αυστραλία και των Pringles Crisps.
Αναφορά στο «Everlasting Love» περιλαμβάνεται στα βιβλία: «The Changing Room: Sex, Drag And Theatre» του Laurence Senelick (2000), «Top Pop Singles 1955-2002» (2003) του Joel Whitburn, «Living The Rock ‘n Roll Dream: The Adventures Of Buzz Cason» (2004) του Buzz Cason, «Chicken Soup For The Soul: Country Music: The Inspirational Stories Behind 101 Of Your Favorite Country Songs» (2011) των Jack Canfield, Mark Victor Hansen και Randy Rudder και «Carolina Beach Music From The ‘60s To The ‘80s: The New Wave» (2013) του Rick Simmons.
Άλλες εκτελέσεις:
- Steve Miller (Δεκέμβριος 1967, στο single «In And Out Of Love»).
- Carlo Lind (1967, στα γερμανικά ως «Viel Zuviel Gefühl» σε single. Στίχοι: Carl-Ulrich Blecher).
- B.W.D. Production (Ιανουάριος 1968, στον δίσκο «Heart Hits»).
- Joe Dassin (Ιανουάριος 1968, στα γαλλικά με τίτλο «Plus Je Te Vois, Plus Je Te Veux» στο single «La Bande A Bonnot». Στίχοι: Frank Thomas, Jean-Michel Rivat. Έφτασε στο No 35 του Βελγίου).
- The Town Criers (Φεβρουάριος 1968, σε single και σε EP. Έφτασε στο No 17 της Αυστραλίας).
- Avenue Recording (Δεκέμβριος 1968, στο άλμπουμ «Top Chartbusters Of ‘68»).
- James Last (1968, ορχηστρική εκτέλεση στον δίσκο «Non Stop Dancing ‘68»).
- Bruno Lomas (1968, στα ισπανικά με τίτλο «Un Eterno Amor» στο EP «Bruno Lomas». Στίχοι: Antonio De Jaén»).
- Los 4 Ros (1968, στα ισπανικά ως «Un Eterno Amor» στο single «Judy Con Disfraz»).
- Los Javaloyas (1968, στα ισπανικά ως «Un Eterno Amor» στο ομώνυμο EP).
- The Keith Mansfield Orchestra (1968, ορχηστρική εκτέλεση στον δίσκο «All You Need Is Keith Mansfield»).
- Nicoletta (1968, στα γαλλικά με τίτλο «L’ Amour Me Pardonne» στο E.P. «Une Enfance». Στίχοι: Eddy Mitchell).
- The Ravers (1968, στον δίσκο «Big Hits»).
- Ricchi E Poveri (1968, στα ιταλικά με τίτλο «L’ Ultimo Amore» σε single. Στίχοι: Mogol).
- Hermanas Ros (1968, στα ισπανικά ως «Un Eterno Amor» στο single «Amor De Verano». Συνοδεύει ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του José Solá).
- Rosalía (1968, στα ισπανικά ως «Un Eterno Amor» στο ομώνυμο single).
- Sammy (1968, στα ιταλικά ως «L’ Ultimo Amore» σε single).
- David Ruffin (Μάιος 1969, στον δίσκο «My Whole World Ended»).
- Luis Dimas (1969, ως «Un Eterno Amor» σε single).
- The Senate (1969, στον δίσκο «Piper Club Dance – Tutto Per Ballare – 14 Grandi Successi»).
- The Sonic (1969, στον δίσκο «Sonic»).
- Howard Carpendale (1974, στα γερμανικά ως «Viel Zuviel Gefühl» στον δίσκο «Du Fängst Den Wind Niemals Ein»).
