Τα χρόνια 1844-1845 ο Κάρολος Ντίκενς επισκέφτηκε την Ιταλία και τις εντυπώσεις του από αυτό το ταξίδι κατέγραψε στο βιβλίο του Εικόνες από την Ιταλία (1846). Οι 17 από τις 64 σελίδες του βιβλίου αφιερώνονται στις εμπειρίες του συγγραφέα από τη λεγόμενη «αιώνια πόλη». Στο βιβλίο Δυο εικόνες της Ρώμης ο πεζογράφος Γιάννης Παλαβός επέλεξε τις δυο πιο ενδιαφέρουσες στιγμές της ταξιδιωτικής μαρτυρίας του Ντίκενς για τη Ρώμη. Η πρώτη είναι η περιγραφή των ημερών του καρναβαλιού, όπου όλοι οι κάτοικοι της πόλης ξεσπούν σε ένα τόσο πηγαίο και ξέφρενο πανηγύρι που παρασύρει στον οίστρο του και τον Αγγλο πεζογράφο. Η δεύτερη είναι η περιγραφή της δημόσιας εκτέλεσης-αποκεφαλισμού ενός εικοσιεξάχρονου άντρα που δολοφόνησε μια κόμισσα.
Η φρίκη της περίστασης περιγράφεται γλαφυρά, σε αντιδιαστολή με την αδιαφορία του όχλου όπου συμφύρονται πολλές από τις όψεις του κοινωνικού αμαλγάματος της πόλης, από τα παιδιά και τους πλανόδιους πωλητές μέχρι τους αξιωματικούς, τους μοναχούς και τους ιερείς. Ο αφηγητής Ντίκενς, χάρη και στην άρτια μετάφραση του Παλαβού, είναι αυτός που γνωρίζουμε από τα πολύ γνωστότερα μυθιστορήματά του: με λεπτό χιούμορ, καλαίσθητος και ευαίσθητος παρατηρητής της ζωής της πόλης. Οι δυο επιλεγμένες σκηνές αναδεικνύουν τις θετικές και τις αρνητικές όψεις της: από τη μια η ζωντάνια της γιορτής και το κάλλος των αρχαίων μνημείων, που ο Ντίκενς θαυμάζει, από την άλλη η λαϊκότητα, η μιζέρια, η ρυπαρότητα και η βία της καθημερινής ζωής, που απωθούν τον Αγγλο πεζογράφο.
Καθώς τους τελευταίους αιώνες οι περισσότεροι άνθρωποι κατοικούμε σε αστικό περιβάλλον, η λογοτεχνία με θέμα τις ευρωπαϊκές πόλεις, είτε πρόκειται για εκείνες των ταξιδιωτικών μαρτυρίων είτε για τις πόλεις που μεταπλάθονται και πλαισιώνουν τον κόσμο της μυθοπλασίας, είναι από τις πιο συναρπαστικές πλευρές της λογοτεχνικής ανάγνωσης. Από τις ευρωπαϊκές πόλεις η Ρώμη είναι εκείνη που νομίζω ότι παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον ως λογοτεχνική πόλη, καθώς έχει αδιάπτωτη παρουσία και συνέχεια μέσα στον χρόνο, από την αρχαία μεγαλούπολη του ενός εκατομμυρίου κατοίκων μέχρι τη σημερινή πολιτεία-ζωντανό μνημείο όλων των περασμένων εποχών της, με τα στίφη των τουριστών της. Γι’ αυτό και οι κάθε εθνικότητας και γλώσσας λογοτέχνες επισκέπτες της που, παρακινημένοι από την εμπειρία του σύντομου ταξιδιού ή και της διαμονής τους για κάποιο χρονικό διάστημα εκεί, έγραψαν για τη Ρώμη, είναι τόσο πολλοί ώστε τα κείμενά τους φτιάχνουν ένα τεράστιο δίκτυο αποτυπωμένης σε γραφή ανθρώπινης εμπειρίας, φιλτραρισμένης μέσα από το βίωμα να περιδιαβάζεις την «αιώνια πόλη».
Ετσι λοιπόν οι Δυο εικόνες της Ρώμης του Ντίκενς μπορούν να αναγνωστούν παράλληλα –κι αυτό τις κάνει πιο γοητευτικές– με πολλά ελληνικά και ξένα (τα περισσότερα μεταφρασμένα στη γλώσσα μας) λογοτεχνικά έργα ταξιδιωτικών εντυπώσεων. Τέτοια είναι από Το ταξίδι στην Ιταλία (γρ. 1786-1787, δημ. 1816-1817) του Γκαίτε, το μυθιστόρημα της Μαντάμ Ντε Σταλ Κορίννα ή η Ιταλία (1807), μεταφρασμένο στα ελληνικά ήδη το 1835, και τα βιβλία του Σταντάλ για τη Ρώμη (1817 και 1829), μέχρι κείμενα του Ζολά, του Ουάιλντ, του Ζιντ, του Ρίλκε.
Στο πεδίο της ελληνικής λογοτεχνίας, πέρα από την ανάκληση της αρχαίας Ρώμης σε πλήθος κείμενα ποιητών και πεζογράφων, μαρτυρίες για τη σύγχρονη Ρώμη, με αφορμή την εμπειρία της επίσκεψης ή και της διαμονής στην πόλη, έγραψαν, μεταξύ άλλων, οι Νικόλαος Επισκοπόπουλος (χρόνος ταξιδιού: 1902), Ιων Δραγούμης (1909), Νίκος Καζαντζάκης (1924), Κώστας Ουράνης (1920, 1929 και 1953), Μαριέττα Γιαννοπούλου-Μινώτου (1927), Γιώργος Θεοτοκάς (1936), Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου (1938), Αγγελος Σικελιανός (1947), Ηλίας Βενέζης (1948), Αγγελος Σ. Βλάχος (1950), Κώστας Ταχτσής (1953), Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (1952), Γιάννης Γ. Σφακιανάκης (1959), Θέμος Κορνάρος (1960), Κλέων Παράσχος (1962), Γιάννης Χατζίνης (1969), Βασίλης Βασιλικός (1978 κ.ε.) και Ερση Σωτηροπούλου (1992). Ανάμεσα στα αρκετά ποιήματα, εμπνευσμένα από το ταξίδι στη Ρώμη, ξεχωρίζουν εκείνα του Γιάννη Ρίτσου από το Ιταλικό τρίπτυχο (1982).
Η συνανάγνωση όλων αυτών των κειμένων, ελληνικών και ξένων, μας κάνει να αντιληφθούμε γιατί η Ρώμη ασκεί τόση γοητεία στους λογοτέχνες επισκέπτες της. Επειδή εκεί το παρελθόν και το παρόν ενώνονται αξεδιάλυτα στην εμπειρία των ανθρώπων. Εχοντας διατηρήσει στο οικιστικό παρόν της τόσα ζωντανά ίχνη του χρόνου που πέρασε, λειτουργεί ως ένα τεράστιο παλίμψηστο όπου, όμως, τα επικαλυμμένα επίπεδα έρχονται διαρκώς στην επιφάνεια, σαν να βρίσκεσαι σε έναν μαγικό χώρο. Ετσι και στη Ρώμη του Ντίκενς, παρά την απόσταση των 170 ετών, αναγνωρίζουμε όψεις της διαχρονικής μαγείας της πόλης.
Πηγή:efsyn.gr