Ένα ανομολόγητο πάθος του συγγραφέα και δημοσιογράφου Δημήτρης Λιμπερόπουλου αποκάλυψε επιστήθια φίλη του

Ο Δημήτρης Λιμπερόπουλος έφυγε πριν μερικές ημέρες από τη ζωή και η είδηση της απώλειάς του προκάλεσε θλίψη.

Η επιστήθια φίλη του και αδερφή της Κορίνας Τσοπέη, Μπετίνα, μίλησε στο People για τη γνωριμία της με τον γνωστό κοσμικογράφο, το πάθος που είχε με τον ιππόδρομο, ενώ αποκάλυψε και πού άφησε την περιουσία του.

Μοναχοπαίδι, χωρίς οικογένεια ο Δημήτρης Λιμπερόπουλος

«Ανήσυχο πνεύμα, φοβερή πένα, μοναχικός άνθρωπος. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν έκανε οικογένεια. Ούτε αδέρφια είχε, καθώς ήταν μοναχοπαίδι. Κάτι μακρινούς συγγενείς μόνο σε Αυστραλία και Αμερική. Τον πρωτογνώρισα το 1964, όταν ήρθε στο σπίτι μας να πάρει μια συνέντευξη στην αδερφή μου. Έκτοτε, παραμείναμε φίλοι».

Αν δεν έπαιζε στον ιππόδρομο θα είχε μεγάλη περιουσία

«Αν ο Δημήτρης δεν είχε αυτό το φοβερό πάθος, να παίζει στον ιππόδρομο, θα είχε σήμερα μεγάλη περιουσία, αλλά έχασε όλα του τα χρήματα εκεί.
Τρία ακίνητα του έμειναν, δύο διαμερίσματα και ένα μαγαζί, τα οποία έγραψε στην κυρία από τις Φιλιππίνες που τον φρόντιζε τα τελευταία χρόνια. Της τα έκανε δώρο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά αρκετές δεκαετίες πίσω, να του έχει δώσει χρήματα ο παραγωγός Σπύρος Σκούρας για να πάρει το αεροπλάνο και να παρευρεθεί στο γάμο της αδερφής μου στο Λος Άντζελες και ο αθεόφοβος να τα τρώει στον ιππόδρομο. “Να μην ταΐσω τα αλογάκια;” έλεγε» όπως είπε η Μπετίνα Τσοπέη.

Μια μέρα πριν πεθάνει

«Μέχρι την τελευταία στιγμή τα είχε τετρακόσια. Αστειευόταν και έλεγε αστεία με τις νοσοκόμες. Μια μέρα πριν πεθάνει μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Παραπονιόταν πως δεν αισθανόταν καθόλου καλά. Την επόμενη έμαθα ότι «’εφυγε». Ήθελε να φύγει πια είχε κουραστεί. Υπήρχαν στιγμέες που μου παραπονιόταν «Γιαί ζω βρε Μπετίνα, γιατί δεν με παίρνει;». Καθόταν όλη μέρα στο κρεβάτι με ένα τάμπλετ».

Τι θα γίνει το τεράστιο αρχείο του Λιμπερόπουλου

Επιθυμία του σύμφωνα με το δημοσίευμα του people είναι να μεταφερθεί μετά θάνατον στην ΕΣΗΕΑ, από την οποία είχε βραβευθεί ως δημοσιογράφος.

Πηγή:ethnos.gr




Και στον Παναγιώτη Μήλα

Για τους άριστους πάντα υπάρχει αναγνώριση. Την έκπληξη αυτή ένιωσε ο ρεπόρτερ Δημήτρης Λιμπερόπουλος όταν χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού του στο Παλαιό Φάληρο, χτες Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017.

Ένα πενταμελές συνεργείο από το μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι της Γερμανίας ARD και το θυγατρικό του NDR επισκέφθηκε τον Έλληνα δημοσιογράφο με τα σύνεργά του.

-“Αύριο έχετε τα 93α γενέθλιά σας – του είπε ο επικεφαλής, προσφέροντάς του μία τούρτα – και ήρθαμε να μας μιλήσετε για τον Αριστοτέλη Ωνάση”.

Στη ομάδα του καναλιού ήταν η Γαβριέλα Βένγκλερ και η Αλεξάνδρα Παπαδόπουλος (παραγωγοί – σεναριογράφοι), ο οπερατέρ Ρενέ Σρέντερ, ο ηχολήπτης Τόρστεν Ράιμερς και ο συνεπώνυμός του ρεπόρτερ Σταμάτης Λυμπερόπουλος.

Μία ημέρα πριν πατήσει τα 93 ο Δημήτρης Λιμπερόπουλος με τον συνεπώνυμο του Σταμάτη Λυμπερόπουλο που ήρθε από την Γερμανία με το συνεργείο της ARD για την τηλεοπτική συνέντευξη. Όπως έγραψε ο ελεύθερος ρεπόρτερ στη σελίδα του στο face book “Αυτή ήταν η μοίρα του Ωνάση, όχι μόνο ένας Λιμπερόπουλος στη ζωή του, αλλά δύο Λυμπερόπουλοι στο ίδιο ντοκιμαντέρ γι΄ αυτόν μετά τον θάνατό του”…

Ο Λιμπερόπουλος έγραψε στη σελίδα του στο face book το παρακάτω σχόλιο γι’ αυτή τη συνάντηση:

“Μου έκανε εντύπωση πόσο κατατοπισμένες ήσαν οι δύο Γερμανίδες του καναλιού ARD που επιμελούνται του ντοκιμαντέρ για τον Ωνάση – αντίθετα με δικούς μας δημοσιογράφους που μου τηλεφωνούν κατά καιρούς για “αρπαχτές” και αρνούμαι να τους δεχτώ. Γνώριζαν για την πολυετή συνεργασία του Ωνάση με τον εφοπλιστή από την Ιθάκη Κώστα Γράτσο και τις συναντήσεις του με τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Ελία Καζάν. Οι ερωτήσεις, μέσω του συνεπώνυμού μου, για τον βίο του Μεγάλου Σμυρνιού ήσαν σαφείς και καίριες…

Όμως όταν τελειώσαμε έκανα κι εγώ μία ερώτηση:

– “Μα, ενδιαφέρει μετά τόσα χρόνια τη γερμανική τηλεόραση η ζωή αυτού του Χρυσού Έλληνα”;
– “Ενδιαφέρει όχι μόνο τα γερμανικά κανάλια αλλά και τα παγκόσμια και γι’ αυτό το ντοκιμαντέρ θα κυκλοφορήσει και στα αγγλικά”, μου απάντησαν, έγραψε το “ατίθασο άλογο της δημοσιογραφίας”.

