την Αλεξάνδρα Τσόλκα

«… Η αχαλίνωτη δημοσιότητα, όσο κι αν πονάει είναι το τίμημα της επιτυχίας και της προσωπικής προβολής. Μπορεί να μην ήθελα να γίνω βορρά στα θηρία. Μπορεί να μη το επέλεξα. Είναι στιγμές που πιστεύω πως ό,τι πέτυχα με πολύ κόπο δεν νομίζω τελικά ότι ήταν ο στόχος μου» έλεγε κάποτε η Αλίκη στον Μαρίνο Κουσουμίδη «η ουσία μου ξέφυγε και το ξέρω. Και θέλω να προλάβω, να προλάβω πριν να είναι πολύ αργά. Δεν θέλω όταν θα μια πια μια πολύ κουρασμένη γριούλα και κάνοντας απολογισμό να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι η περίπτωση Αλίκη Βουγιουκλάκη ήταν πολύ κακό για το τίποτα…»… γιατί πολύ απλά δεν ήταν!

Είδωλο, μύθος, ίνδαλμα, σταρ. Μαγνητική, λαμπερή, θηριωδώς επιβλητική, χειριστική στην αγάπη του κόσμου, «εθνική» όπως την βάφτισε κάποτε η Ελένη Βλάχου, με λαγνεία αθωότητας η αθωότητα λαγνείας, ερωτική, με γοητεία κοριτσίστικη, σχεδόν παιδική. Η αιώνια μαθήτρια, η Λίζα Παπασταυρου των ασπρόμαυρων χρόνων της αφέλειας μας, των αθώων χρόνων μιας Ελλάδας, που έζησε απώλεια, πόλεμο, πείνα, αποκλεισμό και ήθελε να τραγουδήσει «νιάου νιάου βρε γατούλα με την ροζ μυτούλα» σε μια φωτεινή εφηβική εκδρομή, σε μια κοπάνα απ την έγχρωμη σε σέπια χρώματα ζωή. Η λατρεμένη του κοινού, το αντικείμενο προβολής συναισθημάτων ή κακίας. Η λατρεία, η πολεμική, ο έπαινος, η ανάλυση, η αμφισβήτηση. Το σύμβολο!  Και από την άλλη η γυναίκα, η μάνα, η φίλη, η ερωμένη, η γνωστή. Χρόνια μετά και οι δικοί της άνθρωποι προσπαθούν να συνηθίσουν όχι να ζουν χωρίς την λάμψη του ειδώλου όπως εμείς, οι θαυμαστές, αλλά να ζουν χωρίς την βεβαιότητα της παρουσίας της.

Αποσπασματικές μνήμες των δικών της για την Αλίκη πίσω απ την κάμερες, στις θεατρικές αργίες, με σβηστούς προβολείς, χωρίς μεικ απ! Χωρίς μεικ απ έμοιαζε ακόμη πιο νέα. Το πρόσωπο το χωρίς γωνίες, που μάταια είχαν προσπαθήσει ξένοι μακιγιέρ να δημιουργήσουν, δεν αλλοιωνόταν ποτέ, δεν γέρναγε, δεν έχανε το παιδί μέσα της. Ανοιχτό σπίτι στον Θεολόγο, φίλοι, Κυριακές, γιορτές, ξενιασιά, αναμελιά, για την κοπέλα που αν και έμοιαζε παιδί, δεν έζησε σαν τέτοιο. Ορφάνιες, φτώχειες και εφεύρεση του εαυτού της. Στον Θεολόγο γιόρταζε την ελευθερία της. Ξυπόλητη, άβαφη, αχτένιστη. Φαγητά, ποτά, όλα μαζί όλα για τους κλασμένους της. Μόνο χαρτοπετσέτα μη της ζήταγες! Μπορεί να σου χε αστακό αλλά στην χαρτοπετσέτα ήταν τσιγκούνα. Ποιος ξέρει γιατί, ποιος ξέρει πως. Και μετά η μυρωδιά της. Σα ζάχαρη λιωμένη. Και η αιώνια κρέμα που έβαζε στο πρόσωπο της και μια αμυδρή υποψία πούδρας, να διαπωτίζει τα ρούχα της. Η μυρωδιά που ανακαλούν οι δικοί της και βουρκώνουν γιατί δεν θα υπάρξει ξανά σε παλάμες, σε χέρια, σαν αμυδρό χνάρι επαφής. Την πήρε μαζί της.

