Έφυγε από τη ζωή ο Κώστας Βοσταντζόγλου, εικαστικός, θεατρικός συγγραφέας, σπουδαίος κολυμβητής και πολίστας του Παναθηναϊκού, γιος του θρυλικού σκιτσογράφου Μποστ και αδελφός του ηθοποιού Γιάννη Μποσταντζόγλου.
«Αγαπώ τους ανθρώπους. Αγαπώ πολύ τους ανθρώπους που νοιάζονται. Είναι αυτοί που με μικρές τους πράξεις με κάνουν να ελπίζω πως στο τέλος ο ζόφος και το σκοτάδι θα νικηθούν. “Ρομαντικός έως θανάτου” όπως με κατηγόρησε κάποτε κάποια που είχα αγαπήσει». Τα δικά του λόγια σε παλαιότερη ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης περιγράφουν ανάγλυφα ποιος ήταν.
Στην τελευταία του ανάρτηση στο facebook έγραφε: «Πάσχω από αμνησία. Ξεχνάω να φοβηθώ».
«Αγαπώ τους ανθρώπους. Αγαπώ πολύ τους ανθρώπους που νοιάζονται. Είναι αυτοί που με μικρές τους πράξεις με κάνουν να ελπίζω πως στο τέλος ο ζόφος και το σκοτάδι θα νικηθούν. Πως το δίκαιο, η καλοσύνη, η αγάπη η εντιμότητα, η γνώση και ο πολιτισμός θα κερδίσουν κάποια στιγμή την παρτίδα και την πατρίδα. Χρωστάω ότι είμαι στους ανθρώπους. Σ΄αυτούς τους ανθρώπους. Αυτοί δεν χρωστάνε – δεν χρωστάγανε ποτέ – σε μένα. Γι αυτό άλλωστε δεν τους ζητάω ποτέ τίποτα. Απλά τους ευχαριστώ που υπάρχουν. Κανένας δεν τους ανάγκασε να είναι καλοί άνθρωποι. Μόνον η έμφυτη αίσθηση αξιοπρέπειας και ηθικής που πηγάζει από την παιδεία τους, τους κάνει να είναι τέτοιοι. Αυτοί που δεν είναι καλοί – και είναι πολλοί – με κάνουν να απελπίζομαι. Ξέρουν πως “για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ” και αρνούνται να “παιδευτούν” για να γίνουν καλύτερα τα πράγματα. Βολεύονται με ένα απαξιωτικό “εγώ θα αλλάξω τον κόσμο”; και ξεμπερδεύουν διαιωνίζοντας αυτόβουλα την υποταγή. Την δική τους και των άλλων. Κι όμως. Ο κόσμος μπορεί να αλλάξει από τον καθένα μας. Μια έγχρωμη, η Ρόζα Παρκς αρνούμενη να σηκωθεί από τη θέση της στο λεωφορείο των λευκών – επειδή ήταν κουρασμένη – γύρισε τούμπα το παγιωμένο και θεσμοθετημένο καθεστώς του ρατσισμού στον Αμερικάνικο νότο. Μια μικρή Παλαιστίνια που είχε συλληφθεί γιατί χαστούκισε έναν Ισραηλινό στρατιώτη που της γκρέμισε το σπίτι, στην ερώτηση μιας στρατοδίκη λοχαγού “πως τόλμησε να χαστουκίσει έναν Ισραηλινό στρατιώτη” απάντησε απλά: “να σας δείξω”; Κάποιος “λαπάς” ποιητής, στο ηθικό δίλημμα που του έθεσε ένας δικαστής – τρομάρα του – γιατί δεν υπογράφει δήλωση αποκύρηξης όσων πίστευε – πράγμα που θα του έδινε το δικαίωμα να δει επιτέλους το παιδί του, είπε: εκατομμύρια χρόνια έκανε ο άνθρωπος να σταθεί στα δυο του πόδια. Δεν μπορώ εγώ να τον ξαναγυρίσω στα τέσσερα. Αυτοί και άλλοι τέτοιοι στάθηκαν και στέκουν – όσοι ζουν ακόμα, γιατί μόνον αυτοί “ζουν” – με ορθό το κεφάλι απέναντι σε εκβιασμούς, διώξεις, βασανιστήρια, ακόμα και στην βιολογική τους εξόντωση. Αυτοί και άλλοι εκατομμύρια άλλοι, αλλάζουν με τη στάση και την ηθική τους τον κόσμο. Άλλαξαν τον κόσμο. Νίκησαν τον τρόμο και τον φόβο. Είναι οι σύγχρονοι “άγιοι”. Δεν ήταν πιο γενναίοι από εμένα ή από σας. Φοβόντουσαν και αυτοί. Πονάγανε όπως πονάει ο καθένας. Νοιάζονταν όμως. Όχι μόνον για τον εαυτό τους. Νοιάζονταν για όλους. Και δίνουνε. Δίνουνε. Συνέχεια δίνουν. Δίνουνε, μουσικές, τραγούδια και χορούς, έργα, πολιτισμό και γνώση. Μας διδάσκουν. Μας μαθαίνουν να αγαπάμε τον τόπο μας, τούτο τον ξερότοπο που μαχαιρώνουν κυπαρίσσια τον ουρανό του, τον τόπο που αρκεί να τον σκάψεις με το νύχι