της Αλεξάνδρας Τσόλκα
Παρακολουθώ, αυτό το φθινόπωρο του 2021, από την Βοστώνη, πια, μια συνέντευξη του Κωνσταντίνου Τζούμα, στους Βαμβακάρη και Γιαννούτσο, που είναι απολαυστικοί και οι τρείς τους. Σκέφτομαι γενικά τη σύμβαση της συνέντευξης και τελικά είναι παράλληλος λόγος, αν μας μένει τίποτα, αν θυμόμαστε έστω και την φυσιογνωμία του άλλου. Θυμάμαι πως το «complete unknown» είχε παίξει τόσο στη μία και μοναδική μας συνέντεξη με τον κύριο Τζούμα. Ψάχνω στο laptop τα ίχνη της. Θυμάμαι και η ίδια. Είναι 2009. Άνοιξη. Κολωνάκι.
Αυτός πίνει απλό πράσινο τσάι. Εγώ ένα με ροδοπέταλα, έτσι μου, μιας και δε μ αρέσει το τσάι, αλλά κάτι έπρεπε να διαλέξω… Τον θυμάμαι πριν χρόνια στο Στοά να χορεύει, να αυτοσχεδιάζει, να τραγουδά το Take a walk on the wild side, οστεώδης, εξωγήινος, απόκοσμα γοητευτικός. Μετά τον θυμάμαι στο Κολωνάκι πάντα, να πειράζει τα κορίτσια όταν περνούσαν. Το κάνει ακόμα. Περπατάμε και φλερτάρει τις γυναίκες στο δρόμο. Αυτές χαμογελούν. Με τα χείλια και τα μάτια. Πειράζει την κοπέλα που μας σερβίρει. Οι ορμόνες λειτουργούν για τα είδη των ανθρώπων, ακόμα και ωσαννά εν τοις υψιστοις. «Τώρα τελευταία αναρωτιέμαι. Τι κάνεις και πειράζεις το κορίτσι; Ας το πάει στην δουλειά του. Αλλά μου χει μείνει απ την εφηβεία μου. Τότε δεν είχαμε άλλο τρόπο να πιάσουμε κουβέντα στα κορίτσια. Κάτι της πέταγες, κάπως αντιδρούσε και άρχιζε το παιχνίδι. Για την τιμή της εφηβεία μου, το κάνω ακόμα». Το κορίτσι, χτυπάει σε μια καρέκλα, αμήχανο στην κίνηση απ τα κομπλιμέντα. Το μάτιασες, το φαγες, το παιδί, του λέω. Γελάει. Κοιτάω και εγώ τα χέρια, για την τιμή της δικής μου χαμένης εφηβείας, που τα κορίτσια κοιτάζαμε πάντα τα δάκτυλα κάποιου. Είναι μακριά. Έχουν ένα τόσο περιποιημένο μανικιούρ. Όμορφα καλοσχηματισμένα νύχια. Φυσικά δεν καπνίζει. Ούτε καφέδες πίνει. Ούτε αλκοόλ. Τα έκανε όλα, πολύ, κάποτε. Τώρα ο κόσμος αλλάζει, ο δικός του κόσμος, ο γύρω, ο δικός μου. Οι άνθρωποι γυρεύουν άλλα, ψάχνουν δρόμους, θα οδηγηθούμε αλλού. Δαιμόνιο μυαλό, χωρίς σκοτεινιές. Μια λιακάδα στις εγκεφαλικές του κυψέλες, που κυλάει μέσα στο καφέ και ας είναι απόγευμα. Μιλάει με εικόνες.
