Την Γιούλα Γ. Κωνσταντοπούλου, που υπογράφει το Οδός Μέρλιν 6, που κυκλοφορεί από την Άνεμος εκδοτική, τη γνώρισα συγγραφικά μέσα από το μυθιστόρημά της, Αμέλια, πριν από έναν περίπου χρόνο –τόσο πάει πάνω κάτω– με το οποίο μπορώ να διακρίνω –πια– κοινά στοιχεία δόμησης, ύφους και στιλ. Εξακολουθεί να τοποθετεί ιστορικές σημειώσεις στο τέλος της μυθοπλασίας της εμπλουτίζοντας το πεδίο γνώσεων του αναγνώστη ή διδάσκοντάς τον ένα κομμάτι Ιστορίας, χρησιμοποιεί φωτογραφικά ντοκουμέντα σχετικά με την αφήγησή της και γράφει με τόση συμπόνοια, αγάπη και νοιάξιμο προς τον ήρωά της –τότε ήταν η Αμέλια, τώρα ο Γιώργος της– που σε ωθεί να τον συμπαθήσεις από τις πρώτες πρώτες σελίδες, να τον συμπονέσεις και να του συμπαρασταθείς σε όλα.
Σχετικά με την υπόθεση του νέου της βιβλίου, παρακολουθούμε τη ζωή μιας οικογένειας της ελληνικής επαρχίας στα ταραγμένα χρόνια του Πολέμου και της Κατοχής. Περισσότερο θα επικεντρωθεί στον Γιώργο και πώς εκείνος θα βρεθεί στην Αθήνα όπου θα πάρει μέρος στην Αντίσταση· όπου και θα συλληφθεί τελικά.
Πρόκειται για μια νουβέλα-πολεμικό δράμα –χωρίς τον ρομαντισμό ή το ειδύλλιο– βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, πλασμένη υπό τη φροντίδα της κυρίας Κωνσταντοπούλου και πλουμαρισμένη με μυθοπλαστικά στοιχεία όπου, εκτός από την περιπέτεια ζωής του κεντρικού χαρακτήρα, σκιαγραφείται μια ολόκληρη εποχή αναταράξεων, ανέχειας, φόβου, βίας και τόσων άλλων δεινών και δραματικών γεγονότων, ενώ παράλληλα υπογραμμίζονται πράξεις ανθρωπιάς, ευσυνειδησίας, πατριωτισμού κ.ά. Δηλαδή, η ζωή όπως προχωράει χέρι χέρι με τον θάνατο, το καλό με το κακό, το σωστό με το λάθος… Εκτός από τον πόλεμο και τις αντιξοότητες που φέρνει στις ζωές των ανθρώπων, η αφήγηση επικεντρώνεται σε συμβάντα αλτρουισμού και σε πράξεις αυταπάρνησης, ισοσταθμίζοντας, θα λέγαμε, τη βία και το δράμα, ενώ προκαλεί συγκινησιακή φόρτιση.
Δημιουργεί ατμοσφαιρικότητα, ζωντανεύει την εποχή, διαθέτει πανέμορφη αφήγηση και τελικά καθηλώνει.
Είναι γραμμένο σαν μαρτυρία ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τις συνθήκες και το άγγιγμα του αναγνώστη.
Όλο αυτό το ηχόχρωμα του πολέμου είναι δοσμένο και από τις δυο του όψεις: εκείνη του κατακτητή αλλά κι αυτή του αμυνόμενου, του δεινάστη και του υποχείριου, του μίσους αλλά και της αγάπης… γιατί, ναι, υπάρχει και η άλλη μεριά μέσα στο πεδίο της μάχης. Υπάρχει έχθρα –αν και ειδικά ως προς αυτήν έχει τοποθετηθεί υπέροχα με μια παράγραφο όπου λέει: Αυτά έχει ο πόλεμος! Άνθρωποι άγνωστοι ως τα χθες μεταξύ τους, φορούν μια στολή, ζώνονται όπλα, μαχαίρια και σπαθιά και γίνονται εχθροί. Ξεχνούν πως είναι άνθρωποι…– αλλά, στον αντίποδα, υπάρχει και συμπόνια και βοήθεια. Όχι μόνο σκότος. Και ίσως, γι’ αυτόν και μόνο τον λόγο αξίζει μια ευκαιρία, αν και όταν το διαβάσει κανείς καταλαβαίνει πως τούτη η ιστορία έπρεπε να σωθεί από τη λήθη του χρόνου.
Μου άρεσε που «συνάντησα» μια σπάνια θεότητα στις σελίδες. Η Βασίλης ήταν μια τοπική χθόνια θεότητα της Αθήνας, αρκετά παραγκωνισμένη σε σχέση με τους πιο διάσημους θεούς.
Συγγραφικά, όλα τα γεγονότα δομούνται και σκιαγραφούνται μέσα από ένα τρίπτυχο προσώπων: η μάνα, ο γιος της και ο κατακτητής-εχθρός. Τρεις άνθρωποι που τους ενώνει, με τον τρόπο του, ο πόλεμος· δηλαδή το ίδιο που τους χωρίζει.
Αποκτήστε το! Είναι τόσο ωραίο και θα σας «ρουφήξει» στις σελίδες του με ένταση και αισθαντισμό. Χτυπάει φλέβα και διαβάζεται απνευστί.
Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε:
Στον απόηχο της Σφαγής των Καλαβρύτων τον Δεκέμβρη του 1943, ο νεαρός Γιώργος αφήνει το χωριό του και κατευθύνεται σε συγγενείς του στην Αθήνα. Ακολουθώντας την ενεργό δράση εκείνων –αλλά και τόσων άλλων Ελλήνων, που έχουν στρατευτεί στην υπεράσπιση της πατρίδας και τη διεκδίκηση της πολυπόθητης ελευθερίας–, θα λάβει μέρος στην Αντίσταση. Μια αιφνιδιαστική έρευνα των Γερμανών στο σπίτι του θείου του θα αποβεί μοιραία. Ο νεαρός θα συλληφθεί μαζί με τους υπόλοιπους άντρες της οικογένειας και θα οδηγηθεί στο αρχηγείο της Γκεστάπο στην Αθήνα, στην οδό Μέρλιν 6…
Πηγή: koukidaki.gr
+ There are no comments
Add yours