για να ξεθαφτούν αγάλματα, μάγια, αίματα και κόκαλα μεγάλων ανθρώπων. Για να ξεθάψεις την ιστορία, τις ιστορίες των ταπεινών, τους τεχνίτες , τους ξωμάχους, αυτούς που πελεκάνε στην πέτρα και το μάρμαρο αγρίμια κι αγριμάκια, τους δασκάλους των χωριών που είναι άγνωστοι και τους θεραπευτές, τους ζωγράφους της ομορφιάς σαν τον Χατζημιχαήλ, αυτούς όλους που σώζουν τις παραδόσεις της ανθρωπιάς. Όλοι ετούτοι δεν δίστασαν στιγμή όταν τους ρώτησαν με ποιους θα παν και ποιους θα αφήσουν. Διάλεξαν. Απλά διάλεξαν. Πήγαν με το μέρος της καρδιάς. Δεν πήγαν με τους ισχυρούς. Με τους κατακτητές. Με τους αρχόντους. Τους “άριστους”. Τους “νικητές” που αλλάζουν γνώμες σαν λερωμένα πουκάμισα. Με αυτούς που γράφουν την ιστορία και την ηθική μεταξύ του ρεαλισμού, του κυνισμού – τα πάντα τελικά – μεταξύ του αφαλού και των γονάτων. Διάλεξαν να είναι δίπλα μας όσοι νοιάζονταν πραγματικά, για να ονειρεύονται μαζί μας, να μας χτυπάνε χαιδευτικά στην πλάτη όταν πονάγαμε, να τραγουδάνε για τις όμορφες, για να μας παρηγορήσουν όταν κλάψαμε, όταν είπαμε τους καημούς μας, όταν σεργιανούσαμε στα σοκάκια με τα χαμόσπιτα, όταν σκοντάφταμε στα βρεγμένα καλντερίμια των επαρχιακών πόλεων, όταν χορέψαμε μονάχοι μπροστά σε ένα τζουκμποξ, όταν μας στήριξαν προσφέροντας μας ένα ποτηράκι κρασί κι ακούγοντάς μας όταν δεν είχαν να μας δώσουνε τίποτα άλλο. Από τους άλλους απ’ αυτούς που “σκίζονταν” για να μας κυβερνήσουν “για το καλό μας”, προκόψαμε. Γράψαμε από κάσα που λένε οι χαρτοπαίκτες.
Αγαπώ λοιπόν τους ανθρώπους. Τους ανθρώπους που νοιάζονται. Είναι αυτοί που με μικρές τους πράξεις με κάνανε να ελπίζω πως στο τέλος ο ζόφος, το σκοτάδι και η αρρώστια θα νικηθούν. Πως το δίκαιο, η καλοσύνη, η αγάπη η εντιμότητα, η γνώση και ο πολιτισμός θα κερδίσουν κάποια στιγμή την παρτίδα και την πατρίδα. Χρωστάω ότι είμαι στους ανθρώπους. Σ΄αυτούς τους ανθρώπους. Αυτούς που με “μεγάλωσαν”. Που με μάθανε να σέβομαι τους άλλους. Να σέβομαι τις γυναίκες και να ντρέπομαι για την κατάντια όσων τις πληγώνουν. Για όσους τις βιάζουν. Που με μάθανε πως η βία που στρέφεται εναντίον τους, είναι βία εναντίον μου. Δεν χρειαζόταν η Μπεκατώρου που είναι επώνυμη και αναμφισβήτητα γενναίος άνθρωπος για να τραβήξει την κουρτίνα του “όμορφου κόσμου, αγγελικά πλασμένου” για να μου το αποκαλύψει. Το ήξερα από πάντα. Από χιλιάδες άλλες ανώνυμες που σηκώσανε τον σταυρό τους κι ανεβήκανε τον Γολγοθά. Μόνες. Στιγματισμένες. Ολομόναχες στην πικρή πατρίδα. Στην πατρίδα που ο φασιστικός ολοκληρωτισμός καλπάζει αλλόφρων δέρνοντας ανηλεώς σταθμάρχες διότι “προσεβλήθη”. Στην πατρίδα που η βία τείνει να γίνει ενδημικό φαινόμενο. Που η οπλοχρησία, το σπορ της δολοφονίας δια “ασήμαντο αφορμή”, για “κτηματικές διαφορές”, γιατί είναι σκούρος και “μας παίρνει τη δουλειά”, γιατί είναι “κομμουνι και αναρχοάπλυτος” και το ρεφρέν “την σκότωσα γιατί την αγαπούσα” είναι θεσμοί και βρίσκουν ακόμα και στα “κόμματα” πρόθυμους υπερασπιστές και συνηγόρους. Ο ανορθολογισμός και η απανθρωποποίηση σ’ όλο τους το μεγαλείο είναι εδώ. Η κατάσταση φυσικά δεν διορθώνεται με περισσότερη αστυνομία και λιγότερους γιατρούς, ούτε με περισσότερη καταστολή και λιγότερους δασκάλους. Με περισσότερα πρόστιμα και την αυτάρκη λογική “όλα τα κάνω σωστά” που εκπέμπει ο πομπός Μωυσής που συν τοις άλλοις είναι γκόμενος και έχει γυναίκα υπέρκομψη.