Αυτός ήταν ο χαρακτηρισμός που είχα δώσει στον Λιμπερόπουλο, τον Σεπτέμβριο του 2015, στο παρακάτω κείμενο:

Λιμπερόπουλος: Nα ΄μαι λοιπόν με την μελαχρινή Αλεξάνδρα Παπαδόπουλος και την ξανθιά Γαβριέλα Βένγκλερ… Με καταγωγή από τον Πόντο η πρώτη, καθαρόαιμη Γερμανίδα η δεύτερη… Μόλις είχαμε τελειώσει τη συνομιλία μας για τον Ωνάση στο ντοκιμαντέρ του ARD και βλέπω στη φωτογραφία ότι ξαναπήρα τα κιλά μου μετά την ταλαιπωρία μου στο νοσοκομείο.

“Δημήτρης Λιμπερόπουλος. Ο «Αντιμόνιος» των 90 καρατίων, το ατίθασο άλογο της δημοσιογραφίας…”

Τον Οκτώβριο του 1984 είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά ένα θρύλο του έντυπου και του ηλεκτρονικού Τύπου. Τον Δημήτρη Λιμπερόπουλο. Τα κείμενά του τα διάβαζα στο προδικτατορικό «Έθνος», στη «Μεσημβρινή» και αργότερα στην «Απογευματινή».
Πριν από 31 χρόνια λοιπόν ήταν μεγάλη η έκπληξη και ακόμη μεγαλύτερη η χαρά που θα μπορούσα να δουλέψω δίπλα του στο εβδομαδιαίο περιοδικό ποικίλης ύλης «Εικόνες» που θα κυκλοφορούσε την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 1984. Το ιστορικό περιοδικό της Ελένης Βλάχου ξεκινούσε τη νέα του πορεία στο συγκρότημα της εφημερίδας «Έθνος» με διευθυντή τον Αλέκο Φιλιππόπουλο. Μαζί του η Πέλλη Κεφαλά και ο Ανδρέας Μπόμης ενώ μεγάλες υπογραφές υπήρχαν στις σελίδες του: ο αρθρογράφος Χρήστος Θεοχαράτος, ο Γιάννης Καιροφύλας στα ιστορικά θέματα, ο Γιώργος Κάρτερ στην τηλεοπτική κριτική, η Μαρία Κοντζαμάνη στα εικαστικά, ο γελοιογράφος Γιάννης Λογοθέτης, ο Ίων Νταϊφάς στην κινηματογραφική κριτική, ο Σταμάτης Φιλιππούλης στις “Εικόνες του χθες”, στα ελεύθερα θέματα ο Κωστής Χαιρόπουλος και η Πηγή Περσιάδου. Φυσικά πάρα πολλοί άλλοι συνάδελφοι. Σε θέματα αποκλειστικά, ο Δημήτρης Λιμπερόπουλος που σήμερα, 20 Σεπτεμβρίου 2015, γίνεται 90 καρατίων.

Λιμπερόπουλος: Ελπίζω την Άνοιξη να βρίσκομαι στην πρεμιέρα του πλέον φιλόδοξου σε πληρότητα ντοκιμαντέρ που αφορά τη ζωή και τη δράση του διασημότερου Έλληνα του 20ού αιώνα. Θα γυριστεί στις χώρες και τοποθεσίες που οδοιπόρησε από την γέννηση ως τον θάνατό του. Εδώ στιγμιότυπο από τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ στο σπίτι του Δημήτρη Λιμπερόπουλου.

Το 1984 λοιπόν ο Λιμπερόπουλος (με γιώτα και όχι με ύψιλον, από το Libero που σημαίνει στα ιταλικά “αμπαρωμένη πόρτα”). Ως ποδοσφαιρικός όρος καθιερώθηκε να σημαίνει την πολύ καλά οργανωμένη και σφιχτή άμυνα, η οποία είναι προσαρμοσμένη να μη δίνει στον αντίπαλο ευκαιρίες για γκολ. Αυτό έκανε και κάνει ο Λιμπερόπουλος στη δημοσιογραφική του καριέρα: Δεν δίνει ευκαιρίες για αποτυχίες, δεν δίνει τη δυνατότητα να βάλει γκολ ο «αντίπαλος» είτε λέγεται Αριστοτέλης Ωνάσης, είτε λέγεται Μαρία Κάλλας, είτε λέγεται Μορίς Σεβαλιέ. Η πρώτη συνέντευξη που πήρε ο Λιμπερόπουλος στο εξωτερικό έγινε στο πόδι, στο αεροδρόμιο του Καΐρου, όπου συνάντησε τυχαία τον διάσημο Γάλλο ηθοποιό, τραγουδιστή και σόουμαν Μορίς Σεβαλιέ ο οποίος ήταν πρωταγωνιστής μιας ταινίας που γυριζόταν εκεί. Όταν έστειλε το κείμενο της συνέντευξης στο «Έθνος» (το 1951) του ζήτησαν αποδεικτικά στοιχεία πως πήρε πράγματι τη συνέντευξη από τον Γάλλο σταρ. Ο Λιμπερόπουλος τότε επιστράτευσε ένα άλλο ταλέντο που είχε: τη ζωγραφική. Έκανε λοιπόν την καρικατούρα του Σεβαλιέ δύο φορές. Το πρώτο σκίτσο το κράτησε για τον εαυτό του ο ηθοποιός και το δεύτερο το έστειλε στην εφημερίδα, μαζί και με μία φωτογραφία που κατάφερε να εξασφαλίσει εν τω μεταξύ.