«…πάντα μ άρεσαν οι Κολωνιακιώτισσες γυναίκες. Φίνες, ωραία ντυμένες, με έναν άλλο αέρα…»
Λέει για τα βιβλία του, μια τριλογία για την ζωή του. Γραμμένα όλα σε δέκα χρόνια περιμένουν να βγουν με τη σειρά τους στο φως της ανάγνωσης. «Ήταν πρόβλημα υγείας. Την ώρα που πήγαινα επισκέψεις ή έβγαινα, μεταξύ 8 με 12, τι θα κάνα λοιπόν; Πάντα διάβαζα. Ήμουν αυτό που λένε βιβλιοφάγος. Ανακάλυψα πάλι τις λέξεις. Τι μπορούσα να κάνω με αυτές. Έγραψα όλη μου τη ζωή και τα τρία βιβλία, με μιας. Εντυπωσιάστηκα απ τις λεπτομέρειες που θυμόμουν. Και φίλοι παθαίνουν το ίδιο. Που το θυμάσαι αυτό; Αναρωτιούνται. Ίσως γιατί όλα αυτά μου έκαναν εντύπωση, οι άνθρωποι, οι ιστορίες τους, που εντυπώθηκαν για πάντα, ακόμα και αν ξεχαστηκαν για λίγο. Στο πρώτο βιβλίο, ήταν ο Πειραιάς, τα παιδικά χρόνια, οι βόλτες. Η άρνηση μου για κόμματα και γνώσεις κανονιστικές των σχολών και των σχολείων. Η βόλτα, ο δρόμος, υπήρχαν για μένα. Γύρναγα. Το ότι έχασα τη μάνα μου μικρός, με έσπρωχνε κι αυτό έξω. Και η απατεωνιά, το ψέμα. Ψέματα μας έλεγαν οι μεγάλοι εκείνα τα χρόνια, ψέματα απαντούσαν κι εμείς. Το ροκ εν ρολ, ο χορός, το ντύσιμο, το περίεργο. Μου λέγε η μικρή η αδελφή μου, «το κακό που μου κάνες», κάποτε, «έβγαινα με αγόρια και τα σύγκρινα μαζί σου και έχαναν. Δεν ήξεραν να χορεύουν ροκ εντ ρολ». Δεν ήξερα πως φταίω!». Γιατί αυτός ένας Πειραιώτης, μένει στο Κολωνάκι; «Διότι πάντα μ άρεσαν οι Κολωνιακιώτισσες γυναίκες. Φίνες, ωραία ντυμένες, με έναν άλλο αέρα. Επίσης πάω παντού με τα πόδια. Δεν οδηγώ. Δεν μπορώ να χάνω τόσες ώρες για το που θα παρκάρω και αν έμπλεξα σε κίνηση και να νευριάζω. Αν έχεις ένα ωραίο αυτοκίνητο και θες να πάμε βολτα, θα το απολαύσω, μάλλον, αλλά δεν μπορώ να χάνω ζωή για μια θέση παρκαρίσματος».
Η μητέρα απ τους Έλληνες της Ρωσίας στον Πειραιά
Και τόσο εγγλέζικος αέρας! Μα έχει κανένα βρετανικό γονίδιο; «Τίποτα εντελώς. Η οικογένεια της μητέρας μου, ήρθαν απ την Ρωσία. Ήταν απ τους έλληνες της διασποράς, που γύρισαν οικονομικά κατεστραμμένοι. Παντρεύτηκε τον πατέρα μου που είχε ένα εργοστάσιο και μπήκαν και τα αδέλφια της, η οικογένεια της εκεί. Τέλος πάντων, πάει και το εργοστάσιο με τα χρόνια και αμφισβητήσουμε πάντα και τον πατέρα μου με τις αδελφές μου. Όμως, εγγλέζικο δεν έχω τίποτα. Το παράδοξο είναι, πως μικρά, στήναμε παραστάσεις στον κήπο –εγώ τις παρέσυρα δηλαδή- για να βγάλουμε χαρτζιλίκια να φάμε περισσότερα παγωτά τα οποία οι μεγάλοι φυσικά και μας απαγόρευαν γιατί θα μας πιάσουν τα λαιμά μας και αηδίες, άρα θα τα αγοράζαμε μόνα μας να τελειώνουνε μ αυτά. Εντελώς παράλογα λοιπόν, παίζαμε τους εγγλέζους και πίναμε τσάγια και κάναμε «οόου» και τέτοια που ξέραμε εμείς τι κάνει η βρετανική αριστοκρατία τότε!».
