Eστιατόρια, φαγάδικα, ταβέρνες και μπαρ που αποτελούν τον ορισμό του cult και τα αγαπάμε ακριβώς γι’ αυτό που είναι.

Νένα Δημητρίου, Γεωργία Παπαστάμου , Μαρίνα Πετρίδου, Χριστίνα Τζιάλλα

Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος

Σίγουρα δεν είναι συμβατικά εστιατόρια. Είναι ενδιαφέροντα; Πολύ. Είναι όμορφα; Με τον τρόπο τους. Εστιατόρια είναι; Να, το συζητήσουμε. Δεν είναι εύκολο να περιγράψει κανείς ούτε το περιβάλλον τους ούτε την εμπειρία που προσφέρουν, αλλά είναι ελκυστικά γιατί έχουν κάτι μοναδικό. Είναι αυτό που συχνά περιγράφεται ως cult ελλείψει άλλου σύντομου χαρακτηρισμού. Το κοινό τους είναι συγκεκριμένο -δεν «σκοντάφτεις» άλλωστε εύκολα πάνω σε ένα μπιφτεκάδικο-δώμα στο κέντρο του Συντάγματος ή σε ένα υπόγειο κουτούκι. Όσοι τα ανακαλύπτουν όμως, τείνουν να γίνονται πιστοί πελάτες και να μιλούν για «εκείνο» το μαγαζί σε λίγους, σ’ αυτούς που εμπιστεύονται ότι θα το εκτιμήσουν. Από τον Πειραιά μέχρι το κέντρο και τον Βοτανικό, αυτά είναι τα αγαπημένα μας cult μαγαζιά στην πόλη. 

Αναψυκτήριο

Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος
 

Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος
 

Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος
Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος

Το «Αναψυκτήριο». Ή «Ο Γιώργος». Ή «Γιώργος Ρίτσα». Όλα τα ονόματα ισχύουν, πάντως η 80s ταμπέλα του κρυμμένου μαγειρείου στου Ψυρρή γράφει Αναψυκτήριο με ντεγκραντέ πορτοκαλί, πάνω από τις ζωγραφιές ενός τοστ, μιας πορτοκαλάδας και ενός μπέργκερ. Δεν νομίζω ότι σερβίρουν τίποτα από όλα αυτά. Το μαγειρείο της οδού Σαρρή είναι χωμένο στο πίσω μέρος ενός ψιλικατζίδικου. Οι ίδιοι άνθρωποι τα δουλεύουν και τα δύο -ο Γιώργος και η αδερφή του η Ρίτσα. Περνάς τις εφημερίδες, τα τσιγάρα και τα παγωτά, περνάς και την ξύλινη κουρτίνα και έφτασες. Το φαγητό πάναπλο, σπιτικό, μαμαδίσιο. Ένα πιάτο την ημέρα και τιμές πάντα κάτω του πεντάευρου. Ανάλογα τη μέρα θα βρεις μακαρόνια με κιμά, κοτόπουλο στον φούρνο με πατάτες, κάποιο όσπριο, κανά λαδερό ή τηγανητά ψαράκια και θα τα χαρείς τη σπιτική ατμόσφαιρα παρέα με τους εργαζόμενους της περιοχής. Γ.Π.

Σαρρή 22, Ψυρρή, Τ/210-32.17.635

Το Τριφύλλι

Φωτογραφία: Βαγγέλης Ζαβός
Φωτογραφία: Βαγγέλης Ζαβός

Πίσω από τη θύρα 13, κολλητά στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, βρίσκεται το θρυλικό κουτούκι με το ζωγραφισμένο τριφύλλι στην είσοδο. Δεν είναι ανάγκη όμως να είσαι φίλαθλος της συγκεκριμένhς ομάδας για να το εκτιμήσεις. Στα εξήντα χρόνια ιστορίας του -από τότε που ξεκίνησε βγάζοντας κρασί, με τους πελάτες να φέρνουν μεζέδες σε ταπεράκι- έχει περάσει από εδώ κάθε καρυδιάς καρύδι. Τα κεφτεδάκια, με μαλακό εσωτερικό και υπερ-τραγανό περίβλημα, απέκτησαν φανατικούς. Ποδοσφαιριστές και παράγοντες, καλλιτεχνικός κόσμος, εργάτες, διανοούμενοι έχουν περάσει από αυτό το ζωντανό μουσείο που σε ταξιδεύει σε άλλες εποχές. Εκτός από τους διάσημους κεφτέδες, γκαραντί είναι και τα υπόλοιπα τέσσερα-πέντε που μαγειρεύουν όπως ο μπακαλιάρος σκορδαλιά και τα συκωτάκια λαδορίγανη. Γ.Π.

