Μια δούκισσα αποφασίζει να κλειστεί σε μοναστήρι αλλά η ηγουμένη έχει άσχημο προαίσθημα για κείνη. Μια νέα κοπέλα βασανίζεται από ερωτικούς εφιάλτες. Μια παρέα τσιγγάνων ξεγελάει τους αθώους και αφελείς περαστικούς. Ποιος είναι λοιπόν ο Ονόριο και πώς συνδέεται με όλες αυτές τις ιστορίες; Ποιος είναι ο κοινός άξονας του έργου; Μπορείς πάντα να γλυτώνεις από τις απάτες σου ή κάποια στιγμή θα τιμωρηθείς;
Η παράσταση «Ονόριο, τα ανομήματα ενός εγκληματία» δεν με άφησε στιγμή σε ησυχία. Η μια ανατροπή διαδεχόταν την άλλη, οι εξελίξεις ήταν απανωτές, οι οπτικές γωνίες αλλάζανε και δημιουργούσαν νέες ιστορίες, που συνδέονταν όμως απόλυτα με τις προηγούμενες κι όλα αυτά τα διηύθυνε σωστά και αρμονικά ένας αφηγητής, που παρεμβαίνει ελάχιστες φορές στο έργο, συμβάλλοντας με τον δικό του τρόπο στη μαγεία της θεατρικής αυτής εμπειρίας.
Στην αρχή παρακολουθούμε την καθημερινότητα στο γυναικείο μοναστήρι της Αγίας Καικιλίας, τις συναναστροφές μεταξύ των καλογραιών, τον μυστηριώδη δεσμό της ηγουμένης Μάρθας με την αδελφή Ραφαέλα, την προσωπική τραγωδία της δούκισσας Βιργινίας, που την ανάγκασε να γίνει μοναχή και τη μεγάλη γιορτή στην οποία θα αλλάξουν τα πάντα.
Στη συνέχεια εμφανίζεται ένα ζευγάρι που προσπαθεί να στήσει τη ζωή του από την αρχή όμως εκείνη βασανίζεται από εφιάλτες ενώ η πανδημία της χολέρας χτυπάει την πόρτα του σπιτιού τους και στο τέλος δύο άντρες πέφτουν θύματα εξαπάτησης από μια ομάδα περιπλανώμενων αθίγγανων.
Το κείμενο ανήκει στον Στέφανο Παπατρέχα και αναβιώνει σωστά την ατμόσφαιρα και την καθημερινότητα τού Μεσαίωνα σε διαφορετικά σημεία αναφοράς: από τον εσωτερικό και περίκλειστο κόσμο του μοναστηριού μας πηγαίνει στην άνετη οικονομικά ζωή μιας γυναίκας κι από κει στους δρόμους και την περιπλάνηση ανθρώπων, που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και ζουν από τις απάτες και τις κλοπές.
Είναι αφιερωμένο στο ψέμα και στην αλήθεια, στην αμαρτία και στον πειρασμό. Άλλωστε: «Η ζωή δεν είναι άλλο από έναν δρόμο με ανομήματα!».
Οι ερμηνείες είναι συγκλονιστικές και ομολογώ πως έμεινα άφωνος με τη μεταμόρφωση των ηθοποιών από σκηνή σε σκηνή, μιας και οι ίδιοι έξι άνθρωποι συμμετέχουν με διαφορετικό τρόπο σε κάθε ιστορία και στο θεαματικό κλείσιμο της παράστασης, που ολοκληρώνει το έργο με τον πιο καλοδεχούμενα σουρεαλιστικό και αναπάντεχο τρόπο.
Ο Λάζαρος Βαρτάνης, ο Αλέξανδρος Καναβός και ο Στέφανος Παπατρέχας, η Μαίρη Ξένου, η Γεωργία Πιερρουτσάκου και η Σύνθια Μπατσή είναι ταλαντούχοι νέοι ηθοποιοί που με εντυπωσίασαν με τις ερμηνείες τους, την ποικιλία των εκφράσεών τους, τη θεατρικότητά τους, την ετοιμότητά τους (αυτές οι κουρτίνες στη δεύτερη ιστορία σκοτώνουν κόσμο!) και τις μεταμορφώσεις τους. Δεν θέλω να σπάσω αυτό το αρραγές σύνολο και να αναφερθώ χωριστά στον καθένα, μιας και πρόκειται για ένα άρτιο καλλιτεχνικά και ενιαίο καλειδοσκόπιο, που με ταξίδεψε και με μάγεψε, όμως οι ρόλοι τους μου δημιούργησαν διαφορετικά συναισθήματα.
