Πέθανε η δικαστής Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, 87 ετών, πολύτιμο μέλος της φιλελεύθερης πτέρυγας του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, η οποία αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας τα τελευταία χρόνια.
Ο Ανώτατος Δικαστής Τζον Ρόμπερτς είπε για το θάνατο της Γκίνσμπεργκ: «Το Έθνος μας έχασε μια νομικό ιστορικού επιπέδου. Εμείς στο Ανώτατο Δικαστήριο χάσαμε μια αγαπητή συνάδελφο. Σήμερα θρηνούμε, αλλά είμαστε σίγουροι ότι οι μελλοντικές γενιές θα θυμούνται τη Ρουθ Μπειντερ Γκίνσμπεργκ όπως την γνωρίζαμε εμείς – μια ακούραστη και αποφασιστική πρωταθλήτρια της δικαιοσύνης».
Ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ χαρακτήρισε χθες Παρασκευή «εξαιρετική ζωή» αυτή που έζησε η εκλιπούσα δικάστρια Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, όταν ενημερώθηκε από δημοσιογράφους ενώ έκανε προεκλογική εκστρατεία στη Μινεσότα για τον θάνατό της σε ηλικία 87 ετών.
Ο Τραμπ δεν έκανε την παραμικρή νύξη υπόψιν για το εάν σχεδιάζει να ανακοινώσει κάποια υποψηφιότητα για την αντικατάσταση της Γκίνσμπεργκ, γνωστής με το προσωνύμιο Notorious RBG, η οποία πέθανε εξαιτίας επιπλοκών του μεταστατικού καρκίνου στο πάγκρεας από τον οποίο έπασχε.
Να σημειωθεί πως ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για την προεδρία των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν δήλωσε πως «δεν χωράει καμία αμφιβολία» ότι το ποιο πρόσωπο θα καταλάβει την έδρα που έμεινε κενή στο Ανώτατο Δικαστήριο μετά τον θάνατο της Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ θα πρέπει να το επιλέξει ο νικητής των προεδρικών εκλογών της 3ης Νοεμβρίου.
«Δεν χωράει καμία αμφιβολία –επιτρέψτε μου να γίνω σαφής– ότι οι ψηφοφόροι θα πρέπει να επιλέξουν τον πρόεδρο και ο (σ.σ. επόμενος) πρόεδρος θα πρέπει να επιλέξει τον δικαστικό που η Γερουσία θα κληθεί να εγκρίνει» ώστε να αντικαταστήσει την Γκίνσμπεργκ, έκρινε ο Μπάιντεν όταν ενημερώθηκε στο Νιου Κασλ για την «πολύ λυπηρή» είδηση του θανάτου της δικάστριας, σε ηλικία 87 ετών.
Ενώ απομένουν πλέον λιγότεροι από δύο μήνες ωσότου να διεξαχθούν οι προεδρικές εκλογές, ο θάνατος της Γκίνσμπεργκ αναγγέλλεται την έναρξη σφοδρής πολιτικής μάχης όσον αφορά την πλήρωση της θέσης που άφησε κενή σε αυτόν τον θεσμό-κλειδί για το αμερικανικό πολιτικό σύστημα.
Σύμφωνα μάλιστα με το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο, ο κατάλογος των δυνητικών υποψηφιοτήτων είναι σύντομος και συμπεριλαμβάνει το όνομα τουλάχιστον μιας γυναίκας.
Σύμφωνα μάλιστα με το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο, ο κατάλογος των δυνητικών υποψηφιοτήτων είναι σύντομος και συμπεριλαμβάνει το όνομα τουλάχιστον μιας γυναίκας. Πριν τον θάνατο της Γκίνσμπεργκ ο Τραμπ είχε επιλέξει είκοσι υποψηφίους για το Ανώτατο Δικαστήριο, ανάμεσα στους οποίους ήταν τα ονόματα των Γερουσιαστών Τομ Κότον και Τεντ Κρουζ.
Σύμφωνα μάλιστα με το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο, ο κατάλογος των δυνητικών υποψηφιοτήτων είναι σύντομος και συμπεριλαμβάνει το όνομα τουλάχιστον μιας γυναίκας. Πριν τον θάνατο της Γκίνσμπεργκ ο Τραμπ είχε επιλέξει είκοσι υποψηφίους για το Ανώτατο Δικαστήριο, ανάμεσα στους οποίους ήταν τα ονόματα των Γερουσιαστών Τομ Κότον και Τεντ Κρουζ.
