Η ιστορία μας ξεκινά από την άνοιξη του 1913, όπου με το τέλος του πολέμου και την απελευθέρωση από την οθωμανική κυριαρχία, οι Έλληνες στρατιώτες επιστρέφουν σπίτια τους.
Βρισκόμαστε σ’ ένα χωριό της Βόρειας Ελλάδας, όπου η Τούλα αναμένει από ώρα σε ώρα να δει τον άντρα της, τον Γεώργιο, περιμένοντας να τον προϋπαντήσει μαζί με την αδερφή του, τη Μελίνα. Αυτή θα είναι μάλιστα στο εξής και μία εκ των ηρωίδων της πλοκής μας. Σύντομα ξεκινούν όλοι μαζί για το σπιτικό τους, να δει ξανά τα παιδιά του κι όλα εκείνα τα υπάρχοντα που άφησε πίσω του όταν τον κάλεσε η πατρίδα. Ωστόσο όπως είναι φυσικό, τα πάντα γύρω του έχουν αλλάξει.
«Ο Γεώργιος είχε μια ερώτηση ή ένα σχόλιο για καθετί που προσπερνούσαν, θρηνούσε για ένα κομμένο δέντρο, ρωτούσε το όνομα κάποιου νέου γαιοκτήμονα.»
Σύντομα όλα άρχισαν να μπαίνουν και πάλι στους φυσιολογικούς τους ρυθμούς, βρίσκοντας ο καθένας τον δικό του ρόλο στην οικογένεια.
Η Μελίνα παίρνει το κοπάδι με τα γίδια πηγαίνοντάς τα να βοσκήσουν. Σύντομα όμως: «Η καμπάνα του χωριού συνέχισε να χτυπάει με αμείωτο ρυθμό και η Μελίνα σκυθρώπιασε. Τα σκυλιά στα πόδια της ήταν ανήσυχα και κλαψούριζαν. […] Οι εχθροπραξίες με τους Βούλγαρους είχαν αρχίσει να αγριεύουν.».
Δασκαλεμένη όπως ήταν απ’ τους δικούς της γι’ αυτές τις περιπτώσεις, σκόρπισε το κοπάδι και επέστρεψε στο σπίτι. Καθώς όλοι είναι άφαντοι, πηγαίνει στο στάβλο. Ψάχνοντας στην κρυψώνα που περίμενε να της έχει αφήσει κάτι η μητέρα της για να υπερασπιστεί τον εαυτό της, βρίσκει ένα περίστροφο. Το βάζει αμέσως στην τσέπη και κρύβεται σ’ ένα άλλο σημείο του στάβλου προσπαθώντας να παραμείνει αθέατη από κάθε επίδοξο εισβολέα. Σ’ ένα μέρος όμως, που σύντομα εμφανίζεται ένας απ’ τους πλιατσικολόγους και στέκεται σ’ απόσταση αναπνοής απ’ αυτήν, με κίνδυνο να την ξετρυπώσει.
«Η κοφτή ανάσα της έκανε το κεφάλι του να γυρίσει απότομα. Πλησίασε προς τη στοίβα με τα ξύλα και μια ακτίνα φωτός από πάνω έπεσε σαν κορδέλα στο πρόσωπό του. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε αργά στα χείλη του.»
Έπειτα απ’ αυτό το συμβάν, η συγγραφέας μας ταξιδεύει την ίδια ακριβώς περίοδο στη Θεσσαλονίκη. Στο κέντρο του ενδιαφέροντός μας τώρα, είναι η ευκατάστατη Σεφαραδίτισσα Εβραία Γιάελ, η οποία ετοιμάζεται να παντρευτεί τον πλούσιο Βιδάλ ντα Σίλβα. Έναν άντρα που δεν επέλεξε η ίδια, μα η οικογένειά της.
Σ’ ένα δείπνο γνωρίζει τον Έλληνα Τίτο Γεωργιάδη, δημοσιογράφο στο επάγγελμα, ο οποίος μάλιστα τυγχάνει να έχει φοιτήσει στην ίδια σχολή με τον μέλλοντα άντρα της.
Το κεφάλαιο αυτό ολοκληρώνεται με ένα αναπάντεχο γεγονός, μιας και σε μια βόλτα της Γιάελ με την μητέρα της στην αγορά, «καρέκλες έπεσαν με θόρυβο καθώς οι άνθρωποι άρχισαν να φωνάζουν και να τρέχουν να σωθούν. […] «Τον πυροβόλησε.». Μια φωνή ξεχώρισε μέσα από την σύγχυση. «Σκότωσε τον βασιλιά!»
Κλείνοντας για λίγο η αναφορά στην Γιάελ, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία μας, το οποίο αφορά την Ιρλανδή Μπρίτζιντ. Με την πένα της συγγραφέως μεταφερόμαστε στο Δουβλίνο και συγκεκριμένα στο καλοκαίρι του 1914. Εκεί όπου ψάχνει τον Ντάνιελ Ο’ Χάλοραν, τον οποίο εν τέλει βρίσκει να παίρνει μέρος σε μία διαδήλωση.
