Ειδικές αναφορές στην ελληνική κρίση, κάνει η Άγκελα Μέρκελ στα απομνημονεύματα της, που εκδόθηκαν από τον παραδοσιακό εκδοτικό οίκο Kiepenheuer & Witsch στην Κολωνία. Στην Ελλάδα μόλις κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Τα απομνημονεύματα της Άγκελα Μέρκελ έχουν τίτλο «Ελευθερία: Αναμνήσεις 1954-2021» (Freiheit: Erinnerungen 1954-2021). Τα συνέγραψε χωρίς συμβούλους, ιστορικούς ή ghost-writer, απλώς με τη συμβολή της στενής συνεργάτιδάς της, Mπεάτε Μπάουμαν.
Ο Παπανδρέου και το Καστελόριζο
Δραματική είναι η περιγραφή της διαπραγμάτευσης, που έγινε σε έκτακτη σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες το 2010, προκειμένου να αποφασιστεί πως θα αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, το πρόβλημα του ελληνικού χρέους:
«Ο πρόεδρος της ΕΚΤ εξήγησε ότι τα επιτόκια των ελληνικών κρατικών ομολόγων αυξάνονταν συνεχώς. Αυτό σήμαινε ότι το ελληνικό κράτος σύντομα δεν θα ήταν πλέον σε θέση να χρηματοδοτείται από την αγορά (…) Ο Τρισέ κατέληξε ως εξής: «Η Ελλάδα πρέπει να λάβει βοήθεια τώρα. Αλλιώς δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η χώρα θα είναι την άνοιξη σε θέση να αντλήσει χρήματα από την κεφαλαιαγορά». Όπως και την προηγούμενη ημέρα, δεν μου ήταν ακόμα σαφές σε τι θα έπρεπε να συνίσταται η βοήθεια. Περίμενα να ακούσω τη συνέχεια. Ο Μπαρόζο δήλωσε πως συμμερίζεται την άποψη του Τρισέ, το ίδιο κι ο Σαρκοζί. Ο Γάλλος πρόεδρος αναφέρθηκε και στα μέτρα λιτότητας της Επιτροπής για την Ελλάδα: “Η εξοικονόμηση 4 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ είναι ένας σίγουρος τρόπος για να ξεσπάσουν εξεγέρσεις στους δρόμους!” φώναξε οργισμένος. “Περισσότερες κρατικές δαπάνες χρειαζόμαστε τώρα, πάνω στην οικονομική κρίση, όχι λιγότερες! Η Ελλάδα πρέπει να βοηθηθεί!”
Ρώτησα: “Σε τι πρέπει να συνίσταται η βοήθεια;”
“Η Ελλάδα χρειάζεται χρήματα” απάντησε ο Τρισέ.
Είχαμε φτάσει στην ουσία του θέματος. Η Ελλάδα χρειαζόταν χρήματα. Όλοι, εκτός από εμένα και τον Παπανδρέου, έγνεψαν καταφατικά (…)
Όλοι στην αίθουσα γνώριζαν τη νομική όψη του ζητήματος, όμως κανέναν δεν έδειχνε να τον απασχολεί. “Βεβαίως θέλω να συνδράμω κι εγώ. Είμαστε μία κοινή ευρωζώνη” είπα σε διαλλακτικό τόνο. “Όμως χρήματα δεν μπορώ επ΄ουδενί να διαθέσω”, έσπευσα να προσθέσω. Εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησα ότι ο Παπανδρέου δεν είχε πει ακόμα τίποτα, οπότε τον ρώτησα ευθέως: “Εσύ τελικά τι θέλεις;”. Η απάντηση ήταν ότι δεν ήθελε τίποτα, αλλά πως η Ελλάδα βρισκόταν σε πολύ άσχημη κατάσταση.