«…Ποτέ δε φανταζόμουν πως μπορούσαν να υπάρξουν τόσα προσωπικά αδιέξοδα απελπισίας της διασημότητας. Τόση απόγνωση…»
Τώρα, αλλάζω εγώ εικόνα και τον θυμάμαι Βενετσιάνο Δόγη στο θέατρο Πόρτα, με την Καριοφυλλια Καραμπετη. Έντονη φιγούρα ξανά. Σκοτεινή, μηχανορραφική, ραδιούργα και εξουσιομανής. Α! Εξουσία! Ποτέ δεν τον ένοιαξε! Ούτε το χρήμα! «Να το κανείς τι, δηλαδή; Να πάω ταξίδια ναι, να αγοράσω βιβλία. Τίποτα άλλο. Ποτέ δεν με ένοιαξε και κάποτε ήρθε για αυτό. Είχα πάντα την τύχη καλοί φίλοι και ευγενείς κυρίες να με βοηθούν όταν έφτανα σε όρια. Όχι πως είχε σημασία! Αλλά πάντα κάτι γινόταν! Ίσως γιατί αδιαφορούσα τόσο. Έφτασα στην Νέα Υόρκη, με τριάμισι δολάρια στην τσέπη. Όλα ήταν ελευθέρα εκεί, όλα ήταν τεράστια και απίστευτα δημιουργικά. Εδώ είχαμε άλλωστε Χούντα. Τι να γίνει και τι να κάνεις; Εμένα από δω και από κει σε σπίτια φίλων, ώσπου βρέθηκα με την Ιζαμπέλ, της οποίας αφιερώνω και το βιβλίο, αν πρόσεξες. Πέθανε τώρα, αλλά είναι σαν να ζει, σα να υπάρχει πάντα. Ανέλαβε τα πρακτικά μου και εγώ έψαχνα τον χορό, την υποκριτική, τα δημιουργικά μου. Είχε μια μπουτίκ απ τις πιο δημοφιλείς, απ όπου ψώνιζαν όλοι οι σταρ. Τους γνώριζα. Ποτέ δε φανταζόμουν πως μπορούσαν να υπάρξουν τόσα προσωπικά αδιέξοδα απελπισίας της διασημότητας. Τόση απόγνωση. Τη μια χρόνια είχαν απογειωθεί σε δόξα και την άλλη αγωνιούσαν μη ξεχαστούν και τι να κάνουν μετά. Γύριζα μαζί τους. Ώσπου έγινα και εγώ ένας μπλαζέ Νέο Υορκέζος. «Στην Νέα Υόρκη έχουν έρθει άνθρωποι για να ζήσουν την ζωή που φαντάζονται για τον εαυτό τους. Όλοι, το αναγνωρίζουν αυτό και το διευκολύνουν, κυρίως με το να μη το κάνουν θέμα», γράφει στην σελίδα 242. Και μετά; «Οι κύκλοι τελειώνουν, όλα τελειώνουν, γύρισα πίσω! Ξέρεις, τι γινόταν στην Νέα Υόρκη τότε; Όλα μπορούσαν να συμβούν, υπήρχε ελευθερία και ήταν λυτρωτική και η πλήρης ανωνυμία σου. Το να είσαι τίποτα. Και είσαι. Συμβαίνει πάντα στις μητροπόλεις. Φτάνεις εκεί, σίγουρος για την διαφορετικότητα σου, τα προσόντα σου, τα ταλέντα σου, σπουδαίος στο προσωπικό σου σύμπαν. Και στο διπλανό τραπεζάκι κάθονται ίδιοι σαν εσένα και ίσως με αλλά μεγαλύτερα προσόντα, ταλέντα, σπουδαιότητα. Και όλοι είμαστε χαμένοι στο τίποτα».