Ήταν η σταρ που η καλύτερη κριτική της δεν ήταν για ταινία η θεατρικό, αλλά αν την έλεγαν καλή μάνα. Η υπερπροστατευτική, η αφοσιωμένη, αυτή που έμεινε στο κρεβάτι για να γεννήσει το γιο της και που έλαμπε το πρόσωπο της όταν μίλαγε για αυτόν. Στο τραπέζι της κουζίνας του σπιτιού της, να λέει τις ανησυχίες και τους φόβους της, λίγο πριν φύγει στις φίλες της. «Τον Γιάννη και τα μάτια σας» να προστάζει απ τον άλλο κόσμο. Και να πεθαίνει στην σκηνή. Όπως ονειρεύονταν οι παλιοί θεατρίνοι. Όπως συνέβηκε σ αυτήν με μια Μελωδία που δεν ήταν της Ευτυχίας τελικά, αλλά του Αποχαιρετισμού.

Και εμείς να μένουμε όλοι με υπαρξιακό άλυτο, ως έθνος. Δεν πεθαίνουν οι ξανθές μαθήτριες, που χορεύουν τουίστ, οι Σταχτοπούτες που ερωτεύονται στην Ιταλία, οι μικρούλες που τρίβουν ο θερμόμετρο κάτω από τα σεντόνια για να δείξει 38 πυρετό. Δεν πεθαίνουν σου λέω. Μόνο γενέθλια γιορτάζουν πάντα! Και αυτή πεισμώνει και μας απειλεί.

  • Με απειλείς, Παπασταύρου;
  • Ναι, σας απειλώ, σας απειλώ, σας απειλώ!
  • Ε, να λοιπόν!

Να, λοιπόν Παπασταύρου και εμείς!

Να, αλλά να μη σε ξεχνάμε και να μη σ αφήνουμε να ηρεμίσεις γιατί μας λείπει η λατρεία σου, η ανάγκη μας να σε αμφισβητούμε, να σε αποκαθηλώνουμε και να αποθεώνουμε, όχι απαραίτητα με αυτήν την σειρά. Έπαιζε ήδη στο σινεμά, είχε κάνει το Κορίτσι με τα παραμύθια, την Μουσίτσα, την Μαρία την Πενταγιώτισσα, το Διακοπές στην Αίγινα. Και δεν ήξερε πως είναι δημοφιλής. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να χοροπηδάει με το καινούργιο λευκό τρανζίστορ στο αφτί, με μια αλογοουρά από πίσω να ανεβοκατεβαίνει, υπογραμμίζοντας την κίνηση. Θυμούνται τα αδέλφια, την αγαπημένη αδελφή. Την Αλίκη τους, να χορεύει πάντα με το τρανζίστορ κολλημένο στο αφτί. Θυμούνται πως ο Τάκης την πρόσεχε στο πλατό στην πρώτη της ταινία, στο Ποντικάκι, γιατί η μαμά της, φοβόταν να την αφήσει μόνη. Θυμούνται οι τεχνικοί σε εκείνες τις ταινίες, την μικρή τους σταρ, να είναι παιδί και να την κάνουν βόλτες πάνω στο τραβελινγκ και αυτή να γελάει και να γελάει. Μετά τους αγόραζε παγωτά και κέρναγε τα συνεργεία ή μπίρες. Απ τα παγωτά έτρωγε και αυτή, απ τις μπύρες δεν έπινε ποτέ. Και πάντα αγαπούσε τα παιδιά των συνεργείων της. Στην Μανταλένα έμπαινε στο μοναδικό καφενείο της Αντίπαρου και μαγείρευε για να τους τάισε ΄΄όλους μαγειρευτό φαγητό. Μακαρόνια με κύμα μαγείρευε, που δεν χόρτασε ποτέ γιατί έκανε δίαιτες.