- Carl Carlton (1974, disco εκτέλεση στον δίσκο «Everlasting Love»). Ο τραγουδιστής επέλεξε ο ίδιος να ηχογραφήσει το «Everlasting Love», το οποίο γνώριζε από την εκτέλεση του David Ruffin στον δίσκο «My Whole World Ended» (1969). Η εκτέλεση του Carl Carlton ηχογραφήθηκε τον Οκτώβριο του 1973 στο Creative Workshop, ιδιοκτησίας του Buzz Cason, στο Berry Hill (Tennessee). Ωστόσο ο Cason δεν συμμετείχε στην ηχογράφηση της εκτέλεσης του Carl Carlton. Συμμετείχαν οι: Hayward Bishop (drums, κρουστά), Tommy Cogbill (μπάσο) και Reggie Young (κιθάρα). Παραγωγοί ήταν ο Papa Don Schroeder και ο Tommy Cogbill και ηχολήπτης ο Travis Turk. Το κομμάτι περιλαμβάνει μία χαρακτηριστική αντιμελωδία που διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος του τραγουδιού και που αποτελείται από φωνητικές αρμονίες στο υπόβαθρο. Μεταξύ των δεύτερων φωνών είναι και η τραγουδίστρια Brenda Russell. Την ενορχήστρωση των εγχόρδων και των πνευστών έκανε ο Jimmie Haskell. Η αρχική εκτέλεση του Carlton κυκλοφόρησε το 1973 στη β’ πλευρά του single «I Wanna Be Your Main Squeeze». Ωστόσο το τραγούδι κυκλοφόρησε ξανά σε single τον Ιούλιο του 1974, ως α’ πλευρά, αφού γνώρισε ένα remix σε ύφος disco που έγινε αγαπημένο των ντισκοτέκ. Αυτή η εκδοχή έφτασε στο No 6 των Η.Π.Α., την υψηλότερη θέση απ’ όλες τις εκτελέσεις του τραγουδιού στα αμερικανικά charts, και No 19 στον Καναδά. Παραμένει ένα από τα αγαπημένα τραγούδια των αμερικανικών ραδιοφωνικών σταθμών που παίζουν παλιά τραγούδια αλλά και μία σταθερή επιλογή για disco συλλογές.
- Johnny Dynamo (1974, ως «Vardadero Amor» σε single).
- The Hiltonaires (1974, στον δίσκο «Made In England 9»).
- Kings Road (1974, στον δίσκο «Lucy In The Sky With Diamonds»).
- Doug Parkinson (1974, σε single).
- Mac Gayden (Ιούνιος 1976, στον δίσκο «Skyboat»).
- Patricia Paay (1977, στον δίσκο «The Lady Is A Champ». Έφτασε στο No 25 του Βελγίου).
- Louise Mandrell (Νοέμβριος 1978, country εκτέλεση σε single).
- Narvel Felts (Ιανουάριος 1979, country εκτέλεση σε single).
- The Kendalls (Νοέμβριος 1979, στον δίσκο «Heart Of The Matter»).
- Soirée (1979, στον δίσκο «Soirée»).
- Janne Önnerud & Co. (1980, στον δίσκο «The Killer»).
- Rex Smith & Rachel Sweet (1981, pop εκτέλεση στον δίσκο του Rex Smith «Everlasting Love» και στον δίσκο της Rachel Sweet «…And Then He Kissed Me»). Ο έφηβος καρδιοκατακτητής Rex Smith και η τραγουδίστρια-ηθοποιός Rachel Sweet ανήκαν στο δυναμικό της Columbia Records, με τον δίσκο «…And Then He Kissed Me» να σηματοδοτεί το ντεμπούτο της Rachel Sweet στη δισκογραφική εταιρεία, μετά από δύο κυκλοφορίες δίσκων στην πιο προσανατολισμένη στη new wave δισκογραφική εταιρεία Stiff. Σύμφωνα με τη Sweet, κατά την υποβολή των κομματιών που προορίζονταν να αποτελέσουν τον πρώτο της δίσκο στην Columbia, με παραγωγό σε όλα τα πρωτότυπα τραγούδια τον Pete Solley, της είπανε:
– Θα θέλαμε να κάνεις και μερικά ακόμη τραγούδια. Και θα θέλαμε να μην είναι δικά σου.