Ο Τρισέ επέμενε, και μάλιστα με αυξανόμενη ένταση, πως έπρεπε να δοθεί βοήθεια στην Ελλάδα, αλλιώς θα κινδύνευαν και άλλες χώρες της ευρωζώνης με υψηλά επίπεδα χρέους. Ο Μπαρόζο, που γνώριζε πολύ καλά την κατάσταση στην πατρίδα του την Πορτογαλία, συμφώνησε. Προτίμησα να συνεχίσω στα Γερμανικά, παρακάλεσα τη Ντοροτέ Κάλντεμπαχ να μεταφράζει στα αγγλικά. Ήθελα να είμαι ακριβής. “Δεν μπορώ να διαθέσω χρήματα, διότι δεν μπορώ να συμμετέχω στην παραβίαση των Συνθηκών. Το συνταγματικό δικαστήριό μας έχει αποφανθεί σαφώς επί αυτού. Ισχύει η ρήτρα μη διάσωσης της συνθήκης της Λισαβώνας. Αρνούμαι να παραβιάσω το νόμο, έχοντας πλήρη επίγνωση των κινδύνων” είπα, ξεκαθαρίζοντας πλέον απερίφραστα τη θέση μου κι ενώ με τριγύριζε μια άλλη σκέψη: Όλοι εδώ θέλουν κάτι από μένα. Γιατί κανείς δεν πιέζει την Ελλάδα να κάνει οικονομίες;
“Πότε θα παρουσιάσεις στην επιτροπή τα σχέδια σου για την εξοικονόμηση των τεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ;” ρώτησα τον Παπανδρέου. “Αυτό προέχει αυτή την στιγμή προκειμένου να περάσεις στις χρηματαγορές το μήνυμα ότι μπορούν να σας εμπιστευτούν ξανά”.
Ο Παπανδρέου απάντησε ότι χρειάζεται χρόνο. Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Εν μέσω αυτής της ασφυκτικής πίεσης να γίνει κάτι για την κατάσταση, ο ίδιος συμπεριφερόταν σαν να έχει όλο τον χρόνο του κόσμου μπροστά του. Μιλούσαμε έντονα και ταυτόχρονα, μιλούσαμε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά. Οι διερμηνείς μετά βίας προλάβαιναν να μας ψιθυρίσουν τα λεγόμενα στο αυτί. Αναζητούσα με το βλέμμα τον Κορσέπιους, που καθόταν πίσω μου, και συμπέρανα από το δικό του (βλέμμα) πως σωστό ήταν να μην πω τίποτα. ¨Όλο αυτό συνεχίστηκε για δύο ώρες γεμάτες, μέχρι που ο Χέρμαν βαν Ρομπέι πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Είχε προφανώς αποκομίσει την εντύπωση ότι κάθε επιχείρημα είχε εκτεθεί διεξοδικά τουλάχιστον μία φορά και ότι η συζήτηση έκανε κύκλους».
Στην συνέχεια περιγράφει πως κατέληξαν σε ένα κοινό κείμενο για τα επόμενα βήματα.
«Όπως φάνηκε στην πορεία, εκείνο το πρωινό του Φεβρουαρίου στις Βρυξέλλες είχαμε ήδη αποτυπώσει στο χαρτί, όλη τη φιλοσοφία της διάσωσης του ευρώ. Τα κράτη – μέλη έπρεπε να λαμβάνουν στο εσωτερικό τους τα απαραίτητα μέτρα, τα οποία θα αξιολογούσαν η Επιτροπή, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ – τα τρία θεσμικά όργανα που επρόκειτο να ονομαστούν τρόικα (…) Το κείμενο περιέγραφε την πορεία που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν όλοι από κοινού. Ταυτόχρονα, ήταν αρκετά γενικό ώστε να αφήνει επαρκή περιθώρια ελιγμών για μελλοντικές εξελίξεις. Αυτό ήταν η διπλωματία στα καλύτερά της. Ήμουν ενθουσιασμένη».
