Τhe winner takes it all

Ίσως η μεγαλύτερη ιδιομορφία των αμερικανικών προεδρικών εκλογών είναι η ίδια που βρίσκεται πίσω από το σενάριο των προεδρικών εκλογών του 2016, όταν η Χίλαρι Κλίντον κέρδισε 2 εκατομμύρια περισσότερες ψήφους από τον Ντόναλντ Τραμπ, για να χάσει τελικά την εκλογική αναμέτρηση. Και αυτό γιατί ο νικητής των εκλογών δεν καθορίζεται άμεσα από τη λαϊκή ψήφο, αλλά έμμεσα, από τον ιστορικό –και ανά καιρούς αμφιλεγόμενο– πολιτικό θεσμό του Εκλεκτορικού Κολλεγίου. Η διαδικασία είναι η εξής: συνολικά 538 εκλέκτορες απαρτίζουν το Κολλέγιο και διανέμονται ανά πολιτεία με βάση το άθροισμα των αντιπροσώπων που έχει η καθεμία στο Κογκρέσο και στη Γερουσία – το οποίο με τη σειρά του καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη τον εκάστοτε πληθυσμό. Η πολυπληθής Καλιφόρνια απολαμβάνει 55 εκλέκτορες, ενώ η αχανής, αραιοκατοικημένη Αλάσκα μονάχα τρεις.

oi-pio-paraxenes-ekloges-ston-kosmo0
Τζόρτζια, Αύγουστος 1976: ένα βρέφος τεσσάρων μηνών δεν δείχνει να απολαμβάνει τη φωτογραφία με τον μελλοντικό πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζίμι Κάρτερ. © Bettmann/Getty Images/Ideal Image

Το πιο αμφιλεγόμενο χαρακτηριστικό είναι πως πρόκειται για ένα σύστημα που λειτουργεί με τη λογική «the winner takes it all». Ο υποψήφιος που κερδίζει το υψηλότερο ποσοστό ψήφου σε κάθε πολιτεία κερδίζει το σύνολο των Εκλεκτορικών θέσεων, ακόμα και αν η διαφορά του εκλογικού αποτελέσματος είναι μονάχα μία ψήφος. Τελικώς, ο υποψήφιος που κερδίζει την πλειοψηφία των 270 εκλεκτόρων κερδίζει αυτομάτως και την πολυπόθητη θέση στο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου. Πέντε φορές στην ιστορία των ΗΠΑ, ο υποψήφιος που κέρδισε τη λαϊκή ψήφο έχασε τελικά τις εκλογές λόγω της διανομής των εκλεκτόρων. Παρότι ο θεσμός του Κολλεγίου θεσπίστηκε για να θεμελιώσει τα συμφέροντα των μικρών πολιτειών, πολλοί επικριτές τον χαρακτηρίζουαναχρονιστικό και αντιδημοκρατικό.

Οι αμφίρροπες πολιτείες

Το σύστημα του Εκλεκτορικού Κολλεγίου μεταφέρει το παιχνίδι των προεδρικών εκλογών στο επίπεδο των πολιτειών. Ωστόσο, δεν έχει το κάθε αστέρι της ομοσπονδιακής σημαίας των ΗΠΑ την ίδια σημασία για το κάθε κόμμα. Σήμερα θα ήταν σχεδόν αδύνατο για τη Νέα Υόρκη να στηρίξει υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών, ενώ το Γουαϊόμινγκ δεν έχει ψηφίσει υπέρ του υποψηφίου των Δημοκρατικών από το 1964. Η προσοχή λοιπόν στρέφεται στα λεγόμενα swing states, τις «αμφίρροπες πολιτείες» που δεν ψηφίζουν κατά παράδοση Ρεπουμπλικάνους ή Δημοκρατικούς, αλλά αποφασίζουν ανάλογα με τον υποψήφιο και το πολιτικό zeitgeist. Γι’ αυτό ακριβώς θεωρούνται κρίσιμες στην έκβαση του εκλογικού αποτελέσματος. Οι δέκα με δεκαπέντε πολιτείες στις οποίες οι δημοσκοπήσεις δεν δείχνουν σαφές φαβορί, όπως το Κολοράντο, η Φλόριντα, η Πενσυλβάνια και η Βόρεια Καρολίνα, προσελκύουν σε υπερθετικό βαθμό τις επισκέψεις των υποψηφίων και τις πολιτικές διαφημίσεις – γι’ αυτό άλλωστε μερικοί κυνικοί αναλυτές αναφέρουν συχνά πως τέσσερις στους πέντε ψηφοφόρους των προεδρικών εκλογών «αγνοούνται πλήρως».