Αξίζει να επισημανθεί πως σύμφωνα με την εγγονή της «επιθυμία της Ρουθ Μπειντερ ήταν να αποσυρθεί, εφόσον ο Ντόναλντ Τραμπ έχανε τις εκλογές». Συγκεκριμένα σύμφωνα με το NPR, η Γκίνσμπεργκ υπαγόρευσε πριν πεθάνει μια δήλωση στην εγγονή της, τονίζοντας πως ο «πιο διακαής πόθος μου είναι να μην αντικατασταθώ προτού αναλάβει νέος πρόεδρος».
Το 2016, ως υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων ο Τραμπ είχε χαρακτηρίσει τη Γκίνσμπεργκ «ακατάλληλη να βρίσκεται στη θέση της λόγω ψυχολογικών προβλημάτων», μετά τις έντονες επικρίσεις της Δικαστού για τον ίδιο.
Ο θάνατός της Γκίνσμπεργκ 50 μερες πριν τις εκλογές αναμένεται να πυροδοτήσει μια έντονη διαμάχη σχετικά με το αν ο πρόεδρος και η Γερουσία υπό την ηγεσία των Ρεπουμπλικανών θα πρέπει να προχωρήσουν στην αντικατάσταση της ή εάν η έδρα πρέπει να παραμείνει κενή μέχρι να ξεκινήσει η νέα προεδρική θητεία. Πρακτικά, ο Τραμπ έχει την σπάνια πολυτέλεια να προτείνει τον τρίτο Ανώτατο Δικαστή (σε μια τετραετία) μετά τους Νιλ Γκορσατς και Μπρετ Καβανο.
Οι επιλογές τις θέσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι από τις σημαντικότερες πράξεις ενός προέδρου δεδομένου ότι οι αποφάσεις τους καθορίζουν τις επόμενες γενιές. Στο Ανώτατο Δικαστήριο θεωρείται ότι υπάρχουν μπλοκ –οι συντηρητικοί και οι φιλελεύθεροι.
Σημειώνεται ότι όταν τον Φεβρουάριο του 2016, έφυγε από τη ζωή ο συντηρητικός Ανώτατος Δικαστής Αντόνιν Σκαλία, οι Ρεπουμπλικανοί, οι οποίοι ήλεγχαν το Κογκρέσο, δεν είχαν επιτρέψει στον τέως πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα να διορίσει εκλεκτό του, τονίζοντας ότι μόνον ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ θα ήταν νομιμοποιημένος να προβεί στον διορισμό.
Ήδη πάντως ο ηγέτης των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία Μιτς Μακόνελ δήλωσε ότι θα υπάρξει ψηφοφορία στο Σώμα για την αντικατάσταση της Γκίνσμπεργκ, αφού πρώτα ο Ντόναλντ Τραμπ προτείνει το όνομα του επόμενου Ανώτατου Δικαστή.
«Είχαμε υποσχεθεί να συνεργαστούμε με τον πρόεδρο Τραμπ και να υποστηρίξουμε το πρόγραμμά του», συμπεριλαμβανομένων «των εξαίρετων επιλογών του για την πλήρωση θέσεων ομοσπονδιακών δικαστών», τόνισε ο Μιτς Μακόνελ σε ανακοίνωση που δημοσιοποίησε. «Για άλλη μια φορά, θα τηρήσουμε την υπόσχεσή μας», συνέχισε, προσθέτοντας πως «θα γίνει ψηφοφορία» στη Γερουσία για να εγκριθεί ο διορισμός, ακόμη κι αν αυτός ανακοινωθεί πριν από τις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου.
Μπορεί λοιπόν, οι Ρεπουμπλικάνοι να έχουν την αριθμητική υπεροχή έναντι των Δημοκρατικών, ωστόσο τουλάχιστον δύο Γερουσιαστές τους, η Λίζα Μαρκαουσκι από την Αλάσκα και Μιτ Ρομνει από τη Γιούτα βρίσκονται συχνά εκτός «κομματικής γραμμής».
Ο Τραμπ, ο οποίος θα διεκδικήσει την επανεκλογή του στο κορυφαίο αξίωμα των ΗΠΑ την 3η Νοεμβρίου, έχει προχωρήσει υπόψιν ήδη σε δύο – πρακτικά ισόβιους – διορισμούς συντηρητικών δικαστικών στο σώμα: αυτόν του Νιλ Γκόρσατς (2017) και αυτόν του Μπρετ Κάβανο (2018).
Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ διαδραματίζει ρόλο καίριας σημασίας στη χάραξη της πολιτικής στη χώρα για κοινωνικά ζητήματα, από τα δικαιώματα των ΛΟΑΔ ως το ζήτημα της οπλοκατοχής, από τις θρησκευτικές ελευθερίες ως τη θανατική ποινή και τις προεδρικές εξουσίες. Ήταν αυτό που νομιμοποίησε εν έτει 1973 τις αμβλώσεις σε όλη τη χώρα, απόφαση που ορισμένοι συντηρητικοί δεν κρύβουν την ανυπομονησία τους να ανατρέψουν· το ίδιο επέτρεψε το 2015 τους γάμους προσώπων του ίδιου φύλου σε όλες τις ΗΠΑ.
