Διά του συνηγόρου του απάντησε ο Δήμος Μούτσης στην καταγγελία της Λυδίας Σέρβου.

Ο Δήμος Μούτσης, διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του, Γιάννη Φώσκολου, απάντησε ως εξής στην καταγγελία:

«Αναφορικά με τα δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών, που αφορούν στο πρόσωπό του, ο Δήμος Μούτσης δηλώνει ότι «οι απαντήσεις του θα δοθούν όπου και όπως νομικά προβλέπεται», –αναφέρεται συγκεκριμένα στη σχετική δήλωση.

Σημειώνεται ότι η Λυδία Σέρβου, σε συνέντευξή της στην εφημερίδα τα Νέα και τη Ζωή Λιάκα, αναφερομένη στο όνομα του Δήμου Μούτση δήλωσε χαρακτηριστικά:

«Το λέω γιατί πρέπει να διευκρινίσω ρητά ότι δεν είναι άλλοι εμπνευσμένοι και καταξιωμένοι συνθέτες όπως ο Ξαρχάκος και ο Μαρκόπουλος, τα ονόματα των οποίων κακώς αναμείχθηκαν από κάποιους».

Η αρχική ανάρτηση της Λυδίας Σέρβου στον λογαριασμό της στο Facebook:

Και ΕΓΩ ΘΥΜΑΜΑΙ τι φορούσα τη μέρα που ΣΑΚΑΤΕΨΕΣ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ! Ήταν Φεβρουάριος του 1992 όταν ο πατέρας μου, εφημέριος στην Αγία Μαρίνα στο Θησείο τότε, ήρθε σπίτι και μου ανακοίνωσε με χαρά πως γνώρισε έναν συνθέτη – μεγάλο όνομα με τεράστιες επιτυχίες και συνεργασίες- ο οποίος ήθελε να κάνει μια συναυλία στο Αρχαιολογικό χώρο που βρίσκεται πίσω από τον Ιερό Ναό. Ο πατέρας μου, λοιπόν, γνωρίζοντας την αγάπη μου για τη μουσική και ιδιαίτερα για το τραγούδι, αφού από πολύ μικρή ηλικία είχα δηλώσει ότι θα ασχοληθώ με τον συγκεκριμένο χώρο, ζήτησε από τον μεγαλοσυνθέτη να με ακούσει και να μας πει την γνώμη του. Ο συνθέτης δέχτηκε με μεγάλη χαρά και έδωσε το τηλέφωνο του ( σημ. δεν είχαμε κινητά τότε) για να του τηλεφωνήσω και να κανονίσουμε ραντεβού όπως και έγινε! Ήμουν δεν ήμουν 15 χρόνων λοιπόν και ξεκίνησα για την οδό Πόντου, πίσω από την Μιχαλακοπούλου για το πολυπόθητο ραντεβού χωρίς να ξέρω τι με περιμένει. Χτύπησα το κουδούνι και μπήκα σε ένα σπίτι από εκείνα τα παλιά, με τα κάγκελα στα παράθυρα…! Με υποδέχθηκε με ένα τεράστιο χαμόγελο και μόλις μπήκα μέσα κλείδωσε την πόρτα. Αμέσως αντέδρασα… «γιατί κλειδώσατε ρώτησα;;»… «από συνήθεια μου λέει… πάντα κλειδώνω». Χαμπάρι εγώ τον πίστεψα. Ανεβαίνουμε σε ένα χώρο σαν σαλόνι με πολλά καβαλέτα, μπογιές, παρτιτούρες, ένα πιάνο, ένα βιολί, μια κιθάρα. Χάρηκα εγώ.. σκεφτόμουν τι ωραίαα! Με ρωτάει… «θέλεις ένα τσάι;;; Έναν χυμό;;;» «Ένα ποτήρι νερό σας παρακαλώ του είπα». Έφυγε και πήγε να φέρει υποτίθεται το νερό… και εδώ ξεκινάει το μαρτύριο. Γύρισε ολόγυμνος και άρχισε να με κυνηγάει μέσα στο σαλόνι θέλοντας να ικανοποιήσει τις ορέξεις του. Άρχισα να φωνάζω, να τον παρακαλώ να με αφήσει να φύγω, να του λέω να σεβαστεί τον πατέρα μου αλλά εκείνος ατάραχος συνέχιζε να με κυνηγάει γύρω από την τραπεζαρία και να μου λέει «όσο και να φωνάζεις δεν θα σε ακούσει κανείς». Το αποτέλεσμα;