Ο Δημήτρης Λιμπερόπουλος έγινε παγκόσμια γνωστός ρεπόρτερ όταν το καλοκαίρι του 1959 κατόρθωσε να εξασφαλίσει αποκλειστική συνέντευξη και φωτογραφίες από τον Αριστοτέλη Ωνάση. Τη στιγμή που ο Ωνάσης συνομιλούσε με τον Λιμπερόπουλο στην ιστορική θαλαμηγό «Χριστίνα», 200 συνάδελφοί του, παπαράτσι και οπερατέρ από όλον τον κόσμο, προσπαθούσαν να μάθουν κάποια λεπτομέρεια ή να απαθανατίσουν κάποιο στιγμιότυπο από την «αρπαγή» της Μαρίας Κάλλας. Όλοι είχαν μείνει άναυδοι στην ακτή της Γλυφάδας βλέποντας τον ρεπόρτερ μόνο του με τον κροίσο. Η παγκόσμια αυτή επιτυχία έγινε στο τότε «Έθνος» και αποσπάσματα της συνέντευξης με φωτογραφίες μπήκαν πρωτοσέλιδα σε εφημερίδες και περιοδικά όλου του κόσμου. Ο Λιμπερόπουλος εργάστηκε ως αθλητικογράφος στο «Εμπρός» του Αλκιβιάδη Καλαποθάκη κι από αυτή την εφημερίδα ξεκίνησε τα ρεπορτάζ του, τα οποία ο Σπύρος Μελάς χαρακτήριζε μπριλάντε δημοσιογραφία. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ο Λιμπερόπουλος εργάζεται στο «Έθνος» όπου εκτός από τον Ωνάση κυνηγάει και τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο στα νεανικά του φλερτ με Σουηδέζες πριγκίπισσες, αλλά και στις ιστιοπλοϊκές του ασχολίες. Μάλιστα, προαισθανόμενος ότι η Ελλάδα θα κερδίσει μετάλλιο στην ιστιοπλοΐα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης, με τον Κωνσταντίνο σπεύδει στη Νάπολη όπου έχει και από εκεί αποκλειστικά θέματα. Στη φαρέτρα του ο ρεπόρτερ εκτός από τους μεγιστάνες, τους γαλαζοαίματους και τους διάσημους σταρ, έχει ακόμη διάφορους χαρακτηριστικούς τύπους της ελληνικής κοινωνίας, όπως ήταν η Αγία Αθανασία του Αιγάλεω, ο προστάτης των πτωχών Καραμουρτζούνης και ο τρελοπολιτικός Δελαπατρίδης που ζει ξεχασμένος στο Δρομοκαΐτειο. Φυσικά δεν ξεχνά αυτούς που συνωστίζονται στους διαδρόμους των νοσοκομείων διεκδικώντας έστω ένα ράντζο. Ακολουθεί βήμα βήμα τα παιδιά που περπατάνε ολόκληρα χιλιόμετρα για να φτάσουν από το σπίτι τους στο σχολείο. Καταγράφει και προβάλλει τα αιτήματα όσων έχουν ανάγκη. Το 1967, ένα μήνα πριν από την 21η Απριλίου, έχει άλλη μια αποκλειστική συνέντευξη. Αυτή τη φορά από τον αυτοεξόριστο Κωνσταντίνο Καραμανλή ο οποίος του λέει τα σχέδιά του και του εκθειάζει τις πολιτικές ικανότητες του Ανδρέα Παπανδρέου. Οι δημοσιογραφικές επιτυχίες του ρεπόρτερ δεν έχουν τελειωμό από το 1951 μέχρι και το 1979. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη συγγραφή βιβλίων. Το πρώτο του είχε τον τίτλο «Ο Ωνάσης όπως τον γνώρισα» (Εξάντας, 1982). Η προετοιμασία για τα επόμενα βιβλία του τον κράτησε μακριά από τις εφημερίδες και τα περιοδικά όταν το 1984 μια πρόσκληση τον αναστάτωσε. Ήταν από τον Αλέκο Φιλιππόπουλο που του πρότεινε συνεργασία στο περιοδικό «Εικόνες».
Στο επετειακό τεύχος – αφιέρωμα για την πρώτη εξαετία της εφημερίδας «Έθνος» 1981-1987 ο Λιμπερόπουλος γράφει:
«Όταν προετοιμάζονταν οι “Εικόνες” με ειδοποίησε ο Αλέκος Φιλιππόπουλος πως με θέλει. Μου προξένησε έκπληξη γιατί, πέντε χρόνια μακριά από τη δημοσιογραφία, κανένας εκδότης ή διευθυντής δεν με είχε θυμηθεί. Ποιον, εμένα, τον ακάματο εργάτη και πολεμιστή των χαρακωμάτων, που τα ρεπορτάζ μου ήταν συνήθως πρωτοσέλιδα και τις εκπομπές μου στην τηλεόραση τις σχολίαζε ο κόσμος για πολλές μέρες. Είναι όμως αλήθεια ότι είχα τη φήμη του ατίθασου αλόγου της δημοσιογραφίας και γι’ αυτό άλλαζα συχνά εφημερίδες, γιατί τα αφεντικά με θέλανε να τραβάω τους κουβάδες στο μαγγανοπήγαδο… Πνιγμένος στα χειρόγραφα, αφού για πέντε χρόνια έγραφα για τον εαυτό που χωρίς να δημοσιεύω τίποτα, λυπήθηκα όλη αυτή την πνευματική και σωματική κούραση, που ίσως να πήγαινε χαμένη, μιας και είχα αηδιάσει με τις εκδόσεις βιβλίων. Και πώς να μην ένιωθα άσχημα αφού η έκδοση του “Ωνάσης, όπως τον γνώρισα” εξαντλήθηκε χωρίς όμως ο εκδότης του να το ξανατυπώνει. Έτσι το μήνυμα του Φιλιππόπουλου έμοιαζε σε μένα σαν το τηλεγράφημα του Ζορμπά στον γραφιά “έλα αμέσως, βρήκα πέτρα ωραιότατη”. Όταν πήγα στα γραφεία του «Έθνους» κι είδα αυτό το κολοσσιαίο συγκρότημα με τις μεγάλες κλιματιζόμενες αίθουσες, τα κομπιούτερς, το εστιατόριο, όλες τις ανέσεις που δεν είχε η δική μας γενιά, δεν μαγεύτηκα τόσο όσο συγκινήθηκα… Θυμήθηκα τον Αλέκο Φιλιππόπουλο, τον Κώστα Πρετεντέρη, το Νίκο Φώσκολο, τον Πέτρο Αναγνωστόπουλο, το Γιάννη Καψή, τον Τάκη Λαμπρία, τον Δημήτρη Μαρούδα, ακόμα και το μέγα Σπύρο Μελά, να μη χωράμε στα γραφεία και να γράφουμε στριμωγμένοι… Ο Γιάννης Κοκκινάκης με βοηθό τον Χρήστο Πασαλάρη είχανε ευρύχωρο γραφείο και τους ζηλεύαμε. Όταν μπήκα στο σημερινό γραφείο του Αλέκου τα έχασα, γιατί στις αναμνήσεις μου είχαν εξαλειφθεί όλα τα στάδια της εκπληκτικής δημοσιογραφικής ανόδου του διευθυντή του «Έθνους» και είχα γυρίσει στα πρώτα μας βήματα στην οδό Λυκούργου του «Εμπρός» του Καλαποθάκη… Ο Φιλιππόπουλος ήταν τότε ένα αδύνατο μελαχρινό παιδί, σκυμμένο σε κάποια κείμενα… Αυτό το παιδί, εξαλείφοντας κάθε άλλη ενδιάμεση ανάμνηση, το έβλεπα τώρα μπροστά μου να μου χαμογελάει με την αυτοπεποίθηση και τη σιγουριά που του έδινε ο τίτλος του πιο πετυχημένου οργανωτή δημοσιογράφου, του Μεγαλέξανδρου του επαγγέλματος, όπως τον αποκαλώ εγώ. Ο Αλέκος Φιλιππόπουλος με κοίταζε κατάματα σαν να με ρωτούσε τι είχα γίνει τόσο καιρό… Τι να του έλεγα; Πως είχα μπει σαν τη χελώνα στο καβούκι μου, μασουλώντας πέντε χρόνια χαρτί και μελάνι; Εκείνος όμως με έβγαλε από τη δύσκολη θέση μου λέγοντας τη μαγική λέξη, όπως τότε στην «Απογευματινή» της πρώτης κυκλοφορίας, που με είχε χρίσει κόλιουμνιστ:

– Δημήτρη, περιμένω χειρόγραφα.

Έτσι λοιπόν ξαναβγήκα από το καβούκι μου, στέλνοντας στον Αλέκο Φιλιππόπουλο χειρόγραφα, που πάντοτε τα τιμούσε κι ήμουνα περήφανος γι’ αυτό. Γιατί το παντοτινό μου παράπονο, στα τριάντα χρόνια της δημοσιογραφικής μου καριέρας, ήταν πως ελάχιστοι εκδότες και διευθυντές ήξεραν να ξεχωρίσουν το μπριλάντε χειρόγραφο από τη σαβούρα. Κι ο Αλέκος Φιλιππόπουλος είναι σε θέση, όχι μόνο να διαισθάνεται την επιτυχία και να ανεβάζει την κυκλοφορία, αλλά και να ξεχωρίζει χειρόγραφα. Κι εγώ του είμαι υπόχρεος γιατί έδωσε έμφαση στα δημοσιεύματά μου στις «Εικόνες», αλλά και παλιότερα στην «Ελευθεροτυπία» των 80 πιονέρων, όταν πρωτοδημοσιεύτηκε ο «Ωνάσης μου» σε πολλές συνέχειες και με πολλές φωτογραφίες».

Αυτά είχε γράψει ο Λιμπερόπουλος στο κείμενό του που εξηγούσε πώς πήρε την απόφαση να επιστρέψει και πάλι στα δημοσιογραφικά γραφεία.

Βέβαια το πιο σημαντικό προσόν του ρεπόρτερ ήταν και είναι ο σεβασμός στο χειρόγραφό του και το πάθος για δημιουργία. Θα έλεγα ακόμα και το πάθος για την τελειότητα στην οποία έφθανε αφού καθοδηγούσε με τον επαγγελματισμό του και όλους τους συνεργάτες του. Τρανή, μικρή απόδειξη οι φωτογραφίες που κοσμούν αυτό το κείμενο. Είναι δικές τους κειμενολεζάντες για ένα φωτογραφικό θέμα που δημοσιεύθηκε στις «Εικόνες». Όλα προσεγμένα. Οι φωτογραφίες από το αρχείο του τοποθετημένες σε γαλάζιο χαρτονάκι. Κατατοπιστικές οδηγίες για τον συντάκτη ύλης και τον γραφίστα που θα φτιάξει τη σελίδα. Καθαρό δακτυλογραφημένο κείμενο, χωρίς μουτζούρες, χωρίς αμέτρητες διαγραφές, χωρίς τσαλακωμένα χαρτιά. Όλα στην εντέλεια. Έτσι ήταν όλα του τα κείμενα στις συνεντεύξεις που έκανε, στις έρευνες, στα ιστορικά του θέματα και γενικά σε ό,τι παρέδιδε προς δημοσίευση».