Παναθηναϊκού 7, Αμπελόκηποι, Τ/210-64.46.585

Λελούδας

Φωτογραφία: Άγγελος Γιωτόπουλος
Φωτογραφία: Άγγελος Γιωτόπουλος
 

Φωτογραφία: Άγγελος Γιωτόπουλος
 

Φωτογραφία: Άγγελος Γιωτόπουλος

Σε έναν παράδρομο της πολύβουης Πέτρου Ράλλη, εκεί που δεν έχει τίποτα παρά βενζινάδικα, μάντρες και μεταφορικές, βρίσκεται ο Λελούδας, από το 1928. Το ιστορικό οινομαγειρείο που βάζει σοβαρή υποψηφιότητα για τον καλύτερο τηγανητό μπακαλιάρο σκορδαλιά της Αθήνας. Πλάι στην κίνηση της λεωφόρου όπως είναι, οι περισσότεροι το προσπερνούν αγνοώντας την ύπαρξή του. Έχει καθιερωθεί όμως ως στάση για τα διερχόμενα φορτηγά και τις νταλίκες που βγαίνουν για Εθνική. Στα τραπέζια του θα δεις από οδηγούς και παπάδες μέχρι δικηγόρους και καλλιτέχνες. Οι ιστορίες που ακούγονται στους τέσσερις τοίχους του μαγαζιού είναι από μόνες τους λόγος να γίνεις θαμώνας. Το καθαρό, τίμιο φαγητό που σπανίζει είναι ο άλλος. Με το κοκκινιστό ζυγούρι, τις πατατούλες τηγανητές Νάξου, τα κεφτεδάκια και τα γαβράκια τραβιέται το κρασί που φτιάχνει πλέον ο τρίτης γενιάς Λελούδας, Δημήτρης. Γ.Π.

Σαλαμινίας 8-10, Βοτανικός, Τ/210-34.64.167

Σκυλόδημος

Φωτογραφία: Αλέξανδρος Αντωνιάδης
 

Φωτογραφία: Αλέξανδρος Αντωνιάδης
 

Φωτογραφία: Αλέξανδρος Αντωνιάδης

Ξεκίνησε ως μπακάλικο το 1908 από έναν Βούλγαρη και αργότερα, τέλη δεκαετίας του 1950, το πήρε ο Νίκος Σκυλόδημος ο οποίος έβαλε βαρέλια με κρασί, για να μαζεύονται οι φίλοι και η γειτονιά, κι άρχισε τους μεζέδες. Σήμερα το έχει ο γιος του ο Φίλιππος (γι’ αυτό και θα το βρείτε και ως το Μπακάλικο του Φίλιππου). Ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά του δεν του έχει πειράξει. Γνήσια μπακαλοταβέρνα με το όλα της, σαν σκηνικό από ασπρόμαυρη ελληνική ταινία: πουλάει από όλα (χύμα όσπρια, φρούτα και λαχανικά, μαζί με σκούπες, καθαριστικά, κουβάδες κ.λπ.) και λειτουργεί και ως ταβερνάκι. Στην όμορφη και γραφική μέσα σάλα χωρούν δέκα τραπέζια αλλά τα πιο ζηλευτά είναι τα μικρά μπροστά στον πάγκο-ψυγείο, όπου την ημέρα θα δεις τους παππούδες να πίνουν τον καφέ τους και το τσιπουράκι τους. Το μενού απλό αλλά ωραίο. Κεφτεδάκια, κανένα τηγανητό ψαράκι, λεμονάτα ρεβίθια, πατάτες με αυγά και τα συναφή. Απλά και τίμια. Χ.Τ.

