Παρακολουθήσαμε την παράσταση «Σεβάς Χανούμ», σε κείμενο Γιώργου Χρονά και σκηνοθεσία-διασκευή Κωνσταντίνου Ρήγου, η οποία παρουσιάζεται, στο Θέατρο Σημείο, και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.

Αριστούλα Ζαχαρίου

Το έργο

Το 1983 ο εκδότης και ποιητής Γιώργος Χρονάς επισκέπτεται, σε ένα παλιό προσφυγικό σπίτι της Θεσσαλονίκης, την “αμαζόνα” του ρεμπέτικου τραγουδιού, Σεβάς Χανούμ. Εκείνη, με την αρρώστια πλέον να την έχει καταβάλει, του διηγείται “επεισόδια” από τη συναρπαστική, δύσκολη και θυελλώδη ζωή της. Τις εκτενείς μαρτυρίες αυτές, ο Γιώργος Χρονάς, τις καταγράφει σε ένα  κασετοφωνάκι, και, αργότερα, τις μετατρέπει σε ένα μονόπρακτο θεατρικό έργο.

Η Σεβάς Χανούμ, λοιπόν, εξιστορεί τη ζωή της, ακολουθώντας -σχεδόν- μια γραμμική χρονολογικά αφήγηση. Στην αρχή, μάς δίνει μια «γεύση» από το «παρόν» της. Την επιδείνωση και τις περιπέτειες της υγείας της από τη δεκαετία του ’70 και έπειτα. Τη μοναξιά και την εγκατάλειψη που βίωνε, τη βεβαιότητα του επικείμενου θανάτου, εκείνους τους «εραστές» -όπως τα αποκαλεί- που την έφτασαν ως εδώ: Καφές, τσιγάρο ποτό. Μετέπειτα, ξεκινάει μια αναδρομή στο παρελθόν. Κάτι σαν απολογισμός αλλά και εξομολόγηση καθώς πλησιάζει το τέλος -θα φύγει από τη ζωή το 1990.

Η Σεβάς Χανούμ

«Η ιστορία η δική μου, της Σεβάς, Σεβάς Χανούμ, Σεβαστής Παπαδοπούλου: Ποντία είμαι. Από τον Εύξεινο Πόντο, από τη Σαμψούντα είμαι. Το γέννημά μου είναι Μακεδόνα. Μακεδόνα είμαι! Γεννήθηκα το 1931, ημέρα Τετάρτη, ανήμερα στα γενέθλια της Παναγίας 8 Σεπτεμβρίου, στις 9 το πρωί». Τα παιδικά χρόνια και η πρώιμη εκδήλωση της αγάπης της για το τραγούδι, η κατοχή, η βία και η κακοποίηση από την οικογένεια της, τα πρώτα “βήματα” στη Θεσσαλονίκη, η κάθοδος στην Αθήνα μετά από προτροπή του Αττίκ, η “γέννηση” της “Πολίτισσας” Σεβάς Χανούμ -το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο, η επιτυχία, η αγάπη και το χειροκρότημα που εισέπραξε στη νυχτερινή Αθήνα, οι συνεργασίες αλλά και οι αντιπαλότητες που τη σημάδεψαν, οι κίνδυνοι και τα στραβοπατήματα, ο έρωτας της για τον Στέλιο Καζαντζίδη, η τοξική τους σχέση που παρ’ ολίγον να καταλήξει σε γάμο, οι πίκρες και οι τρέλες, οι απώλειες εκείνων που με τον ένα ή τον άλλον τρόπο έφυγαν από τη ζωή της, η διεθνής πορεία, η αρρώστια, οι προδοσίες, η φτώχεια των τελευταίων χρόνων.

Στη σκηνή, ξετυλίγεται μια φλογερή και γοητευτική προσωπικότητα. Η γυναίκα Σεβαστή και η καλλιτέχνιδα Σεβάς «ξεγυμνώνει» τον εαυτό της στο κοινό, χωρίς να ανησυχεί μήπως θα «τσαλακώσει» την εικόνα της. Θα μάς μιλήσει για τη δική της «αλήθεια», χωρίς φόβο και πάθος, όπως την αισθάνεται και όπως τη βιώσε η ίδια. Με λόγια «σταράτα» και επίγνωση των αδυναμιών της, με το πείσμα μιας γυναίκας που έμαθε να τα βγάζει πέρα μόνη της, να μην παραδίνεται “αμαχητί”, που έζησε, χάρηκε τη ζωή της και δεν μετανιώνει για τίποτα. Εκείνη που κάποτε αγαπήθηκε και τώρα αισθάνεται “ξεχασμένη”. Εκείνη που κατά βάθος ποτέ δεν θα πάψει να αναζητάει την αγάπη που τόσο πολύ στερήθηκε και για την οποία τόσο πολύ διψά.

