Η ιστορία του ”Eve Of Destruction” του Barry McGuire

του Κωνσταντίνου Παυλικιάνη

Το «Eve Of Destruction» περιλαμβάνεται στον ομώνυμο δίσκο του Barry McGuire, που κυκλοφόρησε το 1965.

Πρόκειται για ένα folk rock/pop τραγούδι διαμαρτυρίας, το οποίο έγραψε ο 19χρονος τότε Αμερικανός τραγουδοποιός P.F. Sloan πραγματευόμενος τόσο το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων εκείνης της εποχής όσο και τον πόλεμο του Βιετνάμ. 

Ο P.F. Sloan ήταν πρώην μουσικός των αστέρων της surf-pop Jan & Dean και ασήμαντο μέλος μίας ομάδας μουσικών που ηχογραφούσαν στο Los Angeles και οι οποίοι έγιναν αργότερα γνωστοί ως Wrecking Crew. Όταν ο P.F. Sloan έγραψε αυτό το τραγούδι, μαζί με τον Steve Barri αποτελούσαν το surf-rock δίδυμο των Fantastic Baggys. Ο Sloan άκουγε τη μουσική folk τραγουδιστών όπως του Bob Dylan και του Woody Guthrie, κάτι που τον οδήγησε σε αλλαγή κατεύθυνσης στη σύνθεση των τραγουδιών του καθώς και στην αλλαγή του καλλιτεχνικού του ονόματος, αφού μέχρι τότε ήταν γνωστός ως Phil Sloan. Ξεκίνησε, λοιπόν, να γράφει τραγούδια διαμαρτυρίας και ένα βράδυ, σε μια έκρηξη έμπνευσης, έγραψε πέντε τραγούδια, μεταξύ των οποίων και μία ζοφερή ανάλυση των συνεπειών του πολέμου και του μίσους που ονόμασε «Eve Of Destruction». Για το τελευταίο, ο P.F. Sloan πιστώνει την έμπνευσή του στις θρησκευτικές του σπουδές. Γεννημένος ως Phil Schlein από Εβραίους γονείς, λίγο μετά το Μπαρ Μιτσβά σπούδασε Καμπάλα, έναν κλάδο του Ιουδαϊσμού. Ο τίτλος «Eve Of Destruction» επιλέχθηκε από τους τίτλους ειδήσεων της εποχής και βασιζόταν στην εντατική μελέτη του εβραϊκού μυστικισμού. 

P.F. Sloan: Το τραγούδι ήταν ένα θείο δώρο. Μου δόθηκαν πληροφορίες για την ιστορία του κόσμου μέσω αυτού του τραγουδιού -όχι ότι αυτό είναι ασυνήθιστο στον μυστικιστικό Ιουδαϊσμό. Ήταν ένα υπέροχο δώρο να μου δοθεί στα 19 μου. Ήξερα ότι ήταν ξεχωριστό και ήξερα ότι θα άλλαζε τα πράγματα

Οι στίχοι του τραγουδιού σχετίζονται με τα πολιτικά ζητήματα της εποχής του, όπως ο Πόλεμος του Βιετνάμ, η επιστράτευση, η απειλή του πυρηνικού πολέμου, το Κίνημα Πολιτικών Δικαιωμάτων, η αναταραχή στη Μέση Ανατολή και το αμερικανικό διαστημικό πρόγραμμα. Το τραγούδι εναντιώνεται στον ρατσισμό, την υποκρισία και την αδικία σε μια εκρηκτική στιγμή της αμερικανικής ιστορίας. Η δολοφονία του προέδρου των Η.Π.Α., John F. Kennedy, που συνέβη το 1963, άσκησε μεγάλη επιρροή στον στίχο. Όμως και το 1965 ήταν μία ιδιαίτερα σημαντική χρονιά. Ήταν η χρονιά κατά την οποία δολοφονήθηκε ο Malcolm X, στάλθηκαν αμερικανικά στρατεύματα στο Βιετνάμ, ξέσπασαν αντιπολεμικές διαδηλώσεις, οι διαμαρτυρόμενοι για τα πολιτικά δικαιώματα δέχθηκαν επίθεση από στρατιώτες της πολιτείας της Alabama και, γενικά, υπήρχε στον αέρα μια συλλογική αίσθηση αβεβαιότητας και καταστροφής. 

Το τραγούδι αντιτίθεται σχεδόν στα πάντα, που έκανε η αμερικάνικη κυβέρνηση εκείνη την εποχή: πόλεμο στο Βιετνάμ, ράλι εξοπλισμών, διαστημικό πρόγραμμα, οικονομική πολιτική. Ενώ αποφεύγει κάθε άμεση αναφορά στο Βιετνάμ, το «Eve Of Destruction» αναφέρεται στον «ανατολικό κόσμο που εκρήγνυται» («The Eastern world, it is explodin’ / Violence flarin’ bullets loadin’»). Ο «ανατολικός κόσμος» είναι η ανατολική Ασία που βρισκόταν στη μέση πολλών κομμουνιστικών επαναστάσεων, με πιο αξιοσημείωτη αυτή στο βόρειο Βιετνάμ που υποστηρίχθηκε από την Κίνα και τη Σοβιετική Ένωση.  

Το τραγούδι αναφέρει επίσης αρκετές συγκρούσεις και αγώνες της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου. Οι στίχοι του Sloan τονίζουν ένα κρίσιμο επιχείρημα του κινήματος κατά του πολέμου στο Βιετνάμ: ότι πολλοί νεαροί στρατιώτες που κατατάχθηκαν στον πόλεμο δεν είχαν καν δικαίωμα ψήφου. Το τραγούδι απευθύνεται κυρίως στους νέους καθώς η κύρια αναφορά, έστω και έμμεση, υποκρυπτόταν στον στίχο «είσαι αρκετά μεγάλος για να σκοτώνεις, αλλά όχι για να ψηφίζεις». Συγκεκριμένα, ο στίχος «You’re old enough to kill, but not for votin’» αναφέρεται στον νόμο των Η.Π.Α. που απαιτούσε την εγγραφή για την επιστράτευση στην ηλικία των 18 ετών ενώ την ίδια στιγμή στις περισσότερες πολιτείες οι πολίτες αποκτούσαν δικαίωμα ψήφου στα 21, γεγονός που ενθάρρυνε τη συζήτηση για το δικαίωμα ψήφου στις Η.Π.Α. Κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ, αυξήθηκε η υποστήριξη για τη μείωση του ορίου ηλικίας για το δικαίωμα ψήφου, καθώς πολλοί νέοι στάλθηκαν στον πόλεμο αλλά τους αρνούνταν τη συμμετοχή στην πολιτική διαδικασία. Μπορούσαν να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν αλλά δεν είχαν δικαίωμα να ψηφίσουν. Το 1971, με την 26η τροποποίηση του Συντάγματος των Η.Π.Α., μειώθηκε το όριο ηλικίας στα 18 -όταν πια ήταν πολύ αργά γι’ αυτούς που δεν επέστρεψαν από το Βιετνάμ. Ο Barry McGuire ισχυρίστηκε ότι κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στο Κογκρέσο, σχετικά με την τροπολογία, έγινε αναφορά στο τραγούδι. 

Ο στίχος «You don’t believe in war, what’s that gun you’re totin’» θα μπορούσε να κοροϊδεύει τις Η.Π.Α. συνολικά επειδή ταυτόχρονα ισχυρίζονται ότι επιδιώκουν την ειρήνη ενώ διεξάγουν πολέμους σε όλο τον κόσμο. Όμως θα μπορούσε ενδεχομένως να απευθύνεται σε άτομα που διαμαρτύρονται για τον πόλεμο, αλλά κατέχουν όπλα για την προσωπική τους ασφάλεια: όχι με την πρόθεση να προκαλέσουν κακό σε κανέναν, εκτός αν είναι απολύτως απαραίτητο, αλλά παρόλα αυτά, αν έχεις όπλο στο σπίτι σου, υπάρχει πιθανότητα να πάει κάτι πολύ λάθος. 

Εκτός, όμως, από τα θέματα που αφορούσαν τις Η.Π.Α., το «Eve Of Destruction» είχε και μερικές δυσοίωνες διεθνείς προεκτάσεις. Ο στίχος «And even the Jordan River has bodies floatin’» αποτελεί μία μεταφορά για να τονίσει τη δεινή κατάσταση, υπονοώντας ότι ακόμα και στον πιο ιερό χώρο μπορεί κανείς να βρει πτώματα. Η επιλογή του συγκεκριμένου χώρου δεν είναι τυχαία καθώς από τον Νοέμβριο του 1964 έως τον Μάιο του 1967 υπήρξε μία σειρά αντιπαραθέσεων μεταξύ του Ισραήλ και των Αράβων γειτόνων του για τον έλεγχο των πηγών νερού στη λεκάνη απορροής του ποταμού Ιορδάνη. Δεν φαίνεται να υπήρξαν θάνατοι απευθείας από αυτή τη σύγκρουση, αλλά ήταν ένας παράγοντας στην κλιμάκωση των εντάσεων που οδήγησαν στον σαφώς πιο αιματηρό Πόλεμο των Έξι Ημερών (1967).

Το μήνυμα είναι πολύ σαφές: ο κόσμος θα εκραγεί κι όλοι εμείς είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε.  

Ο στίχος «If the button is pushed, there’s no runnin’ away» είναι μία αναφορά στον φόβο του πυρηνικού πολέμου και στην Αμοιβαία Εξασφαλισμένη Καταστροφή (Mutually Assured Destruction ή MAD), επεκτείνοντας τη θεματολογία του τραγουδιού στην ευρύτερη διαμάχη του Ψυχρού Πολέμου και αντανακλώντας τους φόβους για πυρηνικό πόλεμο με το πάτημα ενός κουμπιού. Άλλωστε τότε ήταν ακόμα νωπή η μνήμη από την κρίση των πυραύλων της Κούβας (1962) και υπήρχε διάχυτος ο φόβος του πυρηνικού πολέμου. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Σοβιετικοί είχαν βαλίτσες με κουμπί που τους έδινε τη δυνατότητα να εκτοξεύσουν τα πυρηνικά τους όπλα, ο ένας έναντι του άλλου. Εδώ ο P.F. Sloan απηχεί την κοινή πεποίθηση ότι αν ξεκινήσει ένας πυρηνικός πόλεμος, ολόκληρος ο πλανήτης θα καταστραφεί και ολόκληρη η ανθρωπότητα θα αφανιστεί. 

Τίθεται επίσης το ζήτημα των πολιτικών δικαιωμάτων. Με τον στίχο «handful of senators don’t pass legislation», καταλαβαίνει κανείς ότι κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ. Δεδομένου και του επόμενου στίχου, αυτή είναι μια αναφορά στη νομοθεσία για τα πολιτικά δικαιώματα, η οποία για πολλά χρόνια εμποδιζόταν στη Γερουσία των Η.Π.Α. από ένα συνασπισμό γερουσιαστών από τις νότιες πολιτείες.

Ακολουθεί ο στίχος «and marches alone can’t bring integration» προωθώντας την ιδέα ότι οι πορείες από μόνες τους δεν μπορούν να φέρουν την ολοκλήρωση. Το 1965 έγιναν πολλές πορείες που έκαναν όντως τη διαφορά καθώς ψηφίστηκε ο νόμος για το δικαίωμα ψήφου.

Στο τέταρτο κουπλέ, ο στίχος «Think of all the hate there is in Red China» κάνει αναφορά στο γεγονός ότι οι κομμουνιστές έχουν επιβάλει βίαια την ιδεολογία τους στην Κίνα από τότε που ανέλαβαν την εξουσία το 1949. Υπολογίζεται ότι πάνω από 25.000.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας αυτού του γεγονότος. 

Ακολουθεί η αναφορά στη Σέλμα της Αλαμπάμα, που παραπέμπει στις πορείες για τα πολιτικά δικαιώματα από τη Σέλμα στο Μοντγκόμερι τον Μάρτιο του 1965. Μία πορεία αντιμετωπίστηκε με βία από τις τοπικές αρχές και οι πορείες συνεχίστηκαν με επικεφαλής τον Martin Luther King. Η αυξημένη δημόσια υποστήριξη υποχρέωσε το Κογκρέσο να εγκρίνει την ίδια χρονιά τον Νόμο για το δικαίωμα ψήφου. 

Ο στίχος «You may leave here for four days in space, but when you return it’s the same old place» αναφέρεται στην αποστολή του Gemini 4, τον Ιούνιο του 1965, η οποία διήρκεσε λίγο περισσότερο από τέσσερις ημέρες. Όπως, όμως, λέει ο στίχος, το να φύγεις από τον κόσμο δεν είναι αρκετά μακριά για να αποφύγεις το χάος που υπάρχει τριγύρω.