Η Sweet χαρακτήρισε αυτό το «εξωτερικό υλικό» που τελικά θα εμφανιζόταν στο «…And Then He Kissed Me» ως «πιο ελαφρύ και πιο απροκάλυπτα εμπορικό από τα δικά της τραγούδια». Εν τω μεταξύ, ο Smith είχε ηχογραφήσει ένα σόλο remake του «Everlasting Love», που προοριζόταν για τον δίσκο του με παραγωγό τον Rick Chertoff -τότε γνωστός για τη δουλειά του με τους Air Supply- και αφού ο manager της Rachel Sweet (και πατέρας της), Dick Sweet, έμαθε για την ηχογράφηση του τραγουδιού από τον Smith, κανονίστηκε ώστε να ηχογραφηθεί το «Everlasting Love» ως ντουέτο. Ο Chertoff παρέμεινε ως παραγωγός αυτής της εκτέλεσης, που ήταν το πρώτο «εξωτερικό» κομμάτι που ηχογραφήθηκε για το «…And Then He Kissed Me». Αυτή η εκτέλεση περιλαμβάνει αναθεωρημένους στίχους, συμπεριλαμβανομένου και ενός πρόσθετου κουπλέ, χωρίς να αναφέρεται ο δημιουργός του, που εγκρίθηκε από τους συνθέτες του τραγουδιού. Ηχογραφήθηκε το 1981 στο στούντιο Record Plant, στη Νέα Υόρκη, με παραγωγό τον Rick Chertoff, ηχολήπτη τον William Wittman και ενορχηστρωτή εγχόρδων τον βετεράνο Bert DeCoteaux. Αυτή η εκτέλεση έφερε τουλάχιστον κάποιες σημαντικές ιδέες στην ενορχήστρωση, οι οποίες πιθανώς ήταν οι πρώτες γι’ αυτό το τραγούδι και επηρέασαν μερικές μελλοντικές ενορχηστρώσεις. Η πρώτη ιδέα είναι οι rock στίξεις στις συγχορδίες. Τέσσερις κιθαρίστες συμμετείχαν στην ηχογράφηση και είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ποιος ακριβώς παρείχε αυτό το στοιχείο στο τραγούδι. Δεύτερον είναι το σωληνωτό κουδούνι. Παρεμπιπτόντως, ο Rex σκέφτηκε τη χαρακτηριστική κίνηση, ακριβώς εκείνη την στιγμή, να χτυπήσει κατά την ηχογράφηση, στο ύψος της κοιλιάς, τον ήχο του κουδουνιού. Κρουστά στην ηχογράφηση έπαιξε ο αείμνηστος Leonard “Doc” Gibbs Jr., υπεύθυνος επίσης για το διακριτικό τρίγωνο που παίζει απέναντι στην staccato έναρξη της κιθάρας. Αναμφισβήτητα. οι νέες ιδέες στην ενορχήστρωση ώθησαν ίσως το τραγούδι πιο κοντά στην κορύφωσή του απ’ όσο μπορούσαν να φανταστούν (ή να ελπίσουν) οι δημιουργοί του. Σίγουρα αυτή η διασκευή ενσωμάτωσε στοιχεία που ανέβασε την ποιότητα της δημιουργίας των Cason/Gayden. Κυκλοφόρησε σε single τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς και με την εκτέλεση αυτή, ο Rex Smith και η Rachel Sweet συνέστησαν το τραγούδι στη νέα γενιά. Έφτασε στο No 32 των Η.Π.Α. και στο No 35 του Ηνωμένου Βασιλείου. Επίσης έφτασε στο No 4 της Δανίας, No 9 στην Ελβετία, No 11 στη Νότια Αφρική και No 41 στην Αυστραλία. Το τραγούδι έλαβε θετική κριτική από την αμερικανική εφημερίδα Austin American-Statesman, η οποία το περιέγραψε ως μία από τις καλύτερες πρόσφατες, τότε, επιτυχίες, επαινώντας την εξαιρετική παραγωγή, με κρυστάλλινη ένταση που φέρνει στο νου τις κλασικές παραγωγές του Phil Spector, ωραία ενορχήστρωση και τη φωνή της ασύγκριτης Rachel Sweet που καθιστά το τραγούδι σκέτη απόλαυση. Γυρίστηκε κι ένα κλασικό βίντεο της πρώιμης εποχής, με τον Smith και τη Sweet να υποδύονται ένα ζευγάρι που παντρεύεται, με το τραγούδι να χρησιμεύει ως οι αιώνιοι όρκοι που δίνουν ο ένας στον άλλον. Το βίντεο είναι υπερβολικά κυριολεκτικό και αρκετά κοινότοπο. Στις 3 Ιουλίου 1982, ο Rex Smith ερμήνευσε το τραγούδι ζωντανά με την πρώην τραγουδίστρια των 5th Dimension, Marilyn McCoo, στην αμερικανική τηλεοπτική εκπομπή «Solid Gold», όπου ήταν παρουσιαστές. Στις 19 Φεβρουαρίου 1983, ο Rex Smith ερμήνευσε το τραγούδι με τη Rachel Sweet, η οποία ήταν καλεσμένη στην εκπομπή για να προωθήσει το single «Voodoo».