Παράλληλα, μέσα από το έργο, μάς αποκαλύπτεται μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πτυχή της γυναικείας χειραφέτησης στην Ελλάδα. Στα χνάρια των παλαιότερων «αιρετικών» γυναικών του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, η Σεβάς Χανούμ αν και δεν επιδίωξε ούτε διατύπωσε ουδέποτε φεμινιστικά προτάγματα, ωστόσο, ξέφυγε από το πρότυπο της γυναίκας-νοικοκυράς, της εξαρτημένης από τον σύζυγο και τον πατέρα, που κυριαρχούσε την εποχή εκείνη. Αψήφησε την οικογένεια της, ακολούθησε το όνειρο της, διεκδίκησε, υπερασπίστηκε τον εαυτό της, έθεσε «βέτο» σε ό,τι τη «χαλούσε», επιβίωσε με τσαγανό στην αγριάδα της αθηναϊκής «νύχτας», κατέκτησε χωρίς να το επιδιώκει μια κάποια μορφή γυναικείας ανεξαρτησίας. Όπως και οι προκάτοχοι της, έζησε, ως επί το πλείστον, μόνη της, διαπραγματεύτηκε η ίδια τις επαγγελματικές και οικονομικές της συναλλαγές, διαχειρίστηκε μόνη την περιουσία της, απαρνήθηκε , εν τέλει, τον ρόλο της μάνας και της συζύγου, εξέφρασε απενοχοποιημένα, και μέσα από το τραγούδι, τα θέλω, τα πάθη και τα λάθη της, αφέθηκε στους εθισμούς της. Όλα αυτά, σαφώς, με βαρύ τίμημα.

Η «βουτιά» στο παρελθόν, που πραγματοποιεί η Σεβάς Χανούμ, αποκαλύπτει πληγές της ελληνικής ιστορίας: Κατοχή, μαύρη αγορά, διώξεις του εβραϊκού πληθυσμού, αρπαγή των περιουσιών τους από τους χριστιανούς. Ταυτόχρονα, σκιαγραφεί το μετέπειτα. Μια μεταπολεμική Ελλάδα μέσα από τον «παλμό» της χρυσής εποχής του λαϊκού τραγουδιού, με εμβληματικά ονόματα να αναδύονται μέσα από την αφήγηση της: Βασίλης Τσιτσάνης, Μανώλης Χιώτης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Σωτηρία Μπέλλου, Μαρίκα Νίνου, Καίτη Γκρέυ, Μαρινέλλα, Πόλυ Πάνου, Μαίρη Λίντα κ.α.Καθώς και εμβληματικές τοποθεσίες – στέκια της πρωτεύουσας: Καφενείο «Ο Μάριος» -εκεί που εκτυλίχθηκε ο περιβόητος καυγάς με τη Νίνου, «Στου Μάριου εχτύπησε το σήμα του κινδύνου / γιατί επλακωθήκανε η Σεβάς με τη Μαρίκα Νίνου!», θα έγραφε σε ένα στιχάκι αργότερα ο Χιώτης- Ταβέρνα «Τζίμης ο Χοντρός», τα κέντρα διασκέδασης Ζούγκλα, Ζέφυρος, Τριάνα, Γρανάδα κ.α.

Η παράσταση

Ο Κωνσταντίνος Ρήγος μετέφερε για πρώτη φορά στη σκηνή το μονόπρακτο του Γιώργου Χρονά το 2012. Η παράσταση παρουσιάστηκε για δύο σεζόν στο Αγγέλων Βήμα και στο Θέατρο Πόλη. Φέτος, στο Θέατρο Σημείο, ο σκηνοθέτης προσεγγίζει εκ νέου και μάς επανασυστήνει την «Ωραία του Πέραν», με σεβασμό, κατανόηση και τρυφερότητα, στιγμές συγκίνησης, νοσταλγίας και έντονης συναισθηματικής φόρτισης.