Ο στίχος «The pounding of the drums, the pride and disgrace» αναφέρεται στη δολοφονία του John F. Kennedy και τη φιλαρμονική που έπαιζε καθώς η σωρός του μεταφερόταν αργά στο Εθνικό Κοιμητήριο του Arlington.

Αυτό το τραγούδι είναι πολύ της εποχής του και είναι γεμάτο με συγκεκριμένες αναφορές σε μεγάλα παγκόσμια γεγονότα, έχοντας έναν καλό και συμπαγή στίχο που θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος του «We Didn’t Start The Fire» του Billy Joel.

Ο Sloan δεν καλεί ποτέ ενεργά σε αλλαγή ή σε πορεία στους δρόμους. Είναι περισσότερο ένα τραγούδι ότι ο κόσμος πάει κατά διαόλου, μια λιτανεία αρνητικών πραγμάτων, μερικά από τα οποία είναι εντελώς διαχρονικά: «Hate your next door neighbor, but don’t forget to say grace». Ο στίχος αυτός αναφέρεται στην απλή υποκρισία των ανθρώπων που πιστεύουν ότι το να είναι θρησκευόμενοι τούς απαλλάσσει από τον φανατισμό και τον ρατσισμό τους. 

Σε έναν κόσμο που άλλαζε γρηγορότερα απ’ ό,τι μπορούσε να καταλάβει ο καθένας, το «Eve Of Destruction» είναι ένα καθαρτήριο ξέσπασμα παραπόνων. Το τραγούδι, λέει ο Sloan, είναι ουσιαστικά μια συζήτηση με τον Θεό, με τον Sloan να εκφράζει την απογοήτευσή του για «όλον αυτό τον τρελό κόσμο» και τον Θεό να του απαντά ότι πρέπει να το ξεπεράσει («You tell me over and over and over again…»).   

P.F. Sloan (συνέντευξη στη Jewish Journal Of Greater Los Angeles): Είναι ένας ατελείωτος χορός γύρω από την κόψη του ξυραφιού για το τι λέει ο Θεός κάθε φορά που τραγουδάω αυτό το τραγούδι. Μου λέει: «Μην πιστεύεις ότι είμαστε στην παραμονή. Δεν πρόκειται να το επιτρέψω». Και άλλες φορές, όταν το τραγουδάω, λαμβάνω το μήνυμα ότι θα επιτρέψει την καταστροφή. Κάθε φορά που το τραγουδάω, έχω μια εικόνα για το τι συμβαίνει.

Το «Eve Of Destruction» προσφέρθηκε στους Byrds ως πιθανό single στο στυλ των διασκευών τους στα τραγούδια του Bob Dylan, αλλά το απέρριψαν. Ο Sloan το πρόσφερε επίσης στους Turtles, οι οποίοι ηχογράφησαν πολλά από τα τραγούδια που απέρριψαν οι Byrds. Πράγματι ηχογράφησαν το τραγούδι αλλά τους πρόλαβε ο Barry McGuire.

Γεννημένος στην Οκλαχόμα και μεγαλωμένος στην Καλιφόρνια, αυτός ο τύπος με τη φωνή βατράχου και το κούρεμα Playmobil είχε εργαστεί ως ψαράς και υδραυλικός και στη συνέχεια βρέθηκε να παίζει σε διάφορα club στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ο McGuire προερχόταν από τους κύκλους της folk μουσικής, αλλά, πιο συγκεκριμένα, από αυτούς της folk-pop. Σύντομα, εντάχθηκε στους New Christy Minstrels, ένα folk σύνολο που είχε υπογράψει στην Columbia Records, κι έτσι ξεκίνησε την καριέρα του συμμετέχοντας σε ηχογραφήσεις και περιοδείες. Οι New Christy Minstrels  βοήθησαν επίσης στην έναρξη της καριέρας του Kenny Rogers, του Gene Clark των Byrds και της τραγουδίστριας Kim Carnes. Ο McGuire τραγούδησε μερικές από τις επιτυχίες του συγκροτήματος («Green, Green», «Saturday Night» κ.ά.) πριν αποφασίσει ν’ ακολουθήσει σόλο καριέρα.

Αφού ο Barry έφυγε από τους Christys, ήταν δύσκολο να βρεθεί δουλειά. Πέρασε τον χειμώνα και μέρος της άνοιξης του 1965, ερχόμενος σε επαφή με παραγωγούς, χωρίς αποτέλεσμα. Αλλά τον Απρίλιο, πήγε στο Ciro’s, στο Los Angeles, για να δει τους παλιούς του φίλους, τον Roger McGuinn και τον Gene Clark, μέλη των Byrds, οι οποίοι γιόρταζαν την κυκλοφορία του single «Mr. Tambourine Man». Ο Bob Dylan ήταν εκεί, όπως και ο παραγωγός Lou Adler. Κατά τη διάρκεια του show, ο Barry είδε έναν τύπο στην πίστα να χορεύει πάνω-κάτω κοιτάζοντας ψηλά το ταβάνι. Έτσι αποφάσισε να το δοκιμάσει κι ο ίδιος και χοροπηδούσε στην πίστα. Ο Lou Adler τον εντόπισε και του είπε:

Εσύ δεν είσαι ο McGuire;

– Ναι.

– Λοιπόν, κάνεις κανένα τραγούδι;

– Ε, όχι πρόσφατα.

– Θα ήθελες;

– Ναι.

– Έλα στο γραφείο μου την επόμενη εβδομάδα. Έχω μερικές μελωδίες που νομίζω ότι μπορεί να σου αρέσουν.

Ο Lou Adler ήταν ένας άνθρωπος που γνώριζε τη μουσική βιομηχανία μέσα κι έξω. Είχε γράψει τραγούδια για ανθρώπους όπως ο Sam Cooke, ήταν ένας από τους manager των Jan & Dean και είχε εργαστεί σε μουσικές εκδοτικές εταιρείες και για διάφορες δισκογραφικές. Το 1965 ο Adler, μαζί με τον Jay Lasker και τον Bobby Roberts, είχαν ξεκινήσει μια εκδοτική εταιρεία με το όνομα Trousdale και μία εταιρεία παραγωγής με το όνομα Dunhill. Ο P.F. Sloan και ο Steve Barri δούλευαν για τον Adler ως τραγουδοποιοί και μουσικοί. Ο Lou σύστησε τον Barry στον Phil Sloan, ο οποίος έγραφε πλέον τραγούδια που περιείχαν σοβαρά κοινωνικά μηνύματα γεννημένα από μια συντριπτική αίσθηση απογοήτευσης, αηδίας και αγανάκτησης για το σύστημα και τον τρόπο που πήγαιναν τα πράγματα στον κόσμο. 

Lou Adler (στο περιοδικό Melody Maker, 1972): Δεν νομίζω ότι ήταν αντίγραφο από κάτι. Του έδωσα [του Sloan] ένα ζευγάρι μπότες και ένα καπέλο καθώς και ένα αντίτυπο του δίσκου του Dylan [«Bringing It All Back Home»]. Μία εβδομάδα αργότερα, επέστρεψε με 10 τραγούδια, συμπεριλαμβανομένου του «Eve Of Destruction». Ήταν το πρώτο rock ‘n’ roll τραγούδι διαμαρτυρίας και ο Sloan το κατέθεσε με πολύ απλά λόγια, όχι όπως το έκαναν οι άνθρωποι της folk. Αν ακούσεις το τραγούδι σήμερα, αντέχει μέχρι τέλους – είναι τα ίδια προβλήματα. Είναι σίγουρα ένα ειλικρινές συναίσθημα από έναν 16χρονο

Ο Barry ήταν έτοιμος να αρχίσει να ερμηνεύει τραγούδια που αντανακλούσαν αυτές τις ιδέες και αυτά τα συναισθήματα. 

Barry McGuire: Έφυγα από τους Christys, για να είμαι ο εαυτός μου. Ένιωθα ότι υπήρχαν καλύτερα πράγματα να ειπωθούν. Οι Christys έχουν μια συγκεκριμένη εικόνα. Εγώ δεν έχω. Έφυγα αναζητώντας απαντήσεις. Ήμουν σ’ ένα είδος πνευματικής, φιλοσοφικής αναζήτησης εκείνη την εποχή. Περνούσαμε απ’ όλο αυτό το κοινωνικό ζήτημα και την αναστάτωση μέσα μας. Γιατί να μην κάνουμε αυτό; Γιατί να μην κάνουμε το άλλο; Πώς και πρέπει να το κάνουμε αυτό; Ποιος το λέει ότι πρέπει να το κάνουμε; Και μετά αρχίσαμε να φτάνουμε στο, λοιπόν, ποια είναι η βασική απόλυτη αλήθεια και τι είναι η ζωή; Τι είναι το σύμπαν; Από που προήλθε; Πού πάει; Τι υπάρχει στην άλλη πλευρά του θανάτου; Τι υπήρχε πίσω από τη γέννηση; Το «Eve Of Destruction» ήταν απλά μια συνέχεια αυτού του δρόμου. Τουλάχιστον ένιωσα ότι μπορούσα να συγκεντρώσω όλα τα προβλήματα και σκέφτηκα ότι αυτό έκανε ο Phil στο τραγούδι. Όλα τα προβλήματα αλλά καμία απάντηση

Σε αντίθεση με τα χαρούμενα τραγούδια των Christys, το «Eve Of Destruction» ήταν μια σοβαρή, προφητική προειδοποίηση για την επικείμενη αποκάλυψη. Ήταν ένα τραγούδι που εξέφραζε τις απογοητεύσεις και τους φόβους των νέων στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, του Βιετνάμ και της κούρσας των εξοπλισμών.

Τον Μάιο του 1965, ο Barry υπέγραψε με την Dunhill Records ως σόλο καλλιτέχνης και στις 15 Ιουλίου 1965 ηχογράφησε το «Eve Of Destruction», με παραγωγούς τον Lou Adler, τον P.F. Sloan και τον Steve Barri, με το σκεπτικό να μπει στη β’ πλευρά του πρώτου του single. 

Ο P.F. Sloan έπαιξε ακουστική κιθάρα, ο Larry Knechtel (των Wrecking Crew) μπάσο και ο θρυλικός Hal Blaine (επίσης των Wrecking Crew) έπαιξε drums -μάλιστα το θεωρούσε ένα από τα αγαπημένα του τραγούδια. Ο Blaine έχει παίξει σε τραγούδια των Simon & Garfunkel, Frank Sinatra, Beach Boys και πολλών άλλων. 

Ο Barry θυμάται ότι το τραγούδι ηχογραφήθηκε κατά την πρώτη του συνεδρία για τη δισκογραφική. Μάλιστα ηχογραφήθηκε σε μία λήψη, καθώς έμεναν μόνο τριάντα λεπτά για την ηχογράφηση. Με μια τεταμένη και ωμή φωνή, ο Barry McGuire ερευνά ένα κλίμα όπου τίποτα δεν έβγαζε νόημα και όπου φαινόταν ότι ο κόσμος κατέρρεε: «The human world is disintegratin’ / This whole crazy world is just too frustratin’». Τα φωνητικά του McGuire ηχογραφήθηκαν ως μια πρόχειρη λήψη και δεν προορίζονταν για την τελική εκδοχή. Η φωνή του ήταν βραχνή και κουρασμένη, αλλά ο παραγωγός Jay Lasker τη λάτρεψε και χρησιμοποίησε αυτή τη λήψη. Ο Lasker πήγε την πρόχειρη λήψη στον ραδιοφωνικό σταθμό KFWB του Los Angeles, όπου παίχτηκε για πρώτη φορά. Το τραγούδι γνώρισε αμέσως επιτυχία, με αποτέλεσμα να μην ηχογραφηθεί ποτέ το πιο προσεγμένο φωνητικό μέρος.

Ο McGuire θυμάται ότι το «Eve Of Destruction» ηχογραφήθηκε σε μία λήψη μία Τρίτη πρωί (15 Ιουλίου), με τον ίδιο να διαβάζει τους στίχους γραμμένους βιαστικά σ’ ένα τσαλακωμένο χαρτί. Ίσως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι τα έκανε μαντάρα στον στίχο «You can’t twist the truth», τον οποίο τραγούδησε ως «I can’t twist the truth». Ο McGuire είπε, επίσης, ότι στις 7 το πρωί της επόμενης ημέρας έλαβε ένα τηλεφώνημα από τη δισκογραφική εταιρεία, λέγοντάς του να ανοίξει το ραδιόφωνο όπου έπαιζε το τραγούδι.     

