του Αλεξάνδρα Τσόλκα
Ήταν ο αειθαλής, ο αγέραστος, ο γεμάτος ψυχή, φινέτσα, τρόπους αρσενικούς παλαιάς κοπής και αρχοντιάς Τόλης Βοσκόπουλος, όταν τον συνάντησα τελευταία φορά, στο Baraonda Music Hall, στις εμφανίσεις του! Στάθηκε, όπως πάντα, μακριά από ευτελισμούς και πρόστυχες ευκολίες της εποχής. Περίκομψος και με τραγούδια δοκιμασμένα, αντοχής, αισθήματος, αγάπης απ αυτά που κάνουν χειροφίλημα σαν άγγιγμα πεταλούδας, ακόμα στις γυναίκες! Και λέμε για εκείνες τις γυναίκες, κάθε ηλικίας, που φοράνε κομψές τουαλέτες, χτενίζουν τα μαλλιά τους ψηλά, ανακατεύουν τα αρώματα τους και τον περίμεναν, πιστές σε μια σχέση δεκαετιών. Περιμέναν αυτόν, τον αιώνιο «πρίγκιπα», τον ευγενικό «άρχοντα», τον «δικό μας Φρανκ Σινάτρα», που μόλις τις έβλεπε απ την πίστα, έκανε τη χαρά του άνδρα – αγοριού που μόλις μπήκε σε μαγαζί με ζαχαρωτά. Γιατί;
Για την ικανότητα να τραγουδάει ερωτικούς στίχους και κάθε γυναίκα να νομίζει πως τις εκμυστηρεύεται σ’ αυτήν! Εκείνο το βράδυ, του είχα πει πως μικρή τον είχα δει με τον μπαμπά μου, σε μια ταινία που έκανε τον τσιγγάνο. Είχα ερωτευτεί παράφορα. Έλεγα «όταν μεγαλώσω θα παντρευτώ τον Βοσκόπουλο». «Πότε δεν είναι αργά, ξέρεις», είχε πει, να με πειράξει, με εκείνα τα μάτια, τα πάντα εφηβικά λαμπερά, που ερωτευόταν οι γυναίκες να μου γελάνε. Πριν, συναντήσεις στο σπίτι του στη Γλυφάδα με την γυναίκα του την Άντζελα Γκερέκου, που μόλις είχαν αποκτήσει το μωρό τους. Πιο παλιά, ταξίδια αστραπή στη Θεσσαλονίκη, για εμφάνιση του, πάντα με άσπρο κοστούμι και την Άντζελα, στους μεγάλους έρωτες, στο πρώτο τραπέζι. Τηλεφωνήματα. Κάποιες βραδιές για κινέζικο στο κέντρο της Αθήνας. Η τιμή που μου έκανε της φιλίας και της εκτίμησης του. Ο Τόλης Βοσκόπουλος, που δεν λάμπει πια, εδώ…
Οι άντρες δεν μιλούν πολύ, στο νου σου να το γράψεις
Ο Τόλης είχε μια πολύχρωμη, έναστρη ζωή πίσω του. Μια ζωή σαν τα τραγούδια του! Όλο πάθος και έρωτες απ αυτούς, τους παράφορους, τους δαντελένια αρωματισμένους, τους αγιοποιημένους απ τη μνήμη! Και είχε και μια καριέρα περίπου 6 δεκαετιών, γεμάτη λατρεία απ το κοινό του που του χάρισε μελωδίες σάουντρακ για έρωτες, χωρισμούς, γλέντια, βόλτες, πρωινά ξυπνήματα, απογοητεύσεις και γιορτές, σα μουσική επένδυση στη ζωή, τη ζωή μας. Κάποτε είπε, κουρασμένος από τη νέου τύπου δημοσιογραφία, πως δεν θα ξαναδώσει συνέντευξη και σαν παλαιάς κοπής κύριος -τα πάμε!