- Wild Horses (Ιούνιος 1981, σε single).
- Shaun Nielsen (1981, στον δίσκο «Shaun Nielsen»).
- Springbok (Οκτώβριος 1981, στον δίσκο «Springbok 56»).
- Svenne & Lotta (1981, στα σουηδικά με τίτλο «Utan Dig» στον δίσκο «Det är En Härlig Feeling». Στίχοι: Björn Håkanson).
- Vicki Sue Robinson (Δεκέμβριος 1983, σε single).
- The Truth (1984, στο single «Five Live»).
- Joe Johnson (Οκτώβριος 1986, σε single).
- Sandra (Σεπτέμβριος 1987, pop εκτέλεση, με παραγωγό τον Michael Cretu, σε single και αργότερα στη συλλογή Ten On One»). Η Sandra γνώρισε το τραγούδι από την εκτέλεση των Love Affair.
Sandra: Πάντα το αγαπούσα… Ακόμα και μικρό παιδί άκουσα το τραγούδι αυτό και είπα ότι θα ήθελα να το τραγουδήσω κάποια στιγμή.
Ωστόσο, στη δική της εκτέλεση η Sandra χρησιμοποίησε τους στίχους της εκτέλεσης των Rex Smith & Rachel Sweet. Το τραγούδι έφτασε στο No 45 του Ηνωμένου Βασιλείου (στην εκδοχή PWL Mix, σε remix του Pete Hammond) ενώ έφτασε επίσης στο No 2 της Ελλάδας, No 4 στη Νότια Αφρική, No 5 στη Δυτική Γερμανία και στην Ελβετία, No 6 στην Αυστρία, No 10 στη Δανία, No 12 στη Γαλλία και στην Ολλανδία, No 14 στο Βέλγιο, No 17 στην Ισπανία και No 72 στην Αυστραλία. Η μίξη PWL συμπεριλήφθηκε στον δίσκο της Sandra «Everlasting Love». Το τραγούδι παραμένει ένα από τα πιο επιτυχημένα singles της Sandra. Το μουσικό βίντεο το σκηνοθέτησαν οι DoRo (Rudi Dolezal και Hannes Rossacher). Απεικονίζει τη Sandra και τον Rupert Weber ως εραστές σε διαφορετικές περιόδους της παγκόσμιας ιστορίας, ξεκινώντας με τον Αδάμ και την Εύα να δελεάζονται από ένα φίδι στον Κήπο της Εδέμ. Στη συνέχεια υποδύονται την Κλεοπάτρα και τον εραστή της συνεχίζοντας, μεταξύ άλλων, με ένα μεσαιωνικό ζευγάρι, μια γυναίκα που αποχαιρετά τον σύζυγό της που φεύγει για τον πόλεμο ως στρατιώτης της Μεγάλης Στρατιάς στις αρχές του 19ου αιώνα, ένα ζευγάρι γκάγκστερ του Μεσοπολέμου, εραστές τη δεκαετία του 1940 που γιορτάζουν το τέλος του πολέμου, χίπις και παιδιά των λουλουδιών τη δεκαετία του 1960 και, τέλος, σύγχρονοι της δεκαετίας του 1980. Εκτός από το κανονικό βίντεο όπου χρησιμοποιήθηκε η εκτέλεση του single, υπάρχει και μία εκτεταμένη έκδοση όπου χρησιμοποιήθηκε η εκτέλεση του maxi single και με πρόσθετες σκηνές από τα γυρίσματα. Η εκτεταμένη έκδοση του clip ήταν διαθέσιμη μόνο στη βιντεοκασέτα «Ten On One (The Singles)». Η κανονική έκδοση κυκλοφόρησε στη συλλογή «18 Greatest Hits» (1992) καθώς και στο DVD «The Complete History» (2003). Το 2016, η εκτεταμένη έκδοση ανέβηκε στο επίσημο κανάλι της Sandra στο YouTube. Το «Everlasting Love» ηχογραφήθηκε ξανά από τη Sandra, αυτή τη φορά ως μπαλάντα, και συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ «Reflections» (2006).
