Ένα όνομα που συνδέθηκε με την πολιτική, την ιστορία και τη σύγχρονη Αθηναϊκή ζωή.

Πολύ πριν τα διάσημα περιοδικά της Conte-Nast ασχοληθούν και ανακαλύψουν τα gourmet στέκια της Αθήνας, οι New York Times και το Paris Match εκθείαζαν ένα μαγαζί που μέχρι και σήμερα, συμβολίζει για τους Αθηναίους ένα τόπο άρρηκτα συνδεδεμένο με την κοινωνική, πολιτική και λογοτεχνική ζωή της πρωτεύουσας. Ο Απότσος εξακολουθεί και σήμερα να είναι ένα τοπόσημο και πολλοί περνώντας από τη στοά της Πανεπιστημίου 10 γυρνούν το βλέμμα τους προς το διάσημο στέκι που γέννησε πολλές ιστορίες και περικλείει μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια.

Ο νεαρός, έξυπνος, προκομένος  και φιλόδοξος ιδιοκτήτης του Βασίλης Απότσος φτάνει στην πρωτεύουσα που ανοιγόταν σε νέες ευκαιρίες στα τέλη του 19ου αιώνα. Βρίσκει δουλειά στο περίφημο ζαχαροπλαστείο Γιαννάκη στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Κριεζώτου και μερικά χρόνια αργότερα, στις αρχές του 1900 βλέπει το όνομά του στην ταμπέλα του δικού του πια μαγαζιού επί της οδού Σταδίου 5,  «Β. Απότσος, Εδώδιμα, Αποικιακά». Το μαγαζί του Απότσου δεν ήταν ένα απλό μπακάλικο, από τα συνηθισμένα της Αθήνας των αρχών του αιώνα αλλά ένα μαγαζί γεμάτα λιχουδιές, γλυκές και αλμυρές, απ’ όλη την Ελλάδα, με προεξάρχουσα φυσικά τη μαστίχα Χίου.

Πολύ σύντομα ο Απότσος έγινε γνωστός για το τυρί, τη λακέρδα του, αλλά και τα «αποικιακά είδη» εισαγωγής.  Ο νεαρός δημιουργός του πρωτόγνωρου για τα δεδομένα της εποχής delicatessen, έγινε γρήγορα διάσημος σε μια μικρή πόλη όπως ήταν τότε η Αθήνα και λίγο αργότερα με τη φήμη του να ταξιδεύει μέχρι το Παλάτι, έγινε επίσημος προμηθευτής της Αυλής. Οι περαστικοί της οδού Σταδίου έβλεπαν με θαυμασμό  τη βασιλική άμαξα να σταθμεύει στην πόρτα του «Απότσου». Ήταν η ίδια άμαξα που θα κοσμούσε για πολλά χρόνια το εξώφυλλο του καταλόγου του.

Ένας δαιμόνιος Χιώτης που έκανε το ακατόρθωτο

Ο Βασίλης Απότσος δεν επαναπαυόταν εύκολα. Θέλοντας να βρει τρόπο να κρατά την πελατεία περισσότερη ώρα στο μαγαζί του, ενώ οι υπάλληλοι εκτελούσαν την παραγγελία,  ο πολυμήχανος ιδιοκτήτης έβρισκε την ευκαιρία να τους κεράσει, εκεί πάνω στη λαδόκολλα, ένα ουζάκι με μεζέ. Όσοι έφταναν στον Απότσο αγόραζαν κονιάκ, τυρί έμενταλ, σοκολάτα υγείας, τσιμπολογώντας γκαζοκεφτέδες (όπως έλεγαν τα κεφτεδάκια που έφτιαχναν στη γκαζιέρα), λακέρδα, πικάντικα σαγανάκια.

Το «μπακάλικο» μέσα στην αιωνόβια ιστορία του μετατράπηκε σε delicatessen, σε καφενείο και τελικά σε ουζερί και το 1969 μεταφέρεται για σύντομο χρονικό διάστημα στην οδό Βουκουρεστίου ενώ το 1971 μεταφέρεται οριστικά στο νούμερο 10 της Πανεπιστημίου, «εντός στοάς».

Έξω από τη βιτρίνα του Απότσου παρέλασε όλη η σύγχρονη ελληνική Ιστορία. Στρατεύµατα που υπηρέτησαν σε δύο πολέµους, ποµπές βασιλικών γάµων, ιστορικές πολιτικές συγκεντρώσεις, τα τανκς της δικτατορίας, περιπολίες της Κατοχής. Μέσα, στα τραπέζια του κάθισαν πρωθυπουργοί και βασιλιάδες, πολιτικοί και καλλιτέχνες μετατρέποντας τον «Απότσο» σε εντευκτήριο όλης της κοσµικής και καλλιτεχνικής Αθήνας και τόπο που η ιστορία γραφόταν  στο Κέντρο της πρωτεύουσας και µε σηµείο αναφοράς θρυλικά στέκια.