Barry McGuire: Πήρα τους στίχους που τους είχα στην τσέπη μου επί μία περίπου εβδομάδα. Τους ίσιωσα και γράψαμε τις συγχορδίες σ’ ένα κομμάτι καφέ χαρτί, όπου κάποιος είχε μέσα λίγο κοτόπουλο ή κάτι τέτοιο, και διπλώσαμε μερικές τσακίσεις. Τις κρεμάσαμε στα αναλόγια και το περάσαμε δύο φορές. Έπαιζαν κι εγώ διαβάζω τις λέξεις από αυτό το ζαρωμένο χαρτί. Τραγουδάω «Yeah, my blood’s so mad, feels like coagulatin’…», αυτό το μέρος που πάει «Ahhhhhh, can’t twist the truth» και ο λόγος που κάνω «ahhhhhh» είναι επειδή έχασα τη θέση μου στη σελίδα. Ο κόσμος έλεγε: «Φίλε, ακουγόσουν πραγματικά απογοητευμένος όταν τραγουδούσες». Ε, λοιπόν, ήμουν. Δεν μπορούσα να δω τις λέξεις. Ήθελα να ηχογραφήσω ξανά το φωνητικό κομμάτι και ο Lou είπε:

Είμαστε εκτός χρόνου. Θα επιστρέψουμε την επόμενη εβδομάδα και θα κάνουμε το φωνητικό κομμάτι.

Ε, μέχρι το επόμενο Σαββατοκύριακο, το κομμάτι κυκλοφόρησε. Την επόμενη Δευτέρα παιζόταν από τον No 1 rock μουσικό σταθμό στο Los Angeles και ήταν απίστευτο αυτό που συνέβη. Απλά, εκτινάχθηκε. 

Steve Barri (συμπαραγωγός, συνέντευξη στο Forbes): Ορκίζομαι στον Θεό, αυτή η ιστορία είναι απίστευτη. Για να είμαι ειλικρινής, όλο είναι του Phil [Sloan]. Του έδωσα έναν τίτλο, «Nothing Changes», που ξεκίνησε ως ρομαντικό πράγμα. Είχα γράψει τους στίχους «You can leave here for four days in space / but when you return, it’s the same old place / Nothing changes». Επέστρεψε την επόμενη μέρα με το «Eve Of Destruction». Ήταν τόσο απλό. Δεν τα γράφαμε όλα απαραίτητα μαζί, αλλά πάντα μοιραζόμασταν τα credits. Θεωρήσαμε ότι ήταν ένα δυνατό τραγούδι, διαφορετικό από οτιδήποτε είχαμε γράψει πριν, οπότε το πήγαμε στον Lou Adler, τον εκδότη μας. Έτυχε να ηχογραφεί έναν δίσκο με τον Barry McGuire εκείνη την εποχή και ήθελε να κάνουμε ένα demo το κομμάτι με τον Barry, για να το χρησιμοποιήσουμε ίσως ως τη β’ πλευρά του πρώτου του single. Πήγαμε στο στούντιο αργά εκείνο το βράδυ. Ο Barry δεν ήξερε καν το τραγούδι. Του δώσαμε ένα φύλλο με τους στίχους και του ζητήσαμε να το παραδώσει σαν ένα πρόχειρο κομμάτι, με την ιδέα ότι θα το ηχογραφούσαμε πλήρως αργότερα. Έφερα ένα αντίγραφο από μπομπίνα σε μπομπίνα την επόμενη μέρα και το έπαιξα στο γραφείο μου. Ο Jay Lasker, πρόεδρος της Dunhill Records, το άκουσε και ζήτησε να το δανειστεί. Τρεις ώρες αργότερα, όλοι φώναζαν και ούρλιαζαν. Ο Jay είχε δώσει το αντίγραφο σε έναν από τους τύπους της προώθησης, ο οποίος το πήγε σ’ έναν ραδιοφωνικό σταθμό του Los Angeles, τον KFWB νομίζω, για να δει αν θα έπαιζαν ποτέ έναν τέτοιο δίσκο. Αυτοί, όχι μόνο το άκουσαν, αλλά το έβγαλαν στον αέρα χωρίς καν να το ξέρουμε! Ο Lou, ενώ έμπαινε στο γραφείο, το άκουσε στο ραδιόφωνο. Ήταν τσαντισμένος. Καλέσαμε, λοιπόν, τον KFWB και τους είπαμε να το κατεβάσουν, ότι έπρεπε ακόμα να το μιξάρουμε, να το τελειώσουμε, μπλα, μπλα, μπλα… Είπαν ότι ήταν εντάξει αλλά ότι δεν επρόκειτο να σταματήσουν να το παίζουν -εκείνη την στιγμή ήταν το τραγούδι με τη μεγαλύτερη ζήτηση, ξεπερνώντας ακόμη και έναν δίσκο των Beatles. Αυτό δείχνει πόσο έξυπνοι είμασταν στον σχεδιασμό του «Eve Of Destruction» (γέλια). Έθιξε ένα ευαίσθητο θέμα, υποθέτω, και έσκασε ακριβώς έτσι. Πρώτα απ’ όλα, ο Barry McGuire ήταν τέλειος. Ήταν καταπληκτική η ζωή που είχε ήδη κάνει. Μας είπε μερικές ιστορίες. Το πάθος προερχόταν από αυτόν και τον Phil. Εγώ ήθελα απλά να γράψω επιτυχίες εκείνη την εποχή, όχι να κάνω μια πολιτική δήλωση. Αλλά, ταυτόχρονα, το υποστήριξα απόλυτα. Το τραγούδι έχει κάνει πολλά χρήματα για μένα όλα αυτά τα χρόνια, αλλά πάντα λέω με κάθε ειλικρίνεια ότι ήταν ιδέα του Phil. Παρεμπιπτόντως, ο Phil είχε γράψει πολύ λίγους στίχους για τα τραγούδια μας μέχρι τότε. Συνήθως έγραφε τη μελωδία κι εγώ τα λόγια.    

Όπως αποδείχθηκε, ένας φωτογράφος και διαφημιστής δίσκων με το όνομα Ernie Farrell επισκέφτηκε το γραφείο του Lou Adler στις 16 Ιουλίου, για να δει αν ο Lou είχε δίσκους να προωθήσει, και πήρε μερικά 45άρια από το γραφείο χωρίς ο Lou να το γνωρίζει. Εκείνο το απόγευμα, ο Farrell είχε προγραμματίσει να τραβήξει φωτογραφίες σε ένα πάρτι γενεθλίων στο σπίτι του διευθυντή προγράμματος του KFWB. Ο Farrell έβγαζε φωτογραφίες και κάποια στιγμή πήγε να πάρει φλας από το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Εκεί είχε και τα 45άρια και αποφάσισε να τα πάρει κι αυτά για να τα παίξει στα παιδιά. Δεν βρήκε κάποια ανταπόκριση σε κανένα από αυτά, μέχρι που ο Farrell έπαιξε το «Eve Of Destruction». Του ζητούσαν να το παίξει επανειλημμένα και τα παιδιά πήγαν στον πατέρα τους ζητώντας του να ακούσει το τραγούδι. Αυτός τηλεφώνησε στον KFWB και είπε:

Έχω την επιτυχία της επόμενης εβδομάδας!

Οι άνθρωποι της Dunhill έσπευσαν να πάρουν τη μοναδική λήψη του «Eve Of Destruction» πίσω στο στούντιο, για να ετοιμάσουν το τραγούδι για άμεση κυκλοφορία, αλλά ο Barry McGuire δεν ήταν κοντά εκείνο το Σαββατοκύριακο, ώστε να ηχογραφήσει ξανά το τραγούδι, κι έτσι αυτό μιξαρίστηκε, τυπώθηκε και στάλθηκε αμέσως για κυκλοφορία στις 26 Ιουλίου. Ο Barry, λοιπόν, δεν είχε ξανά την ευκαιρία να ηχογραφήσει τα φωνητικά.    

Εκείνον τον Ιούλιο, του 1965, καθώς το «Unchained Melody» των Righteous Brothers και το «Do You Believe In Magic» ανέβαινε στα charts, το «Eve Of Destruction» ήρθε να ταρακουνήσει τους ακροατές της pop σε όλο τον κόσμο δείχνοντας μία σκληρή πραγματικότητα. Τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης βοήθησαν, άθελά τους, το τραγούδι στο να γίνει δημοφιλές χρησιμοποιώντας το ως παράδειγμα του λάθους δρόμου που έπαιρνε η νεανική κουλτούρα της εποχής. Λόγω των αμφιλεγόμενων και αντικυβερνητικών στίχων, πολλοί ραδιοφωνικοί σταθμοί στο Σικάγο, την Ουάσιγκτον, τη Βαλτιμόρη και το Μέμφις,  αρνήθηκαν να παίξουν το τραγούδι, καθώς το θεώρησαν «αριστερή προπαγάνδα» και ισχυριζόμενοι ότι βοηθά τον εχθρό στο Βιετνάμ. 

Johnny Carr (drummer των Zoo): Η σκιά του Βιετνάμ είχε αρχίσει να ρίχνει δυσοίωνα το βαρύ πέπλο της. Το ΚΨΜ στην στρατιωτική βάση στο Ελληνικό, για παράδειγμα, αρνιόταν να φέρει το «Eve Of Destruction» του Barry McGuire, τραγούδι που είχε απαγορευτεί και από τον σταθμό της Βάσης του Ελληνικού, τον AFRS (Armed Forces Radio Service), προς μεγάλη απογοήτευση ορισμένων από τους Αμερικανούς φίλους μου, που μου ζήτησαν απλώς να αγοράσω τον δίσκο από τα μαγαζιά τού κέντρου της Αθήνας.

Εν τούτοις το γεγονός της απαγόρευσης αποδείχθηκε θετικό για το τραγούδι καθώς κέντρισε το ενδιαφέρον. Εκτός από την απαγόρευσή του σε ορισμένα μέρη των Η.Π.Α., το τραγούδι αποκλείστηκε επίσης από το Radio Scotland ενώ μπήκε και σε μία περιοριστική λίστα του BBC και δεν μπορούσε να παιχτεί σε «γενικά ψυχαγωγικά προγράμματα». Ωστόσο, εμφανίστηκε στην τηλεοπτική εκπομπή «Top Of The Pops» ενώ το τραγούδι ήταν στο Top 10. 

Στις 12 Αυγούστου 1965, η Dunhill κυκλοφόρησε τον δίσκο «Barry McGuire» που περιείχε το «Eve Of Destruction», το οποίο αποδείχθηκε ένα από τα βασικά τραγούδια που πυροδότησαν συζητήσεις, στην πολιτική σφαίρα, μεταξύ των πολεμοχαρών και των ειρηνόφιλων. Στις 14 Αυγούστου 1965, το περιοδικό Billboard δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Record of Absurd Gets Serious Airplay» φωτογραφίζοντας το «Eve Of Destruction» καθώς σχολίασε ότι «μία ηχογράφηση που απεικονίζει τη φρενήρη κατάσταση της κοινωνίας σήμερα, γραμμένη με αποφασιστικότητα από έναν 19χρονο αποστάτη της surf μουσικής, κερδίζει την αποδοχή στους σταθμούς που παίζουν τα Top 40 παρά τους αμφιλεγόμενους στίχους… αυτό που είναι τόσο αξιοσημείωτο για το single είναι η αποδοχή του… Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών, τρία άλλα singles αμφιλεγόμενης ή κοινωνιολογικής φύσης συνάντησαν την άρνηση των αμερικανικών σταθμών να τα παίξουν». 

Ωστόσο, το «Eve Of Destruction» τράβηξε την προσοχή του ολοένα αυξανόμενου πολιτικού κινήματος της νεολαίας και έτσι έγινε από τα πιο επιτυχημένα εμπορικά τραγούδια σχετικά με τον πόλεμο του Βιετνάμ. Η μουσική διαμαρτυρία άρχιζε πραγματικά να κερδίζει έδαφος και το «Eve Of Destruction» ήταν ένα από τα πρώτα τραγούδια που γνώρισαν τόσο μεγάλη επιτυχία στα charts. Και δεν ήταν ούτε καν από κείνους τους ύμνους των χίπηδων -κάτι που επιβεβαιώνεται και από τον τίτλο. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1965, ανέβηκε στο No 1 των Η.Π.Α. ρίχνοντας από την κορυφή το «Help!» των Beatles. Το τραγούδι έφτασε επίσης στο No 3 του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ έγινε No 1 στον Καναδά, Νορβηγία και Σουηδία, No 2 στην Αυστραλία και την Ιρλανδία, No 3 στην Ολλανδία, No 6 στη Γερμανία, No 9 στη Φινλανδία, No 15 στο Βέλγιο, No 16 στην Αργεντινή, No 47 στην Ιταλία και No 98 στη Γαλλία. 

