Αυλαία για το ιστορικό βιβλιοπωλείο «Πυρσός» στο Κουκάκι

Το βιβλιοπωλείο και χαρτοπωλείο του Σωτήρη Μακρή, που άντεξε στον χρόνο διατηρώντας μια αίσθηση «γειτονιάς» που το κέντρο της Αθήνας ολοένα και πιο πολύ ξεχνάει, κλείνει μετά από 52 χρόνια ζωής.

της Δανάη Μαραγκουδάκη

Σημείο αναφοράς για πολλές γενιές, σε μια περιοχή της Αθήνας που έχει αλλάξει όσο λίγες μέσα στα χρόνια, το βιβλιοπωλείο «Πυρσός» στο Κουκάκι κλείνει μετά από 52 χρόνια ζωής. Ένα από τα πιο παλιά μαγαζιά στα πέριξ της Ακρόπολης, το «κόκκινο βιβλιοπωλείο», όπως το έλεγαν για πολλά χρόνια τα πιτσιρίκια στο Κουκάκι, σύντομα θα κατεβάσει ρολά, κλείνοντας έναν κύκλο που είχε ξεκινήσει το 1970. Το inside story μίλησε με τον Σωτήρη Μακρή και τη σύζυγό του Ελένη για τη γέννηση, την πορεία και το τέλος μιας ψηφίδας της αθηναϊκής ιστορίας.

«Όταν απολύθηκα από τον στρατό, 23 χρονών, άνοιξα το μαγαζί στη Δράκου 16. Ένα μικρό μαγαζί ήταν. Την επίπλωση την έκανα μόνος μου. Δεν είχα χρήματα στην άκρη, παράτολμος ήμουν. Το διακινδύνευσα αλλά τελικά όλα πήγαν καλά. Τότε δεν υπήρχε καν ο πεζόδρομος. Σ’ εκείνο το σημείο έμεινα περίπου 10 χρόνια. Το 1980 μεταφέρθηκα στην Βεΐκου 51».

Μεγαλωμένος στα Εξάρχεια και με καταγωγή από τα Άγραφα, ήδη σε νεαρή ηλικία ο Σωτήρης Μακρής είχε δουλέψει για περίπου οκτώ χρόνια στον Αρσενίδη, έναν από τους παλαιότερους εκδοτικούς οίκους στην Ελλάδα. «Από τα 12 μέχρι τα 20 που πήγα στρατιώτης δούλεψα εκεί. Παράλληλα, πήγαινα σε νυχτερινό γυμνάσιο», μας λέει. «Μετά τον στρατό ψαχνόμουν κι εγώ όπως όλοι οι νέοι να δω τι θα κάνω. Πήγα στα καράβια, γύρισα, αλλά η σκέψη μου έτρεχε στο επάγγελμα που έκανα πριν. Έτσι αποφάσισα να ανοίξω το βιβλιοπωλείο».

«Θυμάμαι, στα εγκαίνια του μαγαζιού το ‘80 είχα βάλει και κάτι ξυλόγλυπτα μέσα. Είχα βάψει τα κάγκελα κόκκινα και από τότε τα παιδιά της γειτονιάς έλεγαν «πάμε στο κόκκινο βιβλιοπωλείο».

«Διαβάζοντας» στη Χούντα

Το Κουκάκι πήρε το όνομά του από τον επιχειρηματία βιοτέχνη Γεώργιο Κουκάκη, ο οποίος έφτιαχνε σιδερένια κρεβάτια. Το σπίτι του βρισκόταν στον αριθμό 89 της οδού Δημητρακοπούλου και Γεωργάκη Ολυμπίου.

Όπως εξηγεί ο Σ. Μακρής, «τη δεκαετία του ‘70 το Κουκάκι ήταν φτωχό. Δεν είχε ούτε αγορά, τίποτα. Θυμάμαι να ‘μαι μια μέρα στο μαγαζί, 2 η ώρα το βράδυ, να περνάει κάποιος απ’ έξω και να μου φωνάζει “Νύχτα θα φύγεις εσύ!”. Υπήρχε μόνο το φαρμακείο του Πασπαράκη, κάνα-δυο μπακάλικα και δυο καφενεία. Η Δράκου είχε δύο ρεύματα και μπροστά από το μαγαζί μου υπήρχε και μια πιάτσα ταξί. Αν πάρκαρε κάποιος στον χώρο των ταξί, την άλλη μέρα του είχαν ξεφουσκώσει τα λάστιχα».

