Μια κάποια Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Καμιά φορά και ένα καιρό, αλλά τώρα να πριν λίγο, ήταν ένα μικρό κορίτσι, ωραίο όπως όλα τα εύθραυστα κλαράκια της ηλικίας της, που σα χνούδια ετοιμάζονται να παρασυρθούν από κάθε θρόισμα αέρα. Κοίταζε τα σπυράκια της στο καθρέφτη, ζύγιζε τα κιλά της, τραβούσε τη μύτη της ψηλά, ώσπου την πονούσε, όποτε δεν την έβλεπαν να της αλλάξει σχήμα, άλλαζε τα μαλλιά συνέχεια, χρώμα -κρυφά απ το μπαμπά- και κουρέματα και μετά έκλαιγε γιατί τίποτα δεν της πήγαινε και ήταν άσχημη, έλεγε η κουτή! Ναι, έτσι πίστευε αυτή η μικρή νεραΐδα της ασφάλτου της πόλης, στην άκρη του τσιμέντου, που έμοιαζε το μπαλκονάκι του με κάστρο, όπως θα άξιζε στην κρυστάλλινη ομορφιά της ολοκαίνουργιας ψυχής της. Εκεί σ αυτό το μπαλκονάκι, έβγαινε και έμπλεκε την μυρωδιά του καυσαερίου και των ατμοσφαιρικών ρίπων με το πλατύφυλλο βασιλικό που χε φυτέψει η μάνα της, σε έναν τενεκέ βαμμένο μπλε ηλεκτρικό με πλαστική μπογιάς – αντοχής, για να θυμίζει λίγη ομορφιά, σαν αυτή της νεραϊδίσιας της, του μοναδικού της λουλουδιού που έλαμπε σαν αυγουστιάτικο αστέρι μες στο γκρι της μίζερης, κεντρικής στην πόλη, γειτονιάς. Και τα λεφτά δεν έφταναν. Και μετά βίας έπαιρνε αυτά που ήθελε για να μοιάζει στις ποπ σταρ στο Ινσταγκραμ. Και κάθε πρωί, πριν χαράξει, έπρεπε να ξυπνήσει για το σχολείο και βαριότανε να πάει. Και κουραζόταν μέχρι το μεσημέρι. Και μετά πάλι απόγευμα και διάβασμα και τηλεόραση δυνατά στο σαλόνι, με το μπαμπά να θέλει να δει αθλητικά και τη μάνα της να πλένει πιάτα και να ζητάει καμία ταινία ή εκείνο το ριάλιτι που βλέπουν όλοι. Ο χρόνος δεν περνούσε και όταν αποφάσιζε να ξεσκουντηθεί πάλι σε θλιβερή ελώδη μέρα οδηγούσε. Η Αλίκη -έτσι το λέγανε το κορίτσι μας- άρχισε να αιωρείται στο εσωτερικό της διάστημα, σαν κοσμοναύτης χωρίς σκάφανδρο ασφαλείας, γυρεύοντας το δικό της μέγεθος στο σύμπαν και στην ανείπωτη μοναξιά που ζούσε. Αυτό το βράδυ, πριν κοιμηθεί, είναι και πάλι γαντζωμένη στο καθρέφτη της, έναν μικρό με πλαστικό φούξια κάδρο που χε στερεωμένο στο παλιό λευκό με χρυσές, φαγωμένες άκρες, κομοδίνο της – κληρονομιά απ τη γιαγιά της όταν πέθανε. Πιο πριν είχε τσακωθεί και είχε φωνάξει άλλη μια φορά πως δεν την καταλαβαίνουν και αυτοί φταίνε στους γονείς της. Η μάνα της είχε κάνει τα χείλη μια ευθεία γραμμή απ τη πίκρα, σα περισπωμένη, σαν υπογράμμιση σε ορθογραφικό λάθος στο κομπιούτερ. Ξαπλωμένη, στο παλιό της στενό κρεβάτι, κοίταζε τον καθρέφτη, λοιπόν, απ την μπροστινή του πλευρά που όλο ψέματα της έλεγε, ξεδιάντροπα και ξετσίπωτα, αλλά αυτή δεν το ήξερε. Εβλεπε απόψε, πιο πολύ από ποτέ, πως είναι άσχημη, δεν της αξίζει να χει φίλους, ή αγόρι σαν αυτά στα περιοδικά, στην τηλεόραση, όπως εκείνα που λέγανε τα τραγούδια που της αρέσαν. Παλιοκαθρέφτη! Τον γύρισε και κοίταζε από πίσω του και αν θα μπορούσε θα πήδαγε και εντός του να δει, πόσο αγέλαστη στα αλήθεια καθρεφτιζόταν η ψυχή της. Και άυπνη πάντα, έσβησε το φως να μη βλέπει. Και βούτηξε σε μια αβυσσαλέα τρύπα, κουνελοτρυπα θα την έλεγες άμα την έβλεπες και εσύ από κοντά. Χαζή, μικρή Αλίκη, που γλιστράς την ομορφιά σου;