Στο αποκορύφωμά του το «Eve Of Destruction» ήταν τόσο παρόν στα ερτζιανά, που καθώς τελείωνε το παίξιμό του σ’ έναν σταθμό, ξεκινούσε σ’ έναν άλλο, φτάνοντας μάλιστα ψηλότερα από οποιοδήποτε τραγούδι διαμαρτυρίας έγραψε ο Bob Dylan, του οποίου το «Masters Of War» πρέπει να ενέπνευσε τον P.F. Sloan να γράψει το δικό του τραγούδι διαμαρτυρίας.

Από πολλές απόψεις, η επιτυχία του «Eve Of Destruction» αντιπροσωπεύει μια μεγάλη αφύπνιση. Το φθινόπωρο του 1965, ο πόλεμος του Βιετνάμ έμοιαζε όλο και περισσότερο να πέφτει σε τέλμα και οι νέοι της Αμερικής κοιτούσαν γύρω τους και συνειδητοποιούσαν ότι οι παλιότερες γενιές χαίρονταν που τους έστελναν να πεθάνουν. Πριν από το «Eve Of Destruction», κάποια τραγούδια που ανέβηκαν στο No 1 έκαναν κάποια έμμεση αναφορά στο Βιετνάμ, αλλά το έκαναν υπό τη μορφή αόριστων ρομαντικών θρήνων για τους στρατιώτες που έφευγαν στον πόλεμο (όπως το «Mr. Lonely» του Bobby Vinton) ή για τα κορίτσια που έμεναν μόνα τους στο σπίτι (όπως το «Soldier Boy» των Shirelles). Το «Eve Of Destruction», από την άλλη, χίμηξε κάνοντας ένα πολιτιστικό pop ξεκαθάρισμα.   

Το «Eve Of Destruction» αποδείχθηκε η μοναδική σόλο επιτυχία του Barry McGuire αλλά και ένα από τα σημαντικότερα τραγούδια διαμαρτυρίας της δεκαετίας του 1960. Αν ρωτούσε κάποιος ποιο είναι το σημαντικότερο τραγούδι διαμαρτυρίας της ασταθούς δεκαετίας του 1960, οποιαδήποτε απάντηση θα προκαλούσε μεγάλη συζήτηση αλλά πολλοί λάτρεις της συγκεκριμένης δεκαετίας θα συμφωνούσαν ότι η λίστα θα πρέπει να περιλαμβάνει το «Eve Of Destruction», το οποίο έγινε ύμνος των χίπις καθώς ο πόλεμος του Βιετνάμ κλιμακωνόταν. Το τραγούδι δεν γράφτηκε ειδικά για τον πόλεμο, αλλά η σύγκρουση στο Βιετνάμ το έκανε ακόμα πιο επίκαιρο. Επιπλέον, οι στίχοι του επεκτείνουν αυτόν τον θρήνο σκληρότητας στον αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα στην Αμερική, κάτι που κανένα τραγούδι που ανέβηκε στο No 1 δεν είχε κάνει ρητά.

Σε κάθε περίπτωση, τόσο ο Sloan ως δημιουργός όσο και ο McGuire ως ερμηνευτής κυνηγούσαν τον Bob Dylan, ο οποίος είχε αναδειχθεί σε μία σφοδρή πολιτιστική δύναμη. Με πολλούς τρόπους, ολόκληρη η folk-rock σκηνή της Καλιφόρνιας έτρεχε πίσω από τον Dylan, προσπαθώντας να προσεγγίσει την ορμή του. Προφανώς πριν από το «Eve Of Destruction» υπήρξαν και άλλα τραγούδια διαμαρτυρίας, αλλά δεν έγιναν επιτυχίες. Ο Dylan δεν τραγούδησε ποτέ μία No 1 επιτυχία μόνος του, αλλά το «Eve Of Destruction» είναι, από πολλές απόψεις, μία λιγότερο κομψή επανεγγραφή του «Master Of War» (1963). Η πρώτη επιτυχία του Bob Dylan ήρθε με το «Like A Rolling Stone», το οποίο κυκλοφόρησε μία μέρα μετά το «Eve Of Destruction» και που έφτασε στο No 2. Αυτό φαίνεται πραγματικά άδικο αν σκεφτεί κανείς ότι το «Eve Of Destruction» είναι μία αντιγραφή του ύφους του Bob Dylan, βραχνή φωνή, φυσαρμόνικα και λοιπά.

Σήμερα, το «Eve Of Destruction» λειτουργεί περισσότερο ως ιστορικό δημιούργημα παρά ως τραγούδι. Ως τραγούδι αντιπαράθεσης, είναι παθιασμένο αλλά ακατάστατο, καθώς δεν εστιάζει κάπου συγκεκριμένα. Ως pop τραγούδι, είναι ακατέργαστο και βρυχάται αλλά ποτέ δεν απογειώνεται με τον τρόπο που το έκανε η καλύτερη pop μουσική της εποχής. Το καλύτερο στο τραγούδι μπορεί να είναι η φωνή του McGuire, ένα βραχνό γρύλισμα που εξακολουθεί να λειτουργεί ως ένα πιο συμβατικό μελωδικό όργανο από αυτό του Dylan.

Jim Beviglia (συγγραφέας): Με το σχεδόν ντυλανικό γρύλισμά του, ακούγεται κάπως σαν τρελός που κραυγάζει στη γωνία του δρόμου για την επικείμενη καταστροφή του κόσμου. Ωστόσο, καθώς το τραγούδι προχωρά και τα αγανακτισμένα ουρλιαχτά του αρχίζουν να έχουν όλο και περισσότερο νόημα, φαίνεται σαν ο τελευταίος λογικός άνθρωπος, που εκτοξεύει προφητείες και προειδοποιήσεις που πνίγονται από την άγνοια της ανθρωπότητας.  

Ο Barry McGuire συνέχισε να ηχογραφεί και το 1968 αποτέλεσε μέλος του αρχικού cast του Broadway παίζοντας στο πρωτοποριακό rock musical «Hair». Αργότερα, όμως, πέρασε μία υπαρξιακή κρίση. Έξι χρόνια μετά το «Eve Of Destruction», ο McGuire έγινε αναγεννημένος χριστιανός και ήταν πρωτοστάτης της πρώτης γενιάς της σύγχρονης χριστιανικής μουσικής. Βοηθώντας να αναδειχθεί το φαινόμενο της χριστιανικής rock που μέχρι τότε παιζόταν στα υπόγεια. Το 1972, ερμήνευσε το «Eve Of Destruction» στο Explo, το οποίο μνημονεύεται ως το χριστιανικό Woodstock, ενώ αργότερα ήταν υποψήφιος για Grammy για τον δίσκο «Cosmic Cowboy» (1978). Σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα, επέστρεψε στη folk και συνέχισε τις διεθνείς περιοδείες μέχρι που αποσύρθηκε στα 85 του. Θα πίστευε κανείς ότι οποιοσδήποτε μουσικός του οποίου το single είχε τόσο γρήγορη και τεράστια επιτυχία θα είχε ολοένα αυξανόμενη πορεία στη φήμη αλλά και ευκαιρίες στη μουσική βιομηχανία. Ωστόσο, το «Eve Of Destruction» είχε στην πραγματικότητα το αντίθετο αποτέλεσμα, σαν να ήταν το… «Eve Of Self-Destruction». Ίσως επειδή η επιτυχία του στις πωλήσεις προηγήθηκε από τη ραδιοφωνική επιτυχία. Ήταν ένα τραγούδι που τράβηξε στην προσοχή του κοινού πριν τραβήξει την προσοχή των περισσότερων ραδιοφωνικών σταθμών. Πολλοί διευθυντές ραδιοφωνικών σταθμών, DJs και υπεύθυνοι των playlists αναστατώθηκαν που το «Eve Of Destruction» τα κατάφερε χωρίς να περάσει από αυτούς. Αλλά ο Barry κοιτώντας πίσω, ευχαρίστησε τον Θεό που η αντίδραση στο τραγούδι απέτρεψε την περαιτέρω φήμη και περιουσία, καθώς πίστευε ότι αυτά θα τον σκότωναν. 

Barry McGuire: Ήταν κάπως αστείο αφού κυκλοφόρησα το τραγούδι. Ήταν αυστηρά από τα πρωτοσέλιδα. Δεν υπήρχε πρωτότυπος στίχος στο τραγούδι και ξαφνικά έγινα ανατρεπτικός και με ελέγχει το FBI. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια ή όχι, αλλά άκουσα ότι ειπώθηκε πως ό,τι και να έβγαζα στη συνέχεια, κανείς δεν θα το έπαιζε επειδή ήμουν απρόβλεπτος στη μουσική βιομηχανία. Δεν είχαν τον έλεγχο του τελευταίου και δεν θα άφηναν το επόμενο να τους ξεφύγει. Ευτυχώς που δεν είχα άλλη επιτυχία. Θα είχα ακολουθήσει τον δρόμο του Jim Morrison, του Hendrix ή της Joplin. Λέω «δόξα τω Θεώ» και ευχαριστώ τον Θεό γι’ αυτό, γιατί δεν θα είχα επιβιώσει. Νομίζω ότι ο Θεός έκανε το «Eve Of Destruction». Ήταν υπερφυσικό. Απλώς χάζευα όλη μέρα και συνέβησαν όλα. Βρήκα μερικές υπέροχες μελωδίες μετά το «Eve Of Destruction» και καμία από αυτές δεν έκανε κάτι και δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε. Αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν έγινε τίποτα γιατί μέχρι τώρα θα είχα γίνει ιστορία. Σήμερα [το «Eve Of Destruction»] είναι πιο αληθινό απ’ ό,τι ήταν τότε. Υπάρχει περισσότερη κοινωνική αναταραχή, υπάρχει περισσότερη φυλετική ένταση, υπάρχει περισσότερη πολιτική δυσπιστία. Έχουμε κατάρρευση αντί για ανάπτυξη. 

Ο δημιουργός του «Eve Of Destruction», P.F. Sloan, σχημάτισε το 1965 τους Grass Roots και σημείωσε επιτυχίες ως δημιουργός με το «Where Were You When I Needed You» (1966), το «Secret Agent Man» (1966) του Johnny Rivers και το «A Must To Void» (1966) των Herman’s Hermits. Ωστόσο αντιμετώπισε αντιδράσεις στην κοινότητα της pop μουσικής, η οποία υποχώρησε στην πολιτική πίεση και τον απέκλεισε. Ο Sloan παραπονέθηκε ότι το «Eve Of Destruction» κατέστρεψε την καριέρα του, καθώς και του Barry McGuire. Μάλιστα ο Sloan έπεσε σε κατάθλιψη και πέρασε χρόνο σε ψυχιατρική κλινική, κερδίζοντας τα προς το ζην σε δουλειές όπως υπάλληλος φαρμακείου και τηλεπωλητής. Μόλις το 2006 επέστρεψε στη μουσική με το άλμπουμ «Sailover», το οποίο πραγματοποιήθηκε μετά από παρότρυνση του τραγουδοποιού Jon Tiven, ο οποίος έπεισε τον Sloan να ηχογραφήσει το άλμπουμ και έκανε και την παραγωγή του.  