Δεληγιώργη 16 και Σκυλίτση, Πειραιάς, Τ/6945-059.328

Το Ακρί

 

Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος
 

Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος

Με θέα τα βραχάκια της Πειραϊκής, η κασιώτικη ψαροταβέρνα που πήρε το όνομά της από την ομώνυμη γειτονιά στο χωριό Αγία Μαρίνα της Κάσου, έχει μια γλυκιά ντέκα, όπως και όλος ο Πειραιάς άλλωστε. Ασβεστωμένο πεζοδρόμιο πάνω στο οποίο μετά βίας χωράει ο παράταιρος φοίνικας που έχουν φυτέψει -γιατί ως γνωστόν ο Πειραιάς είναι wannabe Μαϊάμι-, επένδυση από πέτρα στη σάλα, κολόνες βαμμένες σε ένα φωτεινό γαλάζιο που πληγώνει το μάτι και μια γιγάντια φωτογραφία με το γραφικό λιμανάκι της Κάσου στον τοίχο. Θα έρθετε για όλη αυτή την νησιωτική (;) ατμόσφαιρα αλλά πρωτίστως για να δοκιμάσετε κασιώτικες σπεσιαλιτέ όπως τα περίφημα ντολμαδάκια-δαχτυλήθρες και τα μακαρόνια με σιτάκα. Και φυσικά, φρέσκο ψαράκι, μύδια και τα γαριδάκια Σύμης που τρώγονται σαν ποπ κορν. Χ. Τ.

Ακτή Θεμιστοκλέους 298, Πειραιάς, Τ/210-41.80.110

Η Καντίνα της Καραγιώργη Σερβίας

Πιο κέντρο δεν γίνεται. Η πιο προνομιούχα βεράντα του Συντάγματος, με θέα από τη Βουλή και την Ακρόπολη μέχρι τη θάλασσα, δεν ανήκει σε κάποιο από τα κομψά ξενοδοχεία. Στον ένατο όροφο της πολυκατοικίας στον αριθμό δύο της Καραγιώργη Σερβίας βρίσκεται η καντίνα-κοινό μυστικό που ειδικεύεται σε ένα πράγμα: τα πατικωμένα, μικρά μπιφτεκάκια. Το μεσημεράκι πάρε το ασανσέρ και απόλαυσε την Αθήνα στο πιάτο μαζί με την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα στο δώμα-αναψυκτήριο-μπιφτεκάδικο. Στο μενού εκτός από τα προαναφερθέντα: αγγουροντομάτα, ομελέτα, τηγανητές πατάτες και τυρί. Ιδανικά με μπίρα και λιακάδα. Γ.Π.

Καραγεώργη Σερβίας 2, Σύνταγμα, Τ/210-32.23.625

Iberia 

Φωτογραφία: Χριστίνα Γεωργιάδου

Φωτογραφία: Χριστίνα Γεωργιάδου
Φωτογραφία: Χριστίνα Γεωργιάδου

Η γεωργιανή ταβέρνα βρίσκεται στην οδό Φιλαρέτου, κοντά στην αγορά της Καλλιθέας. Απ’ έξω δεν μοιάζει καν με εστιατόριο. Μπαίνοντας, υπάρχει μια βιτρίνα με γεωργιανές λιχουδιές για take away, ενώ πίσω δεσπόζει ο φούρνος. Για να βρεθείς στον κύριο χώρο του μαγαζιού πρέπει ν’ ανοίξεις μια πόρτα, η οποία οδηγεί σε μια μεγάλη σάλα, μόνο με λίγα τραπέζια, έναν πίνακα που απεικονίζει τη φύση της Γεωργίας: βουνά, ποτάμι, δάσος κι ένα σβανέτι – κτίσμα ιδιαίτερης τοπικής αρχιτεκτονικής, αυτά και τίποτε άλλο. Ό,τι σερβίρεται φτιάχνεται επιτόπου. Τίποτα δεν αγοράζεται έτοιμο. Από το ψωμί (σότι) που το ψήνουν όλη μέρα στον χτιστό γεωργιανό φούρνο (τονέ) και τα παραδοσιακά πιάτα που μαγειρεύονται την ώρα της παραγγελίας, μέχρι το κρασί και το σπιτικό κονιάκ που φέρνουν από τη Γεωργία, από δικό τους αμπελώνα στην περιοχή Λαγκοντέχι, στα σύνορα με το Αζερμπαϊτζάν, η οποία φημίζεται για τους αρχαίους αμπελώνες της. Στην Iberia πηγαίνουμε για το χατσαπούρι και τα χινκάλι και άλλες γεωργιανές λιχουδιές. Μ.Π.