- τον λόγο τον κράτησε μέχρι τέλους! Ήταν θέμα τιμής! Οι άνδρες δε μιλούν πολύ, άλλωστε! Σιωπή! Ούτε σε εμένα έδωσε συνέντευξη! Με καλούσε στο νοικιασμένο σπίτι του, το χωρίς πολυτέλειες, πισίνες και προσωπικά σπα και χωρίς καν φωτογραφίες του, ναρκισσιστικές στους τοίχους. Καθόμασταν στην βεράντα του, που έβλεπε σε ήσυχο δρόμο και όχι σε κάνα ιδιωτικό, πολυτελή κήπο! Ήταν άριστος οικοδεσπότης, περιποιητικός και εγκάρδιος, αλλά δεν άφηνε περιθώρια: ΟΧΙ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ! Και όχι δε τα χει, όπως είναι της μόδας με τους δημοσιογράφους. Δε συγχωρούσε τα αφεντικά του τύπου και των καναλιών. Πικραμένος πολύ και θυμωμένος, είδε την προσφορά χρόνων για μερικά φύλλα παραπάνω να κρεμιέται στα περίπτερα, για όφελος οικονομικών εκείνων των εκδοτών και καναλαρχων που βοήθησε, στήριξε, υπολόγισε, τίμησε. Στην πρώτη δυσκολία του, οικονομικής πάντα και όχι ηθικής φύσης φυσικά, εκείνοι που λέγανε «ευχαριστώ» για τα ποσοστά τηλεθέασης, τον χτυπήσαν με δημοσιεύματα κάποτε ειρωνικά, ακόμα και αν λίγο καιρό αργότερα πέρασαν τα ίδια και χειροτέρα, με την κρίση να κορυφώνεται. Ο Τόλης Βοσκόπουλος, δεν στεναχωρήθηκε που είδε τους κόπους μια ζωής να στραγγίζονται με κατηγόριες, απ αυτές που δεν ψάχτηκαν καν, πριν γίνουν τίτλοι και τηλεοπτικά, κραυγαλέα ρεπορτάζ.
Τον πείραξε που όλα έγιναν, πολιτικά και παρασκηνιακά, τότε που η σύζυγος του, η Άντζελα Γκερέκου, ήταν υπουργός Τουρισμού, με θυσία την αμφισβήτηση της τιμιότητας που ο ίδιος πάντα έβαζε πάνω απ όλα τα χρήματα του κόσμου. Είναι άλλωστε γνωστό πως ο Τόλης Βοσκόπουλο, για τα υλικά δε νοιάστηκε ποτέ και βοηθούσε απλόχερα όσους είχαν ανάγκη, αλλά και τους συνεργάτες του. Ήθελε πάντα του να τραγουδά, να αγαπά, να δίνει και να ευχαριστιέται με απλά πράγματα. Ο Τόλης Βοσκόπουλος, ως άρχοντας, δεν είχε πάνω του ίχνος μεμψιμοιρίας, μιζέριας, γκρίνιας. Αντίθετα, τον έβλεπες και έλεγες πως τίποτα, μα τίποτα δεν τον βασανίζει, ποτέ και για κανέναν λόγο! Γιατί στα επίθετα που προηγούνται του ονόματος του θα έπρεπε να μπει με μεγάλα, μπολντ γράμματα το «αξιοπρεπής» πάνω και πριν απ όλα τα άλλα. Μες στο πλαίσιο αυτής την αντρίκιας, αρχοντικής, αξιοπρεπούς στάσης του στη ζωή, ο Βοσκόπουλος προστατεύτηκε απ την όποια χυδαιότητα, αδιακρισία, αυθάδεια και έλλειψη σεβασμού, πολύ απλά, σιωπώντας… «Μα οι άνδρες δε μιλούν πολύ! Δεν τα πάμε;». Φυσικά και τα πάμε!