Και πάντα τελειομανής. Τελειομανής με την εμφάνιση της. Κάποτε λέει, πήγε σε ένα διάσημο γιατρό στην Ισπανία, για να της διορθώσει το σαγόνι της. Στον τότε σύντροφο της, από γυναικεία κοκεταρία είχε πει πως πάει στο Λονδίνο να δει κάποια παράσταση. Γύρισε μες στην νύχτα και βάραγε τα κουδούνια στην κολλητή της. «Μου είπε ο γιατρός πως είμαι τρελή και ήρθα με το επόμενο αεροπλάνο». Προσποιήθηκε μένοντας στην φίλη της, πως είναι στον Λονδίνο για δυο μέρες, γιατί αλλιώς δεν έβγαιναν οι ώρες. Τηλεφωνούσε στον σύντροφο της και έκανε πως δεν τον άκουγε καλά διότι δεν ήταν καλή η συνείδηση από τον Λονδίνο ενώ βρισκόταν δυο δρόμους πιο πάνω στο Κολωνάκι. Κι όλα αυτά για να μην μαρτυρήσει την φοβία της να  γεράσει. Και επέμενε να κάνει πλαστική και οι γιατροί δεν την αναλάμβαναν για να μην την χαλάσουν. Και έτσι έμεινε για πάντα όπως ήταν. Όπως την ξέραμε.

Κάποτε, λέει ο περιβόητος Σκούρας της 20th Century Fox, που είχε ψύχωση μαζί της και την ήθελε στο Χολιγουντ, της πρότεινε να της αλλάξει την μύτη, να την κάνει πιο σηκωτή προς τα πάνω και να της φτιάξει τα δόντια που το ένα αριστερά ήταν στραβό. Θύμωσε η Αλίκη. «Τότε θες μια άλλη και όχι εμένα και να πάρεις αυτήν» του είπε, «εγώ είμαι αυτό που είμαι». Και τέρμα η κουβέντα! Θαύμαζε την Τζένη, την φίλη, την συμμαθήτρια στην Σχολή, με την κοινή πορεία. Την θαύμαζε γιατί οδηγούσε, γιατί πρώτη αυτή κάπνισε δημόσια, γιατί ζούσε όπως ήθελε. Και όταν στο Γενικό Κρατικό η Καρέζη λίγο πριν το τέλος την ρωτάει «γιατί; Γιατί εγώ;», η Αλίκη ξέρει πως χάνεται ένα κομμάτι και απ το δικιά της. Και έλεγε πάντα «είναι δύσκολο να ζεις κομμένος στην μέση. Δίνεις ένα κομμάτι από τον εαυτό σου, πάντα, αλλά όχι ακριβώς το μισό».

Της άρεσε να βρίσκεται με τις ώρες στην κουζίνα της, να μαγειρεύει η απλώς να σιωπά, ή να πίνει καφέδες με τους δικούς της ανθρώπους, μέσα στην οικειότητα του γυναικείου άνδρου. Λάτρευε τα αβγά, τα μανιτάρια, τα μεζεδάκια. Δεν έβλεπε όνειρα ή δεν μίλαγε για αυτά. Είχε πάντα δυσκολίες στον ύπνο για αυτό έπαιρνε ένα χάπι για να κοιμηθεί και έπεφτε σε μια ξεκούραση σκοτεινιάς που εξόριζε τα όνειρα. Κοιμόταν ξημερώματα και δεν της άρεσε η μοναξιά τις νύχτες. Μισούσε τα ναρκωτικά, το αλκοόλ, τις εξαρτήσεις και δεν ήθελε εξαρτημένους ανθρώπους που παραδίδονται κοντά της. Ήθελε μόνο όσους αγωνίζονταν. Λάτρευε την Μονρόε, δεν ταυτιζόταν με την Μπαρντο, όσο κι αν της κόλλαγαν το παρατσούκλι η ελληνίδα Μπε Μπε και η καρδιά της χτυπούσε πάντα στο θέατρο και στους κλασσικούς ρόλους, που έπαιξε στην σχολή της. Αγαπούσε το κόκκινο, το λευκό, τα λουλούδια που μύριζαν, τα καπέλα. Μια φορά την είχε μαλώσει ο Φίνος για ένα καπέλο που φόραγε στο Δόλωμα και της είπε πως δεν θα της ξαναγοράσει καπέλο και εκείνη έκλαιγε και έκλαιγε σαν παιδί που το τιμώρησαν στερώντας του τα αγαπημένα παιχνίδια.