oi-pio-paraxenes-ekloges-ston-kosmo1
Τζορτζ και Μπάρμπαρα Μπους ποζάρουν λίγο πριν από μία ακόμα εκλογική αναμέτρηση. Το χιουμοριστικό μπλουζάκι του μελλοντικού προέδρου γράφει: «Είμαι ο πατέρας του Τζορτζ Μπους». © Dirck Halstead/ Mondadori/ Getty Images/Ideal Image

Ξεχωριστή θέση στη λίστα των αμφίρροπων πολιτειών κατέχει η Φλόριντα. Στις εκλογές του 2000, η ηλιόλουστη πολιτεία ήταν καθοριστική για την έκβαση του αποτελέσματος, καθώς με διαφορά 537 ψήφων (μόλις το 0,061% των ψηφοφόρων) έδωσε την απαραίτητη ώθηση των 23 εκλεκτόρων στον Τζορτζ Γ. Μπους για να κερδίσει τη συνολική αναμέτρηση. Ακόμα πιο ιδιαίτερη η ιστορία του Οχάιο. Από το 1960 δεν έχει υπάρξει ούτε ένας νικητής των προεδρικών εκλογών που να μην κέρδισε τη βορειοανατολική πολιτεία.

Ανθεκτικός δικομματισμός

Τόσο στην έκτασή του όσο και στη μακροζωία του, ο δικομματισμός των ΗΠΑ δύσκολα συγκρίνεται με άλλον. Εδώ και περίπου 150 χρόνια στο αμερικανικό πολιτικό σκηνικό κυριαρχούν μονάχα δύο μεγάλα κόμματα, οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Δημοκρατικοί, με τις δύο παρατάξεις να συγκεντρώνουν κατά μέσο όρο το 90% των ψήφων των ομοσπονδιακών εκλογών του περασμένου αιώνα. Κανένας υποψήφιος τρίτου κόμματος δεν έχει καταφέρει ποτέ να κερδίσει τη θέση του προέδρου – μάλιστα, η τελευταία φορά που μια παράταξη εκτός του δικομματικού τόξου κατάφερε να καταλάβει τη δεύτερη θέση έλαβε χώρα το 1912, με την περίπτωση του Τέντυ Ρούσβελτ και του Προοδευτικού κόμματος που ίδρυσε, αφού πρώτα είχε αποχωρήσει από το κόμμα των Ρεπουμπλικανών.

oi-pio-paraxenes-ekloges-ston-kosmo2
Μια μπάντα από τη Νέα Ορλεάνη δίνει ξεχωριστό τόνο στο συνέδριο των Ρεπουμπλικανών το 1972, που σηματοδότησε την επανεκλογή του προέδρου Νίξον. © Wally McNamee/Getty Images/Ideal Image

Ωστόσο, οι υποψήφιοι τρίτων κομμάτων αφήνουν κατά καιρούς τον δικό τους αντίκτυπο στο εκλογικό αποτέλεσμα. Το 1992, ο ανεξάρτητος υποψήφιος Ρος Περότ απέσπασε το αξιοπρεπές ποσοστό του 18,9% των ψήφων, συλλέγοντας ψήφους και από τους δύο υποψηφίους των μεγάλων κομμάτων, δίχως ωστόσο να καταφέρει να εμποδίσει τη νίκη του Μπιλ Κλίντον. Φέτος, η Τζο Τζόργκενσεν των Libertarians και ο Χόου Χόκινς των Πράσινων διεκδικούν το προεδρικό χρίσμα πλάι στον Τραμπ και στον Μπάιντεν. Οι δημοσκοπήσεις θεωρούν αδύνατο να ξεπεράσουν το 5% συνδυαστικά.