Με τον τίτλο «ταξίδι προς την Ιθάκη», αφηγείται τα όσα ακολούθησαν μέχρι την ανακοίνωση του Παπανδρέου στο Καστελόριζο, για την πρόθεση της Ελλάδος να ζητήσει την βοήθεια του Eurogroup και του ΔΝΤ. Με μία γλαφυρή περιγραφή αναφέρεται στην δήλωση του Έλληνα πρωθυπουργού:
«Βρέθηκε λοιπόν στην ανάγκη να προβεί σε μία δημόσια δήλωση για την κατάσταση στη χώρα του από το Καστελόριζο, ένα νησάκι κοντά στις τουρκικές ακτές. Κάτω από τον λαμπρό ήλιο, με φόντο το γραφικό λιμανάκι, ο Έλληνας πρωθυπουργός ανακοίνωσε πως ήταν έτοιμος να υποβάλλει άμεσα αίτημα βοήθειας στο Eurogroup και στο ΔΝΤ. Προετοίμασε τους συμπολίτες του για μια δύσκολη περίοδο, μίλησε για μια νέα Οδύσσεια και έκλεισε το διάγγελμά του με την εξής δραματική διατύπωση: “Ξέρουμε τον δρόμο για την Ιθάκη και έχουμε χαρτογραφήσει τα νερά”. Αναφερόταν στον Οδυσσέα, ο οποίος περιπλανήθηκε για δέκα χρόνια μετά τη μάχη της Τροίας, έχασε όλους τους συντρόφους του και επέστρεψε στο νησί του, την Ιθάκη, μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο»…
Η περίοδος Σαμαρά και οι άκαμπτες πεποιθήσεις της Καγκελαρίου
Στις αναφορές της για την περίοδο Σαμαρά, η Άγκελα Μέρκελ κάνει μία ενδιαφέρουσα αναφορά στο σκεπτικό της δικής της αυστηρής στάσης, εν μέσω των κοινωνικών προβλημάτων που δημιουργούσε η σκληρή λιτότητα στην Ελλάδα και στις χώρες του Νότου:
«Η φήμη μου σε αυτές τις χώρες κατέρρευσε εντελώς – ειδικά στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι με χαμηλά εισοδήματα υπέφεραν πολύ από τις μεταρρυθμίσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία γι αυτό. Όμως, πέρα από το γεγονός ότι, αν είχα παραιτηθεί από τα αιτήματα για τη βελτίωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της ανταγωνιστικότητας των χωρών που αντιμετώπιζαν δυσχέρειες, δεν υπήρχε περίπτωση να έχω την συμπαράσταση της πλειοψηφίας στο κόμμα μου και στον συνασπισμό, μια τέτοια στάση δεν θα μπορούσα να την συμβιβάσω ούτε με τις πεποιθήσεις μου. Αν θέλαμε να έχουμε ένα κοινό νόμισμα –πράγμα που ήθελα- και ταυτόχρονα κάθε χώρα του ευρώ να ασκεί τη δική της δημοσιονομική, οικονομική και κοινωνική πολιτική, όπως προβλέπει η Συνθήκη της Λισαβόνας, τότε έπρεπε να υπάρχει μεταξύ μας εμπιστοσύνη ότι κάθε χώρα θα τηρήσει τους κανόνες που είχαμε θεσπίσει από κοινού».
Χαρακτηριστική των πεποιθήσεών της, είναι και η περιγραφή ενός διαλόγου που είχε με τον Φελίπε Καλδερόν:
«Σε μία απογευματινή συζήτηση σε κλειστό κύκλο μεταξύ ημών, των αρχηγών κυβερνήσεων, σε μία προσπάθειά του να μου εξηγήσει τις πεποιθήσεις του, κατέφυγε στην εξής μεταφορική διατύπωση:
“Άγκελα, είπε, φαντάσου ότι είσαι ένα κορίτσι στην αυλή του σχολείου και δέχεσαι επίθεση από μεγαλύτερα αγόρια. Εσύ όμως έχεις έναν μεγάλο αδελφό. Δεν είναι φυσικό να του ζητήσεις βοήθεια;” Το κορίτσι ήταν μια χώρα, ο μεγάλος αδελφός ήταν η ΕΚΤ. Με κοίταξε με έναν συμπαθητικό θρίαμβο στο βλέμμα του, βέβαιος για την πειθώ αυτού του παραδείγματος που ήταν παρμένο από την πραγματική ζωή.
Τον κοίταξα επίσης με συμπάθεια, αλλά και σοβαρότητα, και αιτιολόγησα: “Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό, δεν μπορώ να ζητήσω βοήθεια από τον αδελφό μου. Πρέπει να τα βγάλω πέρα μόνη μου”».
Οι εντυπώσεις της από τον Αλέξη Τσίπρα
«Στην κόψη του ξυραφιού» τιτλοφορεί η πρώην Καγκελάριος της Γερμανίας, το κεφάλαιο που αναφέρεται στην περίοδο του Αλέξη Τσίπρα.