Θυμάμαι εμένα παιδάκι, να ζητάω αυτόγραφα στο καμαρίνι της. Κάποτε με είχε φιλήσει κιόλας. Φυσικά και θα της έμοιαζα όταν μεγάλωνα. Και θα χα μακριά ξανθά μαλλιά και θα φόραγα λουλούδια στα μαλλιά και θα γινόμουνα δασκάλα, η σύζυγος, η τραγουδίστρια, ή ότι τέλος πάντων γινόταν και η Αλίκη. Και θυμάμαι την φίλη της την Μαρλέν Καρέρ, που ‘χει φύγει και εκείνη πια τώρα και έχει πάει να τη συναντήσει όπου και αν βρίσκεται το «μετά», να κλαίει σε ένα τηλέφωνο και να μου λέει, μια φορά και έναν καιρό, για ένα μεγάλο αφιέρωμα για το Down Town: «Μου λείπει, εκείνη, όλη εκείνη. Μου λείπει η φίλια που θεωρείς δεδομένη για μια ζωή και είναι χωρίς όρους». Μη κλαις. Μη κλαις. «Για το θέμα με το σίριαλ και τη ζωή της δεν θέλω να μιλήσω καθόλου. Το αρνούμαι, όλο αυτό. Το αρνούμαι σου λέω. Και εγώ αυτή την σειρά δεν θα την δω, πάει και τελείωσε». Θυμάται πως η ίδια πούλησε το σπίτι της Αλίκης στην Στησιχόρου, που ήταν, κάποτε, της μητέρας της. «Μια μέρα μου τηλεφωνεί ένας δικηγόρος. Εκ μέρους του κ. Παπαμιχαηλ. Και μου λέει πως η Αλίκη δεν είχε δηλώσει ποτέ στο υποθηκοφυλακείο την αγορά και την ιδιοκτησία και να βάλω μια υπογραφή για να το πάρει ο γιος της. Το έκανα φυσικά. Και μετά από λίγο το πούλησε. Το σπίτι της μάνας του, το όλο αναμνήσεις. Δικαίωμα του. Δικαίωμα του και να μη με πάρει ο ίδιος τηλέφωνο, αλλά να βάλει δικηγόρο, αν και ήξερε πως με την μάνα του είμαστε αδελφές. Καλά δεν περίμενα ούτε το ευχαριστώ του, αλλά πρόσφατα τον είδα στον δρόμο και δεν μου είπε ούτε καλημέρα. Ξέρεις σε ι στερήσεις είχε υποβάλει τον εαυτό της, η Αλίκη για αυτό το παιδί; Ο,τι είχε βγάλει το πρόσεχε για τον Γιάννη. Και όλο μάζευε και μάζευε.. Μα τι έγιναν όλα αυτά; Τι έγιναν; Φοβερά πράγματα. Και καμία φορά λέω, άσε, καλύτερα που δεν ζει, η φίλη μου. Καλύτερα». Σιωπή. Μ ακούς;

