Το πρωί της ημέρας του προγραμματισμένου ραντεβού μας με την Ολια Λαζαρίδου, στην Αίγινα, την περασμένη Τρίτη, της έστειλα μήνυμα στο κινητό: «Πέθανε ο Τσιώλης. Θα τον μνημονεύσουμε παρέα το μεσημέρι». Κι εκείνη μου απάντησε «…Πάει ο Σταυράκης».
Τη βρήκα να κάθεται ήδη στο παραθαλάσσιο εστιατόριο που είχαμε επιλέξει, είχε έρθει νωρίτερα και έκανε και μια βουτιά. Ηθοποιός πρώτης γραμμής εδώ και 43 χρόνια, εμβληματική παρουσία του ελληνικού κινηματογράφου των ’80s, παραμένει ανεπιτήδευτη, «αμακιγιάριστη» στην όψη και στον λόγο. Θα μπορούσε να ήταν ένα ανέφελο καλοκαιρινό «Γεύμα», αλλά η απώλεια του σκηνοθέτη Σταύρου Τσιώλη, το «δικό του» σινεμά, με το ιδιότυπο χιούμορ, (αυτο)σαρκασμό, τα παρηκμασμένα περιπετειώδη τοπία της ελληνικής γης και των ανθρώπων της, είχαν ήδη καταλάβει τον «χώρο». Κοιταζόμαστε, χαμογελάμε γλυκόπικρα, η ερώτηση περιττεύει:
«Τον Σταύρο τον γνώρισα όταν ήρθε να μου προτείνει ένα σενάριο, δεκαετία του ’80, σε μια εποχή που ήμουν πολύ κουρασμένη. Είχα ολοκληρώσει δύο χρονιές με τη “Βιρτζίνια Γουλφ” μαζί με την Καρέζη και τον Καζάκο. Το σενάριο μου φάνηκε βαρύ… “Μια τόσο μακρινή απουσία”, ο τίτλος του. Ολοι οι φίλοι μου με σκυλόβρισαν που είχα πει “όχι στον Τσιώλη”… Υστερα ήρθε ο Κωνσταντίνος Τζούμας και μου είπε για ένα άλλο σενάριο του Τσιώλη, τους “Ακατανίκητους εραστές”, ένα road movie στην Τρίπολη. Χωρίς να ρωτήσω οτιδήποτε, μέσα στην ενοχή από την προηγούμενη άρνηση, είπα “οπωσδήποτε”! Ηρθε λοιπόν ο Τσιώλης δηλώνοντας: “Φεύγουμε! Σενάριο δεν υπάρχει!”. “Πού πάμε;”, ρώτησα. “Θα δεις. Δεν ξέρω”, απάντησε. Πρόσθεσε, επίσης, “λεφτά δεν έχουμε”! Βέβαια, μπορεί να μην πληρώθηκα τότε αλλά μετά, για καιρό, όποτε μάζευε λίγα χρήματα, με περίμενε έξω από το θέατρο που δούλευα για να μου δώσει… Περάσαμε, λοιπόν, ένα επεισοδιακό δίμηνο στα βουνά της Τριπόλεως, όπου μέναμε σε αυλές σχολείων με σλίπινγκ μπαγκ, βαφόμουν σε σπασμένα καθρεφτάκια, κοιμόμουν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, με ξυπνούσαν μέσα στη νύχτα με τον φωτογράφο Βασίλη Καψούρο για να γυρίσουμε ένα καταπληκτικό πλάνο με πανσέληνο… Εξελίχθηκε αυτή η σχέση και η εμπειρία να είναι από τις ωραιότερες της ζωής μου. Τα είχε όλα: ζωή, σχέσεις, περιπέτεια, πολύ ωραίο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Είχε μια καλή ελευθερία. Ο Σταύρος προσπαθούσε να πιάσει… Πώς να το πω; Υπάρχει η εμφανίσιμη ωραία τσιπούρα του ιχθυοτροφείου και η γοπίτσα που την πιάνεις και σπαρταράει φρέσκια. Αυτό το σπαρτάρισμα της φρεσκάδας προσπαθούσε, αυτό κυνηγούσε. Είχε κάτι στο μυαλό του, δεν ήταν σχήμα».