P.F. Sloan: Το τραγούδι «Eve Of Destruction» γράφτηκε τις πρώτες πρωινές ώρες ανάμεσα στα μεσάνυχτα και την αυγή στα μέσα του 1964. Ήταν ένα από τα πέντε τραγούδια που γράφτηκαν εκείνο το βράδυ. Τρία από τα πέντε έγιναν αξιόλογα για κάποιο λόγο. Τα άλλα δύο ήταν το «The Sins Of A Family (Fall On The Daughter)» και το «Take Me For What I’m Worth», που ηχογραφήθηκαν από τους Searchers. Ήμουν 19 χρονών. Η πιο εξαιρετική εμπειρία που είχα γράφοντας αυτό το τραγούδι ήταν που άκουσα μία εσωτερική φωνή μέσα μου για δεύτερη μόνο φορά. Φαινόταν σαν να είχε μία πληροφορία που κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να είχε. Για παράδειγμα, έγραφα αυτόν τον στίχο με το μολύβι «think of all the hate there is in Red Russia». Αυτή η εσωτερική φωνή είπε «Όχι, όχι είναι Red China!». Άρχισα να διαφωνώ και να παλεύω μ’ αυτό σχεδόν μέχρι εξάντλησης. Νόμιζα ότι η Κόκκινη Ρωσία ήταν ο πιο εξέχων εχθρός της ελευθερίας στον κόσμο, αλλά αυτή η εσωτερική φωνή έλεγε ότι η Σοβιετική Ένωση θα πέσει πριν το τέλος του αιώνα και ότι η Κόκκινη Κίνα θα τα βγάλει πέρα σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στον νέο αιώνα. Αυτή η εσωτερική φωνή που είναι μέσα στον καθένα μας αλλά πνίγεται από τη βουή του μυαλού μας. Το τραγούδι περιείχε μια σειρά από θέματα που ήταν αβάσταχτα για μένα εκείνη την εποχή. Το έγραψα ως παράκληση στον Θεό για μια απάντηση. Οι στίχοι «Think of all the hate there is in Red China then take a look around to Selma, Alabama» και «And marches alone can’t bring integration when human respect is disintegrating» αφορούν ζητήματα φυλετικής δυσαρμονίας. Ο στίχος «Hate your next door neighbor and don’t forget to say grace» είναι η απλή υποκρισία, αλλά αυτή μ’ έκανε να νιώσω θυμό. «You’re old enough to kill but not for voting»: αφορούσε την αδικία να χρησιμοποιούν τη νεολαία στον στρατό για την υπεράσπιση της χώρας, αλλά δεν είχαν λόγο στις πολιτικές της. Περισσότερη υποκρισία! «You don’t believe in war so what’s that gun you’re toting». Ο.Κ. «The pounding of the drums the pride and disgrace»: γράφτηκε σε σχέση με τη δολοφονία του Kennedy. Τελείωσα το ποίημα και πήγα στην κρεβατοκάμαρα των γονιών μου. Η μητέρα μου ήταν ξύπνια και της είπα ότι είχα γράψει κάτι υπέροχο. Είπε:

Σσσς, θα ξυπνήσεις τον μπαμπά σου!

Έβαλα μια μελωδία στις λέξεις και έπαιξα τη μελωδία για τον τότε συνεργάτη μου, Steve. Την άκουσε, αλλά μπορώ να πω ότι δεν του άρεσε πολύ. Δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. Η ίδια ανταπόκριση ακολούθησε όταν έπαιξα το τραγούδι για τους ανθρώπους της εκδοτικής εταιρείας. Η απάντησή τους ήταν πιο δυνατή. Δεν μπορεί να δημοσιευτεί! Μου είπαν να μην γράψω άλλα τέτοια τραγούδια. Το ακριβώς αντίθετο με την αφήγηση του Andrew Loog Oldham στο βιβλίο του για τους ABBA. Δήλωσε ότι εκείνα ήταν τραγούδια για πρόσληψη. Ο Barry McGuire ήταν ο βασικός τραγουδιστής σε ένα δημοφιλές εκείνη την εποχή folk συγκρότημα που ονομαζόταν New Christy Minstrels. Είχε γράψει και τραγουδήσει τη δική του No 1 επιτυχία «Green, Green». Μόλις είχε φύγει από το συγκρότημα κι ήταν μόνος του και έψαχνε υλικό για ηχογράφηση. Κατέληξε στην εκδοτική μου εταιρεία και του είπαν ότι υπάρχει ένας ιδιόρρυθμος τραγουδοποιός που μπορεί να ήθελε να τον ακούσει. Τώρα, στον Barry δεν άρεσε τόσο πολύ το τραγούδι «Eve Of Destruction». Του άρεσαν πιο πολύ μερικά άλλα τραγούδια μου. Ένα συγκεκριμένα, το «What’s Exactly The Matter With Me» ήταν αρχικά η α’ πλευρά του δίσκου. Όταν ήταν έτοιμος να ηχογραφήσει, διάλεξε τέσσερα τραγούδια και το «Eve» ήταν το τέταρτο που θα ηχογραφούσε, αν υπήρχε χρόνος. Αν ακούσετε την ηχογράφηση, βιάζεται να τραγουδήσει τον στίχο λόγω των χρονικών περιορισμών και τον διάβαζε για πρώτη φορά από ένα κομμάτι χαρτί πάνω στο οποίο είχα γράψει τον στίχο. Ο.Κ. Ο δίσκος του McGuire κυκλοφόρησε αλλά το «Eve» είναι η β’ πλευρά. Κάπου στη μεσοδυτική Αμερική, ένας DJ έπαιξε την άλλη πλευρά κατά λάθος. Όπως, λοιπόν, μπορείτε να δείτε, όταν κάποιοι είχαν γράψει ότι αυτό το τραγούδι ήταν μία υπολογισμένη ιδέα για το πώς να αξιοποιήσουμε την αναδυόμενη folk σκηνή, είναι απλά βλακείες. Ειλικρινά στον Θεό, αυτό συνέβη και πώς παίχτηκε το τραγούδι. Κάτι τελευταίο. Η φρενίτιδα των μέσων ενημέρωσης για το τραγούδι με διέλυσε και φαινόταν να διαλύει τη χώρα. Ήμουν εχθρός του λαού για κάποιους και ήρωας για άλλους, αλλά ήμουν ακόμα 20 χρονών μόλις και κανείς δεν κοίταζε πραγματικά. Έχω νιώσει ότι ήταν ένα τραγούδι αγάπης και γράφτηκε ως προσευχή γιατί για να θεραπεύσεις μία ασθένεια πρέπει να ξέρεις τι είναι άρρωστο. Με το νεανικό μου ζήλο, δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι το τραγούδι θα εκλαμβανόταν ως επίθεση στο σύστημα. Παραδείγματα: τα μέσα ενημέρωσης έκαναν πρωτοσέλιδο το τραγούδι ως οτιδήποτε είναι λάθος με τη νεανική κουλτούρα. Πρώτον, δείξτε ότι το τραγούδι είναι απλά τρικ για να βγάλει χρήματα και επομένως δεν υπάρχει λόγος να ασχοληθείτε με τα ερωτήματά του. Αποδείξτε ότι ο 19χρονος που το έγραψε είναι ένας αφελής κομμουνιστής. Επιτεθείτε στον τραγουδιστή ως παπαγάλο των λέξεων των δημιουργών. Τα μέσα ενημέρωσης υποστήριξαν ότι το τραγούδι θα τρόμαζε τα μικρά παιδιά. Ήλπιζα μέσα από αυτό το τραγούδι να ανοίξω έναν διάλογο με το Κογκρέσο και τον κόσμο. Τα μέσα ενημέρωσης με απέκλεισαν από όλες τις εθνικές τηλεοπτικές εκπομπές. Παραδόξως δεν απαγόρευσαν τον Barry. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ένιωσαν ότι απειλούνται. Έτσι, κάθε Τύπος θετικός για μένα ή τον Barry θεωρήθηκε αντιπατριωτικός. Μεγάλη τρέλα, όπως το θυμάμαι. Είπα στον Τύπο ότι ήταν ένα τραγούδι αγάπης. Ένα τραγούδι αγάπης για και προς την ανθρωπότητα, αυτό είναι όλο. Κατέστρεψε την καριέρα του Barry ως καλλιτέχνη και σ’ ένα χρόνο θα έδιωχναν κι εμένα από τη μουσική βιομηχανία. Με έχουν ρωτήσει ποιος νομίζω ότι είναι ο λόγος που το τραγούδι χτύπησε μια ευαίσθητη χορδή. Απάντηση: Δεν ξέρω ακριβώς. Απελευθέρωσε κάποιες σημαντικές ανησυχίες για μένα τον ίδιο κι ίσως επειδή προερχόταν από μία ειλικρινή ανησυχία για την ευημερία της Αμερικής και του κόσμου. Θυμάμαι ότι το 1965 είχε ξεκινήσει το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, το Βιετνάμ ήταν στο παρασκήνιο, ο ψυχρός πόλεμος είχε ανάψει τόσο δραστικά που μόλις σήμερα ανακαλύπτουμε πόσο κοντά έφτασε ο κόσμος στα πρόθυρα ενός πυρηνικού πολέμου. Αυτό ήταν στον αέρα, φόβος και υποκρισία… το αδιανόητο θα μπορούσε να συμβεί. Ένας ολοκληρωτικός αφανισμός όλης της ζωής στη Γη. Πραγματικά; «Φαίνεται, λοιπόν, πως αυτή τη φορά Μάρθα το έκαναν στ’ αλήθεια. Καλύτερα να μην φυτέψουμε τις μπιγκόνιες αυτή την άνοιξη με όλα αυτά τα πυρηνικά και λοιπά. Έλα τώρα, George, μην είσαι τόσο απαισιόδοξος! Σε περίπου 100 χρόνια, ο πυρηνικός πόλεμος θα έχει τελειώσει και θα μπορούμε να ξαναφυτέψουμε το καλαμπόκι». Δύο ερωτήσεις που μου έκαναν όλα αυτά τα χρόνια είναι αν μου άρεσε η αυθεντική ηχογράφηση του McGuire και τι ένιωσα για την ηχογράφηση του «Dawn Of Correction». Απάντηση: Μου άρεσε πολύ η αρχική ηχογράφηση του McGuire. Στην ηχογράφηση έπαιξα την 6χορδη ακουστική κιθάρα καθώς και την άρπα. Η αρχική συνεδρία ήταν μία τρίωρη συνάντηση τεσσάρων τραγουδιών. Δεν το σκέφτηκα ως pop τραγούδι. Ήταν ένα folk τραγούδι που μπήκε σ’ έναν ρυθμό. Η προσθήκη της διάστασης μιας γυναικείας χορωδίας σε ηχώ ήρθε ως πρόταση από την εταιρεία. Τότε ήταν που είχα ένα στοιχείο ότι η δισκογραφική σκεφτόταν πως ήταν μια ηχογράφηση που θα μπορούσε να κυκλοφορήσει. Τώρα, η αντίδρασή μου στη διασκευή «Dawn Of Correction» ήταν ότι αυτό είναι υπέροχο! Ίσως είναι ένας διάλογος που συμβαίνει, μέσω του ραδιοφώνου, μέσω μουσικών ηχογραφήσεων. Σκέφτηκα ότι αν πιστεύουν αυτά που λένε, τότε εντάξει! Αν ήταν μία αρπαχτή της εταιρείας, θα με στεναχωρούσε. Αλλά η ηχογράφηση ήταν πραγματικά μια βλακεία του τύπου «κούνα τη σημαία και πώς τολμάς να λες κάτι κακό για τη χώρα μου…». Έχω γράψει άλλες δύο εκδοχές του «Eve Of Destruction». Ο Barry McGuire ηχογράφησε τη δεύτερη το 1990. Ονομάστηκε «Eve Of Destruction (The Environment)», αλλά αγνοήθηκε. Έγραψα και το «Still On The Eve» το 1994. Και το ηχογράφησα για μια δισκογραφική στην Ιαπωνία. Δεν μου ήρθε όπως το πρωτότυπο. Ήταν περισσότερο δουλειά. Αλλά σκέφτηκα να το δοκιμάσω. Υποθέτω ότι μου την έδωσε η ζωή στο Hollywood. Όλα εδώ έχουν ένα sequel, σωστά;    

Το «Eve Of Destruction» συνάντησε επικρίσεις τόσο από τους συντηρητικούς όσο και από τους φιλελεύθερους. Ο ερευνητής Justin Brummer, ιδρυτικός συντάκτης του Vietnam War Song Project, εντόπισε 25 ηχογραφήσεις που απαντούσαν στο «Eve Of Destruction». Πολλές από αυτές ήταν τραγούδια κατά των τραγουδιών διαμαρτυρίας, εκφράζοντας την αντίθεσή τους στο αντιπολεμικό κίνημα, στις καύσεις των καρτών στράτευσης και στις διαδηλώσεις.  

