Από το Γιώργο Λιβανό
Είχα την τύχη στα χρόνια των Σχολών να συναντήσω κεφάλαια που με καθόρισαν. Από την Παπαθανασίου και τη Συνοδινού μέχρι τον Κώστα Γεωργουσόπουλο. Άνθρωποι του θεάτρου σημαντικοί , που ο καθένας είχε να διηγηθεί τη δική του ιστορία & κυρίως να μεταδόσει το δικό του προσωπικό μήνυμα για να καταφέρει να πριμοδοτήσει ανθρώπους με ψήγματα από τη Γνώση του θεάτρου αλλά κυρίως με την ανάγκη διαρκούς μελέτης και έρευνας.
Σήμερα ταξίδεψε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, που καθόρισε με την παρουσία του τη σύγχρονη ελληνική πραγματεία. Όχι μονο με τα γραπτά και την σπουδαία διδασκαλία του αλλά και με την κριτική του που σηματοδότησε την ουσιαστική της σημασία στις μέρες μας, σαν ανάλυση παραστάσεων με τεκμηριωμένη μελέτη και άποψη για τη θεατρική τέλεση. Η κριτική στον εικοστό πρώτο αιώνα στην Ελλάδα, καθορίστηκε από τα γραπτά του Γεωργουσόπουλου.
Προσωπικά είχα την τύχη να τον έχω καθηγητή και έχω αρχειακά ηχογραφημενα όλα τα μαθήματα του. Που δεν τα άκουγες, τα απολάμβανες μαθαίνοντας ενώ ο ίδιος ” έπαιζε”. Σε καθόριζαν ουσιαστικά. Του χρωστώ και μεταφράσεις όπως και συνθέσεις κειμένων του που υπηρέτησα κατ’ επανάληψη από το Ελεύθερο θέατρο ψς την Επίδαυρο , το Ηρώδειο και διεθνή Φεστιβάλ…. Άλλωστε το όνομα Κ.Χ. Μύρης ήταν συνώνυμο της ποίησης στη μετάφραση . Είχα την τύχη να λάβω εξαιρετικές κριτικές από τό δάσκαλο για τον ηθοποιό μαθητή, αλλά και για τη σκηνοθεσία μου με την παρουσία του σε ολες τις παραστάσεις μου , ενώ πλείστες φορές προλόγισε με χαρά έργα μου θεατρικά. Ευγνώμων για μια επαφή που νοιώθω δεν τελείωσε ποτέ … Πόσο λυπάμαι τα σημερινά παιδιά που δε θα γευτούν ποτέ τη διδασκαλία στις Σχολές από τέτοια κορυφαία κεφάλαια. …
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος γεννήθηκε στη Λαμία το 1937. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας) και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών με δασκάλους τους Δημήτρη Ροντήρη και Γιάννη Σιδέρη. Εργάστηκε επίσης στην ιδιωτική εκπαίδευση. Το 1978 ανέλαβε, κατόπιν ανάθεσης του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, την επιμέλεια του βιβλίου Δραματική ποίηση, που αποτέλεσε επί είκοσι πέντε χρόνια διδακτέα ύλη στα ελληνικά Γυμνάσια.
Από το 2003 ήταν πρόεδρος του Κέντρου Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου – Θεατρικού Μουσείου. Μπήκε στο στίβο της θεατρικής κριτικής το 1971 από τις στήλες της εφημερίδας «Το Βήμα» και συνέχισε στην εφημερίδα «Τα Νέα» επί σειρά ετών ως κριτικός και επιφυλλιδογράφος. Από το 1990 δίδασκε ως επιστημονικός συνεργάτης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είχε διατελέσει πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου στο Εθνικό Θέατρο και επί μία εικοσαετία πρόεδρος της Επιτροπής Θεάτρου του Υπουργείου Πολιτισμού.
Ήταν ιδρυτικό μέλος του Κέντρου Έρευνας και Πρακτικών Εφαρμογών Αρχαίου Ελληνικού Δράματος «Δεσμοί» και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του. Το φθινόπωρο του 2010 η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας τον τίμησε παρουσιάζοντας το σύνολο του εικαστικού έργου του στο θέατρο με πολύμηνη έκθεση. Η έκθεση παρουσιάστηκε στη γενέτειρα πόλη του, τα Χανιά, και έκλεισε την πορεία της στο Covent Garden του Λονδίνου στις 26 Οκτωβρίου του 2011. Για το σύνολο του έργου του έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με το Χρυσό Μετάλλιο της Πόλεως των Αθηνών (2000).
