Την εποχή που η οικογένεια έζησε στη Λέσβο, ο μικρούλης Μίκης, όπως πολλά παιδιά άλλωστε, πίστεψε ότι μπορεί να πετάξει και το προσπάθησε ανεπιτυχώς όπως άλλωστε όλα τα πλάσματα που εξαρτώνται από το φυσικό νόμο της βαρύτητας…
Τώρα πια δεν τον συγκρατεί κανένας τέτοιος περιορισμός και θα ταξιδεύει αιώνια “πετώντας” από γενιά σε γενιά, από πολιτισμό, σε πολιτισμό…
Γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, λόγω των μεταθέσεων του πατέρα του Γιώργου ο οποίος ήταν ανώτατος κρατικός υπάλληλος που και λόγω πολιτικών αλλαγών έπαιρνε συχνά μεταθέσεις. Κρητικός στην καταγωγή με DNA τη μεγάλη μουσική παράδοση της μεγαλονήσου και “κληρονομιά” το ταλέντο και το πάθος του παππού του που είχε γράψει το πασίγνωστο σε όλους μας “Πότε θα κάνει ξαστεριά”.
Λίγο μετά τη γέννησή του, ο πατέρας του παίρνει μετάθεση για τη Μυτιλήνη και κει ο μικρός Μίκης θα ζήσει σε μια βίλα της εποχής, ένα από τα ελάχιστα ξέγνοιαστα διαστήματα της ζωής του καθώς θα είναι τα χρόνια της παιδικής αθωότητας και ανεμελιάς καθώς σύμφωνα και με απόσπασμα από το βιβλίο του Θανάση Νιάρχου (εκδόσεις Καστανιώτη) “Λέσβος για μένα σημαίνει προπαντός Βαρειά, η εξοχή έξω απ’ τη Μυτιλήνη, με το σπίτι πλάι στη θάλασσα, τα δέντρα, τα νερά. Τους κήπους με τα λουλούδια.…».
Στη Βαρειά, είπε σε κάποια συνέντευξή του, τα βράδια του θέρους κοιμόμαστε όλοι μαζί έξω στον κήπο, πλάι στη θάλασσα. Κοιτάζοντας τον ουρανό, ο πατέρας μου άρχισε να μου μιλά για τα άστρα και τους αστερισμούς. Νομίζω ότι αυτό υπήρξε το πρώτο μου βιβλίο: ο ουρανός. Ο παππούς μου, ο Κρητικός, ο Μιχαήλ, καθόταν πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι. Αυτό με είχε εντυπωσιάσει. Στο σπίτι το κυρίαρχο έπιπλο ήταν η βιβλιοθήκη. Από πόλη σε πόλη βοηθούσα κι εγώ να βάλουμε τα βιβλία σε κούτες για τη μεταφορά. Μου άρεσαν τα εξώφυλλα, το δέσιμο, η μυρωδιά του χαρτιού…
Εκεί θα γνωρίσει το ζωγράφο Θεόφιλο και τότε είναι που λόγω ενός δώρου του θείου του (αδερφού της μητέρας του, που ήταν πρόξενος στην Αλεξάνδρεια), ήρθε καθημερινά σε επαφή με την μουσική διασκέδαση της οικογένειας…αλλά και τα παγκόσμια ακούσματα καθώς στο δώρο, που ήταν ένα γραμμόφωνο, σπάνιο αντικείμενο για την εποχή, έμπαιναν δίσκοι με τραγούδια απ΄ όλον τον κόσμο (άριες από όπερες, αμερικάνικοι χοροί, μουσική τζαζ και φυσικά πολύ ελληνική μουσική).
Αυτό το “παιχνίδι” έγινε η καθημερινή ασχολία, του μετέπειτα κορυφαίου μας μουσικοσυνθέτη και μέσα σε αυτό το περιβάλλον, έκτισε γερά θεμέλια για την πορεία που θα ακολουθούσε.
Παράλληλα όταν ο πατέρας του, του μιλούσε για τους αστερισμούς, ακόμα και κατά την ώρα της στρωματσάδας το βράδυ, μια συνήθεια της μητέρας του Μίκη, απ΄ όταν μεγάλωνε στη Μ. Ασία και την οποία “πέρασε” και στη δική της οικογένεια, τον επηρέασε τόσο πολύ, που αργότερα τον έκανε να διαμορφώσει τη θεωρία του για το Νόμο της Συμπαντικής Αρμονίας.
Ίσως αυτή η Συμπαντική Αρμονία που φανταζόταν από μικρός, τον έκανε εκείνη την εποχή να θέλει να πετάξει στην κυριολεξία και έτσι μια μέρα πήδηξε από τον τοίχο που χώριζε το κτήμα από το δρόμο. Μαζί του για να τον σώσει έπεσε και ο παππούς του (από τη μεριά της μητέρας του) παθαίνοντας αρκετά κατάγματα τα οποία μαζί με τις τύψεις του για την απροσεξία του σχετικά με τη φύλαξη του μικρού, τον οδήγησαν να απέχει από το φαγητό και σιγά -σιγά να πεθάνει…
Αυτό ήταν και το πρώτο μεγάλο δυσάρεστο συμβάν στη ζωή του Μεγάλου Μίκη Θεοδωράκη που έμεινε στο νησί έως το 1928.
Τα υπόλοιπα πολλά και έντονα, τα γνωρίζουμε όλοι μας, μαζί με τις αμέτρητες μικρές και μεγάλες στιγμές του στη Μουσική, στην Πολιτική, στις Ιδέες, που σημάδεψαν 96 χρόνια γεμάτης ζωής…
Αντίο, Μίκη, υπήρξες Άξιος…
Ομοσπονδία Λεσβιακών Συλλόγων Αττικής (ΟΛΣΑ)
+ There are no comments
Add yours