Πόσο λείπει η Μαργαρίτα Καραπάνου

της Αλεξάνδρα Τσόλκα

Ασπρόμαυρες πάντα φωτογραφίες, με δυο πολύ έντονα, πολύ διεισδυτικά, πολύ ενοχλητικά, πολύ ερωτικά πράσινα μάτια όλο σκούρες σκιές από βλεφαρίδες μεγάλες και φρύδια. Μια εφηβική πόζα με αγκαλισμένο το μαξιλάρι. Μια άλλη, η γιαγιά της, η μαμά της, η ίδια στο Παρίσι.

Δυο διαμαντένιες γυναίκες και η μικρότερη κρυστάλλινη, κομμένη από το διαμάντι έτοιμη να αναλυθεί σε θραύσματα, η να κάνει την διαπασών του ήχου της σε ένα θρίαμβο νίκης στην ζωή με την δημιουργία. Μια άλλη να κοιτάει τον φακό, σα να μας ειρωνεύεται. Κάποιες πόζες να εξηγούν λοιπόν, πως βρέθηκαν οι λέξεις, πως ανάβλυσαν, πως στοιχήθηκαν η μια δίπλα στην άλλη, για να κάνουν την συγγραφέα τους, την Μαργαρίτα Καραπανου, την πιο αγαπημένη των φανατικών της, των ικανών να την παρακολουθούν σε καφέ, θέατρα ή στις βόλτες στις πλατειές στο Κολωνάκι. Των φανατικών που εξαπολύουν αποσπάσματα απ τα σαρκαστικά, με χιούμορ, ψυχαναλυτικά, σκοτεινά, αισιοδοξία, φαντασιωσικά βιβλία της. Των φανατικών που την έκαναν σημαία αδυναμιών, φοβιών, προβολών και διεξόδων. Η Μαργαρίτα Καραπανου, ήταν πολλά για πολλούς μας. Ήταν όμως αναμφισβήτητα και μια μεγάλη, παθιασμένη, ταγμένη καπνίστρια, στους αντικαπνιστικούς καιρούς μου. Το τσιγάρο δεν ήταν μόνο μια βλαβερή συνέπειας που προσέφερε ευχαρίστηση. Ήταν η κόντρα της στους περιορισμούς. Ένα τελευταίο τσιγάρο έκανε στο νοσοκομείο που νοσηλευόταν. Τα πνευμονία της, μόλις 62 χρόνων, με καπνό σαν ομίχλη να διαμελίζει την άνασσα σε ζωή σε συνέχειες, σαν σίριαλ, δεν άντεξαν. Η Μαργαρίτα Καραπάνου, με τα καταπράσινα μάτια, έκανε το τελευταίο τσιγαράκι της, κoροϊδεψε τις απαγορεύσεις και τα όρια και πέθανε… Ω! Και πόσο δεν της ταιριάζουν οι παρελθοντικοι χρόνοι, αυτήν που αγαπούσε στα βιβλία της τον ενεστώτα…

Ήταν ένα γνωστό πρόσωπο της αθηναϊκής ζωής, μια γνωστή μορφή της πλατειάς Κολωνακίου και της Δεξαμενής, η κάτοικος ενός διάσημου αρχοντικού στην οδό Στρατιωτικού Συνδέσμου, μια περιβόητη Υδραία της χρυσής εποχής του νησιού, μια φιγούρα που έγραφε πάντα σε ένα τραπεζάκι στο αγαπημένο καφέ, το Ciao, έχοντας ένα τσιγάρο Benson να καίγεται συντροφιά της και είχε πάντα αγαπημένους συντρόφους τα σκυλιά τα αριστοκρατικά της King Charles. Ήταν ακόμη διάσημη συγγραφέας, κόρη της εξίσου διάσημης και σημαντικής Μαργαρίτας Λυμπεράκη και του δικηγόρου και ποιητή Γεωργίου Καραπάνου.

Οι λακωνικές και επίσημες βιογραφίες της, αυτές με την έγκριση της, που αναγράφονται στα «αφτάκια» των βιβλίων της, λένε: «Η Μαργαρίτα Καραπανου γεννήθηκε στην Αθήνα. Μεγάλωσε στην Ελλάδα και στην Γαλλία και σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι. Εργάστηκε ως νηπιαγωγός στην Αθήνα. Τα βιβλία της Η Κασσάνδρα και ο Λύκος, Ο Υπνοβάτης, Rien ne va plus και Ναι εκδόθηκαν στην Ελλάδα, στην Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στην Σουηδία και σε πολλές άλλες χώρες. Ο Υπνοβάτης τιμήθηκε το 1988, στο Παρίσι, με το βραβείο του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος». Και από πάνω πάλι άλλη μια ασπρόμαυρη πόζα, να κοίτα κατάματα, με ένα αδιόρατο χαμόγελο σαρκαστικό και μια ερώτηση πράσινη στο βλέμμα: και; Τώρα νομίζετε πως με ξέρετε;