Φιλαρέτου 72, Καλλιθέα, Τ/211-11.70.352

Κυρία Πίτσα

Φωτογραφία: Άγγελος Γιωτόπουλος
 

Φωτογραφία: Άγγελος Γιωτόπουλος
 

Φωτογραφία: Άγγελος Γιωτόπουλος
Φωτογραφία: Άγγελος Γιωτόπουλος

Η κυρά-Πίτσα φτιάχνει σουβλάκια στο πλυσταριό της 45 χρόνια και είναι ίσως το πιο cult σουβλατζίδικο της χώρας. Ένα σουβλατζίδικο-πλυσταριό, η προέκταση του σπιτιού της ουσιαστικά. Ένα μικρό δωμάτιο πάνω στο πεζοδρόμιο όπου στριμώχνονται τρεις ψησταριές: μία μικρή ηλεκτρική και μία μεγαλύτερη απέναντι με κάρβουνα, δίπλα στην ψησταριά για τον γύρο. Μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο από όπου παραγγέλνεις και σε εξυπηρετεί βρίσκεται και η κατσαρόλα με τη μυστική της σάλτσα, μια κόκκινη μυρωδάτη σάλτσα ντομάτας, την οποία περιχύνει σε όλα τα σουβλάκια της. Η σύνθεσή της είναι ένα μυστήριο, κανείς δεν ξέρει τι περιέχει ακριβώς και δοκιμάζοντας είναι δύσκολο να καταλάβεις. Το μυστικό το γνωρίζει μόνο η ίδια (το ήξερε και η φίλη της η Τριανταφυλλιά, αλλά δε ζει πια) και αν τη ρωτήσεις, γελάει συνωμοτικά: «Βάζω αγάπη» λέει «γι’ αυτό είναι τόσο νόστιμη, εσείς τι βάζετε στις σάλτσες σας;». Μ.Π.

Καραολή και Δημητρίου 85, Κορυδαλλός Τ/210-49.76.449

Γιάννης 

Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος
Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος

Ο Γιάννης είναι από τα πιο παλιά πατσατζίδικα της Αθήνας – άνοιξε το 1970. Το όνομά του οφείλεται στον πρώτο του ιδιοκτήτη, ο οποίος παρέδωσε τη σκυτάλη στους σημερινούς ιδιοκτήτες στις αρχές της δεκαετίες του ’80. Οι ιστορίες από τις «χρυσές» εποχές μεταξύ ’70 και ’90, είναι πολλές. Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, μποέμ, εναλλακτικοί, περιθωριακοί τύποι ήταν όλοι πιστοί θαμώνες του μαγαζιού. «Το ’70 το μαγαζί ήταν στέκι της ομάδας του Παναθηναϊκού και το διακριτικό γνώρισμα στις αλατιέρες ήταν το τριφύλλι. Οι φίλαθλοι τις έπαιρναν για αναμνηστικό. Το μαγαζί ήταν από τα λίγα που είχε έγχρωμη τηλεόραση κι έτσι έβλεπαν αγώνες. Κάθε Δευτέρα, ανάλογα με τη βαθμολογία των ομάδων στο πρωτάθλημα, άλλαζαν χρώμα στα τραπεζομάντηλα. Κάθε φορά που έπαιζε η Εθνική Ελλάδος, το χρώμα φυσικά ήταν μπλε. Τις χρυσές εποχές είχε τρεις σειρές παρκαρισμένα αυτοκίνητα από έξω», μας διηγείται ο σερβιτόρος. Εμείς πήγαμε μεσημέρι και ήταν άδειο, ο πιο πολύς κόσμος έρχεται το βράδυ. Στον Γιάννη τρώμε πάτσα με αυγολέμονο και αυτό δεν το συναντάς συχνά στα μαγαζιά και νόστιμα σπιτικά μαγειρευτά ημέρας. Μ.Π.

