Με τη ματιά του έφηβου Τζέραλντ Ντάρελ διαπιστώνουμε την ομορφιά της φύσης στην Κέρκυρα και τις εκκεντρικότητες μιας οικογένειας Άγγλων λίγο πριν από τα μέσα του 20ού αιώνα. Αφηγητής, συγγραφέας, ήρωας και διάσημος επιστήμονας είναι το ίδιο πρόσωπο στην Τριλογία της Κέρκυρας, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, με τον συγγραφέα να περιγράφει τις περιπέτειές του από τα χρόνια που ζούσε με τη μητέρα του και τα τρία του αδέλφια στην Κέρκυρα.
Ο Τζέραλντ Ντάρελ θα μπορούσε να γίνει διάσημος για το συγγραφικό του έργο, έγινε όμως κυρίως διάσημος για τις φυσιοδιφικές του έρευνες και τις ενέργειές του για τη διάσωση της άγριας ζωής. Δραστηριότητες που ανέπτυξε ως χόμπι από πολύ νεαρή ηλικία και περιγράφει στα βιβλία του. Πριν ακόμα ιδρύσει τον διάσημο Ζωολογικό Κήπο στο Τζέρσεϊ, φιλοξενούσε στο σπίτι του δεκάδες παράξενα ζώα. Αράχνες, σκορπιοί, φίδια, πουλιά, σκυλιά, ακόμα και γαϊδούρι έκαναν τα αδέλφια του έξω φρενών, μια και τη μητέρα του μπορούσε να την πάρει πιο εύκολα με το μέρος του, αρκεί να της έδειχνε ένα όμορφο μικρό πεινασμένο σκυλάκι, κουκουβαγιάκι ή κάποιο άλλο πουλί ή ζωάκι.
Το τρίτο βιβλίο της τριλογίας, Ο κήπος των θεών, αποτελεί ένα εξαιρετικά διασκεδαστικό ανάγνωσμα, που θα βρει σίγουρα φανατικούς αναγνώστες σε όλες τις ηλικίες. Δεν μπορεί να μην ταυτιστούν με τον νεαρό Τζέρυ νεαρά παιδιά με ανησυχίες και μια τάση προς τις φάρσες, ούτε γίνεται να μη διασκεδάσουν με τα καμώματά του και να μην εντυπωσιαστούν από τις περιγραφές των ειδών που ζούνε στην Κέρκυρα, μεγαλύτεροι αναγνώστες. Και όταν αναφερόμαστε σε είδη, δεν εξαιρούμε τους ανθρώπους, μια και οι άνθρωποι διαθέτουν εξίσου μεγάλη ποικιλία με τα άλλα είδη του ζωικού βασιλείου, τόσο σε εμφάνιση όσο και σε συμπεριφορά. Εξάλλου, η οικογένεια του συγγραφέα αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα από ανθρώπους γεμάτους παραξενιές, χωρίς ενδοιασμούς για το ποιους θα συναναστραφούν.
Οι περιγραφές είναι εξαιρετικές, με μια τάση ρομαντισμού, ζωντανεύοντας την εικόνα μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, ενώ σε κάποια γωνιά ελλοχεύει το εξαιρετικό εφηβικό χιούμορ του συγγραφέα. «Ήταν σε μια ιδιαίτερα βλοσυρή και δύστροπη φάση, ακόμα και για τα γαϊδουρινά δεδομένα, και με τσάντισε καθώς μου έδωσε μια δυνατή δαγκωνιά στον πισινό όταν έσκυψα να μαζέψω την απόχη μου». Αυτή δεν είναι άλλη από τη γαϊδουρίτσα του τη Σάλυ.
Κάθε Έλληνας αναγνώστης μπορεί να νιώσει περήφανος με τον τρόπο που περιγράφονται οι ομορφιές της Κέρκυρας, όλες τις εποχές του χρόνου. Όπως μια περιγραφή για τα κύματα και τη θάλασσα, που άλλοτε είναι εντελώς ήρεμη, όταν όμως ο αέρας το θέλει, βάφει «τις κορφές των κυμάτων με κάτασπρο αφρό και σπρώχνοντάς τα βιαστικά σαν κοπάδι από πανικόβλητα γαλάζια άλογα, μέχρι που έσκαγαν εξαντλημένα στην ακτή και πέθαιναν μέσα σ’ ένα άσπρο σάβανο αφρού που άφριζε».
Οι καταπληκτικά αστείες καταστάσεις διαδέχονται κεφάλαιο το κεφάλαιο η μια την άλλη, όπου άλλοτε πρωταγωνιστούν άνθρωποι, άλλοτε ζώα – αν και τα διάφορα ζούδια, πουλιά, έντομα, ερπετά είναι πανταχού παρόντα.
Πολλές φορές γυρνώντας σε αγρούς και εξοχές ο Τζέρυ θα βρεθεί πεινασμένος, είτε επειδή μοιράστηκε το φαγητό του με τα σκυλιά του, είτε επειδή ξέχασε να πάρει φαγητό μαζί του, είτε επειδή απουσίαζε πολλές ώρες κυνηγώντας κάποιο από τα είδη που έλειπαν από τη συλλογή του. Έτσι λοιπόν συχνά αναρωτιέται από ποιον ντόπιο θα μπορούσε να ζητήσει λίγο ψωμί ή καρπούζι. Μια από τις ημέρες που τον βρίσκουν πεινασμένο, αποφασίζει να ζητήσει φαγητό από τη «γενναιόδωρη σιόρα Κοντού, μια χήρα ογδόντα περίπου Μαΐων που έμενε με τις τρεις ανύπαντρες (και μη παντρεύσιμες, απ’ όσο έβλεπα) κόρες της… Οι τρεις εξωπραγματικά χοντρές, κακότυχες αλλά καλοσυνάτες κοπελιές είχαν μόλις γυρίσει από τη δουλειά στα χωράφια, κι όλες μαζί γύρω απ’ το πηγάδι, λαμπερές και τσιριχτές σαν παπαγάλοι, έπλεναν τα τριχωτά τους πόδια».