Στο πολυμεσικό σκηνικό του σύμπαν συμπυκνώνει ευρηματικά τον χώρο και τον χρόνο, τόσο, ώστε, σε ελάχιστα τετραγωνικά να χωρέσει μια ολόκληρη ζωή, ενορχηστρώνοντας, παράλληλα, τα επιμέρους στοιχεία με τέτοιον τρόπο που στην ατμόσφαιρα να συνυπάρχει το βαθύ «σκοτάδι», στο οποίο οδεύει η ηρωίδα, αλλά και μια ισχνή αντανάκλαση της εκτυφλωτικής “λάμψης” ενός περασμένου μεγαλείου. Η δομή της παράστασης χωρίζεται σε “κεφάλαια” τα οποία γίνονται “ευδιάκριτα” στον θεατή και με τη βοήθεια διάφορων σκηνικών “τεχνασμάτων”, όπως το video wall, που, σε σημεία, προσδίδει στο θέαμα μια ντοκιμαντερίστικη υφή.

Ο Κωνσταντίνος Ρήγος διανθίζει τον χειμαρρώδη μονόλογο που έχει στα χέρια του με έναν έντονα βιωματικό και διηγηματικό χαρακτήρα, “παίζοντας”, ουσιαστικά, με την ίδια τη σύσταση του “είδους”. Στη σκηνή, μαζί με την Κωνσταντίνα Μιχαήλ, που υποδύεται για ακόμη μια φορά τη Σεβάς, βρίσκεται ο Ιάσονας Χρόνης με διττό ρόλο, εκείνο του δημοσιογράφου και του επί σκηνής μουσικού. Έτσι, άλλοτε έχεις την αίσθηση ότι εξασφαλίζεται μια “ελάχιστη” επικοινωνιακή σχέση μεταξύ δύο δραματικών προσώπων, άλλοτε ότι πρόκειται για έναν εσωτερικό “διάλογο” όπου το “εγώ-ομιλητής” απευθύνεται στο “εγώ-ακροατής”, ενώ, άλλοτε, η αμεσότητα προς την πλατεία είναι τέτοια που καθιστά εμάς, τους θεατές, απευθείας αποδέκτες της αφήγησης.

Το “διχοτομημένο” σκηνικό αναδύει κάτι το πένθιμό, παγερό και φθαρμένο, αντικατοπτρίζοντας την ανέχεια, τα βάσανα και τους φόβους των τελευταίων χρόνων της ζωής της Σεβάς Χανούμ. Στη μία μεριά, το παρελθόν παρουσιάζεται «βαρύ» μέσα από απομεινάρια μιας συγκλονιστικής ζωής. Αντικείμενα που γίνονται για την ηρωίδα το σημείο εκκίνησης και επιστροφής από την αναπόληση, καθώς και το “στήριγμα” από το οποίο προσπαθεί να κρατηθεί σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σταματήσει την αμείλικτη πορεία του χρόνου. Στην άλλη μεριά, ο χώρος παρουσιάζεται ως ένας άδειος “καμβάς” στον οποίο χαρτογραφούνται, μπροστά στα μάτια μας, οι αναμνήσεις της, επιτρέποντας της, με “συμβολικό”, σκηνοθετικά, τρόπο να περιηγείται σε αυτές, μεταπηδώντας από το τότε στο τώρα κατά βούληση, και αναδεικνύοντας την πολυεπίπεδη πτυχή του έργου.

Ο φωτισμός του Χρήστου Τσιόγκα φωτίζει τη φιγούρα της Σεβάς Χανούμ, “σπάζοντας”, μαζί με τη “φλόγα” που εξακολουθεί να σιγοκαίει μέσα της, την παγερότητα του σκηνικού χώρου. Θαρρείς και η ίδια αναζωογονείται που έστω και με αυτόν τον τρόπο τα «φώτα» είναι ξανά στραμμένα πάνω της, ξαναγίνεται κάτω από αυτά, για λίγο, η θρυλική Σεβάς Χανούμ, θυμάται τους θριάμβους της, “ανασταίνει”, με τη συνδρομή της φαντασίας και της μνήμης, «φαντάσματα» του παρελθόντος. Το soundtrack της εξιστόρησης της αποτελείται, φυσικά, από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της, η ηλεκτρική κιθάρα παράγει λαϊκές μελωδίες που ντύνουν και συμπληρώνουν την αφήγηση. Αξέχαστα τραγούδια, όπως «Το Φτωχοκάλυβο»«Θα πεθάνω γλυκιά μου αγάπη»«Λάθος χτύπησες την πόρτα της καρδιάς», δείχνουν σαν να «γεννιούνται» από την ίδια την ιστορία, περικλείουν, ανάμεσα στους στίχους και τις νότες, τη ζωή της.