Πράγματι, σημαντική αλλαγή για την περιοχή ήταν η πεζοδρόμηση των δύο κεντρικών οδών την περίοδο 1987-1991. Πρώτα άλλαξε η Δράκου και στη συνέχεια η Ολυμπίου, δύο οδοί που είναι κάθετες στους δύο κεντρικούς οδικούς άξονες της Βεΐκου και της Δημητρακοπούλου. Μετά από χρόνια την περιοχή άλλαξε τόσο ο σταθμός του μετρό (Συγγρού-Φιξ) που ολοκληρώθηκε το 2005, όσο και η δημιουργία του Μουσείου της Ακρόπολης στον πεζόδρομο της Μακρυγιάννη, που άνοιξε τις πόρτες του το 2009.

Πώς ήταν όμως να έχεις ένα βιβλιοπωλείο επί χούντας; «Το κλίμα ήταν θολό. Υπήρχαν όλων των ειδών οι άνθρωποι, όπως και τώρα άλλωστε. Είχαμε κάποιες φασαρίες γιατί κι εγώ είχα ανακατευτεί με τα πολιτικά. Είχα πάρει θέση και ήμουν λιγάκι ζωηρούλης. Εκείνη την περίοδο δούλευε στο βιβλιοπωλείο μια κοπέλα που σπούδαζε στη Νομική και ο σύντροφός της στην Πάντειο. Εγώ έβγαινα μαζί τους, πηγαίναμε σε ταβέρνες, συζητούσαμε. Μέσω αυτών ερχόντουσαν και πολλά παιδιά της Παντείου να ψωνίσουν από μας. Έτυχε μερικές φορές να κρυφτούν στο μαγαζί γιατί τους κυνηγούσαν. Νομίζω ο Γκραβαρίτης (Βασίλης Κραββαρίτης) ήταν τότε στο Πειθαρχικό της Ασφάλειας. Μάλιστα ο συγκεκριμένος έμενε στην Καλλιθέα και περνούσε από εδώ για να πάρει το τρόλεϊ από την Βεΐκου».

«Φασαρίες είχαμε και μετά τη χούντα. Θυμάμαι μια φορά, γύρω στο ‘79 ήταν, είχα προσλάβει μια κοπέλα, η οποία πήγε στο περίπτερο να πάρει τον Ριζοσπάστη και κάποιοι άρχισαν να τη βρίζουν. Ε, ανακατεύτηκα κι εγώ και πλακωθήκαμε. Με φοβέριζαν, με χτύπησαν με ένα ξύλο στο κεφάλι. Φτάσαμε και στο Αστυνομικό Τμήμα αλλά τελικά δεν έκανα μήνυση».

Μετά από λίγα χρόνια ο Σ. Μακρής γνωρίζει τη σύζυγό του, Ελένη. Όπως μας αναφέρει η ίδια: «Εγώ τον γνώρισα το ‘85 στο βιβλιοπωλείο. Ήμουν αναπληρώτρια εκπαιδευτικός και είχα έρθει από Θεσσαλονίκη. Έμενα με την αδερφή μου τότε ένα τετράγωνο πιο κάτω από τον Σωτήρη. Χρειαζόμουν για τη δουλειά εποπτικό υλικό και ρώτησα τον θυρωρό πού θα μπορούσα να το βρω. Εκείνος μου είπε κατευθείαν να πάω στη Βεΐκου λίγο πιο κάτω: “Έχει τα πάντα. Και ό,τι δεν έχει μπορεί να το βρει”. Πήγα λοιπόν και αμέσως με κέρδισε με την ευγένεια και την εξυπηρετικότητά του».