Στις αναταραχές που ξεσπούν, τον ξεχωρίζει απ’ το πλήθος: «Σε έψαχνα.». Ακούμπησε φευγαλέα το πονεμένο κεφάλι της στον ώμο του. «Σε βρήκα.» […] Η Μπρίτζιντ ένιωθε σαν να την είχαν ποδοπατήσει.
Ολοκληρώνοντας την πρώτη μας γνωριμία με τα γεγονότα στο Δουβλίνο, η συγγραφέας στη συνέχεια «περνά» ξανά με την ίδια σειρά από τις ζωές της Μελίνας, της Γιάελ και της Μπρίτζιντ που τώρα καλούνται από τη μοίρα να διαβούν νέα μονοπάτια.
Η Μελίνα κάνει σύντομα κρυφό δεσμό με τον άντρα που εισέβαλε μαζί με άλλους στο σπιτικό τους. Κι όλα τους μένουν έτσι, μέχρι που τους επισκέπτεται ο Τίτος Γεωργιάδης απ’ την Θεσσαλονίκη. Ο άλλος της αδελφός.
Την ίδια μέρα ένας συγχωριανός τους ξεφουρνίζει σε όλους το μυστικό της: «Ε, ναι, σε είδα.» […] «Να ανοίγεις τα πόδια σου μέρα μεσημέρι.».
Ο αδερφός της ο Γεώργιος τον μαχαιρώνει για την τιμή της οικογένειας κι όλα όσα ακολουθούν περιέχουν αποφάσεις που λαμβάνονται από την μάνα τους, με συνοπτικές διαδικασίες. Απευθύνεται αμέσως στον Τίτο: «Πήγαινέ τη στη Θεσσαλονίκη. Βρες της άντρα.». Φεύγουν άρον άρον, όμως σύντομα ο ερωτευμένος Βούλγαρος την ακολουθά μέχρι κι εκεί…
Το ίδιο αναπάντεχες είναι και οι εξελίξεις στη ζωή της Γιάελ. Δυστυχώς δεν κυλά τίποτα όμορφα και ομαλά. Η κοπέλα ζει στα χέρια του άντρα της, Βιδάλ, μια βίαιη πρώτη νύχτα γάμου.
Παρά τη νέα της καθημερινότητα που περιλάμβανε πολλές κοινωνικές συναναστροφές, η μόνη έγνοια που κρύβει μέσα της, είναι η δίψα της να εμπλουτίσει τις γνώσεις και τις εμπειρίες της στη ζωή. Αυτή η ανεκπλήρωτη ανάγκη, την βγάζει στο δρόμο προς τον Τίτο Γεωργιάδη, εκμυστηρεύοντάς του τις σκέψεις της: «Θέλω να με διδάξετε γαλλικά» […] «Ή αγγλικά. Ακόμη και ιταλικά, αν είναι πιο εύκολα.».
Περνώντας κατόπιν στη ζωή της Ιρλανδής Μπρίτζιντ, την βρίσκουμε τώρα ως εκπαιδευόμενη νοσοκόμα, που σύντομα θα προσφέρει τις υπηρεσίες της στα Βρετανικά στρατεύματα.
Στην συνέχεια η συγγραφέας προσθέτει στην πλοκή συνεχώς νέα πρόσωπα σε δευτερεύοντες ρόλους, κάνοντας ακόμη πιο αναγκαία την απόφαση των ηρωίδων μας να ζήσουν τα όνειρά τους. Κι όλ’ αυτά σε μια ιστορική περίοδο όπου οι ανακατατάξεις στην Ελλάδα, στέκουν σαν ορμητικό κύμα ενάντια στις επιδιώξεις τους.
Σχετικά με το αναγνωστικό μου βίωμα, θα ήθελα να σημειώσω πως βρήκα πολύ ενδιαφέρον το γεγονός πως οι πρωταγωνίστριες προέρχονται από διαφορετικό κοινωνικό επίπεδο, έχοντας όμως κοινές φιλοδοξίες. Έτσι μας δίνεται η ευκαιρία να συγκρίνουμε τις δυσκολίες που συναντά η κάθε μία στο διάβα της προς την εκπλήρωση ή όχι, όσων ποθούν.
Προσωπικά, θα επιθυμούσα μια πιο γρήγορη ροή των γεγονότων. Ωστόσο, είναι κατανοητό πως οι αναφορές των σημαντικών ιστορικών συμβάντων της εποχής, απαιτούν πάντοτε μικρές παρεκκλίσεις από την μυθιστορηματική αφήγηση.
Σας εύχομαι να έχετε ένα όμορφο αναγνωστικό ταξίδι!
του Θεόφιλου Γιαννόπουλου
Πηγή:koukidaki.gr
+ There are no comments
Add yours