«Ο Τσίπρας ήταν επικεφαλής του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ (Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς) εταίρου του γερμανικού κόμματος Ντι Λίνκε, και σχημάτισε έναν ασυνήθιστο συνασπισμό με το δεξιό εθνικιστικό κόμμα ΑΝ.ΕΛ. (Ανεξάρτητοι Έλληνες). Η νίκη του οφείλεται στην οργή πολλών Ελλήνων πολιτών για τα προγράμματα διάσωσης του ευρώ. Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ο Τσίπρας είχε υποσχεθεί να απελευθερώσει την Ελλάδα από αυτό που αποκαλούσε ζυγό επιτήρησης από την τρόικα. Ο προκάτοχός του Αντώνης Σαμαράς είχε αποτύχει να εφαρμόσει πλήρως τις μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν στο δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης» (…)
«Τη Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015 ο Τσίπρας έφτασε στην ομοσπονδιακή καγκελαρία, στο πλαίσιο της πρώτης επίσημης επίσκεψης μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, γύρω στις πέντε το απόγευμα. Αδημονούσα, ομολογώ, να δω τι είδους προσωπικότητα θα είχα την ευκαιρία να γνωρίσω καλύτερα. Ήταν είκοσι χρόνια νεότερός μου. Έως τότε είχαμε μιλήσει δύο φορές στο τηλέφωνο με διερμηνείς και είχαμε δύο σύντομες συναντήσεις σε συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες. Μου είχε κάνει καλή εντύπωση τότε. Περισσότερα δεν μπορώ να πω. Ήξερα από τις πρώτες μας συναντήσεις ότι μιλούσε καλά αγγλικά. Τώρα τον περίμενα στην είσοδο του Έρεχνοφ της ομοσπονδιακής καγκελαρίας για τον υποδεχθώ με στρατιωτικές τιμές. Η άφιξή του καθυστέρησε διότι θεώρησε απαραίτητο να κατέβει από το αυτοκίνητο μπροστά από την καγκελαρία και να χαιρετήσει ο ίδιος προσωπικά τους διαδηλωτές του κόμματος Ντε Λίνκε. Οι φωνές “ζήτω η διεθνής αλληλεγγύη” έφτασαν στα αυτιά μου από μακριά. Ήλπιζα μόνο η παραμονή του εκεί να μη διαρκέσει τόσο, ώστε να σκιάσει την ατμόσφαιρα της επίσκεψης του πριν καν αρχίσει.
Ο Τσίπρας έφτασε πράγματι σύντομα και κατέβηκε από το αυτοκίνητο με ένα φιλικό, αφοπλιστικό χαμόγελο. Τον χαιρέτισα και έκανα μία σύντομη παρατήρηση γι αυτό το προκαταρκτικό του πρόγραμμα. Μου απάντησε με αυτοπεποίθηση και διαλλακτικότητα ότι δεν πρέπει ποτέ κανείς να λησμονεί τους οπαδούς του. Συμφώνησα με χαμόγελο. Αμέτρητοι φωτογράφοι έστρεψαν τους φακούς τους πάνω μας. Βρισκόμασταν υπό στενή παρακολούθηση. Μετά τις στρατιωτικές τιμές, πήγαμε στο γραφείο μου με τους διερμηνείς μας για μία κατ΄ ιδίαν συνάντηση. Εκεί, στο καθιστικό του γραφείου μου, τον καλωσόρισα πάλι και του μίλησα για το μεγάλο ενδιαφέρον του Τύπου για τους δύο μας. Φάνηκε να του αρέσει. Είχα την αίσθηση ότι ήμασταν και οι δύο έτοιμοι να εκπλήξουμε ευχάριστα τον κόσμο με το θετικό κλίμα μεταξύ μας.