– Ζήσατε εκείνη την εποχή, μέσα σε παρέες που συνέβαλαν στον χαρακτήρα της…
– Θα έλεγα ότι τότε είχαμε μια πιο καρδιακή σχέση με τα πράγματα. Υπήρχε και ρομαντισμός. Καταλαβαίνω τώρα αυτό που δεν ήξερα. Είσαι αντιμέτωπος με απώλειες. Αρχίσαμε τη συνάντησή μας με τον Σταύρο. Πιο πίσω ήταν ο Κωστής Παπαγιώργης, πιο πίσω ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ο Βίκος Ναχμίας… Μπαίνουμε στη σφαίρα των αποχαιρετισμών και της απώλειας. Εγώ, επειδή πιστεύω στο «νυν και αεί», δεν νομίζω ότι αυτό που ζήσαμε χάνεται και δεν υπάρχει πουθενά, επιβιώνει μέσα μας. Καθώς ο τόπος έξω συρρικνώνεται, φτωχαίνει από μέρη που αγάπησες, ανθρώπους που έχασες, προσπαθώ να διευρύνω τον «μέσα» χώρο. Οσο συρρικνώνεται το έξω εκπλήσσομαι από τη χωρητικότητα του «μέσα» τοπίου. Αυτό με παρηγορεί πολύ. Επειδή το ύφασμα το ανθρώπινο είναι ελαττωματικό –και το ξέρουμε αυτό– δεν μπορείς να θυμάσαι όλους όσους αγάπησες. Τρομάζουμε όταν ανακαλύπτουμε ότι έχουμε ξεχάσει, αλλά με παρηγορεί όταν διαπιστώνω ότι «γίνομαι» όλο και περισσότερο αυτοί τους οποίους αγάπησα. Είμαι αυτοί που δεν υπάρχουν πια. Το απέναντι τραπέζι αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον από το δικό μας. Ολοι όσοι αγαπήσαμε μαζεύονται εκεί, οπότε εκεί είναι και το γλέντι.
– Σε αυτήν την εσωτερική ευρυχωρία σας έχει βοηθήσει η θρησκευτική πίστη σας και το θέατρο;
– Δεν πολυμιλάω για την πίστη μου γιατί θέλω να το προστατεύσω. Πίστη στον Θεό και από εκεί και πέρα πίστη στον δίπλα μου άνθρωπο, στο ότι τα πράγματα διαρκούν, ότι αξίζει τον κόπο να παλεύει κανείς στη ζωή του. Είναι μια μήτρα που νοηματοδοτεί όλα τα υπόλοιπα. Το θέατρο από την άλλη, δεν είναι η αλήθεια. Είναι η νοσταλγία για την αλήθεια. Οπως όταν τραγουδάς αυτά που δεν μπορείς να νοηματοδοτήσεις. Για να τα μοιραστείς.
– Οι θεατρικές εμφανίσεις σας έχουν αλλάξει χαρακτήρα. Βρίσκεστε σε απόσυρση;
– Οχι, απόσυρση, δεν θα το έλεγα. Κάνω τα πράγματα με τον δικό μου τρόπο. Κάνω περισσότερο αυτά που αγαπώ. Δουλεύω 43 χρόνια. Εχω πολύ βιωμένο χρόνο στο θέατρο. Εχω χορτάσει. Δεν με ενδιαφέρει να κάνω πια ρόλους στους οποίους να είμαι περισσότερο ή λιγότερο καλή.
Θέλω να είμαι όσο το δυνατόν πιο κοντά στη ζωή.