Πες μου κάτι χαρούμενο, πες μου για τους άνδρες της ζωής της. «Μ! Εγώ πιστεύω πως λάτρεψε τον Δημήτρη τον Παπαμιχαήλ. Κάποτε, ήταν άρρωστη πια, αλλά πάλευε, με ρώτησε «λες να μ αγάπησε ο Δημήτρης;» και της είπα σίγουρα πως την αγάπησε. Μέσα της τον φύλαγε πάντα σαν τον άντρα της ζωής της και ας την είχε ταλαιπωρήσει τόσο. Είχε και αυτός, μωρέ παιδί μου, μαζί της, μια αντιζηλία περίεργη. Να σου πω να γράψεις κάτι; Θέλω αυτό να το ξέρει όλος ο κόσμος. Ο Κώστας ο Σπυροπουλος της στάθηκε πολύ. Την πρόσεχε, την φρόντιζε και στην αρρώστια ούτε ένα λεπτό δεν την άφησε. Και ας τον ζήλευε αυτή πολύ. Φυσικό ήταν. Είχανε και διαφορά μεγάλη. Αλλά τον πονούσε, τον αγαπούσε, τον νοιαζόταν και εκείνη τον Κώστα. Και αυτός εκεί, βράχος κοντά της μέχρι την τελευταία στιγμή. Δεν την άφησε λεπτό, μόνη. Σο δωμάτιο της κοιμόταν στο νοσοκομείο, όσο κοιμόταν, και δως του να της κάνει αστεία όποτε καταλάβαινε και να την περιποιείται. Γράφτο  αυτό για τον Κώστα, σε παρακαλώ. Του το χρωστάω για την αγάπη που έδειξε στην φίλη μου. Στην φίλη. Πρόσεξε πόσο πολύτιμη αυτή η λέξη»…

Ήταν ευτυχισμένη όμως; Ήταν; «Όχι. Όχι. Δεν ήταν ευτυχισμένη. Όχι. Τι πικρή παραδοχή ε; Τι θλιμμένη! Προσπαθούσε να είναι ευχαριστημένη, η να φαίνεται ευχαριστημένη και να ευχαριστεί τους δικούς της γύρω της. Επιδίωκε μια ηρεμία, συνήθως, αλλά όχι, δεν ήταν ποτέ ευτυχσιμένη. Ίσως γιατί η Αλίκη  ποτέ δεν είχε υποστήριξη. Δεν είχε το δικαίωμα να είναι αδύναμη. Όλοι κρεμόντουσαν απάνω της.  Κάποτε αρρώστησα εγώ. Έκανα υστερεκτομή και ενώ δεν της το πα, το έμαθε. Μ πήρε τηλέφωνο. «Σήκω» μου είπε, «σήκω και  εμείς αυτά τα μασάμε. Τα νικάμε. Δεν θα κερδίσει ο καρκίνος εμάς. Σήκω τώρα από το κρεβάτι και αγωνίσου. Έλα δω να δούμε τι θα κάνουμε το καλοκαίρι, στις διακοπές». Μετά από έξι μήνες έφυγε! Μετά από έξι μήνες! Και ήταν τόσο καλή άρρωστη και τόσο παλικάρι! Δεν τα κατάφερε. Δε τα κατάφερε. Με κοίταξε την τελευταία φορά, με ένα βλέμμα όλο απορία και χάος. Απορία και χάος. «Σ αγαπάω» μου είπε, «σ αγαπάω»… δυο φορές. Αυτές ηταν οι τελευταίες κουβέντες που άκουσα απ τα χείλη της… συγνώμη… συγνώμη… καμία φορά παρηγοριέμαι και λέω ευτυχώς που πίστευε στον θεό παρά πολύ και δεν φοβόταν το τέλος τόσο όσο αν δεν πίστευε. Ευτυχώς, ε;».  Θέλει να θυμηθεί ένα αστείο. Ένα αστείο απ την φίλη της που είχε τόσο χιούμορ, αλλά δεν μπορεί. Απλά δεν μπορεί. Και να οι εικόνες σε όλες τις λέξεις.

Νεράιδα, αρχόντισσα, στην ψαραγορά Κατερίνα, ψεύτρα, αγαθή τροτέζα, Κλοτσοσκούφι. Και να ο Πίπης. Ο Πίπης να τραγουδάει διώχνοντας τις άλλες εικόνες. «Αλητάκι, μπατιράκι μες στους δρόμους τριγυρνώ, σήκωσε το μπαιράκι, δεν με νοιάζει και αν πεινώ». Αλαααα της, Αλίκη, αλααα…

About Post Author

Αλεξάνδρα Τσόλκα

Δημοσιογράφος - Συγγραφέας

You May Also Like

More From Author

+ There are no comments

Add yours