Εξ όσων θυμάμαι, στη συνομιλία μου με τον Τσίπρα τόνισα τη σταθερή βούλησή μου για την παραμονή της Ελλάδας εντός της ευρωζώνης, κάτι που απαιτούσε δουλειά και από τους δύο μας. Ήδη το καλοκαίρι του 2012 είχα σκεφτεί πολύ τα επιχειρήματα όσων προσπαθούσαν να πείσουν την Ελλάδα να αποχωρήσει από την ευρωζώνη. Δεν κατάφεραν να με πείσουν. Έκτοτε, η θέση μου ήταν ξεκάθαρη. Η Ελλάδα έπρεπε να παραμείνει μέρος της ευρωζώνης (…)
Στη συζήτηση με τους συνεργάτες μας και ύστερα, στη διάρκεια του δείπνου, προσπαθήσαμε να βρούμε έναν τρόπο ώστε η νέα ελληνική κυβέρνηση να εκπληρώσει τις απαιτήσεις της τρόικα χωρίς να χρειαστεί να αθετήσει προεκλογικές δεσμεύσεις. Κάτι σαν τετραγωνισμό του κύκλου δηλαδή. Πριν από το δείπνο δόθηκε μια συνέντευξη τύπου, στο πλαίσιο της οποίας ο Τσίπρας κι εγώ, προσφέραμε ένα μικρό επικοινωνιακό έργο τέχνης: φιλικοί, προσηνές ύφος και οι δύο, καμία υπαναχώρηση από κανέναν από τους δύο. Οι διαφορές ήταν μεγάλες, το ίδιο και η βούληση να βρεθεί λύση στο αδιέξοδο».
Αφού περιγράφει την πορεία των διαπραγματεύσεων, η Άγκελα Μέρκελ φτάνει στη στιγμή εκείνη, που αρχές Ιουλίου του 2015, ο Αλέξης Τσίπρας της ανακοίνωσε την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Έχει ενδιαφέρον η δική της αντίδραση:
«Μετά το τέλος της συνεδρίασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου επέστρεψα στο Βερολίνο και πήγα κατευθείαν στο Χοενβάλντε. Απο κεί έκανα το τηλεφώνημα. Ο Τσίπρας μας είπε, στον Ολάντ και σ΄εμένα, ότι το υπουργικό του συμβούλιο αποφάσισε την διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το συμφωνηθέν πρόγραμμα. Για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα έπρεπε να αποφασίσει ο λαός. Θα το ανακοίνωνε στους πολίτες του σε τηλεοπτικό διάγγελμα το ίδιο βράδυ. Μέχρι εδώ, όλα καλά, σκέφτηκα. Στη συνέχεια ρώτησα ποια ήταν η σύσταση της κυβέρνησης του προς τον λαό. “Όχι, φυσικά” είπε νέτα σκέτα.
Απ’ όλα τα τηλεφωνήματα που έχω κάνει ποτέ στη πολιτική μου ζωή, αυτό εδώ μου επιφύλαξε ίσως τη μεγαλύτερη έκπληξη. Προς στιγμήν ο Ολάντ κι εγώ μείναμε άφωνοι. Κλείσαμε γρήγορα το τηλέφωνο. Τα πράγματα θα έπαιρναν τον δρόμο τους. Εγώ τουλάχιστον δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω προς το παρόν».
Αφού αφηγείται τα όσα ακολούθησαν κλείνει το κεφάλαιο με ένα δείπνο μεταξύ της ίδιας και του Αλέξη Τσίπρα, στον Πειραιά.
«Στις 10 Ιανουαρίου 2019 δείπνησα με τον Αλέξη Τσίπρα σε ένα εστιατόριο θαλασσινών στον Πειραιά. Μιλήσαμε ξανά για τον Ιούλιο του 2015, όταν η παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη βρισκόταν “στην κόψη του ξυραφιού”, όπως του είπα. Ο Τσίπρας μου είπε πως ήταν σημαντικό να δείξει στους πολίτες με έναν πειστικό τρόπο, ότι η κυβέρνηση είχε εξαντλήσει κάθε περιθώριο προκειμένου να απαλλαγεί από τη μισητή τρόικα. Όταν τα άλλα κράτη – μέλη αντιτάχθηκαν σε αυτό, κατέστη σαφές ότι επρόκειτο για ένα ζήτημα που αφορούσε κατά βάση την στάση των Ελλήνων απέναντι στο ευρώ. Η πλειονότητα των Ελλήνων απέρριψε το πρόγραμμα, ήθελε ωστόσο να παραμείνει η χώρα στο ευρώ. Αυτό έδειξε η επανεκλογή του Τσίπρα, στις νέες, πρόωρες εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Το ευρώ είχε αποδειχθεί ισχυρότερο».