«Δεν ξέρω αν έχω βάθος» αγωνιά σε μια συνέντευξη της και μετά πάλι ξορκίζει την φοβία της, λέγοντας πως πάλι «και καλημέρα να πούμε μπορεί να έχει βάθος». Ξεκίνησε να κρατά ημερολόγια γράφοντας σε μπλε τετραδιάκια Φοίνιξ, απ αυτά με τις μοβ σχεδόν γραμμούλες μέσα, που μύριζε έντονα το πλαστικό τους εξώφυλλο. Και μετά κρατούσε σημειώσεις και ξανά, άφηνε, έχανε, έγραφε, σε χαρτιά, στο πίσω μέρος λογαριασμών, στις άκρες των φακέλων τους. Και έγραφε όπου έβρισκε και ποτέ μαζί δυο βιβλία της. «Δεν δημιουργούν οι συγγραφείς την συγκέντρωση γιατί πολύ απλά την έχουν» έλεγε και καθόταν στο τραπεζάκι της στο Ciao λοιπόν και έγραφε τις λέξεις που σφράγισαν τις ψυχές μας και μας κάνανε να βλέπουμε τον κόσμο – κόσμο της δικό μας. «Υπάρχουν στην συντροφιά στο αγαπημένο μου Ciao, ψυχίατροι, ζωγράφοι, αρχαιολόγοι, πολύς κόσμος. Και αισθάνομαι τόσο άνετα που μπορώ να γράψω. Να μιλούν αυτοί και εγώ να γράφω». Κι ας ήξερε –και ας το χε γράψει σε βιβλίο της- πως «ο Λόρδος Βύρωνας έγραφε υπέροχα ντυμένος, ο Μπαλζάκ με την λεκιασμένη του ρόμπα, πίνοντας ατελείωτους καφέδες. Τη νύχτα ο Προυστ, με το νυχτικό του στο κρεβάτι, είχε βάλει φελλούς στους τοίχους για να μην ακούει τίποτα. Ο Φλομπέρ περπατούσε στο δωμάτιο του και απηγγειλε δυνατά την Μαντάμ Μποβαρι»… Η ίδια έγραφε παντού. Αρκεί να μπορούσε να το βγάλει από μέσα, να τελειώσει την ιστορία, να μην την κυνήγησε και να μην φωλιάζει στο μυαλό της, κάνοντας του κατοχή, σαν εμμονή. Έκανε ψυχανάλυση από μικρή μάλλον ύστερα από παρότρυνση της μητέρας της. Μετά ήρθε στην ζωή της η ψυχολογική διαταραχή. Οι ψυχίατροι δεν βαφτίζουν πια την νόσο. Δεν είναι ίωση άλλωστε να την κατονομάσεις, να της γράψεις αντιβιοτικά και να περάσει.

Η ίδια η Καραπάνου, άρχισε να γράφει και να γράφει και να γράφει και να κάνει την ασθένεια δημιουργία και όρεξη για ζωή και να στέκεται πάνω και πέρα από αυτήν. Ένα γελαστό, όλο λιακάδα μυαλό. Ένα μυαλό που γεννούσε ιστορίες, με το παράδοξο να είναι φυσιολογικό, μιας και το φυσιολογικό ή όχι δεν υπήρχαν ως έννοιες στο σύμπαν της. Και έτσι στο Λι και Λου, ήρωες είναι τα σκυλιά. Σκυλιά ράτσας, σκυλιά αλήτικα, σκυλιά μπάσταρδα, σκυλιά τσουλίτσες, σκυλιά του βουνού, ελευθέρα και αγριωπά με ευγένεια ενστίκτου.

