Κίνα, Ρωσία και ΗΠΑ επιλέγουν να οριοθετήσουν τη μεταξύ τους σχέση και τον διεθνή ρόλο τους. Η Ελλάδα, τη στιγμή της κορύφωσης των διεθνών διεκδικήσεων, επιδιώκει να προωθήσει τα συμφέροντά της.
Από την πυκνότητα των αναλύσεων και των εξειδικευμένων παρουσιάσεων, αλλά και από την κινητικότητα στο διπλωματικό πεδίο φαίνεται ότι οι διεθνείς σχέσεις εξελίσσονται σε διαφοροποιούμενο περιβάλλον, σε μία νέα εποχή.
Στα πεδία των αναμετρήσεων – Ουκρανία, Κριμαία, Εύξεινος Πόντος, Καύκασος, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Ιράν, Τουρκία, Συρία, Ιράκ, Παλαιστίνη, Λιβύη – χώρες μικρές ή μεγαλύτερες, καθώς και οι υπερδυνάμεις δηλώνουν παρούσες. Ξεκινώντας από τους ήπιους διεκδικητές, όπως η χώρα μας, προχωρούμε στις σκληρότερες επιλογές της Τουρκίας για να καταλήξουμε στον πολύπλοκο τρόπο των πολλαπλών διεκδικήσεων των υπερδυνάμεων.
Τον ενδιάμεσο χώρο των ανταγωνισμών, που μένει ελεύθερος, διεκδικούν η Ε.Ε., περιφερειακοί οργανισμοί, πολυεθνικές εταιρείες. Όλοι διαγκωνίζονται για να αξιοποιήσουν ευκαιρίες προσπαθώντας να τις νομιμοποιήσουν εκμεταλλευόμενοι τον ΟΗΕ.
Τα αποτελέσματα (βελτίωση σχέσεων στη νοτιοανατολική Ευρώπη, με το Ισραήλ, τον αραβικό/μουσουλμανικό κόσμο, τριμερείς και πολυμερείς συνεργασίες, ενεργειακή στρατηγική, διαθρησκειακός διάλογος, πολιτιστικές πρωτοβουλίες κ.λπ.) προφανώς και αποτελούν αντικείμενο συζήτησης, κριτικής και αξιολόγησης στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Θετική ή και αρνητική εκτίμηση του παραγόμενου διπλωματικού έργου δημιουργεί περιβάλλον ενδιαφέρουσας εντατικής διεργασίας αυξάνοντας τις απαιτήσεις και την ανάγκη καλύτερης οργάνωσης των κινήσεων και προβολής του παραγόμενου αποτελέσματος.
Απαιτείται ψυχρή λογική
Προκειμένου να επιτευχθούν οι εθνικοί και στρατηγικοί στόχοι απαιτείται ψύχραιμη, ορθολογική ανάλυση του διεθνούς περιβάλλοντος, αλλά και χειρισμοί άμεσης κεφαλαιοποίησης των διπλωματικών επιτυχιών. Σε πιο ήρεμες περιόδους συζητήθηκαν τα ελλείμματα, οι καθυστερήσεις, κυρίως όμως τα λάθη των χειρισμών. Όλα είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα.
Η χρησιμότητα της συνεχούς επανάληψης όχι μόνο δεν αμφισβητείται, αλλά απαιτείται, αρκεί να μην υπάρχει κατάχρηση, που κουράζει και αποστρέφει την κοινή γνώμη από τον κοινό προβληματισμό εξαιτίας υπέρμετρης προβολής αδικαιολόγητης ηττοπάθειας. Στο τραπέζι της διπλωματίας και των διαπραγματεύσεων παρουσιάζουμε περισσότερα θετικά παρά αρνητικά αποτελέσματα.
