Το ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο των μισθών φαίνεται να είναι το πιο σημαντικό πρόβλημα της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, με την κατάσταση να γίνεται συνεχώς χειρότερη εξαιτίας του σφοδρού κύματος ακρίβειας που μαστίζει τη χώρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία πρόσφατων μελετών, πάνω από 6 στους 10 Έλληνες δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τον μισθό τους ενώ πάνω από 9 στους 10 θεωρούν ότι το επίπεδο των απολαβών τους είναι ιδιαίτερα χαμηλό.
Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί η ακραία ακρίβεια των τελευταίων μηνών που ήδη έχει «ροκανίσει» το 10% του κατώτατου μισθού, με τις προοπτικές να είναι ιδιαίτερα απαισιόδοξες αν δεν αλλάξει σύντομα η ραγδαία αυξητική τάση των τιμών στα προϊόντα. Τα συμπεράσματα προκύπτουν από έρευνες της ΓΣΕΕ και του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς» σε συνεργασία με την Prorata.
Το «Πουλαντζάς»
Η έρευνα του Ινστιτούτου «Ν. Πουλαντζάς» διαπιστώνει ότι «το ζήτημα του επιπέδου των μισθών παραμένει το κυρίαρχο πρόβλημα της ελληνικής αγοράς εργασίας, ειδικά φέτος, υπό το κράτος των πληθωριστικών τάσεων. Επιπλέον «οι συνθήκες στην ελληνική αγορά εργασίας σε ό,τι αφορά τον εργάσιμο χρόνο είναι ιδιαίτερα αρνητικές και αποτελεί έλλειμμα το γεγονός ότι η χώρα μας δεν παρακολουθεί – παρά μόνο κατ’ εξαίρεση – τη διεθνή συζήτηση για τη μείωσή του, τη στιγμή που συγκριτικά βρίσκεται σε μία από τις χειρότερες θέσεις στην Ευρώπη ως προς την υπερεργασία. Από την πλευρά των εργαζομένων το σχετικό αίτημα φαίνεται ότι είναι περισσότερο από ώριμο με βάση τις απαντήσεις στην έρευνά μας».
Προκύπτει επίσης, ότι «το έμφυλο – αλλά και το διαγενεακό – χάσμα, κυρίως ως προς τα επίπεδα των αμοιβών, αλλά και ως προς άλλες παραμέτρους της σχέσης εργασίας (μόνιμη ή προσωρινή / ευκαιριακή απασχόληση, πλήρης ή μερική απασχόληση κ.λπ.), εξακολουθεί να υπάρχει στη χώρα μας».
Ειδικότερα, στην έρευνα καταγράφεται ότι:
1. Έξι στους δέκα εργαζόμενους δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα αποκλειστικά με τον μισθό τους – Μισθολογική στασιμότητα προεξοφλούν οι περισσότεροι/ες – Αύξηση των μισθών ζητούν οι εννιά στους δέκα εργαζόμενους.
2. Όταν κλήθηκαν να απαντήσουν κατά πόσο οι αποδοχές τους από την εργασία επαρκούν για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους, χωρίς να έχουν άλλους οικονομικούς πόρους, ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό (60,4%) των ερωτώμενων – και μάλιστα οριακά αυξημένο από το αντίστοιχο ποσοστό του 2020 – απάντησε αρνητικά.
3. Το ποσοστό των ερωτώμενων που απάντησαν ότι οι αποδοχές από την εργασία τους είναι αντάξιες της ποσότητας και του είδους της εργασίας που παρέχουν ανήλθε σε μόλις 24,9%.
4. Ως προς τις προσδοκίες και τις εκτιμήσεις των ερωτώμενων σχετικά με τις προσωπικές μισθολογικές προοπτικές τους, η μεγάλη πλειοψηφία δεν αναμένει καμία αξιόλογη βελτίωση της κατάστασης, καθώς οι περισσότεροι (40,2%) εκτιμούν ότι ο μισθός τους θα παραμείνει στάσιμος ή, στην καλύτερη περίπτωση, ένα αντίστοιχο ποσοστό (39,1%) αναμένει μικρή αύξηση μέσα στην επόμενη πενταετία.
5. Ως προς τις γενικές προοπτικές για τους μισθούς, η συντριπτική πλειοψηφία (91,3%) απάντησε ότι οι μισθοί είναι χαμηλοί και πρέπει να αυξηθούν, ενώ μόλις το 0,1% απάντησε ότι είναι υψηλοί και πρέπει να διατηρηθούν στα ίδια επίπεδα. Με άλλα λόγια, οι απαντήσεις στην έρευνα δείχνουν ότι η υποκειμενική πρόσληψη των εργαζόμενων ταυτίζεται με τα στατιστικά δεδομένα που υπάρχουν για το επίπεδο των μισθών στη χώρα μας.