Να κάτσω σε μια άκρη του σαλονιού κουβαριασμένη και να κλαίω και αυτός στην άλλη άκρη, μπροστά σε έναν καθρέφτη αφού αυτό ικανοποιήθηκε, γύρισε με απίστευτο θράσος και μου είπε… « τώρα έλα να μου τραγουδήσεις γιατί χρωστάω μιαν απάντηση στον πατέρα σου». Δεν ξέρω που βρήκα τη δύναμη και το κουράγιο και συνέχισα να τον παρακαλώ να ξεκλειδώσει την πόρτα για να φύγω χωρίς βέβαια να τραγουδήσω. Κάποια στιγμή- ούτε ξέρω πόση ώρα μετά- ξεκλείδωσε αφού βέβαια πρώτα με είχε ξεφτιλίσει ότι είμαι μια άχρηστη, χαζή και χωρίς μυαλό κοπελίτσα που δεν πρόκειται να κάνω τίποτα στη ζωή μου. Γιατί μου είπε «αν μου καθόσουν απόψε, αύριο το πρωί θα σου έκανα συμβόλαιο με τη warnermusic». Και βεβαίως κατάφερε να με φοβίσει με χίλιους δυο τρόπους ώστε να μην πω τίποτα σε κανέναν για πολλά χρόνια. Από τη μια ήταν ο πατέρας μου, ιερέας, τι να πάω να του πω;;; Ότι ο άνθρωπος που εμπιστεύθηκες και με έστειλες να με ακούσει, προσπάθησε να με βιάσει; Φοβόμουν… για την υγεία του, για το πως θα το πάρει, για το αν θα με πιστέψει! …από την άλλη πήγαινα σχολείο στην «ελληνική παιδεία», ακόμα χειρότερα… σε ποιον να μιλήσω και να με πιστέψει. Θυμάμαι ότι μπήκα σε ένα ταξί κλαίγοντας και του είπα να με αφήσει στο Μαρούσι ώστε να περπατήσω από το Μαρούσι μέχρι την Πεύκη για να καταφέρω να βρω μια δικαιολογία να πω στους γονείς μου. Και βρήκα… «είχε παρά πολύ κρύο αυτό το σπίτι και δεν κατάφερα να τραγουδήσω». Αυτό ήταν αρκετό! Από τότε η ψυχή μου δεν ήταν ποτέ ίδια! Και ορκίστηκα στον εαυτό μου ότι θα τα καταφέρω μέσα σε αυτό τον χώρο, χωρίς να χρειάζομαι δεκανίκια και χωρίς να θέλω επιβεβαίωση από κανέναν για το αν αξίζω ή όχι! ΑΞΙΖΩ ΚΑΙ ΤΟ ΞΕΡΩ ΕΓΩ και αυτό μου φτάνει! Και έδωσα υπόσχεση ότι δεν θα τραγουδήσω ποτέ δικά του τραγούδια και ας είναι εξαιρετικός δημιουργός και ας έχει συνεργαστεί με τους καλύτερους στιχουργούς, κάτι που έχω κρατήσει 25 χρόνια τώρα που τραγουδάω επαγγελματικά! Και υποσχέθηκα επίσης ότι πάντα θα είμαι δίπλα στους μαθητές μου και θα τους κρατώ το χέρι για να μην βρεθεί ποτέ ένα τέτοιο κτήνος να τους ρημάξει την δική τους ψυχή! Και εγώ θυμάμαι τι φορούσα εκείνη τη μέρα… και τα πέταξα τα ρούχα… αλλά τις μνήμες δεν μπόρεσα ποτέ να τις πετάξω! Γιατί οι μνήμες είναι που πονάνε! Δεν λέω το όνομα του επειδή σήμερα είναι 82 χρόνων και αν του συμβεί κάτι με το να δημοσιοποιήσω το όνομά του δεν ξέρω αν μπορώ να το διαχειριστώ! ΜΙΛΗΣΤΕ… δεν έχει ώρα! Τώρα είναι η ώρα! Να θυμάστε τους στίχους του Νίκου Γκάτσου…και μέσα από βροχή κι ανεμοζάλη… το ΦΩΣ μου ακολουθώ κι όπου με βγάλει!

About Post Author

You May Also Like

More From Author

+ There are no comments

Add yours