Οι αναμνήσεις ξαναγυρίζουνε και μου θυμίζουνε τα περασμένα
… Χρόνια συζητήσεις. Φιλικές. Κανονικές. Της παρέας. Της επαφής. Ίδιος με όλους. Από πρόεδρους δημοκρατίας και πάμπλουτους κροίσους σε όλο τον κόσμο. Κάποια στιγμή έγραφε την αυτοβιογραφία του. Και ήταν τόσο απολαυστικός ο τρόπος που διηγούταν στιγμές από υπεροχές συναντήσεις. Πεταγόταν όρθιος, χειρονομούσε, μιμούταν, έξοχα, κινήσεις και φωνές άλλων. Γινόταν ο Διονυσίου, η Βρανά, ο Πάριος. Και κάποτε θυμόταν τις μεγάλες παύσεις, υπογράμμιση συγκίνησης, για τη ζωή που ξεκίνησε ως ασπρόμαυρη ταινία, δίπλα στη θάλασσα, στα χαμηλά σπίτια του Πειραιά, στη σκιά των μεγάλων καραβιών, στις αλάνες που παιδιά έπαιζαν μπάλα με κόκκινες φανέλες, που η ζωή, με ελάχιστα χαμόγελα, μέτραγε μπέσα, τιμή, φιλότιμο στις πενιές του μπουζουκιού. Κοκκινιά. 26 Ιουλίου του 1936. Είναι η 12η γέννα της μάνας και το πρώτο αγόρι. Μεγαλώνει χαϊδεμένος, όλο προσοχή από τόσες γυναίκες. Ίσως για αυτό θα συνεχίσει σε όλη του ζωή να ‘ναι αγαπημένος των θηλυκών. Και να αγαπάει και ο ίδιος! Στην πίστα απάνω τιμούσε τους μουσικούς και βούρκωνε, αφοσιωμένος στο να θαυμάζει τους καλούς μουσικούς, τους νέους με τις κρυστάλλινες φωνές, όλα τα ταλέντα! Και πάνω απ όλα θαύμαζε τους βιρτουόζους του μπουζουκιού. Πως αλλιώς; Ένα μπουζούκι, ήταν αυτό, που ζητούσε πάντα από τον πατέρα του. Το προτιμούσε και από ποδήλατο. Μετά από πολλά παρακάλια και παιδικούς εκβιασμούς το πήρε στα χέρια του. Ο Πειραιάς όλο εικόνες και χρώματα και κόσμος στις αυλές όπου η δηκτικότητα χάνεται στη γειτονιά, έγινε το υλικό του.
Ώσπου να βγει στο θέατρο πρώτα, το 1968. Ένα απόγευμα, σε εκείνη τη βεράντα του σπιτιού που με ενοίκιο, στη Γλυφάδα, στο περιθώριο μιας φωτογράφησης της Άντζελας Γκερέκου, μου έλεγε για τα χρόνια, που στα αθηναϊκά, μουσικά θέατρα οι παραστάσεις άρχιζαν από το μεσημέρι. Μιλούσε για την Ντιριντάουα και την εκρηκτική Σπεράντζα Βρανά, που έρχονταν οι φαντάροι να την δουν στην πρώτη παράσταση και βόγκαγε με το που εμφανιζόταν η πλατεία. Μετά οι καθαρίστριες λέει, έπιαναν δουλειά γιατί οι φαντάροι έδειχναν έμπρακτα, χειροπιαστά και με ενθουσιασμό το θαυμασμό τους. Περοκέ. Ακροπόλ. Σινεμά. Είναι η εποχή με τις δακρύβρεχτες ταινίες, με τα φτωχόπαιδα, τα χαμένα αδέλφια που ερωτεύονται, τις πλούσιες κακές γυναίκες, που θέλουν να εκμεταλλευτούν τα ρωμαλέα αθώα αγόρια της εργατιάς. Γίνεται ο πιο αγαπημένος.
Η καρδιά μου πληγωμένη, σαν καμπάνα ραγισμένη
1968. Απογείωση και αποθέωση! «…Η καρδιά μου πληγωμένη, σαν καμπάνα ραγισμένη, μυστικά με βασανίζει με μανία η ζωή πριν μας χωρίσει, προσπαθώ να βρω μια λύση… αγωνία… αγωνία. Αγωνία με λαχτάρα να σε νοιάζομαι, αγωνία δυστυχώς να σε μοιράζομαι…». Ζαμπέτας, Βασιλειάδης και «Τσάντας» και ο Τόλης Βοσκόπουλος να συγκλονίζει τα κορίτσια της εποχής. Μέσα σε λίγες μέρες το δισκάκι ξεπερνά τις 300.000 πωλήσεις. Οι γυναίκες εμφανίζουν συμπτώματα πρωτόγνωρα για τα δεδομένα της μετρημένης, χαμηλοβλεπούσας Ελλάδας. Υστερίες. Παραφορές. Ουρλιαχτά. Λατρεία. Ήταν γνωστό πως δεν ήξερε πόσο κάναν τα τσιγάρα και την αξία του χρήματος. Όποιος τον πλησίαζε θα ‘χε μεγάλα πουρμπουάρ, ή θα ταν όλα κερασμένα πάντα από τον ίδιο. Οι άνθρωποι που ζούσαν δίπλα του, είχαν πάντα το καλύτερο. Και οι γυναίκες του; Βασίλισσες όχι μόνο από τη συμπεριφορά του, αλλά και από τη φροντίδα του να μη τους λείψει τίποτα. Και αυτές οι βασίλισσες ήταν πολλές.