Ο Λάζαρος Βαρτάνης, που σκηνοθέτησε και την παράσταση μαζί με τον Στέφανο Παπατρέχα, έχει σωστή φωνή, υπέροχη άρθρωση, καλοδουλεμένες υποκριτικές ικανότητες. Η πρώτη του μεταμόρφωση με έπιασε εξ απήνης κι από κει και πέρα εξελίσσει τους ρόλους του με μοναδική μαεστρία ως το σπαρακτικό τέλος ενός αμετανόητου ανθρώπου. Η γυμνή του παρουσία στη μεγάλη αποκάλυψη του έργου γίνεται την ώρα ενός συγκινητικού μονολόγου ενώ το σώμα του μου έδειξε τι είναι το διάφραγμα και πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον ηθοποιό την ώρα της παράστασης για να βγει σωστά η αναπνοή του.
Ο Αλέξανδρος Καναβός, που αρχικά εμφανίζεται πότε ως καλόγρια, πότε με τη μάσκα του γιατρού που εξετάζει ασθενή από χολέρα, στηρίζεται στη βωβή σκηνική του παρουσία, όταν όμως έρχεται στο προσκήνιο στέκεται επάξια δίπλα στους άλλους ηθοποιούς και αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα του –εκάστοτε– συμπρωταγωνιστή.
Ο Στέφανος Παπατρέχας, συγγραφέας και σκηνοθέτης της παράστασης, έχει τον πιο δύσκολο ρόλο: είναι και αφηγητής και ένας (δύο, τρεις…) από τους χαρακτήρες του έργου. Η εκφραστικότητά του μεταμορφώνεται εξίσου θεαματικά και ταυτόχρονα σωστά και μετρημένα, όσο γρήγορα αλλάζει το εκάστοτε κοστούμι για τον αντίστοιχο ρόλο. Πράος, μειλίχιος και με κλείσιμο ματιού στον θεατή σαν αφηγητής, σκληρός και αμείλικτος τσιγγάνος, υπομονετικός ακόλουθος στο τέλος… ήταν κι αυτός μια αποκάλυψη.
Ως προς τις γυναίκες, παρ’ όλο που όλες τους είναι πανέμορφες, ας μου επιτραπεί να ξεχωρίσω τη Γεωργία Πιερρουτσάκου, που, εκτός από τα φυσικά της προσόντα, έχει ενταχθεί σωστά στην ομάδα και με το υποκριτικό της ταλέντο συμπληρώνει και ενισχύει την παράσταση με τον δικό της τρόπο. Υποδύεται την κόρη ενός δούκα αλλά για την ηγουμένη ταυτίζεται με τον πειρασμό και τον σατανά και σταδιακά από ένα άβγαλτο κορίτσι, που αγωνίζεται να εγκλιματιστεί στη μονή, μεταμορφώνεται από ιστορία σε ιστορία σε βασανισμένη νέα γυναίκα, που τύπτεται από ενοχές και εφιάλτες, κι από κει σε λάγνα, αισθησιακή, προκλητική τσιγγάνα.
Μεγάλη ερμηνευτικά έκπληξη είναι η Μαίρη Ξένου, που αρχικά υποδύεται την ηγουμένη Μάρθα με πείσμα, δύναμη, ενέργεια και νεύρο (επί τη ευκαιρία να αναφέρω πόσο άρτια είναι η κίνηση των χεριών όλων των ηθοποιών στην ιστορία με τη μονή, πόση ένταση και δύναμη κρύβουν μέσα τους, πόσο έλεγχο ασκούν πάνω τους οι ηθοποιοί, κάνοντάς με να σκεφτώ πως αν έπαιζαν μόνα τους τα χέρια θα μπορούσαν να στηρίξουν εξίσου καλά την παράσταση). Από στιβαρή, αυστηρή, άτεγκτη και αμόλυντη (λέμε τώρα) ηγουμένη γίνεται ένα κορίτσι γλυκό και τρυφερό αρχικά, προκλητικό και γεμάτο υποσχέσεις στη συνέχεια.
Εξίσου ποικιλόμορφη και η Σύνθια Μπατσή, που από ευγενικά ατίθαση και πειραχτήρι με χαρακτηριστικό γέλιο μεταμορφώνεται σε αριστοκρατική κυρία και αργότερα φιλήδονη τσιγγάνα. Στην περίπτωση της Σύνθιας έχουμε μια αντίθεση με τη Μαίρη, πρώτα εμφανίζεται νεότερη και μετά γίνεται κυρία ενώ η Μαίρη κάνει αντίστροφη ηλικιακά εμφάνιση. Τέτοιου είδους αντιθέσεις έρχονται και κουμπώνουν στις εξαίρετες ερμηνείες και δημιουργούν μια αξιόλογη και δυνατή παράσταση, που σέβεται απόλυτα την έννοια και την ιδέα «θέατρο».