Περιέργως όμως πολιτικοί αναλυτές αρέσκονται να αναδεικνύουν κάθε δήλωση, ανάλυση, λεκτική υπερβολή Τούρκων αξιωματούχων, δημοσιογράφων, ακαδημαϊκών, αποστράτων αξιωματικών και συνταξιούχων διπλωματών ως σημαντική απειλή για τα ελληνικά συμφέροντα. Περίπου η ίδια ομάδα αναλυτών και διανοούμενων επιμένει ότι η ελληνική διπλωματία αδρανεί και αντιδρά χλιαρά στις οποιεσδήποτε προκλήσεις.
Πιθανόν να αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της ψυχοσύνθεσής μας η ταχύτατη συναισθηματική αντίδραση, αλλά στις διεθνείς σχέσεις η βιαστική σκέψη και το φορτισμένο συναίσθημα δεν αποτελούν επιχειρησιακό πλεονέκτημα. Αντιθέτως ο ορθολογισμός και η ψυχρή λογική αποδεδειγμένα οδηγούν σε ορθές πολιτικές και διπλωματικές επιλογές που όχι μόνο εξασφαλίζουν, αλλά και προωθούν τα εθνικά συμφέροντα.
Η απαιτητική και δομημένη επιχειρηματολογία συμβάλλει στη δημιουργική συζήτηση, στην εκτόνωση της κοινωνικής απογοήτευσης και του θυμού, προλαμβάνοντας κοινωνική πόλωση και ριζοσπαστισμό. Αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας αποκαταστάθηκε η δημοκρατική σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη. Με αξιοποίηση του ανακτηθέντος πολιτικού κεφαλαίου η χώρα εντάχθηκε στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά της εποχής. Στη συνέχεια με αδιάκοπη εργασία ολοκληρώθηκαν η συμμετοχή μας στην ΟΝΕ και η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε.
Και τότε όμως, την ύψιστη πολιτική στιγμή της σύγχρονης διπλωματικής μας δραστηριοποίησης, κυριαρχούσε φορτισμένη πολιτική συζήτηση. Ακόμη και στην πανηγυρική τελετή του Ζαππείου για την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. με δυσκολία αναφέρθηκε το όνομα του Γιάννου Κρανιδιώτη, ενώ επελέγη να μη γίνει η ελάχιστη αναφορά στη σύλληψη και επιτυχή υλοποίηση της ιδέας από τον έτερο πρωτεργάτη, τον κ. Θεόδωρο Πάγκαλο.
Τις ευρωπαϊκές μας αποτελεσματικές επιλογές ακολούθησαν η σταδιακή βελτίωση των σχέσεών μας με τις περισσότερες χώρες της Βαλκανικής και το Ισραήλ, χωρίς να διαταραχθούν οι παραδοσιακοί αραβικοί δεσμοί. Επειδή ο πολιτικός ρεαλισμός υπηρετεί κατά τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα της χώρας, αξίζει να διατρέξουμε τον κατάλογο αποτελεσμάτων που απέφεραν οι εκάστοτε διπλωματικές μας επιλογές.
Η ένταξη στην ενιαία Ευρώπη ενίσχυσε την οικονομία και τη θεσμική ανοικοδόμηση στην Ελλάδα αμέσως μετά την πτώση της χούντας. Ήταν η στιγμή που η πολιτική και θεσμική ανοικοδόμηση της χώρας απαιτούσε δημοκρατική σταθερότητα. Επίσης ήταν απαραίτητο να αντιμετωπιστεί η πολιτική και κοινωνική φόρτιση που προκαλούσε και προκαλεί ακόμη η τουρκική εισβολή και η στρατιωτική κατοχή εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Πολιτική ήττα της Άγκυρας
Η ενιαία Κυπριακή Δημοκρατία, ως πλήρες μέλος της Ε.Ε., συνεχίζει τη διαδρομή της προς τη λύση του προβλήματος αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά πολύ μεγάλες πολιτικές πιέσεις, δυσκολίες, όπως το σχέδιο Ανάν, την ταϊβανοποίηση (βρετανικής έμπνευσης τακτικισμό), ακόμη και το «όνειρο των δύο κρατών» του κ. Ερντογάν, που μεταβάλλεται στον πολιτικό του εφιάλτη.