«Η ωραιότητα είναι μια αίσθηση. Μια στιγμή»
«… Περιμένω στον σταθμό υπερτασικών στους σαράντα δυο δρόμους. Όμορφα ξανθά κορίτσια με μαλλιά στάχυα και βουνίσιο ακόμα αέρα πάνω τους, βγαίνουν απ τις αυτόματες πόρτες των γκρευ χαουντς πατώντας την άσφαλτο του Μανχάταν, επιτέλους… Θα τα καταφέρουν με τα ψηλά τακούνια ή θα πέσουν και θα πληγωθούν; Ακουμπισμένοι στις κολώνες του σταθμού φανταχτεροί νέγροι γκόμενοι, νταβαντζήδες, προαγωγοί, ύποπτοι καλλιτεχνικοί ατζέντηδες και μανιακοί μουνάκηδες βρίσκονται σε επιφυλακή. Σκέφτομαι πως άμα μπαίνει με λεωφορείο για πρώτη φορά στην Νέα Υόρκη, έχεις μια πρώτη εικόνα του τι σε περιμένει»… έχω διαβάσει στο όλο εικόνες βιβλίο του, τη δική του καταγραφή της Μητρόπολης των Μητροπόλεων. Και; Όμορφες ήταν εκεί οι γυναίκες; «Ομορφιά; Τελικά είναι οι σπάνιες αύρες, ναι! Δεν μιλάμε για ομορφιά αλλά για ωραιότητα. Η ωραιότητα είναι μια αίσθηση. Μια στιγμή. Μια στιγμή στην Γερμανία, όπου καθυστερεί το τρένο, αν και Γερμανία που δεν συνηθίζουν τις καθυστερήσεις και μια γυναίκα βγάζει με μια υπέροχη κίνηση τα τακούνια της για να βάλει πιο άνετα παπούτσια και είναι εξαίσια. Της είπα πόσο μ αρέσουν τακούνια. Μου είπε σε όλους τους άντρες, αλλά πως δεν μπορούν συνεχώς οι γυναίκες να μας κάνουν το χατίρι γιατί πονάνε, πως στην περίπτωση μου, ήταν σίγουρη πως θα θελα η γυναίκα να τα φοράει και στο κρεβάτι. Ήταν 70 χρόνων και έδειχνε το πολύ 50. Γιατί την ρώτησα. «Ίσως γιατί είμαι ανοιχτή και μιλάω πάντα στους άγνωστους» είχε χαμογελάσει. Ωραιότητα λοιπόν».
«…Θα θελα να μείνω αφοσιωμένος σε μια γυναίκα, αλλά ακόμα και την στιγμή που την αγκαλιάζω, μπορεί να παρατηρώ πως σταυρώνει τις γάμπες μια άλλη γυναίκα στο διπλανό τραπέζι…»
Και αυτός; Πως έζησε τόσο γεμάτη κόσμο ζωή; Πως του έγινε το χατίρι. «Και εγώ είχα αναρωτηθεί. Με ρώτησε κάποτε και η Ιζαμπέλ. «Γιατί λες Κωνσταντίνε, σου ανοίγουν παντού τις πόρτες; Το χεις σκεφτεί;». Παραδέχτηκα πως όχι. «Γιατί δεν είσαι καθόλου ανταγωνιστικός» είχε αποφασίσει. Και είχε δίκιο. Δεν είμαι καθόλου ανταγωνιστικός. Και αφοσιωμένος αδυνατώ να είμαι. Θα θελα. Θα θελα να μείνω αφοσιωμένος σε μια γυναίκα, αλλά ακόμα και την στιγμή που την αγκαλιάζω, με απόλυτη ειλικρίνεια και την φιλώ, μπορεί να παρατηρώ πως σταυρώνει τις γάμπες μια άλλη γυναίκα στο διπλανό τραπέζι και πως σηκώνεται η άκρη του φουστανιού της και βλέπω τη γυμνότητα της, πάνω απ το τελείωμα της κάλτσας της. Σα να μη συμμετέχω αλλά να παρακολουθώ απ έξω. Σα να πρόκειται για μια ταινία. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ηδονές. Ναι, έχω πει πως αυτά που απαγορεύονται είναι τα πιο ηδονιστικά πράγματα και απ την άλλη πως έχω μια αρετή στην ηδονή. Έχω ένα μέτρο. Για αυτό και δεν χάθηκα».