«Ο Μέγιστος Εφημεριδάς» που οδήγησε τρεις ημερήσιες εφημερίδες στην κορυφή 

Για τον Φιλιππόπουλο ο ρεπόρτερ έχει γράψει στην ιστοσελίδα του:
«Αλέκος Φιλιππόπουλος, ο Μέγιστος Εφημεριδάς, που οδήγησε τρεις ημερήσιες εφημερίδες στην πρώτη κυκλοφορία (“Απογευματινή”-“Ελευθεροτυπία”-“Έθνος” ). Καθιέρωσε τον μπουμπουνιστό τίτλο, τη φωτογραφία-ντοκουμέντο, αλλά και το προκάτ θέμα, όπως: “Ράντσα στους διαδρόμους των νοσοκομείων”. Μας έλεγε: «Κόψτε το κεφάλι σας, αλλά φέρτε μου φωτογραφία»! Αν δεν ήταν ο ευρύνους Φιλιππόπουλος, ίσως άλλος στενοκέφαλος εκδότης να μη δημοσίευε του ιδιότυπου στυλ μου ρεπορτάζ-συνεντεύξεις στην “Απογευματινή”. Μισούσε την τηλεόραση, επενέβαινε να μου κόβουν τις εκπομπές μου, προβλέποντας ότι μέσω αυτής επέρχεται ο ξεπεσμός και της έντυπης δημοσιογραφίας.
«Γνώρισα πολλά θεριά. Τα δάμασα όλα…».
Αυτή η τελειομανία του ήταν το όπλο που τον έφερε νικητή σε κάθε του μάχη. Μάλιστα όπως τιτλοφορεί ένα από τα εκατοντάδες κείμενά του στην προσωπική του ιστοσελίδα www.liberopoulos.gr «Στο σαφάρι δεν σκότωσα θηρία, ούτε με κατασπάραξαν αυτά…».

Γράφει λοιπόν:

«Για να πετύχεις σε μια δουλειά δεν χρειάζονται μόνο προσόντα αλλά να διαθέτεις και το ειδικό βάρος που θα σε κάνει πιστευτό. Αυτό το έλεγε ο Ωνάσης και τώρα που φυλλομετράω κείμενα και φωτογραφίες καριέρας μισού αιώνα και πλέον, είμαι σίγουρος ότι πέτυχα στο ρεπορτάζ γιατί διέθετα εμφάνιση και ύφος που έπειθα το “θύμα” μου ότι δεν σκόπευα να το γδάρω, δηλαδή να το διασύρω, αλλά να μου ανοίξει τη καρδιά του, έστω κι αν ήταν απρόσιτο μονόχνωτο θεριό. Και τέτοια θεριά γνώρισα πολλά, που όλα τους γητεύτηκαν λες και τα υπνώτιζα… Άλλα αντιστάθηκαν, τελικά όμως τα δάμασα… Τι λες ρε εγωίσταρε, θα πουν κάποιοι, αλλά πιστέψτε με δεν περιαυτολογώ γιατί αν προσέξετε η κάθε φωτογραφία εδώ στην ιστοσελίδα μου δείχνει ένα δημοσιογράφο που διέθετε το ειδικό βάρος του συμπαθητικού αυθορμητισμού και κυρίως την τόλμη και την επιμονή-υπομονή του κυνηγού που τελικά συμφιλιωνότανε με το θύμα του… Με λίγα λόγια, στο σαφάρι του ρεπορτάζ, ούτε σκότωσα, ούτε με κατασπάραξαν…».