Ένα συντηρητικό folk συγκρότημα ονόματι The Spokesmen ηχογράφησε ένα απαντητικό τραγούδι με τίτλο «The Dawn Of Correction» (1965) -το οποίο, μάλιστα, παίχτηκε πάνω στην ίδια μελωδία. Οι Spokesmen ήταν στην πραγματικότητα ο John Madara και ο David White, μία ομάδα τραγουδοποιών από τη Φιλαδέλφεια των οποίων οι επιτυχίες περιλαμβάνουν το «At The Hop» και το «You Don’t Own Me». Με το «The Dawn Of Correction» έδωσαν τον τόνο επιχειρηματολογώντας σημείο προς σημείο, παίρνοντας θέση ότι «κοίτα, όλα είναι καλά, σταμάτα να παραπονιέσαι. Να είστε ευγνώμονες που η χώρα μας επιτρέπει τις διαδηλώσεις» και «αντί να καταδικάζετε, κάντε μερικές προτάσεις». Στο πρώτο μισό, ο αφηγητής παίρνει μία πατριωτική στάση, υποστηρίζοντας ότι ο κομμουνισμός αποτελεί απειλή για τις δυτικές δημοκρατίες και ότι αν δεν σταματήσει η «κόκκινη κυριαρχία» τότε «δεν θα χρειαστεί η ψήφος στις μελλοντικές γενιές» («The Western world has a common dedication / to keep free people from Red domination / And maybe you can’t vote, boy, but man your battle stations / Or there’ll be no need for voting in future generations»). Επομένως, οι Spokesmen υποστήριξαν τη θεωρία του ντόμινο, αλλά και τη διατήρηση των πυρηνικών όπλων. Ο Barry McGuire είχε υποστηρίξει ότι ο κόσμος αντιμετώπιζε την καταστροφή αν «πατηθεί το κουμπί». Αλλά οι Spokesmen ήθελαν να μάθουν «ποιος είναι αρκετά τρελός για να ρισκάρει τον αφανισμό;» και ότι «τα κουμπιά είναι εκεί για να διασφαλίσουν τη διαπραγμάτευση». Με άλλα λόγια, αναπαρήγαγαν τη θεωρία της Αμοιβαίας Εξασφαλισμένης Καταστροφής (MAD), ότι η σκληρή ισοτιμία όπλων μεταξύ των υπερδυνάμεων σήμαινε ότι κάθε πλευρά είχε την ικανότητα να καταστρέψει την άλλη, εξουδετερώνοντας έτσι την απειλή. Αν και επιθετική, αυτή η άποψη υποστηρίχθηκε τόσο από το Ρεπουμπλικανικό όσο και από το Δημοκρατικό Κόμμα και ήταν ευρέως διαδεδομένη στην κοινή γνώμη. Οι Spokesmen απάντησαν ευθέως και στον στίχο για τις πορείες, μεταπηδώντας από τις συντηρητικές θέσεις σε αυτές της πιο αριστερής πλευράς της πολιτικής, καθώς φαίνεται να επαινούν τις διαδηλώσεις για τα πολιτικά δικαιώματα, τις οποίες θεωρούν ότι συνετέλεσαν στην αύξηση των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων Αφροαμερικανών («you tell me that marches won’t bring integration, but look what it’s done for the voter registration»). Οι στίχοι επαίνεσαν επίσης το έργο των Ηνωμένων Εθνών και του Ειρηνευτικού Σώματος, με το οποίο πολλοί Συντηρητικοί διαφωνούσαν τη δεκαετία του 1960. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι οι στίχοι επικροτούν την τάση της αυτονομίας να αντικαθιστά τα αποικιοκρατικά καθεστώτα -κάτι που είναι σχεδόν ειρωνικό αν αναλογιστεί κανείς ότι το τραγούδι υποστηρίζει την επέμβαση των Η.Π.Α. ενάντια στον κομμουνισμό, πιθανώς συμπεριλαμβανομένης και αυτής στο Νότιο Βιετνάμ, όπου η αμερικανική παρουσία είχε αντικαταστήσει εκείνη της αποικιακής Γαλλίας. Συνολικά, το τραγούδι επέκρινε τον McGuire ότι ήταν αρνητικός και ότι αγνοούσε αυτά που αξίζουν έπαινο, όπως οι εξελίξεις στην ιατρική, στη γεωργία, τη διεθνή συνεργασία και τη διάδοση της δημοκρατίας. Ως τραγούδι, όμως, το «Dawn Of Correction» είναι χάλια, όπως συνήθως συμβαίνει σε απαντητικά τραγούδια, αλλά κι επειδή ο θυμός στο «Eve Of Destruction» είναι ειλικρινής και αληθινός. 

John Madara (στο Forgotten Hits): Γράψαμε το τραγούδι μια Τετάρτη, το ηχογραφήσαμε την επόμενη Δευτέρα και κυκλοφόρησε μέχρι το τέλος της εβδομάδας. Δεν είχαμε τότε καλλιτέχνη να το ηχογραφήσει, οπότε το κάναμε μόνοι μας. Πήραμε θετική στάση με τους στίχους μας και προσπαθήσαμε να απαντήσουμε στις δηλώσεις που έκανε ο McGuire στους στίχους του. Το 1966, μετά την ηχογράφηση της Joey Heatherton για την Decca, αρχίσαμε να βγαίνουμε για τα επόμενα δύο χρόνια και με προσκάλεσαν το 1966 να πάω στην περιοδεία του Bob Hope στο Βιετνάμ με την Joey. Πάντα ένιωθα λίγο άβολα με τους στίχους. Μετά το ταξίδι στο Βιετνάμ, είδα τι περνούσαν οι στρατιώτες μας και πόσο δεν είχε κανένα νόημα ο πόλεμος. Σίγουρα είχα κάποιες προσωπικές τύψεις με τον στίχο του «The Dawn Of Correction». Όταν γράφαμε το τραγούδι, δεν ήμασταν ποτέ υπέρ του πολέμου, ήμασταν μόνο υπέρ της Αμερικής και νιώσαμε ότι το «Eve Of Destruction» ήταν ένα χαστούκι κατά της Αμερικής. Λόγω του αντιπολεμικού αισθήματος, το «The Dawn Of Correction» προφανώς εκλήφθη με λάθος τρόπο.

Το συγκρότημα συνέχισε με το «Better Days Are Yet To Come» (1965), επιδιώκοντας να προσφέρει μια πιο θετική και εναλλακτική άποψη («there’s rejection, insurrection, there’s defection… listen to me everyone…. better days are yet to come»). Περιέχει επίσης μία αναφορά υπέρ των Πολιτικών Δικαιωμάτων: «integration, liberation now on its way».

Στο «Dawn Of Instruction» (1965), οι Jayhawkers επέκριναν τον McGuire. Ξεκινώντας με ένα ηχητικό εφέ μιας βόμβας που πέφτει, ο αφηγητής επικρίνει τον McGuire ότι είναι αρνητικός και σπέρνει τον φόβο. Επιπλέον ισχυρίζεται ότι οι Η.Π.Α. γίνονται καλύτερες και συνεχίζει επικρίνοντας αυτούς που απέφυγαν την κατάταξη: «you’re the kind… to sit around moaning while better men are fighting» -γι’ αυτό το λόγο το τραγούδι περιλαμβάνεται στο φιλοκυβερνητικό τμήμα. Σημειώστε επίσης την αναφορά στη νομοθεσία για τα πολιτικά δικαιώματα: «griping along can’t bring integration… it takes work and time to pass legislation… we are all god’s creation».

Άλλο απαντητικό τραγούδι είναι το «The Prophet» (1965) των Patriots, ένα garage rock συγκρότημα από τη Νέα Υόρκη, που επέκρινε τον Barry McGuire ότι φώναζε για τη δυστυχία και το μίσος («shouting misery and hate… says it’s the end, destruction is near») αντί να εστιάζει στις θετικές, ελπιδοφόρες πτυχές των Η.Π.Α. 

Το garage rock συγκρότημα The Centurys αναφέρθηκε σαρκαστικά στον McGuire ως τον «Προφήτη» του τραγουδιού «So The Prophets Say» (1965), προειδοποιώντας για την προπαγάνδα και την τυφλή υιοθέτηση όσων λέει ο κόσμος, με αναφορές στα υπέρ και τα κατά στη συζήτηση για το Βιετνάμ που έλαβε χώρα στο εσωτερικό των Η.Π.Α.: «they tell you to make a big sound about getting out of Vietnam… beware of what the prophets say». Οι στίχοι προειδοποιούσαν επίσης για εκείνους που θα προσπαθούσαν ενδεχομένως να περιορίσουν την ελευθερία του λόγου: «will they warn you of a coming day, when your placards might be thrown away and they’ll say now you got a few restrictions». Οι Centurys δημιουργήθηκαν το 1965 στο Lebanon, Pennsylvania, και διαλύθηκαν το 1967. Μέλη του συγκροτήματος ήταν οι: Billy Beard (βασική κιθάρα, φωνή), Larry McKinney (κιθάρα), John Iacovone (μπάσο), Bob Koch (φωνητικά, όργανο) και Bernie Orner (drums).  

Ο Tony Mammarella, παρουσιαστής της εκπομπής «American Bandstand» και ιδρυτής της δισκογραφικής εταιρείας Swan, κυκλοφόρησε μία αισιόδοξη και πατριωτική απάντηση με τίτλο «Eve Of Tomorrow» (1965) και επιδίωξε να παρουσιάσει μια θετική άποψη για την παγκόσμια πολιτική, συνιστώντας στον McGuire και στους ακόλουθούς του «go hide on the dark of the day… tomorrow belongs to the brave». Υπενθύμισε προηγούμενους πολέμους που διεξήχθησαν από την παλαιότερη γενιά, επιδιώκοντας να τους συνδέσει με τις μάχες στο Βιετνάμ: «It’s the same gun your fathers fought with, just to give you a chance… and they gave you this chance to change things, in… Vietnam». Απαντώντας, επίσης, στις παρατηρήσεις του McGuire για το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων, ο Mammarella είπε ότι «three kids come from the north… they marched down to Mississippi and they died for what they knew was right», μία αναφορά στις δολοφονίες τριών ακτιβιστών των Πολιτικών Δικαιωμάτων, James Chaney (21 ετών), Andrew Goodman (21 ετών) και Michael Schwerner (25 ετών), που δολοφονήθηκαν στις 21 Ιουνίου 1964 από μέλη της Ku Klux Klan. Σχετικά με την Αμοιβαία Εξασφαλισμένη Καταστροφή (MAD) ισχυρίστηκε: «nobody is going to push a button, as long as we have a button to push».

Στο single του Richard Gillis «Think It Over / Yesterday’s Gone» (1965) και τα δύο τραγούδια περιέχουν απαντήσεις στον Barry McGuire, με τον Gillis να υιοθετεί στάση ενάντια στις διαδηλώσεις και μία πατριωτική οπτική για τον πόλεμο και τα κινήματα διαμαρτυρίας της εποχής εκείνης. Στο «Think It Over» επικρίνει τον McGuire: «on the eves of the so-called destruction and correction, dump off with it all and get some direction». Επιτέθηκε και σε άλλους διαμαρτυρόμενους καλλιτέχνες, όπως την Joan Baez και τον Bob Dylan: «Joan Baez… playing her guitar and blocking the stairs, messing with the government that let’s her sit there» και «Bob Dylan, he sings… bout axes and winds that’s blowin’ our way… saying defense don’t pay», με τον Gillis να πιστεύει ότι η στάση αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σ’ έναν ακόμη βομβαρδισμό στο Pearl Harbor. Επιτέθηκε επίσης στο κίνημα ελευθερίας του λόγου στο Berkley (Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας): «you free speechers in Berkley… are you up there to learn or to swear?». Επιπλέον, οι στίχοι κατήγγειλαν την κουλτούρα των χίπηδων, η οποία παρουσιάζεται στο τραγούδι ως κίνημα νεολαίας που σχετίζεται με την ψυχεδελική μουσική, τη χρήση ναρκωτικών (π.χ. LSD και μαριχουάνα), τα μακριά μαλλιά (για άνδρες και γυναίκες), τα τζιν, την pop art, τον ελεύθερο έρωτα, τα ταξίδια και τον πνευματισμό: «you grow beards, don’t wash, and talk like a clown… sing your protest songs with your long hair and tight pants». Κατά ειρωνικό τρόπο, η ερμηνεία του Gillis αντιγράφει σχεδόν τον τρόπο του Bob Dylan, ενώ αρκετά μέρη του τραγουδιού ακούγονται ασυνάρτητα στο αυτί. Στη β’ πλευρά του single, το «Yesterday’s Gone» ήταν άλλη μία προσπάθεια αποδόμησης του «Eve Of Destruction», σε μία διασκευή της μελωδίας του P.F. Sloan, αλλά και με μία πιο θετική προσέγγιση «I’ve heard all your lectures… you keep on saying it’s tomorrow… but it’s today… it’s a dim little light, it flickers like hope».       