«Φαντάζεσαι ο Χίτλερ, τώρα, να είναι μετενσαρκωμένος σε ωδικό πουλί σε ένα καταπράσινο, εξωτικό πάρκο στην Βενεζουέλα και να τραγουδάει για Εβραίους τουρίστες;»
Του αρέσει η ποίηση, ο Καβάφης πάντα, ο «ποιητής των ποιητών», η Δημουλά, η Ρουρκ, αλλά και ο Καπότε, ο Πατρίτσια Χάισμιθ, ο Ναμπόκοφ, οι συζητήσεις με άγνωστους, τα συναισθήματα που δεν ονομάζονται, οι μέρες του Πάσχα, που ο Χριστός πάντα πεθαίνει και πάντα ανασταίνεται, η ζωή από μόνη της, ένα βιβλίο πάντα στο κομοδίνο του που τώρα είναι το τελευταίο του Σάλαμ Ρούσντι, ο στίχος «στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα». Θυμάται που πήγε στην Νέα Υόρκη και λάτρεψαν τα «κοκάλα» του. Ως και το γυμνό μοντέλο σε ζωγράφους έκανε. Γελάει. Μιλάμε για τον Θεό. Δηλώνει αγνωστικιστής. Μιλάμε για προηγούμενες ζωές και λέει πως σε μια συναναστροφή ένα βράδυ θα ακούσει κάποιους να υπεραμύνονται της μετεμψύχωσης, ή των ωροσκοπίων, αλλά έτσι! Για να περνάει η ώρα. Δεν πιστεύει σε τίποτα. «Φαντάζεσαι» λέει «ο Χίτλερ τώρα να είναι μετενσαρκωμένος σε ωδικό πουλί σε ένα καταπράσινο, εξωτικό πάρκο στην Βενεζουέλα και να τραγουδάει για Εβραίους τουρίστες»; Απομονώνω το στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα. Όλο αυτό είναι η ελαφρότητα της ύπαρξης, ένας αποκριάτικα μασκαρεμένος, ενοχικός μηδενισμός, η λέω μπούρδες; Γελάει. «Και τα τρία». Όλες οι εκδοχές υπάρχουν σε μια βεντάλια ζωής που ανοίγει. Αγαπά την παρομοίωση της βεντάλιας και όταν το λέει ανοίγει τα χέρια του και γίνονται αντικείμενο, αυτά τα κοκάλα που λάτρεψαν οι Νέο Υορκέζοι.
«…Ευτυχώς όμως, τα καλύτερα παιδιά που κάναμε παρέα μας έκαναν να νοιώθουμε πως δεν ήμασταν μόνοι…»
«Στην Αλεξάνδρα. Αν και «εντελώς άγνωστη» δεν ήταν καθόλου άσχημα, απ τον Κωσνταντίνο», μου γράφει αφιέρωση στο βιβλίο του, λοιπόν. Και από κάτω η ημερομηνία. Να θυμόμαστε. Λέω πόσο του πάει το Κωσταντίνος, τελικά. Θα ταν άλλος ως Κώστας ή Κωστής. Έχουν σημασία τα ονόματα; «Στις ιστορίες» άπαντα, «τις προσωπικές πάντα. Αν ήμασταν στον Πειραιά στην εφηβεία και σε λέγανε Αλέκα, σε κάποιο πάρτι, θα μαζευόμασταν οι αρσενικοί θα πιθανολογούμε σε μια εκδοχή ιστορίας. Αλέκα; Άρα μένει σε εκείνη την γειτονία, ο μπαμπάς της κάνει αυτό, είναι λίγο αγοροκόριτσο και τα χει με πολίστα». Όμως εγώ είμαι Αλεξάνδρα. Κάνω να βγάλω πορτοφόλι. Με καρφώνει στον τόπο με ένα βλέμμα επικριτικό στα όρια της αυστηρότητας και με ένα ελαφρύ άγγιγμα. Θα περπατήσουμε μαζί στο Κολωνάκι. «Όλο και πιο πολλές πωλήτριες βγαίνουν να κάνουν ένα τσιγαράκι, όπως στο εξωτερικό. Τραβάνε άντρες μες στα μαγαζιά» μου λέει, χωρίς να παραλείπει να τις χαιρετίσει όλες, σα να βγάζει ένα αόρατο λονδρέζικο καπέλο, απ αυτά των Τορις. Χωρίζουμε στην Βουκουρεστίου. Δεν είμαστε πια, μεταξύ μας, εντελώς άγνωστοι εμείς. Οι άλλοι είναι… Πως το γράφε στο προηγούμενο βιβλίο του, να δεις… «… Ευτυχώς όμως, τα καλύτερα παιδιά που κάναμε παρέα μας έκαναν να νοιώθουμε πως δεν ήμασταν μόνοι, ακόμα και όταν μας έζωναν τα φίδια με εκείνο το Ανεπαισθήτως μ έκλεισαν από τον κόσμο έξω του Αλεξανδρινού, καίτοι είχαμε ακούσει και κρότους και ήχους μαστόρων…»… Οι άλλοι είναι… Θα τον συναντήσω ξανά όταν παρουσιάζει την ελληνική έκδοση του βιβλίο Barracuda του Αυστραλού συγγραφέα Christos Tsiolkas – του εξαδέλφου μου, εμένα!- τον Ιούνιο του 2014. Φυσικά δε με θυμάται… τελικά, για πάντα, άγνωστοι!