Θέλω να μοιράζομαι πράγματα που με συγκινούν με τους άλλους. Οταν δουλεύεις ως ηθοποιός μπορείς να είσαι πολύ καλός ή κακός στον ρόλο σου. Να μην έχεις επαφή με αυτό που συμβαίνει γύρω σου. Μου αρέσει να ασχολούμαι μόνο με αυτά που αγαπάω πολύ. Ισχύει και με τη σκηνοθεσία. Δεν μπορώ να διεκπεραιώσω μια παραγγελία, με αυτήν την έννοια. Η δουλειά μας αλλά και το πνεύμα της εποχής είναι τέτοιο που συναντάς τον άλλον και το πρώτο που σε ρωτάει δεν είναι «πώς είσαι» αλλά «τι κάνεις». Εχω πιάσει τον εαυτό μου να έχω ενοχές. Αν κάνω κάτι, βιάζομαι να το πω, για να συντηρήσω το «ίματζ» που έχω φτιάξει. Οταν λες «δεν κάνω τίποτα», εννοείς ότι δεν κάνεις τίποτα ανακοινώσιμο. Είναι τρομερό αυτό.
Η πολιτική
«Επειδή ανήκω στη γενιά του “όλα είναι πολιτική”, των ’70s και ’80s, κατέληξα να μην ανήκω πουθενά, αισθάνομαι ελεύθερη από κομματικές ταυτότητες, ακολουθώ και εμπιστεύομαι ανθρώπους που το επιχείρημά τους είναι τα έργα τους και η ζωή τους. Φλέρταρα με το λευκό, πίσω από το παραβάν. Δεν το έκανα γιατί δεν ήθελα να νιώσω απόσυρση. Ψήφισα αλλά όχι ταυτισμένη. Δεν εξαντλείται η ζωή μόνο στη συζήτηση περί δικαιωμάτων. Περνάμε μια μεγάλη πνευματική κρίση στην Ελλάδα με την οποία κανείς δεν ασχολείται σοβαρά. Δεν προλαβαίνουν, ασχολούνται με τις ψήφους. Ομως, όλη η ενέργεια χάνεται σε αυτήν τη μεγάλη τρύπα».
Οποιος βγαίνει από τη γραμμή της κοινωνίας πετιέται στον Καιάδα…
– Πότε αρχίσατε να αποβάλλετε την ενοχή τού «δεν κάνω κάτι»;
– Δεν το έχω καταφέρει εντελώς. Τώρα προσπαθώ. Τώρα που αισθάνομαι ότι «έδωσα». Οτι δικαιούμαι να σταθώ να πάρω μιαν ανάσα. Εφθασα 65 για να μπορώ να ψελλίζω ότι «δεν κάνω». Ψελλίζω. Φαντάσου την πίεση «έξω» και φυσικά «μέσα». Εζησα την τέχνη στα ’80s όπου υπήρχε μεγάλη αλαζονεία. Επρεπε να βρεις σε τι διαφέρεις. Οταν λέω πια «κανονικοί άνθρωποι» εννοώ αυτούς που είναι αφανείς.
– Εχετε και εθελοντική δραστηριότητα. Οπως στη μονάδα ανακουφιστικής φροντίδας «Γαλιλαία», της Ιεράς Μητρόπολης Μεσογαίας, και πιο πριν, συμμετείχατε στη μονάδα απεξάρτησης 18 Ανω.
– Ναι. Η «Γαλιλαία» είναι ένας χώρος στον οποίο γίνεται πολύ σπουδαία δουλειά. Ενα κέντρο για ανθρώπους που βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο της ζωής τους. Η πρωτοβουλία είναι του μητροπολίτη Μεσογαίας Νικόλαου, το ίδρυμα ανήκει στην Εκκλησία, στη Μητρόπολη Μεσογαίας, χωρίς αυτό να σημαίνει αποκλεισμό. Είναι ίδρυμα ανοικτό σε οποιονδήποτε υποφέρει. Εμπιστεύθηκα απόλυτα τον Νικόλαο, όπως πριν από χρόνια εμπιστεύθηκα, έναν άνθρωπο από εντελώς διαφορετικό χώρο, την Κατερίνα Μάτσα του 18 Ανω. Εχει σώσει ανθρώπους.