Ο Δημήτρης γράφει για τον… Λιμπερόπουλο

* Ξεκινάω αρχές της δεκαετίας του ’50 κάνοντας σκίτσα και γράφοντας στην «Αθλητική Ηχώ» των Θ. Σέμπου – Γ. Γεωργαλά. Δημιουργώ αθλητική σελίδα στο «Εμπρός» του Καλαποθάκη. Ταξιδεύοντας με εθνικές ομάδες στίβου και ποδοσφαίρου στο εξωτερικό, γράφω εντυπώσεις από τις χώρες που επισκέπτομαι. Το 1951 παρακολουθώ στην Αλεξάνδρεια τους Πρώτους Μεσογειακούς Αγώνες. Εκεί συναντώ, σκιτσάρω και παίρνω συνέντευξη από τον Μορίς Σεβαλιέ.
* Τον Σεπτέμβριο του 1959, όταν ο Ωνάσης έχει απαγάγει τη Μαρία Κάλλας (οικειοθελώς) και τον πολιορκούν στη Γλυφάδα δεκάδες ρεπόρτερ και παπαράτσι από όλο τον κόσμο, κατορθώνω και ανεβαίνω στη θαλαμηγό του “Χριστίνα” και παίρνω από τον Έλληνα κροίσο παγκόσμια αποκλειστική συνέντευξη, για την εφημερίδα «Έθνος».
* Το 1960 πηγαίνω στη Νάπολι (χωρίς την αρχική έγκριση της εφημερίδας μου), κάνω καθημερινή περιγραφή των επτά ολυμπιακών ιστιοδρομιών του διαδόχου Κωνσταντίνου και μετά την τελευταία και την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου από τον Κωνσταντίνο, τον Εσκιτζόγλου και τον Ζαΐμη, το «Έθνος» βγάζει παράρτημα.
* Το 1962 είμαι ο μοναδικός Έλληνας δημοσιογράφος, ανάμεσα στους ελάχιστους ξένους, καλεσμένος της Τουέντιθ Σέντσουρυ Φοξ, στα γυρίσματα της “Κλεοπάτρας” με τη Λιζ Τέηλορ στη Σινετσιτά.
* Το 1966, μεσολαβεί η Μις Υφήλιος Κορίνα Τσοπέη και με καλεί ο τσέρμαν της FOX Σπύρος Σκούρας να επισκεφθώ το Χόλιγουντ, αλλά στο Μπρόντγουεη γίνονται οι πρόβες του μιούζικαλ των Ντασέν – Χατζιδάκι «Ίλυα Ντάρλινγκ» (το γνωστό από τον κινηματογράφο «Ποτέ την Κυριακή») και κολλάω στην παρέα του Μάνου και της Μελίνας. Μένω στη Νέα Υόρκη, όπου κάνω παρέα με γίγαντες (όπως δείχνουν οι φωτογραφίες και το κείμενο στο βιβλίο μου «Μανχάταν») ως τον Οκτώβρη του 1968. Τότε ο Ωνάσης μου λέει ότι σε λίγες ημέρες όλα τα ειδησεογραφικά πρακτορεία θα στείλουν απεσταλμένους στο Σκορπιό που θα πλημμυρίσει από παπαράτσι. Επιστρέφω στην Ελλάδα για τον «γάμο του αιώνα».
* Εργάζομαι σε αρκετές εφημερίδες και περιοδικά, αλλά συνεννοούμαι απόλυτα μόνο με δύο «εφημεριδάδες»: τον Στέφανο Κρανιώτη στο «Έθνος» των Νικολόπουλου – Κυριαζήδων και τον Αλέκο Φιλιππόπουλο στην «Απογευματινή» του Μπότση και αργότερα στο νέο «Έθνος» και στις «Εικόνες» του Γιώργου Μπόμπολα.
* Κάνω και τηλεόραση: Στον «Ελεύθερο ρεπόρτερ» παίρνω συνεντεύξεις από διάσημους ή εντελώς άσημους και στο «Αθώος ή ένοχος»… δικάζω τον Θανάση Βέγγο (γιατί τόλμησε να συναγωνιστεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης σταρ ηθοποιούς και να τους πάρει το πρώτο βραβείο…), τον Φέρεντς Πούσκας και τον πατέρα της Μαρίας Κάλλας! Σε χαλεπές ημέρες (όπου είχα να πληρωθώ αρκετά 15νθήμερα ή μου έδιναν διατακτικές…) παρουσιάζω χορευτικούς διαγωνισμούς και σόου μόδας…
* Η αγγλική, η γαλλική, η γερμανική και η ιαπωνική τηλεόραση μου έχουν κάνει αφιερώματα, αλλά όχι και τα ελληνικά κανάλια, που συνήθως με θέλουν στα πάνελ και στα παράθυρα για την αυθεντικότητα και τον αυθορμητισμό μου. Από το 2000 και μετά αποφεύγω να εκτεθώ σ’ αυτά…
* Αυτή την εποχή με ενδιαφέρει η ιστοσελίδα μου που περιλαμβάνει εκατοντάδες κείμενα και πάνω από χίλιες φωτογραφίες.
Υστερόγραφο: Έζησα με τους Χρυσούς Έλληνες, δεν αντέχω τους μπακιρένιους – νεόπλουτους…

Η χρυσή ενδεκάδα των βιβλίων του 

Σε 15 χρόνια έγραψε ένδεκα βιβλία (βιογραφίες Ωνάση, Νιάρχου και μυθιστορήματα). Τα βιβλία αυτά του έδωσαν την ευκαιρία να μην έχει κανένα εκδότη που να τον υποχρεώνει σε αυτολογοκρισία.
Τα βιβλία αυτά είναι:
1. Ο Ωνάσης όπως τον γνώρισα (Εξάντας, 1982)
2. Έλληνες υπέροχοι, απίθανοι και τρελοί (Βασδέκης, 1988)
3. Ο Αθάνατος (Βασδέκης, 1988)
4. Η δυναστεία Ωνάση (Βασδέκης, 1989)
5. Ο Κατακλυσμός (Βασδέκης, 1990)
6. Η ντουλάπα της γιαγιάς (Βασδέκης, 1996)
7. Νιάρχος (Βασδέκης, 1997)
8. Μανχάταν, στον ίσκιο των γιγάντων (Πατάκης, 1999)
9. Αμαρτίες γονέων (Πατάκης, 2000)
10. Πεθαίνουν και οι αθάνατοι (Πατάκης, 2001)
11. Με βάρκα στον ωκεανό (υπό έκδοση).

Με άρωμα λεβάντας

Το δικό μου αγαπημένο βιβλίο από τα 11 του Δημήτρη Λιμπερόπουλου είναι «Η ντουλάπα της γιαγιάς» για το οποίο γράφει ο συγγραφέας:

«Ναι, υπήρξα κοσμοπολίτης αεικίνητος ρεπόρτερ που έπαιρνα συνεντεύξεις από μεγιστάνες, σταρ, όμορφες γυναίκες, διασημότητες αλλά και τσαρλατάνους. Κι όμως έκρυβα μέσα μου έναν άλλο εαυτό μου, που αντιστεκότανε στο βιαστικό πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ, αυτό που σήμερα έχει θεριέψει -κυρίως στην τηλεόραση- κι έχει κατασπαράξει τη λογική, τον προβληματισμό, το γράψιμο… Ανέκαθεν οι αρχισυντάκτες με χάνανε, γιατί ξαφνικά με τσιμπούσε η μύγα της περισυλλογής και της δημιουργίας κι απομονωνόμουν σε εντελώς δικά μου κείμενα… Επιστρέφοντας στην εφημερίδα τα είχα ξεχάσει, αλλά η μητέρα μου -της τρίτης δημοτικού- τα διάβαζε και τα καταχώνιαζε στην ντουλάπα της γιαγιάς, που μύριζε το καλοκαίρι ναφθαλίνη και λεβάντα. Τα ανασύρω σήμερα κιτρινισμένα. Είναι χαρτιά που ποτέ δεν ποτιστήκανε με αντιμόνιο, αλλά έχουν περονιάσει ανεξίτηλα τη μνήμη μου»…