Δεν είναι όμως μόνο ο Τζέρυ που μπορεί να φέρει σε απόγνωση τη «Μητέρα», όπως αναφέρεται σε όλο το βιβλίο. Η αδελφή του η Μάργκο έχει την τάση να ταξιδεύει, στα ταξίδια της να ερωτεύεται εύκολα, να απογοητεύεται ευκολότερα και να κουβαλάει διάφορα φλερτ στο σπίτι, όπως έναν Τούρκο με τρεις συζύγους και δώρο ένα ζωντανό αρνί.
Και δεν είναι όμως μόνο η Μάργκο που προσκαλεί κόσμο στο σπίτι. Ο Λάρυ κάνει το ίδιο. Έτσι, ένα πρωινό διαβάζοντας την αλληλογραφία του ανακοινώνει: «“Ο Μάρκο γράφει ότι μας στέλνει τον κόμη Ροσινιόλ για λίγες μέρες”. “Ποιος είναι αυτός;” ρώτησε η Μητέρα. “Δεν ξέρω”, είπε ο Λάρυ». Το χειρότερο όμως είναι ότι σύντομα αποκαλύπτει ότι ούτε ο Μάρκο ξέρει ποιος είναι.
Η άφιξη του κόμη καταλήγει εξαιρετικά δυσάρεστη για όλους. «Η φιλοσοφία του, αν είχε, μπορούσε να συνοψιστεί στη φράση “Στη Γαλλία το κάνουμε καλύτερα”. “Μέχρι στιγμής, το μόνο για το οποίο δεν ισχυρίστηκε ότι είναι δημιούργημα της Γαλλίας είναι ο Θεός”. “Ναι, αλλά ίσως στη Γαλλία πιστεύουν καλύτερα σ’ αυτόν”, είπε δεικτικά ο Λάρυ».
Όταν ο Τζέρυ θα γυρίσει τον κόμη σε κακό χάλι ύστερα από μια βόλτα με τη βάρκα, η οικογένεια θα τον κατηγορήσει, παρότι ο ίδιος ισχυρίζεται ότι για όλα έφταιγε ο ίδιος ο κόμης. «Διαμαρτυρήθηκα λέγοντας ότι αν ήμουν υπεύθυνος εγώ, θα ήταν τιμή μου να το ομολογήσω. Η οικογένεια εντυπωσιάστηκε από το λογικό επιχείρημά μου». Οι καταπληκτικά αστείες καταστάσεις διαδέχονται κεφάλαιο το κεφάλαιο η μια την άλλη, όπου άλλοτε πρωταγωνιστούν άνθρωποι, άλλοτε ζώα – αν και τα διάφορα ζούδια, πουλιά, έντομα, ερπετά είναι πανταχού παρόντα.
Σε έναν τόπο όπου οι ντόπιοι κακομεταχειρίζονται τα ζώα, μια φιλόζωη κυρία θα αναζητήσει στη Μητέρα τη βοήθεια που χρειάζεται για να ιδρύσει έναν φιλοζωικό σύλλογο. Εκεί όμως θα την περιμένει μια έκπληξη, ενώ η Μητέρα δεν έχει πετύχει από τα παιδιά της την υπόσχεση ότι θα είναι ευγενικά με την κυρία. «“Αν αυτή περνούσε μια βδομάδα στο σπίτι μας, θα στραγγάλιζε κουκουβάγιες με τα ίδια της τα χέρια για να επιβιώσει”, θα πει ο Λάρυ». Και ίσως δεν έχει και τόσο άδικο, μια και δεν είναι λίγες οι φορές που το κρέας που θα έτρωγε η οικογένεια έχει θυσιαστεί για να φάνε κάποια από τα ζώα του Τζέρυ. Εξάλλου, οι κουκουβάγιες και ιδιαίτερα οι μπούφοι χρειάζονται πολύ κρέας.
Η άφιξη του βασιλιά Γεωργίου πρώτη φορά σε ελληνικό έδαφος, στην Κέρκυρα, μετά την Κατοχή και ένα σπουδαίο πάρτι που διοργανώνουν για τα γενέθλια ενός φιλοξενούμενού τους, είναι γραμμένα με σπαρταριστό χιούμορ.
Τελειώνοντας το βιβλίο, όσοι δεν έχουν διαβάσει τα δύο προηγούμενα της τριλογίας σίγουρα θα τα αναζητήσουν, ενώ όσοι τα έχουν διαβάσει θα εύχονταν να υπήρχε και τέταρτο βιβλίο με λίγες ακόμα περιπέτειες.
Ο κήπος των θεών
Gerald Durrell
μετάφραση: Μαρίνα Δημητρά, Δήμητρα Σίμου
Καλειδοσκόπιο
280 σελ.
ISBN 978-960-471-167-3
Τιμή €15,50
Η Έρικα Αθανασίου είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Πηγή:diastixo.gr
+ There are no comments
Add yours