Η δυνατότητα παρασπονδίας από τη λαϊκή ψήφο

Τόσο οι προεδρικές εκλογές, που λαμβάνουν χώρα πάντοτε την πρώτη Τρίτη του Νοεμβρίου, όσο και η εντυπωσιακή τελετή ορκωμοσίας, που παραδοσιακά οργανώνεται στις 20 Ιανουαρίου, μονοπωλούν το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινότητας. Ελάχιστοι ωστόσο παρατηρούν πως στο ενδιάμεσο αυτό τρίμηνο λαμβάνει χώρα η επίσημη εκλογή του προέδρου από το αρμόδιο σώμα: το Εκλεκτορικό Κολλέγιο. Οι εκλέκτορες κάθε πολιτείας συναντιούνται στην πρωτεύουσά της, την πρώτη Δευτέρα μετά τη δεύτερη Τετάρτη του Δεκεμβρίου, για να ψηφίσουν επισήμως το σχήμα προέδρου-αντιπροέδρου που προτίμησαν οι ψηφοφόροι. Παρότι ηθικά υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν τη λαϊκή εντολή, θεωρητικά οι εκλέκτορες είναι ελεύθεροι να ψηφίσουν για τον αντίπαλο συνδυασμό ή ακόμα και οποιοδήποτε ζευγάρι Αμερικανών πολιτών οι ίδιοι επιθυμούν, αρκεί αυτό να πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζει το σύνταγμα. Κυρώσεις για τους εκλέκτορες που αποφασίζουν να μην ακολουθήσουν τη λαϊκή εντολή επιβάλλονται μονάχα σε 26 πολιτείες, και ακόμα σε αυτές περιορίζονται σε μικροποινές και χρηματικά πρόστιμα. Ευτυχώς, οι περιπτώσεις παρασπονδίας από το εκλογικό αποτέλεσμα σπανίζουν αρκετά, καθώς από το 1968 καταγράφονται μόλις έξι μεμονωμένες περιπτώσεις. Φυσικά, σε καμία από αυτές δεν ανετράπη τελικά το αποτέλεσμα.

Υπέρογκες καμπάνιες

Το 2008, οι υποψήφιοι για την προεδρία, τα πολιτικά κόμματα που τους στήριζαν και μια σειρά από ανεξάρτητες ομάδες ξόδεψαν συνολικά 5,3 δισ. δολάρια για τις ομοσπονδιακές εκλογές – ένα πρωτοφανές ρεκόρ για τα δεδομένα του αμερικανικού πολιτικού σκηνικού. Σε έναν βαθμό, το ζενίθ αυτό πιστώθηκε στην καμπάνια του Μπαράκ Ομπάμα, η οποία βασίστηκε σε μια νέα μέθοδο εκστρατείας, με την προσέλκυση ακτιβιστών και δωρεών από ψηφοφόρους μέσω του διαδικτύου συλλέγοντας συνολικα 730 εκατ. δολάρια.

oi-pio-paraxenes-ekloges-ston-kosmo3
Λίγο πριν γράψει ιστορία: ο Μπαράκ Ομπάμα μιλάει, τον Ιανουάριο του 2008, σε ψηφοφόρους της πάντα κρίσιμης Αϊόβα. © Scott Olson/ Getty Images/Ideal Image

Έκτοτε, τα μεγέθη έχουν αλλάξει δραματικά. Οι φετινές δαπάνες για τις ομοσπονδιακές εκλογές -τόσο για την Προεδρία όσο και για τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων- αναμένεται να είναι διπλάσιες από αυτές του 2008 και να σηματοδοτήσουν ένα νέο ρεκόρ αστρονομικού ύψους περίπου 11 δισ. δολαρίων. Προσαρμοσμένο στα επίπεδα πληθωρισμού, το κόστος αυτό είναι ήδη τουλάχιστον 50% υψηλότερο από τις εκλογικές δαπάνες του 2016. Από την άλλη, η σημασία των μικροδωρητών φαίνεται πως έχει ήδη εκλείψει. Άλλωστε, μέχρι τα τέλη του καλοκαιριού, περίπου το ένα πέμπτο των συνολικών συνεισφορών καμπάνιας -το οποίο αντιστοιχεί σε 1,4 δισ. δολάρια- οφείλεται σε μόλις 2.635 άτομα, δηλαδή κάτι λιγότερο από το ένα χιλιοστό του πληθυσμού των ΗΠΑ.

Η ανατροπή των Super PACs

Ένα νέο φαινόμενο που πήρε σάρκα και οστά το 2010, λόγω μιας σειράς αποφάσεων στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, ανέτρεψε πλήρως τα δεδομένα στον χρηματισμό των πολιτικών εκστρατειών. Πρόκειται για τα λεγόμενα Super PACs-δηλαδή τις υπερεπιτροπές πολιτικής δράσης-, τα οποία μπορούν να δεχτούν απεριόριστες συνεισφορές από εταιρείες και πλούσιους ιδιώτες και να δαπανήσουν απεριόριστα ποσά στις καμπάνιες τους. Μπορεί η περιοριστική νομοθεσία να τους απαγορεύει τις δωρεές σε ομοσπονδιακούς υποψηφίους ή κόμματα, ωστόσο τα Super PACs μπορούν να οργανώνουν ελεύθερα καμπάνιες που υποστηρίζουν ή αντιτίθενται στους εκλογικούς υποψηφίους. Η ισχύς των υπερεπιτροπών αποδείχθηκε στις εσωκομματικές εκλογές του 2012, όταν οι προεκλογικές δαπάνες των υπερεπιτροπών που στήριξαν τον Μιτ Ρόμνεϊ ανήλθαν σε ποσά είκοσι φορές μεγαλύτερα από εκείνα των υπολοίπων Ρεπουμπλικανών υποψηφίων. Για τις φετινές ομοσπονδιακές εκλογές, τα Super PACs έχουν ήδη καταφέρει να συλλέξουν πάνω από δυόμισι δισεκατομμύρια δολάρια – ένα ποσό λίγο μικρότερο από το συνολικό ΑΕΠ της Ανδόρας.