Με τη γαλλιδούλα Φρανσουάζ Αρνούλ

Ο Δημήτρης Λιμπερόπουλος συνεχίζει τη διήγησή του πάλι μέσα από τις σελίδες του www.liberopoulos.gr

«Την πρώτη καλλιτεχνική συνέντευξη την παίρνω από τη γαλλιδούλα σταρ του τραγουδιού και του σινεμά Φρανσουάζ Αρνούλ, με μεσολάβηση του Γιώργου Οικονομίδη, που την παρουσίαζε σε μουσικό πρωινό. Το σουξέ της «Αλα- μία- ου» το είχε διασκευάσει στα ελληνικά ο Κώστας Πρετεντέρης και το τραγουδούσε πολύ η νεολαία. Περίμενα τις πρωινές ώρες στο πιεστήριο της εφημερίδας «Εμπρός» να δω τη φάτσα μου φρεσκοτυπωμένη κι όταν τη βλέπω δίπλα στο είδωλο της νεολαίας, γυρίζω στο σπίτι και μοστράρω την εφημερίδα πάνω στο τραπέζι… Ο πατέρας λέει στη μητέρα: γυναίκα ο γιος μας διάλεξε αργόσχολο επάγγελμα…
Η νεαρή γαλλιδούλα μου είπε πριν φύγει:
– Όταν έρθεις στο Παρίσι, θα σου δώσω πίσω το στυλό σου…».
Αυτή ήταν η πρώτη συνέντευξη που έκανε ο ρεπόρτερ στην Ελλάδα.

«Είκοσι ημέρες στην Αίγυπτο άλλαξαν τη ζωή μου»

Στο εξωτερικό είχε άλλη τύχη. Ας τον… ακούσουμε: «Στην “Αθλητική Ηχώ”, όπου μετά βίας μου δίνουν έξοδα κινήσεως, δεν βλέπω να έχω μέλλον και όταν οι Χρήστος Σβολόπουλος και Σπύρος Αυλωνίτης μου προτείνουν να πάω βοηθός τους «μαθητευόμενος» στο ημερήσιο «Εμπρός» του Αλκιβιάδη Καλαποθάκη, δέχομαι με χαρά, γιατί εκεί εργάζονται έγκυροι δημοσιογράφοι: ο πολυσύνθετος Σπύρος Μελάς (χρονογράφος, συγγραφέας βιβλίων και θεατρικών έργων), ο επίσης θεατρικός συγγραφέας Δημήτρης Γιαννουκάκης, ο σκιτσογράφος Παύλος Παυλίδης και άλλοι γίγαντες της εποχής. Διευθυντής-αρθρογράφος είναι ο Νίκος Βεντήρης, αδελφός του στρατηγού Βεντήρη και σχολιαστής ο Πότης Τσιμπιδάρος, πρώην διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Ελευθερίου Βενιζέλου. Όλοι τους ελέφαντες μπροστά σε μένα το μερμηγκάκι. Βέβαια συναντάω εκεί και ύαινες που νομίζουν ότι είναι λιοντάρια… Είναι η εποχή του καρμπόν, που ένας αστυνομικός ή δικαστικός συντάκτης μπορεί να δουλεύει ταυτόχρονα και σε τρεις εφημερίδες. Το ρεπορτάζ δηλαδή είναι σχεδόν γραφειοκρατικό, αφού βγαίνει στα υπουργεία με καρμπόν… Και στα αθλητικά δεν υπάρχει συναγωνισμός: αναγγελίες και αποτελέσματα αγώνων και ρεπορτάζ στην ΕΠΟ, στον ΣΕΓΑΣ και στους μεγάλους συλλόγους. Μπορώ να πω ότι είμαι από τους πρώτους που σπάω τη μονοτονία, με σύντομες συνεντεύξεις ποδοσφαιριστών και αθλητών. Πλησιάζει ο καιρός των Μεσογειακών Αγώνων στην Αίγυπτο και ονειρεύομαι να κάνω την πρώτη αποστολή μου στο εξωτερικό. Με βοηθάει κυρίως ο Μαρκ Μαρσώ, ελληνομαθής δερβέναγας στα αθλητικά του συγκροτήματος Λαμπράκη και τρυπώνω στην αποστολή. Όταν βρίσκομαι στο πλοίο με τους άλλους απεσταλμένους, θυμάμαι τη βαρκούλα που είχαμε μπει με το φίλο μου για Αλεξάνδρεια και μας έβγαλε… Αίγινα!