Αχαρνών 258, Αθήνα, Τ/210-86.57.524

Άγγελος

Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος
 

Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος
 

Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος

Ο Άγγελος είναι ένα μαγαζί στα Εξάρχεια, διαφορετικό από τα άλλα της περιοχής. Βρίσκεται σε ένα όμορφο νεοκλασικό, καλοδιατηρημένο μέσα αλλά από έξω γεμάτο γκραφίτι. Είναι σαν να μπαίνεις σε ένα παλιό, αστικό εξαρχιώτικό σπίτι, κάποιες φορές μαλιστα πρεπει να χτυπήσεις την πόρτα για σου ανοίξει ο Αγγελος, ο ιδιοκτήτης του. Ο Άγγελος φημίζεται για τις βραδιές με ρεμπέτικη μουσική με ερμηνευτές πολύ καλούς νέους και πιο παλιούς, ταλαντούχους και αυθεντικούς. Τραγουδάνε χωρίς μικρόφωνο με την ψυχή τους για τους θαμώνες. Το μαγαζί ανοίγει αργά -μετά τις 9-10 το βράδυ- και μένει ανοιχτό όσο κρατήσει, πολλές φορές και μέχρι το πρωί. Ο κόσμος που μαζεύεται εκεί είναι κάθε λογής: καλοντυμένες κυρίες και κομψοί κύριοι, φοιτητές, ρεμπέτες, καλλιτέχνες, ηθοποιοί, έρχονται από όλη την Αθήνα και τους ενώνει η αγάπη για το ρεμπέτικο τραγούδι, η καλτ ατμόσφαιρα του μαγαζιού και οι νοστιμιές που ετοιμάζει κάθε μέρα ο Άγγελος. Ψωνίζει ο ίδιος καθημερινά και σερβίρει κάθε μέρα κάτι διαφορετικό. Δεν έχει κατάλογο και σερβίρει από μπριζόλες μέχρι όστρακα. Επίσης πάει για ψάρεμα και τις ψαριές της ημέρας τις προσφέρει στους πελάτες του. Φτιάχνουν και σούπες, ψαρόσουπα και πατσά. Βοηθάει και η μητέρα του στο μαγαζί και φτιάχνει πίτες και πιάτα ημέρας. «Είμαστε χύμα εδώ αλλά ωραία χύμα, και αυτό φαίνεται και στον κόσμο που έρχεται, είναι όλοι θαμώνες και δεν παρεξηγείται κανείς. Η βάση του μαγαζιού είναι η καλοσύνη, η απλότητα και η καθαρότητα. Το καλό πιάτο δεν θέλει φρου φρου και αρώματα είναι όλα περιττά», λέει ο Άγγελος. Μ.Π. 

Ζωοδόχου Πηγής 19, Εξάρχεια, Τ/697-81.36.064

Ραμόνα

Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος
Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος
Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος
 

Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος
 

Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος

Ο μύθος λέει ότι εκεί βγαίνουν ρομαντικά ραντεβού τα αλάνια της Καλλιθέας. Λίγο τα χαμηλά φώτα, λίγο η ιδιαίτερη ατμοσφαιρα του υπογείου λίγο το κρυφό στέκι της γειτονιάς βγάζει μια γοητεία όλο αυτό. Ήταν καλοκαίρι του 1968 όταν ο Χρήστος Κασκαβέλης άνοιξε στη γωνία Αγίων Πάντων και Εσπερίδων την ταβέρνα Ραμόνα σε ένα μικρό υπόγειο. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1974, δίνει αντιπαροχή ένα οικόπεδο λίγα στενά πιο κάτω, στην οδό Μίνωος 11- 13, που ανήκε στην οικογένειά του, και παίρνει από την πολυκατοικία που χτίστηκε ένα μερίδιο για να μεταφέρει εκεί το μαγαζί. Καθώς ο ίδιος θεωρούσε απαραίτητη συνθήκη για μια ταβέρνα να βρίσκεται σχετικά κρυμμένη, η Ραμόνα παρέμεινε στο υπόγειο της πολυκατοικίας και μετά τη μεταφορά της στη νέα διεύθυνση. Με το που καθίσεις στο τραπέζι, σε ρωτάνε τι θα πιεις, και μαζί με το κρασί σού φέρνουν και το μενού. Με ένα στυλό σημειώνεις τι θέλεις να φας: φάβα, παντζάρια, χόρτα, χωριάτικη, λάχανο, τυριά και τυροσαλάτα, κεφτεδάκια και τυρομπουκιές, κεφαλοτύρι σχάρας, μπεκρή μεζέ, σαλιγκάρια αλλά και καμιά φορά μεζέδες για μερακλήδες όπως ορτύκια ψητά, γλυκάδια αρνίσια και μοσχαρίσια αμελέτητα. Παλιά βαρέλια, λίγα τραπέζια, για διακόσμηση, σαν να βρίσκεσαι σε παλιά ελληνική ταινία. Ένα κουτούκι βγαλμένο από άλλη εποχή που συνεχίζει και προσελκύει κόσμο κάθε ηλικίας. Μ.Π.

Ραμόνα, Μίνωος 11- 13, Καλλιθέα, Τ/210-95.15.952.