Το 2008 βραβεύτηκε με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Επίσης το Πανεπιστήμιο Αθηνών, μετά από πρωτοβουλία του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών, τον αναγόρευσε το 2006 σε επίτιμο διδάκτορά του. Επίσης για τα έργα του «Τα μετά το θέατρο» 1985, έλαβε το πρώτο Κρατικό βραβείο δοκιμίου και για το «Από τον Στρίντμπεργκ και τον Αντόν Τσέχωφ στον Λουίτζι Πιραντέλο και τον Μπέρτολτ Μπρεχτ και το 1999 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών Κριτικά δοκίμια, επιφυλλίδες και σχόλιά του έχουν κυκλοφορήσει στους εξής τόμους: Κλειδιά και κώδικες θεάτρου, Ι, Αρχαίο δράμα, 1982, ΙΙ, Ελληνικό Θέατρο, 1984, Οι πλάγιες ερωτήσεις του Πορφύριου, 1984, Τα μετά το θέατρο, 1985, Προσωπολατρεία, 1992, Θίασος Ποικιλιών, 1993, Νήμα της στάθμης, 1996, Παγκόσμιο θέατρο 1, 2 – Από τον Μένανδρο στον Ίψεν, 1998, Από τον Στρίντμπεργκ και τον Τσέχωφ στον Πιραντέλλο και τον Μπρεχτ, 1999, Παγκόσμιο θέατρο 3 – Από τον Μίλλερ στον Μύλλερ, 2000.
Με το ψευδώνυμο Κ.Χ. Μύρης έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Αμήχανον Τέχνημα, 1971, 1980 (μαζί με την Παράβαση), τα διηγήματα Η Καμπάνα και Οδάξ, 1985 και κύκλους τραγουδιών (Χρονικό, Η μεγάλη αγρυπνία, Ιθαγένεια, Ανεξάρτητα τραγούδια, 1980) τους οποίους έχουν μελοποιήσει γνωστοί συνθέτες (Γιάννης Μαρκόπουλος, Ελένη Καραίνδρου κ.α.). Επίσης με το ίδιο ψευδώνυμο υπογράφει το μεταφραστικό έργο του, που έχει ως άξονα το αρχαίο δράμα.
Η κριτική αρχίζει από το θαυμασμό. Αν δεν θαυμάζεις, αν δεν υψώνεις σε επίπεδο περιωπής μερικά πρόσωπα, μερικά έργα και κάποιες εποχές της ιστορίας ή του πολιτισμού δεν έχεις αξιολογική κλίμακα, γνώμονα, νήμα της στάθμης κοινώς αλφάδι. Μ’ αυτό το θεμελιώδες κριτήριο γράφτηκαν αυτές οι προσωπογραφίες μεγάλων μορφών του θεάτρου μας που με στοίχειωσαν, με μύησαν και με δίδαξαν τι πράγματι σημαίνει η αριστοτελική μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας.
Αυτή η μιμητική πράξις συγκροτείται συνήθως από μερικές συνταρακτικές λεπτομέρειες: μια σημαίνουσα στάση, ένα πυρετικό βλέμμα, μια ανάσα ερωτική και ένας επιθανάτιος ρόχθος, μια απειλητική χειρονομία, μια χαώδης πλάτη και ένα τρυφερό ή απελπισμένο δάγκωμα του κάτω χείλους. Είχα τη μεγάλη εύνοια της εποχής μου να απολαύσω από νεαρής ηλικίας μεγάλους ηθοποιούς σε μεγάλους ρόλους. Ο θαυμασμός μου με οδήγησε στη μελέτη των κωδίκων τους και στην αποκρυπτογράφησή τους. Μαθήτευσα και η κωδικοποίηση των τρόπων τους με βοήθησε να σχηματίσω την αξιολογική κριτική μου κλίμακα. Η κριτική, όποια κριτική, δεν αντλεί τα κριτήριά της από το Απόλυτο. Τα δανείζεται από το έργο ιδιοφυών συνανθρώπων μας: από τον Πλάτωνα, το Σαίξπηρ, τον Ελ. Βενιζέλο, τον Αϊνστάιν και βέβαια την Παξινού, τον Μινωτή, τον Κουν, τον Ροντήρη, την Αρώνη, τον Βέγγο κ.τ.λ.
Αυτούς λάτρεψα και σ’ αυτούς αυτό το αφιέρωμα καίει το θυμίαμά τους. (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου “Προσωπολατρεία”) Θερμά συλλυπητήρια στην κόρη του Εύα και στους λοιπούς.συγγενείς.