Η είδηση αυτή έρχεται σε μια τραγική περίοδο, που η Χαλίνα Χάτσινς έχασε τη ζωή της από πραγματική σφαίρα σε γυρίσματα ταινίας, από το χέρι του Άλεκ Μπάλντγουιν και αναμφισβήτητα προκαλεί έντονα συναισθήματα και ανατριχίλα. Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, στη διάσημη σκηνή της «ρώσικης ρουλέτας» στον «Ελαφοκυνηγό» είχε ζητήσει αληθινό όπλο (revolver). Δεν είναι απλά μια φήμη, ένα δημοσίευμα ή κάτι που δεν ευσταθεί, αλλά τα λόγια του σκηνοθέτη της ταινίας Μάικλ Σιμίνο.
Ακούγεται τρελό, αλλά ο Ντε Νίρο έπαιρνε πολύ σοβαρά τις σκηνές που γύριζε και ήθελε να περνάει μια αληθοφάνεια σε αυτές, αλλά πραγματικά με αυτή την επιλογή, το πήγε ένα βήμα παραπέρα.
Ο συμπρωταγωνιστής Τζον Καζάλ συμφώνησε να γίνει η σκηνή με αληθινό όπλο, αλλά είπε να τσεκάρουν το όπλο, πριν από κάθε πυροβολισμό στον κρόταφό τους, για να είναι σίγουροι ότι η σφαίρα δεν βρίσκεται στην επόμενη θαλάμη.
Για να σας θυμίσουμε λίγο το στόρι και να μπείτε στο νόημα, η ταινία εκτυλίσσεται στον πόλεμο των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, στον οποίο πήγαν οι τρεις φίλοι, αλλά τους αιχμαλώτισαν οι Βιετκόγκ. Στη σκηνή, οι Ντε Νίρο και Σάβατζ παίζουν «ρώσικη ρουλέτα» με μία σφαίρα στο όπλο το οποίο φέρνουν στο κεφάλι τους και πυροβολούν και τους Βιετκόγκ να βάζουν στοιχήματα.
Οι πρωταγωνιστές πάντως, οι Ντε Νίρο, Σάβατζ και Γουόλκεν κινδύνεψαν σε μια άλλη σκηνή. Όταν βρέθηκαν να κρέμονται από μια γέφυρα πάνω από τον ποταμό Κουάι, πάνω από βράχους και το μανιασμένο ποτάμι.
«Ξέραμε ότι κινδυνεύαμε όταν κόπηκαν τα καλώδια» είπε ο Σάβατζ και συνέχισε: «Παραδόξως, ο Κρις, είναι αθλητής και χορευτής, οπότε κατάφερε και ανέβηκε στο ελικόπτερο, το οποίο πέταξε ψηλά αφήνοντας τον «Μπόμπ» (Ντε Νίρο) και εμένα να κρεμόμαστε από το κομμένο καλώδιο, γνωρίζοντας ότι αυτό θα μπορούσε να είναι το τέλος της ζωής μας.
Ο «Μπομπ» ήταν ακριβώς δίπλα μου και ούρλιαζε στο πρόσωπό μου. Κοιτάζω κάτω και λέω «τι κάνουμε; Πρέπει να πέσουμε, υπάρχουν βράχοι εκεί κάτω.
Φώναζα στον «Μπομπ», με το όνομα του χαρακτήρα του στην ταινία, «Μάικλ, Μάικλ» και μου φωνάζει: «Για όνομα του Θεού, μη με λες με το όνομα του χαρακτήρα μου. Πεθαίνουμε εδώ.
Άρχισα να γελάω και είπα «πάμε». Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο και πέσαμε και οι δύο. Ο Θεός ξέρει πώς, αλλά πήγαμε πιο μακριά από τα βράχια και το νερό μας πήγε στο πλάι του σκάφους παραγωγής από κάτω».
+ There are no comments
Add yours