Ο Τραμπ – ο οποίος κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας το 2016 είχε απαιτήσει η Γκίνσμπεργκ να παραιτηθεί και την είχε επικρίνει επανειλημμένα – αποκτά πλέον τη δυνατότητα να μεταμορφώσει το Ανώτατο Δικαστήριο περισσότερο από οποιονδήποτε πρόεδρο μετά τον Ρόναλντ Ρέιγκαν, που είχε κάνει επίσης τρεις διορισμούς σε αυτό τα οκτώ χρόνια που έμεινε στην εξουσία το 1980, μετακινώντας το σώμα και τότε προς τα δεξιά. Τόσο ο πρόεδρος, όσο και ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Γερουσίας Μιτς Μακόνελ θεωρούν την αλλαγή ισορροπίας στο Ανώτατο Δικαστήριο προτεραιότητα.
Παρατηρητές εκτιμούν πως ο Τραμπ θα επιλέξει γυναίκα και θα αδράξει την ευκαιρία να συνεγείρει το συντηρητικό ακροατήριό του.
Η αποχώρηση της Γκίνσμπεργκ από το προσκήνιο ενδέχεται να οδηγήσει σε δραματική μεταβολή της ιδεολογικής ισορροπίας στο σώμα, όπου οι συντηρητικοί δικαστικοί είχαν ως εδώ πλειοψηφία 5 έναντι 4, μετακινώντας το Ανώτατο Δικαστήριο ακόμη πιο δεξιά.
Το ζήτημα της αντικατάστασης της «RBG» – το ακρώνυμο του ονόματός της –, όπως αποκαλούσαν πολλοί τη δικάστρια που είχε διορίσει ο Μπιλ Κλίντον, προεξοφλείται πως θα μετατραπεί σε φλέγον ζήτημα της προεκλογικής εκστρατείας.
Κατά τη διάρκεια της πεντηκονταετούς καριέρας της η Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ συνέβαλε με όλες τις δυνάμεις της στην πρόοδο της αμερικανικής κοινωνίας, αρχικά ως μαχητική δικηγόρος και στη συνέχεια ως το πιο φιλελεύθερο από τα μέλη του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Η Γκίνσμπεργκ διορίστηκε από τον Μπιλ Κλίντον στις 25 Δεκεμβρίου 1993 και ήταν μόλις η δεύτερη γυναίκα στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών μετά την Σάντρα Ντέπι Ο’ Κόνορ.
Η Γκίνσμπεργκ γεννήθηκε το 1933 από Εβραίους γονείς σε μια εργατική συνοικία του Μπρούκλιν. Ο πατέρας της ήταν από την Οδησσό. Οι γονείς της μητέρας της ήταν μετανάστες από την Αυστρία. Στο 13 της η Ρουθ έγραψε μια έκθεση για το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που έκανε τεράστια εντύπωση. Αργότερα σπούδασε στο περίφημο Πανεπιστήμιο Κορνέλ, όπου συναντήθηκε και με το μεγαλύτερο θαυμαστή της, το μετέπειτα σύζυγό της, Μάρτιν Γκίνσμπεργκ. Το 1957 άρχισε τις σπουδές της στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ ως μία από τις εννέα γυναίκες μεταξύ των 500 ανδρών.
Η Γκίνσμπεργκ ήταν εκπληκτικά δημοφιλής στις ΗΠΑ, κάτι ιδιαίτερα σπάνιο για οποιοδήποτε μέλος του εννεαμελούς Ανώτατου Δικαστηρίου. Αυτό οφείλεται μάλλον στο ότι η δικαστικός υπήρξε πρωτοπόρος στον αγώνα για τη χειραφέτηση των γυναικών τη δεκαετία του 1970, αλλά και τη στράτευσή της σε άλλα ζητήματα κοινωνικής προόδου, όπως για παράδειγμα οι αμβλώσεις, ή οι γάμοι μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου.
Να σημειωθεί πως το πρόσωπο που θα αντικαταστήσει τη δικάστρια θα πρέπει να εξασφαλίσει την έγκριση της Γερουσίας, όπου οι Ρεπουμπλικάνοι διατήρησαν την πλειοψηφία τους στις ενδιάμεσες εκλογές του 2018.
Πηγή:liberal.gr
+ There are no comments
Add yours