Η σκηνοθεσία των Στέφανου Παπατρέχα και Λάζαρου Βαρτάνη είναι υποδειγματική. Χρησιμοποιούν κάθε σημείο της σκηνής, έχουν εκπαιδεύσει κατάλληλα τους συναδέλφους τους ηθοποιούς, τους έχουν εμψυχώσει, έχουν τονίσει και βγάλει προς τα έξω τις καλύτερες υποκριτικά, συναισθηματικά και εμφανισιακά δυνατότητές τους και καταφέρνουν να φτιάξουν μια υποβλητική και άκρως ατμοσφαιρική παράσταση.
Οι ελάχιστες γυμνές εμφανίσεις δεν υποδηλώνουν πρόκληση αλλά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ροής. Ο τρόπος που σταματάνε τα πάντα όταν παρεμβαίνει ο αφηγητής, το πώς μεταφέρονται τα αντικείμενα, το πώς χρησιμοποιούνται πρώτο και δεύτερο επίπεδο οπτικής, το πώς ενώνονται μεταξύ τους οι ιστορίες, είναι λεπτομέρειες που θέλουν μεγάλη προσοχή ώστε ταυτόχρονα και ο θεατής να μη χαθεί και οι ηθοποιοί να μη δυσκολευτούν ή παρασυρθούν.
Η Μαρίνα Μαυρογένη έχει την επιμέλεια της κίνησης και είναι συνυπεύθυνη για την αρτιότητα του αποτελέσματος.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη είναι φροντισμένα και κατάλληλα για την εποχή του έργου. Ειδικά τα ρούχα των καλογριών είναι απλά και λιτά κι όπως είδα στην πορεία της παράστασης είναι και άκρως θεατρικά, μιας και βγαίνουν εύκολα με συγκεκριμένο τρόπο. Οι φωτισμοί του Τάκη Λυκοτραφίτη είναι πρακτικοί και έξυπνοι ενώ η μουσική της Σίσσυς Βλαχογιάννη είναι υπέροχη, απολαυστική και ταιριαστή. Τα όργανα που επέλεξε, ο ρυθμός, η σύνθεση, με ταξίδεψαν πραγματικά πίσω στον Μεσαίωνα και θα ήθελα να τα ακούω ξανά και ξανά.
Η παράσταση «Ονόριο, τα ανομήματα ενός εγκληματία» είναι μια υποδειγματική συνολική δουλειά που ζωντανεύει τις περιπέτειες ενός αμετανόητου κακοποιού και
απατεώνα. Η ηθική τιμωρία, τα όρια που υπάρχουν στον άνθρωπο για να μην προβεί σε κακό, η απάτη, ο πειρασμός, οι δυσκολίες μιας πορείας αν θέλει κάποιος τα πάντα και είναι έτοιμος και πρόθυμος να πληρώσει το αντίστοιχο τίμημα, είναι μερικά μόνο από τα μηνύματα που αποκόμισα, ευχαριστημένος ων και από το άρτιο αποτέλεσμα, την άψογη σκηνοθεσία, τις εξαίρετες ερμηνείες και την ευρηματικότητα ενός φρέσκου, ελληνικού κειμένου, που καταπιάστηκε με μια εποχή που δεν έχει τραβήξει και πολύ την προσοχή.
«Νόμοι, άγγελοι, δαίμονες, ψέματα και αλήθεια… Ο άνθρωπος, του οποίου τη σκοτεινή ζωή, μα και τον θάνατο, θα δείτε, έπαιξε με όλα αυτά. Και θα το ακούσετε κι εσείς ποια ήταν η ταυτότητά του και ποια η αλήθεια. Εάν υπάρχει αλήθεια…»
Συντελεστές:
Κείμενο: Στέφανος Παπατρέχας
Σκηνοθεσία: Λάζαρος Βαρτάνης, Στέφανος Παπατρέχας
Σκηνικά – Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη
Μουσική: Σίσσυ Βλαχογιάννη
Σχεδιασμός φωτισμών: Τάκης Λυκοτραφίτης
Επιμέλεια κίνησης: Μαρίνα Μαυρογένη
Βοηθός σκηνοθέτης – Trailer – Γραφιστικά: Λιλή Νταλανίκα
Φωτογραφίες: Λιλή Νταλανίκα, Ελπίδα Μουμουλίδου
Βοηθός σκηνογράφου & ενδυματολόγου – Φροντιστής: Ιωάννα Καλαβρού
Μακιγιάζ φωτογράφησης & trailer: Έλενα Κοκκίνη
Επικοινωνία παράστασης: Μαριάννα Παπάκη, Νώντας Δουζίνας
Παραγωγή: ONORIO ΑΜΚΕ
Ερμηνεύουν:
Λάζαρος Βαρτάνης
Αλέξανδρος Καναβός
Σύνθια Μπατσή
Μαίρη Ξένου
Στέφανος Παπατρέχας
Γεωργία Πιερρουτσάκου
+ There are no comments
Add yours