… Και γκρεμίζονταν, έπεφτε, καταβαραθρωνόταν στο κενό, χτυπώντας στα τοιχώματα της τρύπας, που ίσως να έφτανε ως τα έγκατα της γης, ποιος ξέρει! Ένιωθε τη μύτη της να ματώνει, τα γυμνά της χέρια να γεμίζουν πληγές πάνω στις φλέβες τους και τα πόδια της να γδέρνονται απ τα τοιχώματα της τρύπας που ήταν τόσο σκληρά σα γρανίτης, σα βράχος, σα κρεβάτι χειρουργείου. Και ήταν τόσο κρύα όσο έπεφτε, σαν βελόνα από ένεση σε φορείο ασθενοφόρου. Και σαν να ταν ανοιχτός ο φάρος του σε κίνηση σε λεωφόρο και αυτή μέσα του, παρατηρούσε το μπλε – λιγότερο μπλε – ξανά πολύ, να  γυρνάνε τα χρώματα γύρω της, εναλλάσσωντας την σκοτεινιά και με μια άλλη πιο φοβιστική απ τον ηλεκτρισμό της. Κάποτε άπλωσε το πληγιασμένο της χέρι και πήρε ένα απλό, ω!, φαινόταν ακίνδυνο χαπάκι. Σα μικρή καραμελίτσα! Με έντονο κόκκινο χρώμα! Ένιωσε επιτέλους μεγάλη, με εκτόπισμα, σημαντική, θα μπορούσες να πεις έως και ωραία -αν ποτέ το πίστευε! Ήταν πιο ψηλή απ όλους, πιο σημαντική, εντελλώς οχυρωμένη σα γυάλινος ουρανοξύστης. Μετα μεγάλωσε τόσο που έφτασε στα όρια και μετά γέμισε τον κόσμο και τον ξεπέρασε. Τα πόδια της γίνανε ρίζες κάτω από ηφαίστεια. Τα χέρια της φτάσανε, κεραίες και δορυφόροι, έξω απ την ατμόσφαιρα. Τα ρουθούνια της γεμίσανε θαλασσινό νερό και γίνανε δυο ωκεανοί! «Ω! καλή μου κουνελότρυπα, λαγούμι μου, τούνελ μου κάθετο, σήραγγα μου σα σύριγγα μου, κάνε να γινώ μικρή πάλι». Άλλο χάπι! Ακίνδυνο μικρό πραγματάκι. Σε χρώμα ουρανί! Και ο φάρος γύρω της, να φεγγίζει στα τοιχώματα μπλε – λιγότερο μπλε– ξανά πολύ και ο ήχος από σειρήνες σα φωνές από αρχαία κήτη που επικοινωνούν μυστικά σε υδάτινες αβύσσους, εκεί που φως ήλιου δεν έφτασε ποτέ! Μικραίνει, συρρικνώνεται -ευχαριστεί καλή της κουνελοτρυπα για τα φαρμακωμένα δώρα! Κάποια στιγμή που έφτασε στο κανονικό της προηγουμένης Αλίκης, της μιας κανονικής ζωής πίσω, μέγεθος, χάρηκε τόσο! Ήταν και πάλι ήρεμη σε σχέση με όλα τα μεγέθη και τα χρώματα και τα σχήματα και τους ήχους και την απουσία τους και την κυριαρχία τους. Φχαριστηθηκε τη γεύση από αχλάδι, το δροσερό νερό, γεμιστά που έφτιαξε η μάνα της και της είχε πέσει πολύς ο δυόσμος, μια γουλιά ελληνικό καφέ απ το φλιτζάνι του πατέρα της, με το χοντρό τελείωμα, το μερακλίδικο. Μετά ακούμπησε και εκείνος τα χείλη του να πιεί στο ίδιο σημείο και αναστέναξε ευχαριστημένος. «Αχχχ! Επεσε η ζάχαρη σου μέσα και γλύκανε!». Χάιδεψε και ένα αδέσποτο ασπρόμαυρο γατάκι που γουργούριζε στην αγκαλιά της. Πέρασε και ένα απόγευμα στη θάλασσα που λευκοί γλαροί βουτήξαν στα ρηχά διπλά στο ασημένιο της κορμί στα κύματα και μοσχοβόλαγε πάλι ο βασιλικός στο μπαλκονάκι. Πως ήρθαν πίσω οι μυρωδιές; Πως επέστρεψε ο χρόνος!