– Είσαστε κοντά σε ανθρώπους που ήταν στο χείλος της καταστροφής;
– Βέβαια. Η Κατερίνα Γώγου ήταν φίλη μου. Υπήρχε μια μυθολογία της αυτοκαταστροφής τότε. Αλλά, τότε, υπήρχε και το περιθώριο. Τώρα, όποιος βγαίνει από τη γραμμή της κοινωνίας πετιέται στον Καιάδα του περιθωρίου. Δεν ακροβατείς στην ίσαλο γραμμή για πολύ καιρό. Τότε, η ακροβασία ανάμεσα στην κανονικότητα και στη μη κανονικότητα είχε κάτι γοητευτικό, σχεδόν επαναστατικό. Τώρα τα όρια είναι πολύ σκληρά. Είναι ένας λόγος που δεν πιστεύω στα κόμματα. Θεωρώ ότι είναι πολύ συντηρητικοί οργανισμοί, εσωτερικά δεν ανανεώνονται, είναι πολύ δυσκίνητα. Περίσσεια λόγων και στον δίπλα τους μεγάλη τσιγκουνιά.
«Οχι άλλη μαγεία. Λίγο ρεαλισμό παιδιά!» λέει, αντιστρέφοντας την Μπλανς Ντιμπουά, η Ολια Λαζαρίδου.
– Μεγαλώσατε και ζήσατε στα Εξάρχεια. Πώς βλέπετε σήμερα την περιοχή;
– Τίποτα. Τις μνήμες που είχα από τη γειτονιά δεν τις βρίσκω αποτυπωμένες πια πουθενά. Μόνο μέσα μου. Οχι έξω. Δεν θέλω να περπατάω και να φοβάμαι στην πόλη μου. Η καλοκαιρινή ευτυχία που ζήσαμε τρίζει. Δεν ήταν όπως ήταν. Αλλά και η καταστολή δεν είναι από μόνη της λύση.
– Μια φράση από ρόλο που σας ακολουθεί;
– Μια φράση ανεστραμμένη από την Μπλανς Ντιμπουά. Λέει, «δεν θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία». Εγώ θα έλεγα: Οχι άλλη μαγεία. Λίγο ρεαλισμό παιδιά!
Η συνάντηση
Η σχέση της Ολιας Λαζαρίδου με την Αίγινα είναι μακροχρόνια, όπως και η δική μου. Δώσαμε ραντεβού στην «Οστρια» στον Μαραθώνα, διάσημη για τη λιτή, γευστική, με σταθερή ποιότητα στα υλικά, κουζίνα της. Το τραπέζι στρώθηκε στην αρχή με τη μοναδική, σπιτική κολοκυθόπιτα, χταποδάκι, φρέσκιες πατάτες τηγανητές (αναντικατάστατες), σαλάτα με βραστά χόρτα και στη συνέχεια μοιραστήκαμε μια ωραία καλοψημένη τσιπούρα. Τα φρούτα κερασμένα. Μαζί με μια μπίρα, ο λογαριασμός ήταν 53,80 ευρώ.
Οι σταθμοί της
1954
Γεννήθηκε στην Αθήνα.
1972
Τελειόφοιτη του οικοτροφείου του Κολλεγίου Θηλέων που τότε βρισκόταν στην Αγία Παρασκευή.
1976
Αποφοιτά από τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν.
1982
Βραβείο Α΄ Γυναικείου Ρόλου του Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την ταινία «Το στίγμα» του Παύλου Τάσιου.
1986
Φοιτά στη σχολή του Αντουάν Βιτέζ στο Παρίσι.
1987
Βραβείο Α΄ Γυναικείου Ρόλου για το «Τεριρέμ» του Απόστολου Δοξιάδη. Βραβείο Β΄ Γυναικείου Ρόλου για την ταινία «Αρχάγγελος του πάθους» του Νίκου Βεργίτση.
2005
Βραβεύθηκε για το σύνολο του έργου της στον κινηματογράφο από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
2019
Στις 4 Αυγούστου επαναλαμβάνει τη βραδιά (με τη Μελίνα Τανάγρη) αφιερωμένη στον ψυχοθεραπευτή Βίκο Ναχμία, στο Λαογραφικό Μουσείο Αίγινας.
Μαρία Κατσουνάκη
Πηγή:kathimerini.gr
+ There are no comments
Add yours