- Alex Band (1988, στον δίσκο «Hits Of The World 2»).
- Curt Prina (1988, στον δίσκο «Pop-Orgel Hitparade»).
- U2 (1988, rock εκδοχή στο single «All I Want Is You». Έφτασε στο No 10 της Ολλανδίας και στο No 32 του Βελγίου).
Buzz Cason: Ακόμα δεν ξέρουμε γιατί οι U2 έκαναν το «Everlasting Love». Ήταν ένα πολύ μεγάλο τραγούδι στην Αγγλία. Μεγαλύτερο στην Αγγλία απ’ ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήταν ένας No 1 δίσκος στην Αγγλία από ένα συγκρότημα που λεγόταν Love Affair, οπότε όλοι το γνώριζαν. Κάπως έτσι υπέθεσα ότι ήταν το ίδιο και στην Ιρλανδία, όπου ήταν ο Bono κι όλοι αυτοί οι τύποι, κι ένα βράδυ αποφάσισαν «Ε, ας το κάνουμε στα γρήγορα». Δεν κάνουν καν τους στίχους ακριβώς πάνω του (γέλια). Αλλά έτρεχα με αγωνιστικά αυτοκίνητα για χρόνια κι ένας από τους μηχανικούς μου με πήρε τηλέφωνο και μου είπε:
– Γεια, άκου τι ακούγεται στο βάθος. Αυτοί είναι οι U2 που τραγουδούν το τραγούδι σου!
– Ω, όχι φίλε, πρέπει να είναι κάποιος άλλος. Δεν μπορεί να είναι αυτοί!
Ήταν απλά σουρεαλιστικό.
- Μπέσσυ Αργυράκη (1988, με τίτλο «Ό,τι Και Να Πεις» στον δίσκο «Έλα Ξανά»).
- Juhamatti (1989, στα φινλανδικά με τίτλο «Tosi Rakkaus» στο άλμπουμ «Hymy». Στίχοι: Pirjo Puukko).
- David Essex (Μάρτιος 1993, στο άλμπουμ «Cover Shot»).
- Worlds Apart (Σεπτέμβριος 1993, σε single και αργότερα στο άλμπουμ «Together». Έφτασε στο No 20 του Ηνωμένου Βασιλείου, No 4 στη Γαλλία, No 23 στην Ιρλανδία, No 33 στο Βέλγιο και No 40 στη Γερμανία. Μία νέα εκτέλεση, με τον Nathan Moore στη φωνή, συμπεριλήφθηκε στη γαλλική έκδοση του άλμπουμ «Everybody»).
- Dominique Dalcan (1993, στα γαλλικά με τίτλο «Plus Je Te Vois, Plus Je Te Veux» στο άλμπουμ «L’ équipe à JoJo»).
- Silvy Melody (1993, στα ολλανδικά με τίτλο «Hij Is Zo Lief» στο ομώνυμο single. Στίχοι: Jo De Clercq).