oi-pio-paraxenes-ekloges-ston-kosmo4
Ψηφοφόροι του Δημοκρατικού Κόμματος φωτογραφίζονται στην ύπαιθρο της Νεμπράσκα το 1888. © Universal Images

Στάσιμη συμμετοχή

Θα περίμενε κανείς πως, λόγω του κόστους και του υπερμεγέθους των αμερικανικών εκλογικών εκστρατειών, οι ΗΠΑ θα βρίσκονταν στην κορυφή της λίστας συμμετοχής των ψηφοφόρων. Η αποχή, ωστόσο, αποτελεί ένα από τα πιο επίμονα και συστηματικά προβλήματα του αμερικανικού πολιτικού συστήματος. Η συμμετοχή των ψηφοφόρων σε οποιαδήποτε αμερικανική δημοκρατική διαδικασία ανά τα χρόνια κυμαίνεται μεταξύ του 40 και του 65%, ενώ στην κρίσιμη εκλογική διαμάχη του 2016 μεταξύ της Κλίντον και του Τραμπ μονάχα ένας στους δύο Αμερικανούς άσκησε το εκλογικό του δικαίωμα. Οι παράγοντες πίσω από τα απογοητευτικά νούμερα είναι αρκετοί: αρκετοί ψηφοφόροι δεν μπορούν να φύγουν από τη δουλειά τους για να ψηφίσουν, ενώ άλλοι χάνουν την προθεσμία εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους, η οποία διαφέρει σε κάθε πολιτεία. Κορυφαία αιτία της ελάχιστης συμμετοχής είναι η πολύωρη αναμονή, καθώς το 20% των ψηφοφόρων που απείχαν δηλώνουν πως περίμεναν στις ουρές της κάλπης πάνω από μία ώρα, προτού η υπομονή τους τους εγκαταλείψει.

Εκστρατεία πόρτα πόρτα

Τα εργαλεία των αμερικανικών πολιτικών εκστρατειών ανέκαθεν υπήρξαν πρωτοποριακά και καινοτόμα. Από την πρώτη τηλεοπτική καμπάνια παγκοσμίως -τη σειρά «Ο Αϊζενχάουερ απαντά στην Αμερική» που προβλήθηκε το 1956- μέχρι τη σοκαριστική διαφήμιση «Daisy» του Λίντον Τζόνσον, που απεικόνιζε ένα μικρό κορίτσι με μια μαργαρίτα να τυλίγεται από το νέφος μιας πυρηνικής αποκάλυψης, οι πολιτικές διαφημίσεις των ΗΠΑ ανέτρεπαν πάντοτε τα δεδομένα της εποχής, αποτελούμενες από ένα παράξενο κράμα πολιτικής στρατηγικής, τεχνικών μάρκετινγκ και της κουλτούρας του Χόλιγουντ και των διασημοτήτων. Παράλληλα, ωστόσο, οι Αμερικανοί διατηρούν την ευαισθησία τους για μία από τις πιο παλιές μεθόδους καμπάνιας που στον περισσότερο κόσμο αποτελεί απλά καρτ ποστάλ: την παραδοσιακή εκστρατεία πόρτα με πόρτα. Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Πολιτικών Σπουδών των ΗΠΑ, σε ορισμένες πολιτείες το λεγόμενο canvassing έχει καταφέρει να αυξήσει τις ψήφους των υποψηφίων σε ποσοστά που ξεπερνούν το 10%. Τέτοια είναι η σημασία του, που φέτος, παρά την έξαρση της πανδημίας, και τα δύο μεγάλα κόμματα έστειλαν δεκάδες χιλιάδες εθελοντές, φορώντας μάσκες και τηρώντας τον απαραίτητο σεβασμό στις αποστάσεις, για να φτάσουν στα κατώφλια των Αμερικανών πολιτών και να τους πείσουν πως ο υποψήφιός τους αξίζει την εμπιστοσύνη τους.