Η πρόσφατη επίσκεψη του προέδρου του Συμβουλίου της Ε.Ε. και της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Τουρκία σηματοδοτούν την πολιτική πίεση που ασκείται στην Άγκυρα. Υπενθυμίζεται κυρίως στον Πρόεδρο Ερντογάν ότι στην ιστορία της Ε.Ε. δεν έχει καταγραφεί διαίρεση κράτους – μέλους της. Αντίθετα την ευρωπαϊκή ιστορία προς την ολοκλήρωση του μεταπολεμικού οράματος σφραγίζει δημιουργικά η επιτυχία της επανασύνδεσης της γερμανικής ομοσπονδίας.
Ο κατά γενική παραδοχή ήρεμος Τούρκος τακτικιστής, υπό την πίεση της πραγματικότητας, περιπίπτει συνεχώς σε διπλωματικά λάθη που αφορούν σημαντικά διεθνή θέματα, όπως οι S-400 και η διεθνής τρομοκρατία μεταξύ πολλών άλλων, καθώς επίσης και στη συμπεριφορά του έναντι των ηγετών Ισραήλ, Γαλλίας, Γερμανίας, Αρμενίας, Αυστρίας, Ελλάδας, Κύπρου και προσφάτως της Ε.Ε.
Όλες οι προκλήσεις της Τουρκίας δεν αποτελούν πλέον διμερείς αντιπαραθέσεις, αλλά πρόκληση προς το σύνολο της Ε.Ε. Η στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο με πρόφαση τις εγγυήσεις για τη δημοκρατική λειτουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας έμεινε στη διεθνή συνείδηση ως ένοπλη κατοχή και κατάφωρος βιασμός του Διεθνούς Δικαίου. Δεν εξελίχθηκε στο πλεονέκτημα που πίστευε ότι κατέκτησε το πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας.
Η Άγκυρα από την ημέρα της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ αντιλήφθηκε οριστικά ότι το πολιτικό πλεονέκτημα ανήκει πλέον στην Αθήνα. Η Τουρκία συνεχίζει να παραμένει παράνομα και να κατέχει μέρος της ενιαίας Δημοκρατίας, την οποία προσφάτως επιδιώκει να διχοτομήσει, παρά τις διεθνείς αποφάσεις και δεσμεύσεις, την ευρωπαϊκή συμμετοχή της Κύπρου στην Ε.Ε. και τη διεθνή αναγνώριση της μίας και μοναδικής κυρίαρχης κυπριακής κυβέρνησης.
Ο δρόμος που άνοιξε η Κυπριακή Δημοκρατία με την ευρωπαϊκή της ένταξη σταματά ανέκκλητα τις επιχειρησιακές διαθέσεις του Ερντογάν, που συνειδητοποιεί πόσο ακριβά το πληρώνει στην πολιτική, εσωτερική και διεθνή αναμέτρηση.
Η Άγκυρα καθημερινά συνειδητοποιεί το βασανιστικό μέγεθος της πολιτικής της ήττας. Κυρίως μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ακόμη και η πιο ανώδυνη τουρκική πολιτική κίνηση συμπεριλαμβάνεται στη συζήτηση με την Ε.Ε., όσο η Τουρκία επιλέγει να ολοκληρώσει την ενταξιακή της πορεία.
Μεγάλα θέματα πολιτικής, που αντανακλούν στη σχέση Ε.Ε. – Τουρκίας, μέχρι και τον εμβολιασμό των Κυπρίων πολιτών η Ε.Ε. τα χειρίζεται μόνο με την Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία αξιοποιεί με πολιτική σύνεση και αποφασιστικότητα την κυριαρχία και την ευθύνη της για θέματα όλων των Κυπρίων στο σύνολο της επικράτειάς της. Βεβαίως η Τουρκία προκαλεί ξανά την Ε.Ε. στην επικράτεια κράτους – μέλους, αποστέλλοντας αυθαιρέτως στην κατεχόμενη περιοχή 50.000 εμβόλια προέλευσης τρίτης χώρας.