6. Ως προς το σημερινό ύψος του κατώτατου μισθού φαίνεται να υπάρχει μια οριζόντια συμφωνία ότι αυτό είναι πολύ χαμηλό και ανεπαρκές.
7. Στο ερώτημα για το ποιες θα ήταν οι πιθανές επιπτώσεις από την αύξηση του κατώτατου μισθού, το 90,6% απάντησε ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα είχε θετική επίπτωση στην ανάπτυξη, γιατί θα αυξανόταν το εισόδημα των νοικοκυριών και η αγοραστική κίνηση, ενώ μόνο το 7,3% απάντησε ότι θα είχε αρνητική επίπτωση στην ανάπτυξη, γιατί θα αυξανόταν οι μισθολογικές δαπάνες για τις επιχειρήσεις.
Η ΓΣΕΕ
Σε όλα τα παραπάνω έρχονται να προστεθούν οι επιπτώσεις της ακρίβειας. Ειδικά η συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών ενέργειας κατά το πρώτο μισό του Νοεμβρίου τείνει να οδηγήσει την απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού κοντά στο 10%. Αν, μάλιστα, στους επόμενους μήνες συνεχιστεί το κύμα ακρίβειας, τότε η απώλεια του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού θα λάβει δραματικές διαστάσεις.
Στο άκρως ανησυχητικό αυτό συμπέρασμα καταλήγει η ενδιάμεση έκθεση για την ελληνική οικονομία και απασχόληση που εκπόνησε για λογαριασμό της ΓΣΕΕ το Ινστιτούτο Εργασίας της συνομοσπονδίας. Στην πράξη οι επιστήμονες του ΙΝΕ επισημαίνουν ότι το κύμα ακρίβειας αναμένεται να επιδεινώσει την ήδη χαμηλή αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού και ζητούν να υλοποιηθεί άμεσα ένα μείγμα παρεμβάσεων, έτσι ώστε να προστατευτεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό το βιοτικό επίπεδο των μισθωτών και κυρίως των χαμηλότερα αμειβομένων.
Η αγοραστική δύναμη των εργαζόμενων νοικοκυριών, ύστερα από 10 χρόνια λιτότητας, βρίσκεται μπροστά σε ένα πληθωριστικό σοκ, επισημαίνεται στην έκθεση.
Αναλυτικά, με βάση τη μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών το 2020 και τον μέσο όρο των ετήσιων αυξήσεων των τιμών στο διάστημα Ιουλίου – Οκτωβρίου 2021, το ΙΝΕ εκτιμά πως:
● Η αύξηση των τιμών στα τρόφιμα και στα μη αλκοολούχα ποτά θα οδηγήσει σε μείωση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού κατά 1,3%.
● Τα έξοδα στέγασης, στα οποία περιλαμβάνεται η δαπάνη για ηλεκτρική ενέργεια, πετρέλαιο θέρμανσης και φυσικό αέριο, αναμένεται να επιδεινώσουν την αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού επιπλέον κατά 2%, ενώ η αύξηση της τιμής της βενζίνης και του πετρελαίου κίνησης θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αγοραστικής δύναμης κατά 1,9%.
● Αθροιστικά, ο κατώτατος μισθός στο διάστημα Ιουλίου – Οκτωβρίου 2021 έχει χάσει το 5,1% της αγοραστικής του δύναμης ως συνέπεια της αύξησης των τιμών σε αυτές μόνο τις κατηγορίες προϊόντων.
Λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση των τιμών μόνο για τον μήνα Οκτώβριο, τότε η επιδείνωση είναι ακόμη μεγαλύτερη. Ιδιαίτερη δυσκολία αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά στην κάλυψη των εξόδων στέγασης λόγω εκτίναξης του ενεργειακού κόστους. Ο πληθωρισμός στις δαπάνες στέγασης είναι 11,7%, που με δεδομένη τη μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών οδηγεί σε απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού ύψους 3,7%. Η αύξηση της τιμής δαπανών για μεταφορές μειώνει την αγοραστική δύναμη κατά 2,3%, ενώ η αντίστοιχη των τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών κατά 1,4%. Ο κατώτατος μισθός έχει απολέσει το 7,4% της αγοραστικής του δύναμης τον Οκτώβριο μόνο από αυτές τις τρεις κατηγορίες δαπανών, σημειώνουν οι επιστήμονες.
Η δε συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών ενέργειας κατά το πρώτο μισό του Νοεμβρίου τείνει να οδηγήσει την απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού κοντά στο 10%, ενώ, αν τους επόμενους μήνες συνεχιστεί το κύμα ακρίβειας, τότε η απώλεια του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού θα λάβει δραματικές διαστάσεις.
Πηγή:topontiki.gr
+ There are no comments
Add yours