Πιο πριν το πρώτο της βιβλίο, το Η Κασσάνδρα και ο Λύκος αφήνει άφωνους τους αναγνώστες. Τόσο ώριμο, τόσο μοναδικό, τόσο ιδιαίτερο, τόσο ειλικρινές. «Διάβασα το βιβλίο σας και θέλω να σας συγχαρώ για τα εξαίρετα προτερήματα του» της γράφει ο Τζον Αμπνταικ μόλις κυκλοφορεί η Κασσάνδρα και ο Λύκος στα αγγλικά, «Νομίζω πως κάνες δεν έχει χειριστεί το θέμα της παιδικής ηλικίας όπως εσείς. Δεν έχει μιλήσει την κρυφή σκληράδα, για το αόρατο μίγμα της φαντασίας και την πραγματικότητας, με τέτοιο τρόπο ανοιχτό και απροσδόκητο. Μου ήρθαν στο νου ο Proust, ο  Kosinski, ο  Louis Carrole. Εσείς όμως έχετε βρει εδώ μια αλήθεια που ξεπερνά τους τρεις συγγραφείς. Περιμένω με ανυπομονησία το επόμενο βιβλίο σας». Η εδώ κριτική, μουδιάζει. Πρέπει και αυτή να ξεπαράσει τα δικά της στερεότυπα. Η Καραπάνου στο κάτω κάτω είναι αριστοκράτισσα, ζει στο Κολωνάκι, δεν γράφει για τον Εμφύλιο και δεν έχει κόμματα από πίσω της να κάνουν την λογοτεχνία πολιτική ταυτότητα συμμετοχής σε συνέδρια. Είναι αδύναμη.

«Και αν όλοι οι ποιητές είναι αδύναμοι;» αναρωτιέται η ίδια, «τότε ζήτω η Αδυναμία». Και έτσι, η Καραπάνου γράφει. Γράφει για την πρώτη ουσιαστική αγάπη όλων. Την μάνα μας. Τα συναισθήματα λατρείας και το παθιασμένο μίσος, την οργή για να την ξεπεράσουμε. Η δική της μάνα άλλωστε είναι τόσο σημαντική που την στοιχειώνει. “Να σε ξεπεράσω και να ελευθερωθώ” γράφει. Στο ημερολόγιο της, το 1967, σε ηλικία 21 ετών καθιστά σαφές το θέλω: «Επιθυμία για επιθυμίες. Η Ελλαδα. Και έπειτα να σταθώ στα πόδια μου. Μόνη μου. Να μ ανακαλύψω για να με χάσω. Ποτέ δεν μ ανακάλυψα για να με χάσω, για να μπορέσω δηλαδή να μ ανατικρύσω και να αγαπήσω τους άλλους». Στο εξώφυλλο του βιβλίο της, η Μάνα, αυτό που έχουμε σαν εικόνα όλοι μας. Μια φούστα να ανεμίζει, τόσο μπροστά, ώστε να μην  προλαβαίνουμε ενώ απλώνουμε τα χέρια να γαντζωθούμε πάνω της. Να μας σώσει η μανούλα μας.

«Στην αρχή δεν είχα καταλάβει πόσο μου έλειπες. Τώρα όσα τα χρόνια περνούν η απουσία σου είναι πιο έντονη. Μαμά σ αγαπώ. Είσαι το μόνο πρόσωπο που αγάπησα έτσι στη ζωή μου. Και αυτά τα γράμματα είναι το μοναδικό κειμήλιο από σένα. Δεν μπορείς να ξαναγυρίσεις μαμά; Μου λείπεις». Σπαράζει. Η απουσία η οριστική, το ποτέ, το ποτέ πια, δεν χωράει σε κανένα μυαλό. «Μπορείς να ξαναγυρίσεις μαμά; Μου λείπεις». Τα γράμματα της μάνας της και τα ημερολόγια της δικά της είναι τα δυο τελευταία βιβλία, που εκδόθηκαν λίγες μέρες πριν τον θάνατο της, λες και ήξερε, λες και ήθελε να προλάβει τον όποιον βιογράφο. Κάπου εκεί, η μάνα, η λογοτέχνης, η όμορφη γυναίκα, η αξεπέραστη μορφή των ευρωπαϊκών γραμμάτων λέει στο παιδί της να μην στέλνει εξπρές επιστολές και τηλεγραφήματα παρά μόνο αν είναι κάτι επείγον. Να μην το κάνει γιατί την ξυπνούν στις 7 το πρωί και της χαλάνε τη μέρα. Η Μαργαρίτα μάνα ζει στο Παρίσι, στην Νέα Υόρκη. Η Μαργαρίτα κόρη, που κάποτε μοιράζονταν το ίδιο σώμα με την άλλη Μαργαρίτα, ζει στην Αθήνα και συχνά νοιώθει απόρριψη. Κάπου διάβασα σε κάποιο blog κάποιον να αναρωτιέται, «θα ταν όμως, η Καραπάνου αυτή που έγινε, αν είχε μεγαλώσει αλλιώς;». Θα ταν;