oi-pio-paraxenes-ekloges-ston-kosmo5
Οι παλιές καλές ημέρες: ο Ντόναλντ Τραμπ απολαμβάνει τις εκδηλώσεις του πλήθους, ανεξαρτήτως ηλικίας, το 2015. © Mark Wallheiser/ Getty Images/Ideal Image

Επιστολική ψήφος

Μπορεί ο Ντόναλντ Τραμπ να επαναλαμβάνει ακούραστα πως η διαδικασία της επιστολικής ψήφου -η οποία προτιμάται φέτος από πολλούς ψηφοφόρους λόγω της πανδημίας- αποτελεί «πρωτόγνωρο ρίσκο» και «μεγάλη καταστροφή για την ασφάλεια της δημοκρατίας». Στην πραγματικότητα, ακόμα και πριν από το ξέσπασμα της Covid-19, εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι που δεν μπορούσαν ή δεν επιθυμούσαν να ψηφίσουν σε εκλογικά τμήματα την ημέρα των εκλογών ασκούσαν το εκλογικό τους δικαίωμα μέσω του ταχυδρομείου. Τα λεγόμενα «absentee ballots» δημιουργήθηκαν για να διευκολύνουν τους πολίτες που δεν μπορούσαν να παρευρεθούν στις κάλπες την ημέρα των εκλογών, ωστόσο σήμερα οι περισσότερες πολιτείες επιτρέπουν σε οποιονδήποτε ψηφοφόρο να τα χρησιμοποιήσει για την ευκολία του, δίχως κάποιο δικαιολογητικό. Για την αποφυγή της απάτης, η υπογραφή του ψηφοφόρου αναγράφεται στο εξωτερικό του σφραγισμένου φακέλου και συγκρίνεται με παλαιότερες υπογραφές που βρίσκονται σε κρατικά αρχεία προτού αυτός ανοιχτεί. Πρόσφατα παρατηρείται μια νέα τάση: οι ψήφοι στα εκλογικά κέντρα να κλείνουν προς το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ενώ οι επιστολικές ψήφοι, οι οποίες προσμετρούνται αργότερα, να ευνοούν περισσότερο το Δημοκρατικό Κόμμα. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως μπλε μετατόπιση, και έχει δημιουργήσει αμήχανες εκλογικές ανατροπές όπου Ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι κερδίζουν τη διαμάχη το βράδυ των εκλογών, για να χάσουν τελικά από τους Δημοκρατικούς αντιπάλους τους μετά την καταμέτρηση όλων των ψήφων.

Ψήφος, ψήφος, και πάλι ψήφος

Παρά τις ιδιαιτερότητές τους, την κάποια υπερβολή που τις χαρακτηρίζει, τα αστρονομικά έξοδα που τις συνοδεύουν και τις αλλόκοτες προκλήσεις που τις ταλαιπωρούν, οι εκλογές αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του αμερικανικού τρόπου ζωής. Οι προεδρικές εκλογές μπορεί να λαμβάνουν χώρα κάθε τέσσερα χρόνια –με σχεδόν τυπική ευλάβεια, αντίθετα από τις αρκετά συχνές πρόωρες εκλογές στην Ευρώπη–, ωστόσο οι Αμερικανοί πολίτες συμμετέχουν παράλληλα σε μια σειρά απο άλλες εκλογικές διαδικασίες. Μεταξύ άλλων, ψηφίζουν για τους εκπροσώπους τους στη Γερουσία και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, τον κυβερνήτη της πολιτείας τους, τον δήμαρχο της πόλης τους, τον σερίφη της κοινότητάς τους, μέχρι και τα μέλη της σχολικής επιτροπής της γειτονιάς τους. Πολύ συχνά είναι επίσης και τα δημοψηφίσματα για διάφορα ερωτήματα κοινωνικής πολιτικής –όπως για παράδειγμα η χρήση της κάνναβης ή το δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών στον γάμο– τα οποία προτείνονται σε επίπεδο πολιτείας. Άλλωστε, μία από τις πιο ξεχωριστές πτυχές του ομοσπονδιακού κράτους είναι πως οι πολιτείες του λειτουργούν σαν «εργαστήρια πολιτικής», δοκιμάζοντας νέες προσεγγίσεις και προετοιμάζοντας το έδαφος για αλλαγές σε εθνικό επίπεδο. ■

του Νίκος Ευσταθίου

Πηγή:kathimerini.gr

About Post Author

You May Also Like

More From Author

+ There are no comments

Add yours