Στο πατριωτικό τραγούδι «What’s Come Over This World?» (1965), που έγραψαν οι Howard Greenfield και Jack Keller και ερμήνευσε ο Billy Carr, επικρίθηκε ιδιαίτερα το αντιπολεμικό κίνημα. Ο εναρκτήριος στίχος είναι ένας συλλογισμός: «what’s become of this nation and the songs that they sing?». Το τραγούδι επισήμανε την καύση των κλήσεων κατάταξης, αποκαλώντας τους δράστες «στρατό δειλών» και ότι, ενώ η χώρα είναι σε κίνδυνο, αυτοί απλά κουβαλάνε μία ταμπέλα («while the country is in danger they just carry a sign»).  Έκανε επίσης αναφορά σε προηγούμενους πολέμους στους οποίους συμμετείχαν οι Η.Π.Α. -στην Κορέα και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο- και κατηγόρησε τους διαδηλωτές που δεν έκαναν το καθήκον τους στο Βιετνάμ ότι πρόδιδαν αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι τις Η.Π.Α. Στο τέλος κάνει έμμεση αναφορά στον John F. Kennedy: «what can you do for your country, his words… written in blood… forgot he died for». Η δισκογραφική εταιρεία προώθησε σε μεγάλο βαθμό αυτό το single, κάνοντας και ολοσέλιδη διαφήμιση στο Billboard (06/11/1965), όπου ισχυριζόταν ότι είναι «ένα από τα πιο δυνατά και δραματικά τραγούδια της εποχής» και «ένας δίσκος που θα ακουστεί σε όλο τον κόσμο». Τελικά έφτασε μέχρι το No 118 των Η.Π.Α.

Πολλά τραγούδια επιτέθηκαν και χλεύασαν διαδηλωτές και τραγουδιστές, όπως έκανε ο Alan Klein στο κωμικό απαντητικό τραγούδι «Age Of Corruption» (1965), όπου χρησιμοποιώντας την ίδια μελωδία χλεύασε τους τραγουδιστές που κυκλοφορούσαν πολιτικούς δίσκους, υπονοώντας ότι το έκαναν για να βγάλουν κέρδος: «make it controversial so the DJs will spin it, tell the world what’s wrong with it in less than three minutes». Εκτός από τον McGuire, έκραξε και τον Bob Dylan, τον Donovan και τη Joni Mitchell: «now let’s all bow down and pray to Bob Dylan, and Donovan, and Joni». Σχετικά με το ζήτημα των πολιτικών δικαιωμάτων, τραγούδησε σαρκαστικά: «we gotta bring in segregation, well, I ain’t sure what that means, ‘cause I ain’t had no education» και για τον πόλεμο του Βιετνάμ: «we’ll denounce all wars as just senseless killings».  Το περιοδικό Billboard ανέφερε στις 4 Δεκεμβρίου 1965, ότι η Dunhill Records εμπόδισε την κυκλοφορία από την EMI του «Age Of Corruption» του τραγουδοποιού Alan Klein επειδή χρησιμοποιούσε τη μελωδία του «Eve Of Destruction».    

Δύο εβδομάδες αργότερα, στις 18 Δεκεμβρίου 1965, ο Barry Sadler, επιλοχίας των Ειδικών Δυνάμεων, ηχογράφησε το πατριωτικό «Ballad Of The Green Berets», που κυκλοφόρησε σε single τον Ιανουάριο του 1966. 

Το «Day For Decision» (1966) του Johnny Seay αποτέλεσε άλλη μία δημοφιλής πατριωτική απάντηση. Η μουσική, σε σύνθεση του Allen Peltier και ενορχήστρωση του Ernie Freeman, περιείχε έναν ανατολίτικο ήχο, με σκοπό να παραπέμπει στο Βιετνάμ, ίσως και στην Κίνα. Το τραγούδι ξεκινά με τις απειλητικές, προφητικές απόψεις του McGuire και δηλώνοντας ότι βρισκόμαστε στην εποχή του κυνικού Αμερικανού, στη χρονιά του άπιστου και στην ημέρα της αμφιβολίας. Ο αφηγητής πιστεύει ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται στους ορυζώνες του Βιετνάμ, στην Κίνα ή σε άλλες «συγκρούσεις χωρίς νίκη», αλλά στις ίδιες τις Η.Π.Α. Επικρίνει την έλλειψη πατριωτισμού, υποστηρίζοντας ότι ο κόσμος κοιτάει τα… κορδόνια του όταν παίζει ο εθνικός ύμνος. Στη συνέχεια προχωράει ένα βήμα παραπέρα, λέγοντας ότι τα δελτία ειδήσεων με τις πορείες των δυσαρεστημένων παρείχαν υποστήριξη στους Βιετκόνγκ στις βαλτώδεις ζούγκλες του Βιετνάμ. Επιπλέον, η λογική του «better red than dead cancer», δηλαδή καλύτερα ο κομμουνισμός από το να πεθάνεις στον πόλεμο, προκάλεσε φόβο στους στρατιώτες που πολεμούσαν στο Βιετνάμ με τη λογική «better dead than red» (καλύτερα νεκρός παρά κόκκινος) -αυτά ήταν συνθήματα αντίθετα με αυτά του Ψυχρού Πολέμου στις Η.Π.Α. και το Ηνωμένο Βασίλειο, ήδη από τη δεκαετία του 1950, που συχνά αποδίδονταν στον Bertrand Russel και στο Κίνημα Πυρηνικού Αφοπλισμού στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι στίχοι σχολιάζουν επίσης το πολιτικό σύστημα των Η.Π.Α., λέγοντας ότι η δομή και τα ιδανικά αμερικανικής κυβέρνησης δεν είχαν αλλάξει, αλλά ότι οι άνθρωποι άλλαξαν και ότι αυτή η αλλαγή απειλούσε μία «εύθραυστη» δημοκρατία και ότι τα δημόσια αξιώματα είναι διεφθαρμένα από τα χρήματα. Το τραγούδι ολοκληρώνεται με μία χορωδία να τραγουδά το «America The Beautiful». Το περιοδικό Billboard δημοσίευσε μία επιστολή από ιδιοκτήτη δισκογραφικής εταιρείας, ο οποίος επαινούσε το single λέγοντας: «Πιστεύουμε ότι η δισκογραφική βιομηχανία χρωστάει ένα ευχαριστώ στην Warner Bros Records για την τελευταία της επιτυχία, Day Of Decision. Τελευταία υπήρχε μία τάση να θεωρούμε τον πατριωτισμό ανόητο και να αποκαλούμε την έκφραση αγάπης για τις Η.Π.Α. ως παλιομοδίτικη, και δεν πρέπει να κρύβουμε την περηφάνια που νιώθουμε για τη χώρα μας… Επικροτούμε τον Johnny Seay για την υπέροχη ερμηνεία». Το τραγούδι αυτό έφτασε στο No 35 των Η.Π.Α. και γνώρισε και άλλες εκτελέσεις, μεταξύ των οποίων από τους Buddy Starcher, Jerry Barnes και Lloyd Green.

Το «Anti-Protest Protest Singer» (1966) του David Winters είναι άλλο ένα κομμάτι που κοροϊδεύει το κίνημα διαμαρτυρίας, ειδικά τραγουδιστές, και αναφέρεται στο «Eve Of Destruction» του Barry McGuire: «Eve Of Destruction says we’ll soon be dead, but I never knew misery could make such friends».  Αναφέρεται επίσης στον Bob Dylan, τον Sonny και τη Cher: «comb your hair like Bob Dylan… Sonny and Cher… protest pair are making a mint». Το τραγούδι το έγραψε ο Lenny Revell. Ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας: Alan Lorber. 

Ο Don Hinson κυκλοφόρησε το garage rock τραγούδι «The Protest Singer» (1966), παίρνοντας θέση κατά των διαμαρτυριών, κοροϊδεύοντας τους μουσικούς που ξυπνούν και «κοιτάζουν γύρω τους μέχρι να βρουν κάτι λάθος» και στη συνέχεια γράφουν ένα τραγούδι που περιλαμβάνει τα κύρια θέματα της επικαιρότητας («I sing about Vietnam, ban the bomb, end the war») και των πολιτικών δικαιωμάτων («I sing about segregation, integration, demonstration, legislation»). Κάνει αναφορά στο «Eve Of Destruction» του Barry McGuire θεωρώντας ότι όλα γίνονται για τα λεφτά: «I want to make my fortune before destruction’s eve, long as people play, I hope the problems stay ». Το τραγούδι κατήγγειλε επίσης την κουλτούρα των χίπηδων: «can’t take my time to comb my hair, shave or take a bath». Επίσης γίνεται αναφορά στο KKK και τον πρόεδρο των Η.Π.Α. Lyndon Baines Johnson. Στη β’ πλευρά του single περιλαμβάνεται το «The Peddlers Of Hate» που παίρνει θέση κατά των διαδηλώσεων, κατηγορώντας τους συμμετέχοντες για αρνητισμό («perhaps they’ll see their whole world smile, except the ones that make a living peddling hate»).

Ο Chico Holiday στο «Show Us The Way» (1966) υποστήριξε ότι «these people singing songs, telling how the world’s all wrong… the world is ending today… practice what you preach», παίρνοντας μία σθεναρή στάση κατά των διαδηλώσεων. Επέκρινε το αντιπολεμικό κίνημα, ενώ έκανε και αναφορά στα πυρηνικά/ατομικά όπλα: «they carry signs… ban the bomb, get out of Vietnam… I can stand it».  

Ο τραγουδιστής της country Bobby Bare στο single «Talk Me Some Sense» (1966) τήρησε μία πατριωτική στάση εναντίον των διαδηλωτών, στρέφοντας ιδιαίτερα την προσοχή του στους τραγουδοποιούς: «heard enough of your talk about the world… you sing songs of agitation… your preachin’ friend is a great waste of time». 

Ο Phil Terry στο «Day Is Done» (1966), το οποίο είναι άλλη μία απάντηση στο «Eve Of Destruction», επέκρινε τους διαδηλωτές και το αντιπολεμικό κίνημα, τραγουδώντας από την οπτική γωνία ενός στρατιώτη στο Βιετνάμ («I heard today that people back home are saying I don’t belong here…»). Στο τραγούδι αυτό κυριαρχεί το πατριωτικό αίσθημα, συμπεριλαμβάνοντας και αναφορά στη σημαία, τους όρκους πίστης και τις αντιληπτές αξίες της χώρας, θέλοντας να μάθει αν ο κόσμος στις Η.Π.Α. είχε ξεχάσει την πίστη στη σημαία («have they forgotten… our pledge of allegiance to the flag»). 

Την ίδια χρονιά, ο Bob Linkletter κυκλοφόρησε το single «The Out Crowd / The Final Season», όπου το πρώτο τραγούδι είναι κατά των χίπηδων και το δεύτερο αποτελεί απάντηση στο «Eve Of Destruction».

Ο Happy Fats, ο οποίος γεννήθηκε ως Leroy LeBlanc, ανήκε στην κοινότητα των Cajun, που ήταν απόγονοι των Γάλλων αποίκων του 17ου αιώνα. Τη δεκαετία του 1960 κυκλοφόρησε μία σειρά αμφιλεγόμενων και ρατσιστικών δίσκων, μεταξύ των οποίων το «The Day Of Indecision» (1967), ο τίτλος του οποίου μπορεί από μόνος του να θεωρηθεί ως απάντηση στο «Eve Of Destruction». Οι στίχοι παρουσιάζουν μία θρησκόληπτη, πατριωτική και ρατσιστική πλευρά, με όσους διαφωνούν να αντιμετωπίζουν την τιμωρία του Θεού. Το τραγούδι επαινεί τους άνδρες που πολεμούν στη ζούγκλα του Βιετνάμ καθώς και εκείνους που πολεμούν τους κομμουνιστές σε μέρη όπως το Λάος και το Βιετνάμ. Ωστόσο επικρίνει τους κακούς πολιτικούς που προστατεύουν τους κομμουνιστές στο εσωτερικό, ενώ με τον στίχο «persecute the peoples rights and the clans» πιθανώς υπερασπίζεται τη ρατσιστική Ku Klux Klan, με βάση τη δισκογραφία του συγκεκριμένου καλλιτέχνη. Το «The Day Of Indecision» επαινεί τον Goldwater, τον Wallace και τον Reagan για τον πατριωτισμό τους (μάλιστα είναι ένας από τους πρώτους δίσκους που αναφέρονται στον Reagan, τότε κυβερνήτη της Καλιφόρνιας) και συγκρίνει δυσανάλογα τους άλλους πολιτικούς με τον Stalin, τον Hitler και τον Mussolini. 

Ο Vaughn Meader, μιμητής του JFK, πήρε μία πατριωτική στάση στο «The American Spirit» (1974), αναφερόμενος στον πόλεμο και στην ειρήνη, στη δολοφονία του JFK και στο «Eve Of Destruction»: «this is not a nation on the Eve of Destruction, but a nation on the morning on triumph». Το τραγούδι το έγραψε ο ίδιος ο Vaughn Meader ενώ την παραγωγή και την ενορχήστρωση έκανε ο Hal Blaine.