- Gloria Estefan (Οκτώβριος 1994, χορευτική electropop εκτέλεση στο άλμπουμ «Hold Me, Thrill Me, Kiss Me»). Κυκλοφόρησε σε single και σε maxi single στις 3 Ιανουαρίου 1995, σε διάφορες εκδοχές: 7-Inch Remix, Alternate Mix, Aphrodisiac Mix, Classic Paradise Dub, Classic Paradise Mix, Classic Paradise Radio Mix, Deep Love Dub, Deep Love Mix, Hacienda Dub, Hacienda Mix, Moran’s Marathon Love Mix και Single Version. Το αμερικανικό μουσικό περιοδικό Billboard περιέγραψε το τραγούδι ως «ένα ακόμη χορευτικό μπιχλιμπίδι», επισημαίνοντας ότι έτυχε «μίας εορταστικής Hi-NRG μεταχείρισης που έχει εμπνεύσει σαφώς την Estefan να παραδώσει μία από τις πιο χαλαρές και παιχνιδιάρικες ερμηνείες της μέχρι σήμερα». Σε μία ξεχωριστή κριτική, το χαρακτήρισε ένα «θρασύ ανάγνωσμα» που «έχει μετατραπεί σε ένα χοροπηδηχτό εφεύρημα που θα σας ταξιδέψει πίσω στο απόγειο της μηχανής επιτυχιών των Stock Aitken Waterman». Το Cash Box σχολίασε «είναι μια σίγουρη επιτυχία, με βασικούς στίχους ερωτικού τραγουδιού και μ’ ένα πιασάρικο άγκιστρο. […] Μια επιτυχία για άλλη μια φορά, τόσο για το τραγούδι όσο και για την Estefan». Το Entertainment Weekly έγραψε ότι η χαλαρή γοητεία της τραγουδίστριας είναι αρκετή για το «Everlasting Love». Το Gavin Report θεώρησε ότι η Gloria Estefan παραμένει σε ρετρό λειτουργία γι’ αυτή την εκτέλεση «ενός κλασικού pop τραγουδιού που έχει γίνει επιτυχία περισσότερες από μία φορές στο παρελθόν. Αυτή είναι μια πλήρως συμμετοχική παραγωγή με τα περισσότερα beats ανά λεπτό από οτιδήποτε έχει ηχογραφήσει ποτέ. Είναι διασκεδαστικό και μπορεί να παιχτεί ακόμα και από λίγους που απέφυγαν το πρώτο single, Turn The Beat Around». Η Knoxville News Sentinel το χαρακτήρισε «χαρισματικό και χορευτικό τραγούδι». Το Music Week είπε ότι «είναι αναμφίβολα ένα υπέροχο τραγούδι και η Gloria τα δίνει όλα, αν και η δίχως έμπνευση ενορχήστρωση της κανονικής μίξης το ρίχνει λίγο». Το Network Forty έγραψε ότι «είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι έχουν περάσει δύο δεκαετίες από τότε που ο Carl Carlton ανέβηκε στην σκηνή του Top 40 με αυτή την Top 10 μελωδία. Τώρα η Estefan ψεκάζει με άρωμα Miami το κλασικό κομμάτι, επικαιροποιώντας το χορευτικό τραγούδι μ’ έναν ήχο της δεκαετίας του 1990». Το περιοδικό People το περιέγραψε ως ηχογράφηση που το έκανε techno. Καθώς η Gloria Estefan είχε γεννήσει το δεύτερο παιδί της ένα μήνα πριν την κυκλοφορία του τραγουδιού, έκανε ελάχιστη προώθηση για να υποστηρίξει το τραγούδι, ερμηνεύοντάς το μόνο μία φορά στη βρετανική εκπομπή «Top Of The Pops». Το Reviews Revues ένιωσε ότι η τραγουδίστρια «ενεργοποιεί ξανά το κομμάτι σ’ ένα κλασικό disco και είναι τόσο ανεβαστικό που νομίζω ότι η εκτέλεσή της είναι η καλύτερη απ’ όλες». Το Smash Hits έδωσε στο τραγούδι δύο στα πέντε, γράφοντας ότι αν και είναι στυλάτο ακούγεται πολύ οικείο. Η εκτέλεση της Gloria Estefan έφτασε στο No 19 του Ηνωμένου Βασιλείου και στο No 27 των Η.Π.