Παρόλα αυτά και μ’ όλα ταύτα, τα θεόστραβα, εγώ θα εξακολουθώ να αγαπάω τους ανθρώπους. Τους ανθρώπους που νοιάζονται. Που νοιάζονται για το δίκαιο και την αλήθεια. Που χωρίς παρωπίδες κάνουν μικρά πράγματα για να ξορκιστεί το κακό και η άγνοια που μας δέρνει σαν κοινωνία. Θα είμαι μ’ αυτούς και θα το παλεύω. “Ρομαντικός έως θανάτου” όπως με κατηγόρησε κάποτε κάποια που είχα αγαπήσει.»
ΚΘΒΕ
Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ) εκφράζει τη βαθιά του θλίψη για την απώλεια του Κώστα Βοσταντζόγλου, μιας πολυτάλαντης μορφής του πολιτισμού αλλά και του αθλητισμού. Γεννημένος το 1949 άφησε το αποτύπωμά του ως εικαστικός και θεατρικός συγγραφέας έχοντας ένα ιδιαίτερα ανατρεπτικό χιούμορ.
Γιος του θρυλικού σκιτσογράφου Μποστ και αδελφός του ηθοποιού Γιάννη Μποσταντζόγλου είχε ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του ασχολούμενος με τη συγγραφή και την εικονογράφηση βιβλίων, καθώς και με τη συγγραφή θεατρικών έργων.
Το ΚΘΒΕ είχε «ανεβάσει» το έργο του Κώστα Βοσταντζόγλου με τίτλο «Ο Ελέφας», το 2019 σε σκηνοθεσία Γιάννη Λεοντάρη.
Η είδηση του θανάτου του γέμισε θλίψη όσους είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν. Ανάμεσά τους ο Παναθηναϊκός, ομάδα που είχε δοξάσει με τις επιδόσεις του ο Κώστας Βοσταντζόγλου.
Σε ανακοίνωσή του ο Παναθηναϊκός τονίζει:
«Ο Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος εκφράζει τα βαθιά του συλλυπητήρια για τον χαμό του πρώην κολυμβητή και υδατοσφαιριστή του Συλλόγου Κώστα Βοσταντζόγλου.
Ο Κώστας Βοσταντζόγλου, ήταν βασικό μέλος της κολυμβητικής ομάδας του Παναθηναϊκού Α.Ο. στο τέλος της δεκαετίας του ’60. Πρωταγωνιστής στο αγώνισμα της πεταλούδας, στα 100 και 200 μέτρα. Πανελληνιονίκης στα 200 μ. πεταλούδα το 1968. Μέλος της Εθνικής Ομάδας Κολύμβησης. Ξεχώρισε ιδιαίτερα με το εξαιρετικό στυλ του στην πεταλούδα.
Συμμετείχε και στην μικτή ομάδα της σκυταλοδρομίας του Παναθηναϊκού Α.Ο..
Είναι ο μοναδικός Έλληνας κολυμβητής που το 1969, σε μια θερινή κολυμβητική ημερίδα 1.500 μέτρων ελεύθερο, κατάφερε να κολυμπήσει την δύσκολη αυτή απόσταση με στυλ πεταλούδας, σημειώνοντας ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο ρεκόρ.
Υπήρξε και βασικό μέλος της ομάδας Υδατοσφαίρισης του Παναθηναϊκού, από το 1968 μέχρι το 1980.
Σπουδαία προσωπικότητα υπήρξε εικαστικός και θεατρικός συγγραφέας με ένα ιδιαίτερο ανατρεπτικό χιούμορ.
Καλό ταξίδι αγαπημένε μας Κώστα…».
About Post Author
+ There are no comments
Add yours