Το πρώτο μου δημοσιογραφικό ταξίδι στο εξωτερικό, έγινε αιτία να μπω οριστικά στο δημοσιογραφικό επάγγελμα. Είκοσι ημέρες στην Αίγυπτο άλλαξαν τη ζωή μου: Αλεξάνδρεια των Ελλήνων, Κάιρο των Αράβων, Ελ Αλαμέιν των πεσόντων, Νείλος ο ζωοφόρος, Μουσείο των φαραώ, αλλά και των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Βιβλιοθήκη των παπύρων, Ζωολογικός κήπος της αιχμαλωσίας, καφέ αμάν του χασισιού και του χορού της κοιλιάς, μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα, μεθυστικά αρώματα, αλλά και ρεσιτάλ Μορίς Σεβαλιέ για τους κατέχοντες ξένους τον πλούτο της Αιγύπτου… Αγώνες των αθλητών της Μεσογείου, αλλά και διαδηλώσεις κατά των αποικιοκρατών…Και ο άπληστος στον πλούτο και στο σεξ Φαρούκ, την τελευταία χρονιά της βασιλείας του, εν όψει Ναγκίπ… Μόνο το σπίτι του Καβάφη δεν έψαξα να βρω, γιατί δεν είχα συνειδητοποιήσει ακόμη πόσο μέγιστος ποιητής είναι… Ούτε στις Πυραμίδες πήγα, γιατί προτίμησα να περιπλανηθώ στο Αιγυπτιολογικό Μουσείο και στη Βιβλιοθήκη.
Μπροστά στους ταριχευμένους Φαραώ, στα γιγάντια αγάλματα του Άμμωνα, την κεφαλή – κομψοτέχνημα της Nεφερτίτη και των άλλων καλλιτεχνικών δημιουργημάτων μιας εποχής τυλιγμένης στην έπαρση αλλά και στο θρήνο, είχα μείνει ενεός από κατάπληξη και συγκίνηση. Είχα νιώσει ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά και σκέφτηκα πως αν υπάρχει μετενσάρκωση, σίγουρα θα είχα ζήσει μια ζωή σ’ αυτή τη χώρα… Τώρα αναλογίζομαι ότι απόφυγα να πάω στις Πυραμίδες, νιώθοντας κάποιο αδιόρατο φόβο… Όταν μετά από χρόνια έγραφα το βιβλίο μου, που ο ήρωάς του μετενσαρκώνεται και βρίσκει φριχτό θάνατο στον ίσκιο των Πυραμίδων, θυμήθηκα το περιστατικό που ο Νίκος Γκούμας με καλούσε να μπω με τους άλλους στο λεωφορείο κι εγώ το έβαλα στα πόδια… Φαντασίες θα μου πείτε…
Η πρώτη συνέντευξη που πήρα στο εξωτερικό έγινε στο πόδι, στο αεροδρόμιο του Καΐρου, όπου συνάντησα τυχαία τον διάσημο Γάλλο ηθοποιό, τραγουδιστή και σόουμαν Μορίς Σεβαλιέ. Του έκανα και την καρικατούρα, δύο φορές μάλιστα, γιατί το πρώτο σκίτσο το κράτησε για τον εαυτό του. Οι ανταποκρίσεις μου από την Αίγυπτο κυριολεκτικά προώθησαν την καριέρα μου όχι μόνο ηθικά, αλλά και υλικά, αφού ο Σπύρος Μελάς απαίτησε από τον Καλαποθάκη να με βάλει στο μισθολόγιο, όπως κι έκανε. Πήρα φόρα, από την ημέρα που είδα σε ελληνικό μαγαζί της Αλεξάνδρειας την πρώτη ανταπόκρισή μου και μετά τη λήξη των αγώνων, στο Κάιρο, κουστουμαρίστηκα και φόρεσα παπιγιόν αλά Σεβαλιέ…
Σεργιανώντας στους δρόμους του Καΐρου, με το παπιγιόν, άρχισα να νιώθω σαν την Κλεοπάτρα που ετοιμαζότανε για τη θριαμβευτική είσοδό της στη Ρώμη… Έτσι είναι, όπως τα λέω. Ούτε ο αρθρογράφος, ούτε ο σχολιαστής, ούτε κανένα ηγετικό στέλεχος στην εφημερίδα, μπορεί να νιώσει τη χαρά του ρεπόρτερ, που είναι και παραμένει ο ζεν πρεμιέ του θιάσου. Ακόμη και στην τηλεόραση ο ρεπόρτερ παραμένει ο πεζικάριος με την ξιφολόγχη, που ορμάει από τα χαρακώματα κι αν νικήσει, σηκώνει τη σημαία μπροστά στην κάμερα. Οι αξιωματούχοι του επιτελείου, ακόμη κι αν κατέχουν θέση παρουσιαστή στο κεντρικό δελτίο, νιώθουν δέος μπροστά στον ταλαντούχο ρεπόρτερ που μόνον αυτός μπορεί να σηκώσει και τη δική τους θεαματικότητα… Μην κατακρίνετε λοιπόν το νεαρό με το παπιγιόν, εν έτει 1951, γιατί μόλις έχει συνειδητοποιήσει ότι το επάγγελμα ρεπόρτερ είναι υπέροχο».

Εδώ κλείνει το μικρό αφιέρωμα στον μεγάλο ελεύθερο ρεπόρτερ, τον Δημήτρη Λιμπερόπουλο, τον «Αντιμόνιο»* που γιορτάζει τα 90 καράτια της πολυκύμαντης ζωής του.

Άρωμα από αντιμόνιο

*Αντιμόνιο: Χημικό στοιχείο που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή του κράματος των τυπογραφικών στοιχείων, στις παλιές λινοτυπικές μηχανές. Οι δημοσιογράφοι έγραφαν τα άρθρα τους και μετά “περιφέρονταν ασκόπως” στα πιεστήρια όπου και χυτεύονταν επιτόπου το κράμα μολύβδου – κασσιτέρου – αντιμονίου στη λινοτυπική μηχανή που στοιχειοθετούσε την εφημερίδα. Και μύριζαν με απόλαυση το φρεσκολιωμένο αντιμόνιο…

Εικόνες από το αρχείο του ρεπόρτερ

Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο είναι όλες οι πρωτότυπες από το προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Λιμπερόπουλου, εκτός από την πρώτη που είναι από το τεύχος – αφιέρωμα στην εξαετία της εφημερίδας «Έθνος» 1981-1987 και τη δεύτερη που είναι από την πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Έθνος» του 1951, όπου προαναγγέλλεται η συνέντευξη με τον διάσημο σταρ Μορίς Σεβαλιέ.

Ακολουθούν δύο βίντεο από την πλούσια τηλεοπτική καριέρα του Δημήτρη Λιμπερόπουλου

ΟΙ ΣΩΓΑΜΠΡΟΙ

https://youtu.be/bquuT6H0nfM

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1975

Πηγή:catisart.gr

About Post Author

You May Also Like

More From Author

+ There are no comments

Add yours