Α. Έφτασε, επίσης, στο No 12 της Ισλανδίας, No 19 στον Καναδά, No 24 στη Νέα Ζηλανδία, No 29 στην Αυστραλία και No 43 στην Ολλανδία. Το συνοδευτικό μουσικό βίντεο γυρίστηκε στα Sunset Studios στο Hollywood, California. Η Estefan ήταν ακόμα έγκυος τότε και δεν μπορούσε να εμφανιστεί στο βίντεο. Η ομάδα παραγωγής, η οποία περιλάμβανε τους σκηνοθέτες Tony Minnelli και Paul Lynde μαζί την Estefan, αποφάσισε να δώσει μία ανατροπή στο βίντεο. Επέλεξε, λοιπόν, να πρωταγωνιστήσουν στο βίντεο μερικά από τα καλύτερα ταλέντα των drug queen από το West Hollywood, California. Πέντε μιμητές, τρεις άνδρες και δύο γυναίκες, εμφανίζονται ως Gloria Estefan, αντιπροσωπεύοντας ο καθένας διαφορετικό στάδιο στην καριέρα της Estefan, από την τραγουδίστρια των Miami Sound Machine με το κατσαρό μαλλί μέχρι την ντίβα που τραγουδά στα ισπανικά. Μερικά από τα αξιοσημείωτα μέλη του καστ, που εμφανίζονται στο διασκεδαστικό αυτό βίντεο, είναι τα Hollywood Super Club Kids και οι Fabulous Wonder Twins καθώς και οι Venus D-Lite και Raja Gemini. Τον Νοέμβριο του 1995, η Glora Estefan έλαβε βραβείο Billboard Music Video Award στην κατηγορία Dance Clip Of The Year. Από τότε η Cyndi Lauper υπαινίσσεται ότι η ιδέα να συμμετάσχουν drug queen στο clip είναι εμπνευσμένη από το δικό της βίντεο για το «Hey Now (Girls Just Want To Have Fun)», που κυκλοφόρησε λίγους μήνες νωρίτερα. Η Gloria Estefan ερμήνευσε ζωντανά το «Everlasting Love» στην παγκόσμια περιοδεία Evolution (1996), όπου συμπεριέλαβε και δύο μέλη του καστ του video clip. Το αυστραλιανό μουσικό κανάλι Max συμπεριέλαβε την εκτέλεση της Gloria Estefan στη λίστα με τα 1000 καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών.
- Magda Durecka (1994, στα πολωνικά με τίτλο «Ty Na Zawsze Mój» στο άλμπουμ «Love Songs – Piosenki O Miłości Po Polsku»).
- Heartclub feat. Ian Lex (1994, σε single).
- Wendy Van Wanten (1994, στα ολλανδικά με τίτλο «Hij Is Zo Lief» στο άλμπουμ «Blijf Nog 1 Nacht»).
- Stanford Harmonics (1995, στο άλμπουμ «The Greatest Hits Of Pitchpipe»).
- Roland Kaiser (Αύγουστος 1996, στα γερμανικά με τίτλο «Bis In Ewigkeit» στο άλμπουμ «Grenzenlos». Στίχοι: Bernd Meinunger).
- Seventh Avenue (Σεπτέμβριος 1996, στην επανέκδοση του άλμπουμ «Midnight In Manhattan»).
- Party Animals (1996, στο single «Endless Party Classics»).
- Little Queenie and The Mixed Knots (1996, στο άλμπουμ «Q-Ball». Ηχογραφήθηκε στο Carrolton Station στη Νέα Ορλεάνη).
- Les Schtroumpfs (1997, με τίτλο «Aimer Être Aimé» στο άλμπουμ «Schtroumpf Party 3»).
- Fernando Express (Μάρτιος 1998, στα γερμανικά με τίτλο «Herzen Lügen Nicht» στο άλμπουμ «Die Könige Der Tanzpaläste». Στίχοι: Irma Holder).
- The Cast From Casualty (1998, σε single για φιλανθρωπικούς σκοπούς, με τη Rebecca Wheatley στη βασική φωνή. Έφτασε στο No 5 του Ηνωμένου Βασιλείου, No 13 στη Δανία και No 19 στην Ολλανδία. Είναι η μοναδική εκτέλεση, εκτός από αυτή των Love Affair, που μπήκε στο βρετανικό Top 10).
- Assitan Dembelé (1999, στο soundtrack «Belle Maman»).
- Nicole & Hugo (2000, στα ολλανδικά με τίτλο «Jij Bent Zo Lief» στο άλμπουμ «True Love». Στίχοι: Jo De Clercq).
- The Drifters (2001, στο άλμπουμ «On The Sentimental Side»).
- Berušky (Νοέμβριος 2002, στα τσέχικα με τίτλο «Zase Jsem To Já» στο άλμπουμ «Celý Ro(c)k Prásk». Στίχοι: Tomáš Miřátský).
- Reverse Osmosis (Νοέμβριος 2002, στο άλμπουμ «Aural Pleasure»).
- Robson Green (2002, στο άλμπουμ «Moment In Time»).