Το μπακάλικο που έγινε το πιο διάσημο ουζερί

Το 1941 πεθαίνει ο ιδρυτής το καταστήματος και ο γιος του Νίκος Απότσος μετατρέπει οριστικά το μπακάλικο σε στέκι για ουζάκι και μεζέ. Καταφέρνει και υλοποιεί το σχέδιό του μετά την απελευθέρωση. Έτσι αρχίζει μια μακρά περίοδος ευμάρειες και οι «χρυσές δεκαετίες του ‘50 και του ‘60» με το μαγαζί, στέκι  σημαντικών προσωπικοτήτων της πολιτικής, της διανόησης και της τέχνης. Σταθεροί θαμώνες του Απότσου είναι τόσο ο Αριστοτέλης Ωνάσης όσο και ο Σταύρος Νιάρχος κάθε φορά που βρίσκονταν στην Αθήνα. «Η Τζάκυ κυκλοφορούσε χθες στους αθηναϊκούς δρόμους συνοδευόμενη από την κόρη του καθηγητού κυρίου Γεωργάκη. Αφού επεσκέφθη διάφορα καταστήματα λαϊκής τέχνης και αγόρασε πολλά δώρα, κατέληξε στου «Απότσου» και ήπιε με τη συντροφιά της τα μεσημεριανά ουζάκια της», έγραφε η Απογευματινή το 1970, ενώ τότε άρχισαν για το «φαινόμενο Απότσος να γράφουν το Paris Match και οι New York Times.

Μικρή Βουλή και Λογοτεχνικό σαλόνι

Ο «Απότσος», που λειτουργούσε σαν μικρή Βουλή για χιλιάδες γνωστούς και αγνώστους. Οι διασημότητες και οι απλοί θαμώνες έκαναν μεσημεριανή στάση για ούζο και τα αθηναϊκά ραντεβού τους πολιτικοί, δημοσιογράφοι και εκδότες, καλλιτέχνες και διανοούμενοι, επιχειρηματίες. Άπειρες ιστορίες έχουν περάσει από γενιά σε γενιά ως αστικοί μύθοι, όπως ότι ο  Ηλίας Ηλιού είχε ρεζερβέ πάντα το τραπέζι με τον αριθμό 13 ή ότι ο Αντώνης Σαμαράκης  τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, όταν είχε κέφια, ανέβαινε πάνω σε ένα τραπέζι και κερνούσε όλες τις παρέες ένα… καβούρι. Ο Γιώργος Σεφέρης, όταν το 1960 επέστρεψε στην Αθήνα μετά από απουσία πολλών ετών, διαπίστωσε με θλίψη πως η όψη της πόλης είχε αλλάξει… και κατέγραψε στο ημερολόγιό του πως η «γωνιά» του Απότσου διατηρήθηκε αναλλοίωτη, «ανθιστάμενη στις εκσυγχρονιστικές τάσεις της εποχής του με τη μεγάλη ανοικοδόμηση της Αθήνας».

Το καφενείο του Απότσου επίσης συνδέεται άμεσα με την έκδοση ενός σημαντικού περιοδικού, του «Τετραδίου» (κυκλοφόρησε το 1945 και ήταν θεωρητικά η συνέχεια του περιοδικού «Νέα Γράμματα»), του οποίου τα αναγραφόμενα στο εξώφυλλο στοιχεία επικοινωνίας ήταν η διεύθυνση του καφενείου. Και δεν ήταν υπερβολή αφού εκεί μπορούσε να βρει κανείς όλους τους λογοτέχνες της εποχής και ήταν η σκηνή μεγάλω λογοτεχνικών και πνευματικών συζητήσεων από τον Μιλτιάδη Μαλακάση, τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, τον Δημοσθένη Βουτυρά, μέχρι τον Οδυσσέα Ελύτης και τον Ανδρέα Καραντώνη.

Η Μεταπολίτευση, οι αλλαγές και το τέλος μιας εποχής

Μετά τη Μεταπολίτευση και με τις μόδες στην Αθήνα να αλλάζουν και να ανοίγουν διαρκώς καινούργια στέκια, εξαφανίζεται και η συνήθεια της δημόσιας συνάθροισης. Τα παλιά στέκια αρχίζουν να αργοσβήνουν, αλλά ο Απότσος αντέχει ακόμα. Η ιστορία ου έληξε απότομα και άδοξα. Το 1997 οι ιδιοκτήτες του καταστήματος ζήτησαν με την ανανέωση του συμβολαίου πολλαπλασιασμό του μισθώματος, κάτι που η επιχείρηση δεν μπορούσε να αντέξει. Έτσι το κατάστημα κατέβασε οριστικά ρολά διότι, παρά τα δημοσιεύματα των εφημερίδων και τις διαβεβαιώσεις της Πολιτείας δε μπόρεσε να βρεθεί ένας άλλος κατάλληλος χώρος με το κατάλληλο τίμημα.

Οι γκαζοκεφτέδες, οι αναμνήσεις, οι παλιές ταμπέλες στους τοίχους και η ατμόσφαιρα μιας ολόκληρης εποχής πέρασαν στην ιστορία. Ο Απότσος ήταν ένα ανεπανάληπτο φαινόμενο και ένα στέκι που όποιος πέρασε από εκεί δε μπορεί να ξεχάσει.

Το 2012  η συγγραφέας Εμμανουέλα Νικολαϊδου έγραψε το βιβλίο «Μεσημέρι στου Απότσου». Στο βιβλίο αυτό η Νικολαΐδου «ζωγραφίζει» την εποχή, φωτίζει τους πρωταγωνιστές, αποκαλύπτει άγνωστες ιστορίες, πολλές από τις οποίες αποτέλεσαν και πηγή του κειμένου. Το βιβλίο της κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

Πηγή:thetoc.gr

 

About Post Author

You May Also Like

More From Author

+ There are no comments

Add yours