Μόνο, που η συρρίκνωση ήταν ανεπίστροφη και η Αλίκη συνέχισε να μικραίνει και να μικραίνει ώσπου κόκκος πανικόβλητος έγινε και κύλησε κάτω απ το κρεβάτι της στην άκρη του χαλιού του διάδρομου, με κίνδυνο να την ρουφήξει η κάθε ηλεκτρική σκούπα καθαριότητας στην επόμενη γενική. Ώσπου να καταλάβει και να μπορέσει κάπου να χωρέσει και να σωθεί και να είναι σαν τους άλλους πήρε πολλά χάπια σε χρώματα γυαλιστερά και εντυπωσιακά. Και όσο ακόμα έπεφτε με δύναμη και με ταχύτητα σ αυτην την κουνελοτρυπα την αβυσσαλέα απορούσε, μα πότε επιτέλους κάπου θα φτάσει και θα σταματήσει αυτή η αναγούλα στο στομάχι της, που απ την πτώση είχε φτάσει στην αρχή του λαιμού της και τα μαλλιά της πιάνονταν στους βράχους και την πονούσαν όπως ξεριζωνόταν και έφταναν πριν απ αυτή σε ένα πολυπόθητο τέλος. Μετα ένα μανιτάρι, εξωτικό, χρωματιστό και φωσφορίζων της υποσχέθηκε πλήρη αποκατάσταση! Αποδείχθηκε πλαστικό και πλαστό. Ένας εκκεντρικός και καλά τύπος, με επικίνδυνα χαμόγελα, νυχτερινός, έντονα βαμμένος, με συλλογή από τρελά κάπελα, την προμήθευε με μαγικά τάχα σκευάσματα που θα  επέσπευδαν την πτώση και επιτέλους θα σταματούσε όλος αυτός ο ίλιγγος.  Αυτός ήταν ο σωτήρας να ξέρει! Εκείνος που είχε όλες τις λύσεις και τις απαντήσεις. Θέλει;… Ηθελε!

Πότε σε κωματώδη κάθοδο και πότε σε κατι εφιαλτικά όνειρα παγιδευμένη, ζούσε με τα τοιχώματα της τρύπας σα να έρχονταν κοντά να την συνθλίψουν ψιθυρίζοντας φρικτές βρισιές και κάποτε να απομακρύνονταν δίνοντας την εντύπωση μια ανελέητης ερήμου με αδυσώπητο φως και ανάσες γεμάτες σκόνη, ξερές σα ξυραφιές στο λαιμό. Κάτι τραπουλόχαρτα, όχι σαν αυτά απ τα περίπτερα, αλλά με εικόνες από κρεμασμένους και τροχούς βασανισμού και πύργους να γκρεμίζονται, μοιάζανε με αιμοσταγή στρατό και ξαφνικά ένας πόλεμος είχε κηρυχθεί και όλοι επρεπε να κρυφτούν μαζί στην κουνελότρυπα. Μόνο που τώρα εκεί μέσα δεν ήταν μόνη της η Αλίκη, αλλά ο Κούνελος είχε γυρίσει σπίτι και φορούσε μάσκα από βινιλ και γέλαγε πλατιά, πρόστυχα και βρωμιάρικα αποκαλύπτοντας σάπια δόντια. Της ζητούσε να φορέσει αλλά ρούχα όλο ανοίγματα και σκισίματα και να κουνιέται μαζί του ρυθμικά σε έναν σκοπό που δεν της άρεσε και τον μισούσε. Δεν υπήρχε εδώ καταφύγιο για θύματα πολέμου. Και ίσως καλυτέρα, αν κάποτε έφτανε στο τέρμα της πτώσης της, στην πρόσκρουση της, η μικρή Αλίκη να προτιμούσε το χαμό από τους βομβαρδισμούς του χάρτινου στρατού, παρά αυτή την όλο ανταλλάγματα ασφάλεια της τρύπας του Κούνελου με τα βινίλ! Το μπλε – λιγότερο μπλε – ξανά πολύ , γύρω της, στα σκοτεινά, όλο γλίτσα, λερά τοιχώματα -χα! γιατί να μην το παραδεχτεί πια!- ήταν από ασθενοφόρο, που την πήγαινε σε κάποια διαδρομή,  αλλά άκουγε και έναν ήχο ολοένα και πιο δυνατό, σαν μέσα απ το σώμα της. Τικ – τακ – τικ – τακ… Θα μπορούσε να ταν η καρδιά της, αν και απ την πολύχρονη της πτώση θα πρεπει να χε σταματήσει εδώ και καιρό… Μήπως ήταν μια εσωτερική ωρολογιακή βόμβα που πάντα της την κουβάλαγε σε έμβρυο στη κοιλιά της;… Τικ – τακ – τακ… και ο χρόνος πάντα ήταν εδώ, μικρή, ανόητη, όμορφη Αλίκη που σου φαινόταν πως δεν περνούσε και πως όταν αποφάσιζε να ξεσκουντηθεί πάλι σε θλιβερή ελώδη μέρα οδηγούσε! Και να που τώρα οδηγεί σε ένα μεγαλειώδες όλο έρεβος, προσωπικό Μπινγκ Μπανγκ, θα εκραγεί σαν πυροτέχνημα μέσα στο κρανίο σου και είναι ο ήχος της πρόσκρουσης σου της ανελέητης σε πόνο, αίμα, βλέννες και τον πνιγμό στον ίδιο σου τον εμετό… Άκου τον πως ξεκινά σαν συριγμός φιδιού προπατορικού και σαν ένρινη κραυγή στο επίκεντρο του αφτιού σου…