Ενιαία ευρωπαική αντιμετώπιση
Οι τουρκικές προκλήσεις εναντίον της Ελλάδας προκαλούν ακόμη μεγαλύτερες ωδίνες στον Πρόεδρο Ερντογάν. Κάθε κίνηση την οποία η Άγκυρα θεωρεί διμερές θέμα στην Ε.Ε. αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία και η απάντηση επιστρέφει στην Τουρκία ύστερα από ευρωπαϊκή επεξεργασία.
● Τα συνοριακά επεισόδια, το μεταναστευτικό, το προσφυγικό, οι αποδράσεις Τούρκων πολιτών προς την Ευρώπη απασχολούν ουσιαστικά τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ε.Ε.
● Τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα δικαιώματα των γυναικών, η προστασία των παιδιών, η αντιμετώπιση της διεθνούς και εγχώριας τρομοκρατίας, οι θαλάσσιες ζώνες, το δίκαιο των συνθηκών, η UNCLOS περιλαμβάνονται στην ευρωτουρκική συζήτηση.
● Οι μειονότητες και τα δικαιώματά τους, παρά την τουρκική προσπάθεια να επικεντρωθούν στη μουσουλμανική μειονότητα στην Ελλάδα, αφορούν άμεσα την Ευρώπη, η οποία πλέον ανοιχτά καταγγέλλει την τουρκική παρέμβαση, που μεθοδεύεται από τις τουρκικές προξενικές και διπλωματικές αρχές, ως κατάφωρη παρέμβαση της Τουρκίας στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών χωρών, χωρίς να αποσιωπούνται και η διασύνδεση με τη διεθνή τρομοκρατία, το λαθρεμπόριο και την παράνομη διακίνηση προσώπων.
Στο τραπέζι των συνομιλιών της Ε.Ε. με την Τουρκία τοποθετούνται βεβαίως και τα πολύ μεγάλα θέματα που απασχολούν σήμερα τη διεθνή κοινότητα. Ενεργειακά, θρησκευτική πολιτική, σημασία των Πατριαρχείων, Ουκρανικό, Κριμαία, Συριακό, Ιρανικό, Λιβυκό, ακόμη και οι S-400, με όλη τους την πολιτική σημασία και τους συμβολισμούς.
Μπορεί να φαίνεται δημόσια ότι η Ε.Ε., για πολλούς λόγους, συνολικού ή επιλεκτικού ενδιαφέροντος ορισμένων κρατών – μελών, προσεγγίζει πολύ ανεκτικά την Άγκυρα, αλλά, αν κοιτάξουμε προσεκτικότερα τις δημόσιες δηλώσεις και τις πολιτικές κινήσεις των Ευρωπαίων εταίρων, θα διαπιστώσουμε πόσο σοβαρή συζήτηση διεξάγεται μεταξύ Ευρώπης και Τουρκίας.
Στην ανατολική Μεσόγειο η Τουρκία επέλεξε να οξύνει την ένταση, όμως βρέθηκε μπροστά στην ενιαία στρατηγική ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης. Πολιτική προστιθέμενη αξία αποκτά η συμμετοχή Ελλάδας και Κύπρου στην Ε.Ε. επειδή στη γεωστρατηγική πολιτική των Βρυξελλών απαράβατα συνεκτιμώνται και τα συμφέροντα των δύο κρατών – μελών, ώστε να ικανοποιείται κάθε ευρωπαϊκή στρατηγική και πολιτική επιδίωξη.