Batman

Τριάντα δύο χρόνια, δεκάδες άδειες φιάλες, εκατοντάδες cd (αντιγραμμένα από βινύλια), τόνοι καψούρας, χιλιάδες κιλά ασήκωτης αδικίας, όλα αυτά σε σαράντα τετραγωνικά. Ποτέ δεν κατάφερα να μετρήσω πόσους όρθιους χωράει αυτό το μαγαζί. Διαθέτει ξύλινες μπάρες, κάτι περισσότερο από δεκαπέντε σκαμπώ, φωτογραφίες από ρεμπέτες και αντισυστημικά αυτοκόλλητα στους τοίχους. Παραγγέλνουμε μπίρες και στρέιτ ποτά. Πέντε διαφορετικά ουίσκι, τζιν, βότκα, έχει μια κάβα βασική, που όμως φτάνει και περισσεύει. Φωλιά για κάθε νυκτόβιο ον. Απαραίτητη στάση για όσους εργάζονται βράδυ και θέλουν να ρίξουν ρυθμούς πριν επιστρέψουν στο σπίτι. Σημείο συνάντησης φίλων, μαγαζί για να εντυπωσιάσεις το νεο φλερτ με το coolness και την «εμπειρία» σου στη νύχτα, στέκι μουσικών και καλλιτεχνών. Η συμπερίληψη γίνεται εδώ πράξη για τρεις δεκαετίες. Το Μπάτμαν του Γιώργου Νάσιου και την κόρης του Αθηνάς δεν είναι ένα ξενυχτάδικο και δεν μοιάζει με κανένα άλλο μπαρ. Είναι ένα δωμάτιο πανικού όπου μπορείς να ουρλιάξεις τους στίχους του Τσιτσάνη, τα τραγούδια της Μπέλλου και της Μοσχολιού, αλλά και των Rolling Stones και ύστερα να φύγεις ξαλαφρωμένος, χωρίς να σπάσει η καρδιά σου. Ν.Δ. 

Θ. Βρεσθένης 40, Νέος Κόσμος, Τ/210-92.41.585

Μπάρμπα Σταύρος

Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος
Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος

Ο Σταύρος Σαββουλίδης ήρθε στην Ελλάδα από την Τραπεζούντα το 1922 και εγκαταστάθηκε στην Πεντέλη. Με ένα κάρο μοίραζε ψωμί. Η δεκαετία του 50′ τον βρίσκει στον Πειραιά, στα πέριξ του Αγίου Διονυσίου. Καθώς τα χέρια του έπιαναν, είχε φτιάξει έναν πέτρινο φούρνο κι έψηνε εκεί τα ζυμαράκια του. Μέχρι και το φουρνόξυλο το είχε κατασκευάσει ο ίδιος. Κάθε Τετάρτη και Κυριακή πουλούσε πεινιρλί στη μάντρα του σπιτιού του και σιγά σιγά κατάφερε να φτιάξει ένα μικρό μαγαζάκι. Σήμερα τα πεϊνιρλί του Μπαρμπα Σταύρου στη Δραπετσώνα πουλάει η τρίτη γενιά, ο εγγονός του Σταύρος Σαββουλίδης με την σύζυγο Βαρβάρα και την κόρη του Γεωργία. Το μαγαζί, στο ίδιο σημείο από το 1974, έχει μείνει απαράλλαχτο. Φυστικί τοίχοι, ξύλινες καρέκλες. Η κλασική συνταγή για πεϊνιρλί με τυρί είναι ένα αφράτο ζυμάρι από μαγιά και προζύμι με καλό τρικαλινό κασέρι και δυο γενναίες κουταλιές ανάμεικτο βούτυρο – αγελαδινό και πρόβειο. Προσωπική προτίμηση έχω στο πεϊνιρλί με κιμά αλλά και με αυγό. Σερβίρουν ακόμα μακαρονάδες, πίτσες, μπιφτέκι και δυο σαλάτες. Ό,τι και αν παραγγείλετε, αξίζει να βάλετε μια μακαρονάδα στη μέση. Κάθε βράδυ η Γεωργία, η μητέρα του Σταύρου Σαββουλίδη, πια στα 91 της χρόνια παραγγέλνει ένα πεϊνιρλί με κασέρι. Ν.Δ.

Ελ.Βενιζέλου 72, Δραπετσώνα, Τ/210-46.10.962

Πηγή:gastronomos.gr

About Post Author

You May Also Like

More From Author

+ There are no comments

Add yours