Από τον αριστερό χώρο, οι μουσικοί που έγραφαν και τραγουδούσαν τραγούδια διαμαρτυρίας για χρόνια, δεν ήταν ευχαριστημένοι που ένα παιδί που έγραφε τραγούδια για το surf κι ένα πρώην μέλος των Christys γνωρίσανε επιτυχία μ’ ένα δικό τους τραγούδι διαμαρτυρίας. Ο Phil Ochs, για παράδειγμα, είπε ότι η ποιότητα του «Eve Of Destruction» ήταν απαίσια και αποκάλεσε τη φιλοσοφία του «ανώριμη». Προειδοποίησε ότι τα τραγούδια διαμαρτυρίας από τη φύση τους δεν θα μπορούσαν ποτέ να διατηρήσουν ένα δημοφιλές status, προσθέτοντας ότι «η εκδίκηση του Top 40 είναι μία από τις πιο γρήγορες εκδικήσεις στη χώρα. Όταν οι άνθρωποι απενεργοποιούνται, είναι ακαριαίος θάνατος. Νομίζω ότι το θέμα των διαμαρτυριών θα εκλείψει πολύ γρήγορα». Πάντως ο ίδιος κυκλοφόρησε το τραγούδι «Days Of Decision» (1965), το οποίο φαίνεται σαν απάντηση στο «Eve Of Destruction» ή, τουλάχιστον, έχει κοινό θέμα: «lookin’ for an answer they‘re never gonna find… these are the days of decision». Υποστήριξε επίσης ότι ήταν η ώρα να διαμαρτυρηθεί ενάντια στους πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς. Περιείχε επιπλέον κι ένα μήνυμα για τα πολιτικά δικαιώματα: «warnings of fire… from the three bodies buried in the Mississippi mud» -άλλη μια αναφορά στις δολοφονίες των τριών ακτιβιστών στις 21 Ιουνίου 1964 από την Ku Klux Klan.

Πέντε χρόνια αργότερα, το 1970, μετά από πολλαπλές στρατιωτικές αποτυχίες, υψηλό αριθμό απωλειών και διεθνή καταδίκη, το διάσημο συγκρότημα των Temptations κυκλοφόρησε το τραγούδι «Ball Of Confusion (That’s What The World Is Today)», το οποίο έγραψαν ο Norman Whitfield και ο Barrett Strong. Οι στίχοι κάνουν αναφορά στο «Eve Of Destruction» και επισημαίνουν «people all over the world are shoutin’ end the war». Έθεσε επίσης διάφορα ζητήματα, επίκαιρα των ημερών, όπως τα πολιτικά δικαιώματα, την οικολογία (ρύπανση), τους χίπις, τους φόρους, την ανεργία, τα όπλα και τα ναρκωτικά. Το τραγούδι έφτασε στο No 3 των Η.Π.Α. και στη συνέχεια γνώρισε και άλλες εκτελέσεις, μεταξύ των οποίων από τους Undisputed Truth το 1971 και τον Edwin Starr το 1972.

Τον Νοέμβριο του 1970, ο Αμερικανός τραγουδοποιός Jimmy Webb κυκλοφόρησε τον δίσκο «Words And Music», όπου συμπεριέλαβε ένα τραγούδι με τίτλο «PF Sloan» δίνοντας ως τίτλο το όνομα του δημιουργού του «Eve Of Destruction». Οι στίχοι του αφηγούνται την γλυκόπικρη ιστορία ενός τραγουδοποιού που άφησε τα πάντα πίσω του και απλώς εξαφανίστηκε. Κανείς δεν ήξερε που πήγε και τι έκανε. Απλά μάζεψε τα πράγματά του και χάθηκε. 

Το «Eve Of Destruction» ακούγεται στην ιταλική ταινία «Το Πλωτό Έθνος» (Rose Island, 2020). Επίσης ακούστηκε στις τηλεοπτικές σειρές «Ομάδα Α» (The A-Team, 1986), «The Greatest American Hero» (2005), «The Vietnam War» (2017) και «Η Παραλία» (2023), ενώ αποτέλεσε και επεισόδιο της εκπομπής «One Hit Wonderland» (2016). Επιπλέον, συμπεριλήφθηκε στο video game Mafia III (2016).

Στις 20 Σεπτεμβρίου 1965, ο Barry τραγούδησε το «Eve Of Destruction» στην εκπομπή του NBC «Hullabaloo» (υπήρξαν και κάποιες εξαιρέσεις από την κακομεταχείριση που γνώρισε το τραγούδι…). 

Όπως και πολλά άλλα δημοφιλή τραγούδια της εποχής του, το «Eve Of Destruction» έδωσε το όνομά του σε ένα οπλισμένο φορτηγό που χρησιμοποιήθηκε από το Σώμα Μεταφορών του αμερικανικού στρατού κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ. Το φορτηγό εκτίθεται στο Μουσείο Μεταφορών του Στρατού των Η.Π.Α. και πιστεύεται ότι είναι το μόνο σωζόμενο δείγμα οπλισμένου φορτηγού της εποχής του πολέμου στο Βιετνάμ, καθώς όλα τ’ άλλα έχουν μείνει πίσω στο Βιετνάμ. 

Το 2001, η Clear Channel Communications, ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης ραδιοφωνικών σταθμών στις Η.Π.Α. με πάνω από 1.170 σταθμούς, κυκλοφόρησε μία λίστα με 150 «στιχουργικά αμφισβητήσιμα» τραγούδια, που οι σταθμοί μπορούσαν να αφαιρέσουν από τη λίστα τους, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους και στο Πεντάγωνο. Εκείνη η λίστα περιλάμβανε κλασικά rock κομμάτια, μεταξύ των οποίων και το «Eve Of Destruction». 

Το περιοδικό Rolling Stone κατέταξε το «Eve Of Destruction» στο No 6 των 10 καλύτερων τραγουδιών διαμαρτυρίας όλων των εποχών. 

Το «Eve Of Destruction» διασκευάστηκε από πολλούς άλλους καλλιτέχνες και αναφέρεται συχνά σε άρθρα και βιβλία σχετικά με την πολιτιστική επίδραση του Ψυχρού Πολέμου και του Πολέμου στο Βιετνάμ.

Με την πάροδο του χρόνου, ο δίσκος του McGuire αποδείχθηκε τόσο πολωτικός όσο και τα ζητήματα που έθετε. Στο βιβλίο του Ian McDonald «Revolution In The Head: The Beatles’ Records And The Sixties» (2007), υπάρχει αναφορά στο τραγούδι. Με αφορμή μία δήλωση του Paul McCartney το 1965, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι τα τραγούδια διαμαρτυρίας -που τότε ήταν πολύ δημοφιλή- ήταν μαρτύριο για τους απολιτικούς Beatles και ότι σιχαίνονταν το «Eve Of Destruction». Ο Jon Savage στο βιβλίο «1966 – The Year The Decade Exploded» (2015) επισημαίνει ότι «το αψύ «Eve Of Destruction» του Barry McGuire ήταν το εμπορικό ζενίθ και για πολλούς το καλλιτεχνικό ναδίρ αυτής της τάσης [της μουσικής διαμαρτυρίας]. Ο Mick Jagger και ο Paul McCartney το απέρριψαν, αλλά ο δίσκος πήγε στο No 3 στο Ηνωμένο Βασίλειο και στο No 1 στις Η.Π.Α.».

Το 1999, σε τουλάχιστον μία εμφάνιση στον απόηχο της σφαγής στο λύκειο Columbine, ο Barry McGuire ανέφερε στους στίχους του τραγουδιού το «Columbine, Colorado».

Από καιρό σε καιρό, όταν τα παγκόσμια γεγονότα πυροδοτούν τον φόβο για το αδιανόητο -έναν πυρηνικό πόλεμο- το «Eve Of Destruction» επανέρχεται στην επικαιρότητα. Κάθε γενιά έχει τους δικούς της λόγους να πιστεύει ότι βρίσκεται στην «παραμονή της καταστροφής». Είναι ένα αιώνιο μήνυμα. 

Νίκος Παπάζογλου (Ήχος & Hi-Fi, τεύχος 166, Ιανουάριος 1987): Έχω συνδυάσει, δεν ξέρω πώς, τα γεγονότα της Λωρίδας της Γάζας [σ.σ. το 1967] με το «Eve Of Destruction». Νιώθοντας λοιπόν κι εγώ αυτή την κραυγή διαμαρτυρίας που έβραζε μέσα μου, άρχισα να ασχολούμαι με την κιθάρα και μαζί με διάφορους φίλους από το σχολείο αρχίζουμε να φτιάχνουμε συγκροτήματα, στα οποία παίζουμε τραγούδια σε αυτό το πνεύμα.

Steve Barri: Προφανώς είναι ένα πολύ σημαντικό τραγούδι. Όσο για τώρα, με την Ουκρανία, είναι τόσο τρομακτικό όσο τίποτε άλλο που έχω δει στη ζωή μου. Ποιος ξέρει τι συμβαίνει στο μυαλό αυτού του τύπου [του Βλαντιμίρ Πούτιν]. Ελπίζω απλώς να μην είναι τόσο απελπισμένος ώστε να δοκιμάσει κάτι πραγματικά ανόητο. Γιατί, πιστέψτε με, δεν χρειαζόμαστε αυτή την παραμονή της καταστροφής [«Eve Of Destruction»].

Άλλες εκτελέσεις:

  • P.F. Sloan (Σεπτέμβριος 1965, στον δίσκο «Songs Of Our Times»).
  • The Turtles (Οκτώβριος 1965, στον δίσκο «It Ain’t Me Babe». Στην εκτέλεση αυτή δεν περιλαμβάνεται το τρίτο κουπλέ. Ενώ κυκλοφόρησε μετά την πρώτη εκτέλεση του Barry McGuire, λέγεται ότι η εκδοχή των Turtles είχε ηχογραφηθεί νωρίτερα, οπότε ίσως το συγκεκριμένο κουπλέ να γράφτηκε μετά την ηχογράφηση των Turtles. Πάντως, καθώς τα προβλήματα με το management και τις αλλαγές των μελών ταλαιπώρησαν τους Turtles, τελικά αποφάσισαν να κυκλοφορήσουν την εκτέλεσή τους σε single το 1970, λίγο πριν διαλυθούν. Ήταν το τελευταίο τραγούδι τους που μπήκε στους αμερικανικούς πίνακες επιτυχιών, φτάνοντας στο No 100).
  • Jan & Dean (Νοέμβριος 1965, στον δίσκο «Folk ‘n Roll». Στην εκτέλεση αυτή η φράση «Selma, Alabama» αντικαταστάθηκε από τη φράση «Watts, California», σε προφανή αναφορά στις ταραχές που ξέσπασαν στο Watts του Los Angeles τον Αύγουστο του 1965).
  • Alan Klein (1965, παρωδία με τίτλο «Age Of Corruption» στον δίσκο «Well At Least It’s British»).
  • The Dickies (1978, σε single).
  • The Pretty Things (1989, σε single).
  • D.O.A. (2004, στο άλμπουμ «Live Free Or Die»).
  • Casey Abrams feat. Cyndi Lauper (2020, σε single, εν όψει των αμερικανικών εκλογών).

Cyndi Lauper: Το «Eve Of Destruction» είναι τόσο επίκαιρο σήμερα όσο ήταν όταν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1965. Ελπίζω ότι το δυνατό μήνυμα του τραγουδιού με τον επικαιροποιημένο στίχο του θα παρακινήσει τον κόσμο να βγει και να ψηφίσει

Οι στίχοι:

The eastern world it is explodin’

Violence flarin’, bullets loadin’

You’re old enough to kill but not for votin’

You don’t believe in war, but what’s that gun you’re totin’

And even the Jordan river has bodies floatin’

But you tell me over and over and over again my friend

Ah, you don’t believe we’re on the eve of destruction

Don’t you understand, what I’m trying to say?

And can’t you feel the fear that I’m feeling today?

If the button is pushed, there’s no running away

There’ll be no one to save with the world in a grave

Take a look around you, boy, it’s bound to scare you, boy

(Chorus)

Yeah, my blood’s so mad, feels like coagulatin’

I’m sittin’ here, just contemplatin’

I can’t twist the truth, it knows no regulation

Handful of Senators don’t pass legislation

And marches alone can’t bring integration

When human respect is disintegratin’

This whole crazy world is just too frustratin’

(Chorus)

Think of all the hate there is in Red China!

Then take a look around to Selma, Alabama!

Ah, you may leave here, for four days in space

But when your return, it’s the same old place

The poundin’ of the drums, the pride and disgrace

You can bury your dead, but don’t leave a trace

Hate your next door neighbor, but don’t forget to say grace

(Chorus)

Κωνσταντίνος Παυλικιάνης

More From Author