Τα πλεονεκτήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης παραμένουν σημαντικά. Η παρουσία του Έλληνα πρωθυπουργού και της αντιπροσωπείας του στη Λιβύη δεν περιορίστηκε σε εθνική αποστολή. Η εμβέλεια ήταν ευρύτερη συνδυάζοντας τους ευρωπαϊκούς σχεδιασμούς με το δημοκρατικό μέλλον της Λιβύης.
Να αξιοποιήσουμε τις ευκαιρίες
Η Ε.Ε., αποδυναμωμένη σήμερα από τις οικονομικές κρίσεις στα κράτη – μέλη, τη διεθνή οικονομική και πολιτική κρίση και όλα τα προβλήματα που προκαλεί η μακροχρόνια πανδημία, δεν σταματά να διεκδικεί, με τον δικό της τρόπο, διεθνή παρουσία και συμμετοχή μαζί με τους ισχυρούς συμπαίκτες στις εξελίξεις ενός κόσμου που μεταβάλλεται ταχύτατα.
Σε αυτή τη νέα πραγματικότητα φαίνεται ότι η ελληνική διαχρονική διπλωματική τακτική αποφέρει αποτελέσματα, έστω και αν μερικοί συνεχίζουν να αναλύουν τις απαιτήσεις του 21ου αιώνα με κριτήρια μίας ξεπερασμένης, δυστυχώς συντηρούμενης και συνεπώς υφισταμένης αντίληψης. Στις διεθνείς σχέσεις και στις αγορές αναπόφευκτα χάνεις κάποιες μάχες, αλλά τελικώς αποκτάς πολιτικό και στρατηγικό πλεονέκτημα όταν οι κρίσεις αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά εξυπηρετώντας τις εθνικές επιδιώξεις.
Οι προτεραιότητές μας στην περιοχή φαίνεται ότι ήδη λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και μένει σε εμάς να αξιοποιήσουμε τις ευκαιρίες με τρόπο που μας επιτρέπει η ανάπτυξη των ενεργειακών μας δυνατοτήτων, των συμμαχιών μας, των όρων καλής γειτονίας και της συνεργασίας μεταξύ όλων των κρατών της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, στη βάση ισοτιμίας και αμοιβαίου σεβασμού, όπως απαιτεί το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο, παραμερίζοντας μονομερείς απαιτήσεις διεκδικητών του μοναδικού ρόλου της τοπικής υπερδύναμης.
Η ένταση της εποχής αναγκαστικά οδηγεί όλα τα κράτη της διεθνούς κοινότητας σε χειρισμούς σταδιακής σύγκλισης, διότι αποτελεί τη μόνη διέξοδο προς την ανάπτυξη και την πολιτική ισορροπία. Έτσι λειτουργούν οι διεθνείς σχέσεις και αυτός ο πολιτικός προσανατολισμός, όπως καθημερινά διαπιστώνεται, αποτελεί συνεχή διεκδίκηση και όχι εκχώρηση εθνικών δικαιωμάτων.
Η πολιτική και ιστορική ευρωπαϊκή αναδρομή αναδεικνύει την αξία των κοινών ευρωπαϊκών αποφάσεων, συνυπολογισμένων και των αποφάσεων που προκύπτουν με την εκδήλωση εθνικών προτεραιοτήτων, που επιβάλλουν δημοκρατικές διαφοροποιήσεις.
Το πολύπλοκο διεθνές περιβάλλον, μέσα στο οποίο εξελίσσεται το όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, επιβεβαιώνει τη σημασία της απόφασης Αθηνών και Λευκωσίας να συμμετέχουν στο κοινό εγχείρημα, με ουσιαστική συμβολή, που προωθεί τις ευρωπαϊκές επιλογές και κυρίως τις εθνικές μας προτεραιότητες.
- Ο δρ Θεόδωρος Ι. Θεοδώρου είναι πρέσβης ε.τ., γενικός διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου ΜΟΧΑ, www.moha.center
Πηγή:topontiki.gr
+ There are no comments
Add yours