Η Δούκισσα, η Στέλλα, η Ζωή, η Μαρινέλλα και… Όσο σ’ αγάπησα ποτέ δε θ’ αγαπήσεις, πολύ σ’ αγάπησα θλιμμένη Παναγιά
Στη συνείδηση του κόσμου, στις αρχές, ήταν απόλυτα ταιριαστός με τη Δούκισσα με την οποία παίζανε μαζί σε θέατρο και σινεμά. Κανείς δε θα μάθει ποτέ ούτε από εκείνην, αλλά ούτε απ τον ίδιο, γιατί χώρισαν, αλλά ούτε και λεπτομέρειες για την κοινή τους ζωή. Μόνο που αυτός πάντα θα νοιάζεται αν είναι καλά και πως περνά. «Για την Δούκισσα, θα σου μιλήσω, αλλά όχι σαν συνέντευξη και να μη δημοσιευτεί στο τύπο. Μόνο για το βιβλίο» λέει στον Κυριάκο Παπαδάκο, τον γιο της Δούκισσας, που ετοιμάζει ένα βιβλίο στη μνήμη της και στη ζωή της. Και λέει το όνομα της, με παύσεις τόσο μετρημένες και ανεβοκατεβάσματα που μοιάζουνε για ακόμη μια φορά, τραγούδι! Κι όμως, τότε, θα παντρευτεί την ηθοποιό Στέλλα Στρατηγού, από την ιστορική θεατρική οικογένεια. Πολύ αργότερα από το διαζύγιό τους, εκείνος θα της στέκεται ανθρωπινά και οικονομικά, μέχρι το τέλος της Στέλλας, παραχωρώντας της ακόμα και το σπίτι του για να ζει εκείνη αρχοντικά. Μια θυελλώδης σχέση με τη Ζωή Λάσκαρη, θα γίνει η αγαπημένη κοινού και τύπου, όπως και το τραγούδι που σφράγισε την εποχή «για σένα που έστρωσα χαλί τη καρδιά, κοιτάω τα σύννεφα κοιτάω τα πέλαγα τη γη το βοριά, μεγάλη, χαμένη μου, ξανθή Παναγιά». Ο ξαφνικός γάμος με άλλο απόλυτο ίνδαλμα. Μαρινέλλα! Ξαφνικός και ο χωρισμός. Φήμες για πολλές σχέσεις, μεγάλοι έρωτες και καλλονές να παίρνουν από τη ζωή του. Άλλος ένας γάμος, ολέθριος στον δημόσιο και τηλεοπτικό χωρισμό, με τη Τζούλια Παπαδημητρίου. Και στο μέλλον… Εκείνη η «γαλανομάτα μάγισσα» σε ένα ραντεβού γραμμένο από πεπρωμένο…
Ξεφυλλίζοντας απόψε τα όνειρά μου
Και οι άνδρες όμως αγάπησαν το πόσο κύριος είναι. Ίσως και ας μη το συμμεριζόμαστε προσωπικά, να μην ήταν η μεγαλύτερη φωνή της εποχής του. Όμως σπουδαιότερος ερμηνευτής δεν υπήρξε! Ο Γιώργος Ζαμπέτας έδωσε το μέγεθος της σκηνικής τους δύναμης λέγοντας: «ο Τόλης είναι γεννημένος θεατρίνος. Ανεβαίνει στην πίστα και την καταπίνει όλη. Γιατί η πίστα όταν ανεβαίνει σου λέει, φάε με για θα σε φάω. Να ξηγιόμαστε! Μεγάλος εργάτης ο Βοσκόπουλος, ο μεγαλύτερος». Το αγόρι, πια, από την Κοκκινιά έχει πάρει τον χωματόδρομο με τα πόδια και πια βρίσκεται λουσμένο στα φώτα. Όταν ο Βοσκόπουλος συναντήθηκε με τον Διονυσίου η επιτυχία μένει ιστορική. Κάποιο απόγευμα, που και οι δυο τους βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη, λένε να πάνε να παίξουν μπιλιάρδο! Είναι στα «σφαιριστήρια» η νεολαία τότε και οι δυο τους είναι κομμάτια της. Σε λίγα λεπτά έξω από το μπιλιαρδάδικο έχουν μαζευτεί 17.000 θαυμαστές, που θέλουν να τους δουν από κοντά και σταματάει η κυκλοφορία. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Τόλης θα δώσει στον Διονυσίου, το πιο τζαζ ελληνικό τραγούδι που έγινε πότε, το «ξεφυλλίζοντας απόψε τα όνειρά μου, να περάσει όπως όπως η βραδιά μου, στη δική σου τη σελίδα σταμάτησα και θυμήθηκα για σένανε πως δάκρυσα…».