Ερμηνείες

Η Κωνσταντίνα Μιχαήλ δίνει σάρκα και οστά σε μια αυθεντική “λαϊκή” φιγούρα, η οποία στέκεται μπροστά μας ντόμπρα και περήφανη, καταθέτοντας την “αλήθεια” της με μια απλότητα και μια ευθύτητα που αφοπλίζει. Η Σεβάς της, από τη μια μεριά, είναι μια γυναίκα που κουβαλάει το βάρος μιας “γεμάτης” ζωής στους ώμους της, με τη φθορά του χρόνου και την αρρώστια να είναι έκδηλη. Από την άλλη, ως μια γυναίκα που έχει ζήσει “χίλιες” ζωές, αποκτά “τεράστια” σκηνική υπόσταση, για την ανθεκτικότητα της απέναντι στις αντιξοότητες και τις κακουχίες, για την υπέρβαση των κοινωνικών προτύπων, τους αγώνες, τις θυσίες και το χαρισματικό ταλέντο της. Για την αποφασιστικότητα της να αναμετρηθεί με το παρελθόν, με εμάς και τον ίδιος της τον εαυτό.

Περιδιαβαίνει στις αναμνήσεις της με οδηγό το συναίσθημα, ο ζωηρός τρόπος αφήγησης και οι εμφατικές χειρονομίες της ζωντανεύουν τις διηγήσεις της. Η ίδια δίνει την εντύπωση πως τις «ξαναζεί», σαν να χάνεται μέσα τους. Συγκινείται, κλαίει, λυγίζει, νοσταλγεί, ονειρεύεται, τραγουδάει, εκφράζει παράπονο και πικρία, σηκώνει μπαϊράκι, οργίζεται, αγανακτεί, ξαναβρίσκει για λίγο τη “χαμένη” Σεβάς Χανούμ, έως ότου η “αδυναμία” της σάρκας την επαναφέρει στην πραγματικότητα.

Ο Ιάσονας Χρόνης γίνεται συνοδοιπόρος της σε αυτό το ταξίδι. Υπάρχουν στιγμές που αναρωτιέσαι αν πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο ή μια παρηγορητική φιγούρα που η ίδια η Σεβάς έχει «πλάσει» στο μυαλό της για να «διασκεδάσει» τη μοναξιά της. Στο τέλος, ωστόσο, βεβαιώνεσαι για την πραγματική του υπόσταση, καθώς αναλαμβάνει το καθήκον να διηγηθεί το «μετά», εκείνο το κομμάτι της ιστορίας που η ίδια η ηρωίδα δεν είναι σε θέση να εξιστορήσει, σαν ένα αποχαιρετισμό που έρχεται να επικυρώσει την υστεροφημία της και να τη βγάλει από τη λήθη.

Εντυπώσεις

Μια παράσταση που διασφαλίζει ότι η Σεβάς Χανούμ θα ζει για πάντα στις καρδιές μας με τον θαυμασμό και την εκτίμηση που της αξίζει. Θα ανακαλύψεις γνωστές και άγνωστες πτυχές μιας συναρπαστικής γυναίκας από εκείνες που ο “μυθιστορηματικός” βίος τους αξίζει να ειπωθεί. Και θα ειπωθεί με τον πιο έντιμο τρόπο από τους Κωνσταντίνο Ρήγο, Κωνσταντίνα Μιχαήλ και Ιάσονα Χρόνη. 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Ταυτότητα Παράστασης

Κείμενο: Γιώργος Χρονάς
Σκηνοθεσία- διασκευή: Κωνσταντίνος Ρήγος
Φωτισμοί: Χρήστος Τσιόγκας
Ερμηνεύει η Κωνσταντίνα Μιχαήλ. Στο ρόλο του δημοσιογράφου ο Ιάσονας Χρόνης
Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Ρήγος

Θέατρο ΣΗΜΕΙΟ, Χαριλάου Τρικούπη 4, Καλλιθέα, Τηλ. 210 9229579
Μέρες & Ώρες παραστάσεων: Παρασκευή: 21.00, Σάββατο: 21:00, Κυριακή: 20.00
Τιμές Εισιτηρίων: 15 & 17 ευρώ
Προπώληση: https://www.more.com/theater/sebas-xanoum/

Πηγή:monopoli.gr

About Post Author

You May Also Like

More From Author