της Λίτσα Κοντογιάννη

Τόσα χρόνια προσπαθούσε να το ξεχάσει, να διαγράψει από το μυαλό του και το μέρος και την ημέρα. Άδικος κόπος. Αρκούσε μια ματιά σε εκείνο το καταραμένο κτίριο για να καταλάβει ότι πάντοτε το κουβαλούσε στους ώμους του, ότι του πλάκωνε το στήθος. Το είχε μέσα του, αυτό και τη δυσώδη του κουστωδία, όπου και να έσερνε τα βήματά του, τη μέρα και τη νύχτα, στον ύπνο και στον ξύπνιο. Την ίδια ακριβώς έκπληξη και αγωνία, που είχε δοκιμάσει μόλις είχε σταθεί απέναντι στη μισάνοιχτη πόρτα του το 1946, δοκίμαζε και τώρα. Η καρδιά του χτυπούσε ανεξήγητα γρήγορα και οι άκρες από τα δάχτυλά του είχαν μουδιάσει.
Όλοι έχουμε ένα ‘σημείο μηδέν’· ένα γεγονός, ευχάριστο ή δυσάρεστο, στο οποίο το μυαλό επιστρέφει διαρκώς, θέλοντας και μη. Ο χρόνος εγγράφει μέσα μας τους κύκλους του, όπως ακριβώς και μέσα στους κορμούς των δέντρων. Καρφώνει κάπου την ακίδα του και γύρω από αυτό το σημείο σημειώνει, ή μάλλον χαράζει ανενόχλητος τις περιστροφές του.
Ο Σταύρος δεν είχε βγάλει από το μυαλό του εκείνην τη μέρα στο εργοστάσιο, καθ’ όλη τη διάρκεια των σαράντα και πλέον ετών της ηθελημένης του απουσίας. Μιας απουσίας εν μέρει υπαγορευμένης από την ψευδαίσθηση ότι η απόσταση του τόπου και του χρόνου θα λείαινε τις αιχμές των γεγονότων, θα τα έκανε λιγότερο τραγικά. Μα τώρα καταλάβαινε την πλάνη του. Το βάρος της συνείδησης δεν ελαφραίνει με τα χρόνια, δε μειώνεται, αντίθετα γίνεται ολοένα και πιο βαρύ, πιο ασήκωτο, πιο δύσκολο να το υποβαστάξει κανείς. Το ’χει αυτό ο χρόνος· να εξυψώνει τα ωραία στη σφαίρα του ιδανικού και να κάνει τα τραγικά, τραγικότερα.

Η κριτική μας

Τελειώνοντας αυτό το βιβλίο, είναι ειλικρινά ένα από τα λίγα που χρειάστηκα παραπάνω χρόνο για να «δουλέψει» η όλη υπόθεση μέσα μου και να το κάνω κτήμα μου. Ήθελα αυτή η επίγευση να διαρκέσει λίγο παραπάνω.
Ο τίτλος του βιβλίου «ΤΟΜΑΡΙΑ», δεν αναφέρεται σε χαρακτηρισμό ορισμένων ατόμων, αλλά σε ένα βυρσοδεψείο, δηλαδή ένα εργοστάσιο κατεργασίας δερμάτων, το σκηνικό όπου κατά βάση συμβαίνουν τα γεγονότα της ιστορίας.
Φανερά με μια πιο ώριμή γραφή ο κύριος Φλουρής, μας δίνει ένα εξαιρετικό πόνημα, κοινωνικού χαρακτήρα και μιας εποχής, όπου θίγει πολύ γλαφυρά τα προβλήματα εκείνης της περιόδου.
Πρόκειται για μια πολυπρόσωπη αφήγηση με έντονη αστυνομική πλοκή, με πολιτικές και ιστορικές αναφορές. Διαδραματίζεται σε ένα ορεινό χωριό της Πελοποννήσου με χρονική αφετηρία την εποχή του εμφυλίου πολέμου, μιας μαύρης χρονικής περιόδου, που παράλληλα έσπρωξε πολλούς ανθρώπους να γίνουν οικονομικοί μετανάστες στα πέρατα του κόσμου. Αυτή η μεταπολεμική γενιά χαρακτηρίστηκε από πολλούς σαν «χαμένη γενιά».
Τολμά και κάνει μια πρώτης τάξεως απομυθοποίηση της «καλύτερης ζωής» που βιώνει ένας έλληνας μετανάστης, ειδικά αυτοί που αναγκάστηκαν κι έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους. Θεωρούν, εσφαλμένα πάντα, πως έπιασαν την καλή και για αυτό δεν γύρισαν πάλι πίσω στη πατρίδα τους.
Εδώ δεν τηρείται η ευθύγραμμη χρονική αφήγηση, αλλά υπάρχουν διαφορετικές χρονικές αφετηρίες, όσες είναι και οι απόψεις, οι οποίες συγκλίνουν προς το τέλος του μυθιστορήματος, και δίνουν τη λύση του μυστηρίου.
Μια εξαιρετικά αληθοφανή αφήγηση, πολύ καλά δομημένη, έτσι ώστε να διατηρεί άριστα τις ισορροπίες και να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι την τελευταία σελίδα.
Οι δε χαρακτήρες απόλυτα πιστικοί, προσγειωμένοι στην ελληνική πραγματικότητα της εποχής αυτής, βασανισμένοι, που κουβαλούν το δικό τους σταυρό μαρτυρίου. Άνθρωποι που είτε μας γίνονται συμπαθής, είτε όχι. Σε καμία περίπτωση δεν θα τους ονομάζαμε «ήρωες» της ζωής, αλλά πολύ περισσότερο σαν «ηττημένους», που από τις εκάστοτε επιλογές και δράσεις τους, καταδίκασαν τους εαυτούς τους αλλά και το περιβάλλον τους. Η διαχείριση του παρελθόντος τους όμως παραμένει πάντα ένα μεγάλο, κρυφό αγκάθι για τους ίδιους.
Τα μηνύματα που μας δίνει ο συγγραφέας είναι πολλά. Οι προβληματικές οικογενειακές σχέσεις, οι άσχημες επιπτώσεις από τη ντροπιαστική, μαύρη εποχή του εμφυλίου, το λάθος που κάνει πάντα μια κοινωνία και να προσπαθεί να βάλει τους πολίτες της σε καλούπια, το πόσο κακό είναι να ακολουθούμε τυφλά τα ένστικτά μας, χωρίς να θέλουμε να λογικευθούμε στο ελάχιστο, είναι μερικά από αυτά.
Διαβάστε το, θα σας δώσει άφθονη τροφή για προβληματισμό.

ΤΟΜΑΡΙΑ

About Post Author

You May Also Like

More From Author