- På Slaget 12 (2003, στο άλμπουμ «Let’s Dance 3»).
- Jaime Cullum (Νοέμβριος 2004, σε single και στην ειδική έκδοση του άλμπουμ «Twentysomething». Έφτασε στο No 20 του Ηνωμένου Βασιλείου. Η εκτέλεση αυτή σηματοδότησε την 8η φορά που το τραγούδι μπήκε στα βρετανικά charts, επιβεβαιώνοντας το status του τραγουδιού ως το πιο διασκευασμένο κομμάτι στα charts του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς μόνο το «Unchained Melody» με εννέα εκτελέσεις το ξεπερνάει).
- Mysterio (Ιανουάριος 2005, σε single και στη συνέχεια στο άλμπουμ «Ride On Time»).
- Scooter (Νοέμβριος 2005, στο άλμπουμ «Who’s Got The Last Laugh Now?»).
- Michael Ball (2005, στο άλμπουμ «Music»).
- Kerry Norton (2005, στο άλμπουμ «Young Heart». Έφτασε στο No 97 της Ολλανδίας).
- The Colgate Thirteen (2006, a cappella εκτέλεση στο άλμπουμ «Remastered»).
- Roland Kenzo (Μάιος 2007, σε single).
- David Fourie (Απρίλιος 2009, στο άλμπουμ «Vir N 100 000 Jare»).
- The Soldiers (Οκτώβριος 2010, στο άλμπουμ «Letters Home»).
- Manuel (Μάιος 2011, στο άλμπουμ «Het Beste Uit Idool 2011»).
- Willy Sommers (Σεπτέμβριος 2011, στα ολλανδικά με τίτλο «Liefde Voor Altijd», σε single και στο άλμπουμ «40 Jaar Hits». Στίχοι: Lov Cook. Έφτασε στο No 18 του Βελγίου).
- Mark Le Gallez (2011, στο άλμπουμ «Mark One + Out And About»).
- Fun (Φεβρουάριος 2012, ως sample στο τραγούδι «Out On The Town»).
- The Gerrys (2012, στο άλμπουμ «Everlasting Love»).
- Mike Nolan (2013, στο άλμπουμ «In My Life»).
- Rian Ungerer (Μάρτιος 2014, στο άλμπουμ «Timeless Hits, Vol. 2»).
- Mónica Guillén (Αύγουστος 2014, στο άλμπουμ «Explosión Disco – Vol. 1»).
- Jpunkt Spunkt (Ιούλιος 2015, σε single).
- Miriam Von Oz (Ιούνιος 2016, στα γερμανικά ως «Bis In Ewigkeit» σε single).
- The Marvelous Wonderettes (Σεπτέμβριος 2016, στο άλμπουμ «Dream On»).
- Forza Italia Showband (Αύγουστος 2017, στα ιταλικά ως «L’ Ultimo Amore» στο άλμπουμ «Buongiorno Italia»).
- Vanessa Mai (Οκτώβριος 2018, στο άλμπουμ «Gottschalks Grosse 68er Hits»).
- Steve Michaels (Απρίλιος 2020, στο άλμπουμ «Steppin’ Out»).
- Slowbrew feat. Spyritone (Νοέμβριος 2020, σε single).
- Denis Walter (Απρίλιος 2021, στο άλμπουμ «Yesterday Once More»).
- Tony McMullan (Οκτώβριος 2021, σε single).
- Pulsedriver & Chris Deelay (Φεβρουάριος 2023, σε single).
- Norman Lang (Οκτώβριος 2023, σε single).
Οι στίχοι:
Hearts go astray, leaving hurt when they go
I went away just when you needed me so
Filled with regret I come back beggin’ you
Forgive, forget, Where’s the love we once knew?
Open up your eyes, then you’ll realize
here I stand with my everlasting love
Need you by my side, girl to be my bride
You’ll never be denied everlasting love
When other loves are gone, ours will still be strong,
we have our very own everlasting love
Real love will last forever (x2)
Ah, ah (x2)
Where life’s river flows, no one really knows
‘Til someone’s there to show the way to lasting love
Like the sun that shines, endlessly it shine
You always will be mine, it’s everlasting love
(Chorus)
Ooh
Open up your eyes…
(Chorus)