Ήταν το ξυπνητήρι  της Αλίκης, λοιπόν που την έσωσε από έναν ταραγμένο ύπνο, όπου έβλεπε πως όλο έπεφτε και τιναζόταν λίγο πριν σπάσει στο έδαφος σαν πορσελάνινη μπλε βοσκοπούλα -ανάμνηση από μπομπονιέρα- που πέφτει απ το πάνω ράφι του σκρίνιου της μαμάς. Τώρα η Αλίκη έχει να διαλέξει ανάμεσα στην μεγέθυνση ή την συρρίκνωση της, στο μετεωρισμού του χρόνου της ή στην ραγδαία του ταχύτητα, στην λύτρωση του καθημερινού ή στον εντυπωσιασμό του απίθανου. Η μάνα της καθαρίζει κρεμμύδια για να τσιγαρίσει κιμά. Δυο σταγόνες ιδρώτα κυλάνε με ίδια αλμύρα από δάκρυα στο πίσω μέρος του λαιμού της, εκεί που δένει σφιχτή αλογοουρά τα άβαφα μαλλιά της. Ο πατέρας της με τα παπούτσια βγαλμένα και τις φλέβες πρησμένες, σα σωλήνες, έχει κοιμηθεί στο στενάχωρο καφέ καναπέ, μπροστά απ τη τηλεόραση που παίζει διαφημίσει. Ο καθρέφτης της είναι ακόμα γυρισμένος ανάποδα! Μπορεί να συνεχίσει να ξυπνά στο κρεβάτι της, το κοριτσίστικο, με τα μοβ ροζ φτηνά αλλά μοσχοβολιστά και καλοσιδερωμένα σεντόνια, ή να συνεχίσει να κοιμάται, ξεχασμένη σε ένα φορείο στην εφημερία γενικού νοσοκομείου, με μυρωδιά από τις ίδιες της τις εκκρίσεις της παντού και παχύρρευστων απολυμαντικών! Μπορεί να συνεχίσει να πέφτει στην κουνελότρυπα χωρίς να υπάρχει τέλος ή να μην βρήκε την είσοδο της ποτέ, να αγνόησε ότι πέρασε από μπροστά της, δίπλα στην γυάλινη διπλή πόρτα της πολυκατοικίας της. Αυτή αποφασίζει λοιπόν τη δική της εκδοχή του τέλους. Κάθε τέλους. Πριν το και «ζήσαν κάποιοι καλά και η Αλίκη μας έζησε τη ζωή που της αξίζει. Τη ζωή της. Σκέτο. Τη ζωή απλά…

Πηγή:spotlightpost.com

About Post Author

+ There are no comments

Add yours