«Ανεπανάληπτος, σ’ το λέω και θυμήσου: ανεπανάληπτος θα μείνω στη ζωή σου»
«Δυο καρδιές», «Το φεγγάρι πάνωθε μου», «Μα εγώ αγαπώ μία», «Και εσύ θα φύγεις», «Γλυκά πονούσε το μαχαίρι», «Οι άντρες δε μιλούν πολύ», «Άιντε στην υγειά της», «Αδέλφια μου, αλήτες, πουλιά», «Ανεπανάληπτος», «Πριν χαθεί το όνειρο μας», «Της Χελιδονούς το ρέμα», «Τσιγγάνα για χατίρι σου», «Ψύλλοι στα αφτιά μου», «Μου χρωστάει μια αγάπη η ζωή» και πόσα άλλα, πάνω από 400 τραγούδια και όλα αγαπημένα, ακόμα και από κείνους, που δεν λάτρεψαν τον Βοσκόπουλο. Γιατί ο Βοσκόπουλος, αμφισβητήθηκε πολύ. Όμως τι είδωλο θα ‘ταν αν δεν είχε παράφορες και ακραίες τόσο αγάπες, όσο και αντιπάθειες; Τραγούδησε για όλες τις γυναίκες κι ανάμεσα τους, η βασίλισσα του η «μια γυναίκα, μια αγάπη, μια ζωή». Η Άντζελα Γκερέκου. Η όμορφη Κερκυραία αρχιτέκτων, πρωταγωνίστρια, βουλευτής και υπουργός Τουρισμού κάποτε, γνωρίστηκε με τον Τόλη Βοσκόπουλο, από κοινό τους φίλο, στο μέρος που εκείνος που τραγούδησε. Ο έρωτας αλλά και ο γάμος ήταν κεραυνοβόλος. «Ορκίζομαι να σε αγαπάω στην υπόλοιπη ζωή μου», της είπε λίγο πριν παντρευτούν, τον Αύγουστο του 1996 με κουμπάρο τον Τέρενς Κουίκ. Στον δικό της όρκο, η Άντζελα Γκερέκου του είπε: «κι εγώ ορκίζομαι, να σε προσέχω σαν τα μάτια μου». Απέκτησαν μια κόρη, την Μαρία, μια καλλονή σα τη μαμά και χαϊδεμένη του πατέρα της.
Ας είχα κι άλλη μια ζωή να ξόδευα για σένα
«Εμείς, γίναμε ένα για να αντέξουμε πολλά, όλα τα δύσκολα τα κάναμε απλά, μετά τη μπόρα είχε πάντα ξαστεριά, εμείς καρδούλα μου κερδίσαμε πολλά» τραγουδούσε ο Τόλης Βοσκόπουλος στην Άντζελα. Εκτός απ την γυναίκα του, τη σύζυγο του, την Γκερέκου που την πρώτη φορά που την είδε ένιωσε να σταματάει ακόμα και «ο αγέρας γύρω της» και να κινείται προς το μέρος του ένας «αίλουρος», ο Τόλης Βοσκόπουλος, δε εξέθεσε ποτέ κυρίες, δε μίλησε για το παρελθόν, δεν καυχήθηκε για κατακτήσεις, δεν μέτρησε την αγάπη με ερωτικές κατακτήσεις. Αυτά όλα δεν είναι όχι για πρίγκιπες, αλλά ούτε καν για άνδρες!
«Ο Τόλης είναι ο μοναδικός σταρ που έβγαλε η Ελλάδα στο τραγούδι» είχε πει κάποτε, ο Γιάννης Πάριος. Στις 19 Ιουλίου του 2021, η Ελλάδα ξημέρωσε αλαφιασμένη, έχοντας δει έναν άγριο εφιάλτη. Πως τάχα σταμάτησε να υπάρχει ο πρίγκιπας της, εκείνος που την γοήτευε και την προσκαλούσε, με μαγικές ιδιότητες: «Θα κόψω για `σένα τη νύχτα στα δύο, μιλάω σοβαρά μην το παίρνεις γι’ αστείο μπορώ να το κάνω κι ας φαίνεται τρέλα, έλα.»…
Πηγή:spotlightpost.com
+ There are no comments
Add yours