Και όμως όλα αυτά, τα ψυχιατρεία, τα ηλιόλουστα παιδικά χρόνια με τα ψάθινα κοπέλα της μαμάς της –κι άλλη μια πόζα με τον ξάδελφο της ζωγράφο Μόραλη σε ένα ξεχασμένο παιδικό καλοκαίρι στην αμμουδιά- το Παρίσι με το όραμα της επιστροφής στην Ελλάδα, τα χάπια, οι νοσηλείες, η ψυχανάλυση, οι φοβίες, τα παραληρήματα, γίνονται χαρά. Και το λέει η ίδια. «Αν ο πόνος μας κάνει καλύτερους, τότε τι είναι χαρά;». και γράφει για μένα. Ναι. Και για σένα. Γράφει γιατί «υπάρχει ένας ανώνυμος, άγνωστος αναγνώστης». Εγώ λοιπόν. Και περιμένω τις λέξεις και τις ψάχνω και τις ανακαλύπτω ξανά. Τι θέλω γιατί αυτή με έμαθε έτσι. «Αγάπη και θέληση, αυτά μόνο υπάρχουν» έλεγε και ακόμα «η αλήθεια. Μόνο η αλήθεια συναρπάζει».  Οι βιογράφοι στο μέλλον, που θα της αναγνωρίζουν όλες αυτές τις σπουδές σαν κοσμήματα λέξεις και τις ιστορίες τις ανθρώπινες, τις συντροφιές σε κάθε μοναξιά και φοβία, της αισθήσεις πως δεν είσαι μόνος σ αυτή την σκοτεινιά, θα πουν πως το μοντέλο της ζωής της, ίσως, δεν πρότυπο, αλλά και σ αυτό έχει απαντήσει η ίδια. «Δεν υπάρχει μοντέλο συμπεριφοράς. Μου αρέσουν μόνο τα μοντέλα με τα ρούχα». Και της άρεσε και η ζωή και οι άνθρωποι η τουλάχιστον κάποιοι άνθρωποι και πιο πολύ τα ζώα. Σε κάποια συνέντευξη της μιλάει για ένα σκυλάκι της και ξεχειλίζει η αγάπη, το γνιάξιμο, η τρυφρεδαα. «Του αρέσει άμα κοιμάται να βάζει το κεφαλάκι του πάνω μου». Και πίστευε πάντα πως όποιος δεν αγαπά τα ζώα δεν αγαπά την ίδια την ζωή. Την ζωή που η ίδια λάτρευε. Και ας βάζει τίτλο στα ημερολόγια το «Η ζωή είναι αγρίως απίθανη». Πως αλλιώς; Πως μπορεί να μας γοητεύσει και μας σαγηνεύσει για να του αφεθούμε το πιθανό; Ένας φίλος έλεγε πρόσφατα ένα απόσπασμα απ ένα βιβλίο της. Απόρησα, γιατί δεν τον είχα για τύπο που αποστηθίζει βιβλία και πόσο δε της Καραπάνου. Τον είχα για τύπο night life, αλλά και αυτοί της άρεσαν της Καραπάνου. Είναι η αρχή του Υπνοβάτη:

«Ο Θεός ήτανε κουρασμένος. Έβλεπε την γη του και πως κατάντησε. Οι άνθρωποι τον είχανε προδώσει. Αποφάσιζε λοιπόν, να στείλει έναν καινούργιο θεό, κατ εικόνα και καθ οιμοιωσιν τους. Έναν θεό που θα του άξιζε. Έσκυψε τότε στην Γη και έκανε εμετό…»… Αυτό όμως το απόσπασμα δεν κάνει για τέλος. Δεν κάνει για τέλους για όλους εκείνους που λάτρεψαν την συγγραφέα Καραπανου. Και αυτές τις μέρες, συζητώντας για αυτήν, είναι τόσο πολλοί! Και μερικοί είχανε πάει στο Ciao, μόνο και μόνο για να την κρυφοκοιτάζουν καθώς έγραφε και κάποιοι την συνάντησα στα θέατρα και αντί για τη παράσταση κοίταζαν το προφίλ της, να δουν αν της αρέσει το έργο η όχι. Για αυτούς όλους, πάλι ένα απόσπασμα απ το Lee και Lou, αντί για έναν επίλογο, άχαρο ούτως η άλλως και από χέρι χαμένο αφού δίπλα του θα υπάρχουν οι δικές της λέξεις. Το χει πει λοιπόν από πριν, μόνη της. Το χει γράψει και μας το αφιερώνω, όλων εμάς, των ανώνυμων, άγνωστων, ενός, μόνου, μόνης, μοναδικού, αναγνώστη: «Η πλατεία άδεια. Τα γύρω σπίτια άδεια, ο ουρανός άδειος, οι δρόμοι άδειοι. Μόνο κάτι σπουργίτια περιμένουν μπροστά στο Ciao, ανεβαίνουν στα τραπέζια, φεύγουν. Το κενό της πλατείας γίνεται εσωτερικό κενό. Γέρνει. Κλείνεται στο εαυτό της…»…

About Post Author

+ There are no comments

Add yours