Η νέα πραγματικότητα της Αθήνας και το Airbnb

«Κάποια στιγμή, ας πούμε περίπου τη δεκαετία του ‘90, ο κόσμος θέλησε να φύγει από το κέντρο της Αθήνας. Πολλοί ντόπιοι έφυγαν προς τα προάστια, βόρεια και νότια. Εμείς είχαμε σταθερούς πελάτες αλλά συχνά θυμάμαι ανθρώπους που έπαψα με τα χρόνια να τους βλέπω», λέει ο Σ. Μακρής με την κ. Ελένη να συμπληρώνει: «Την ίδια στιγμή έχουμε πελάτες και πελάτισσες πιο μεγάλης ηλικίας, που μας λένε ότι πρωτοήρθαν στο βιβλιοπωλείο ως παιδιά και σήμερα έρχονται μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια τους».

«Για να ανθίσει ένα μαγαζί στο Κουκάκι πρέπει να είναι εστιατόριο, ταβέρνα ή μπαρ»

Σύμφωνα με την Ελένη Μακρή «εδώ και αρκετά χρόνια το Κουκάκι έχει αλλάξει, έχει γίνει πολύ τουριστική περιοχή. Για να ανθίσει ένα μαγαζί πρέπει να είναι εστιατόριο, ταβέρνα ή μπαρ. Τα ενοίκια είναι πανάκριβα, ο κόσμος εκτοπίζεται από το Airbnb, πολλές οικογένειες έχουν φύγει. Τι σημαίνει αυτό; Ότι αν δεν υπάρχουν παιδιά, δεν θα λειτουργούν τα σχολεία. Εδώ έχουμε το 119ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών, κἀτω από την Ακρόπολη, εμείς το λέμε “το σχολείο του Μπούρα”, που ήταν πειραματικό και πολύ πρωτοποριακό. Όταν μειώνονται τα παιδιά, δεν μπορούν να δουλέψουν και τα βιβλιοπωλεία, τα παιδικά καταστήματα. Είναι διαφορετικό να είσαι μέρος της γειτονιάς και να νοιάζεσαι για το τι συμβαίνει και αλλιώς να είσαι τουρίστας που περνάς μια φορά τον χρόνο και φεύγεις χωρίς να σ’ αγγίζει τίποτα».

Πώς συντηρείς ένα συνοικιακό βιβλιοπωλείο;

Σύμφωνα με τον ιδιοκτήτη του βιβλιοπωλείου, αυτό που χρειάζεται είναι μια προσπάθεια να ακολουθήσει ο επιχειρηματίας τα μεγάλα βιβλιοπωλεία της Αθήνας. «Να κερδίζει λίγα και να κρατάει τους πελάτες. Αν προσπαθεί κανείς να βγάλει μεγάλο κέρδος και δεν κάνει εκπτώσεις, τότε οι πελάτες φεύγουν και πάνε σε μεγάλα μαγαζιά που κάνουν και μεγάλες εκπτώσεις. Αυτή ήταν εδώ και πολύ καιρό η άποψή μου. Βέβαια κι εγώ άργησα να το ακολουθήσω. Τα μεγάλα βιβλιοπωλεία σ’ αυτό στηρίζονται: Κάνουν εκπτώσεις, παίρνουν πιο φτηνά τα βιβλία γιατί κάνουν μαζικές αγορές γιατί ξέρουν ότι θα πουλήσουν. Εγώ αν κάνω εκπτώσεις κερδίζω ένα μικρότερο ποσοστό, αλλά μεγαλώνει ο τζίρος μου. Όσοι επαγγελματίες του κλάδου συνέχισαν έτσι, είδαν τη δουλειά τους να μεγαλώνει. Ο πελάτης σκέφτεται “γιατί να τρέχω αφού μπορώ να το πάρω στη γειτονιά μου με την ίδια τιμή;”».

Ένας ακόμα τρόπος να κρατήσεις στη ζωή την επιχείρηση, αναφέρουν ο Σωτήρης και η Ελένη Μακρή, είναι με ατελείωτες ώρες δουλειάς, ειδικά στην αρχή της σχολική περιόδου, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. «Δουλεύουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ», αναφέρουν.

«Για τον Σωτήρη πάντα ήταν σημαντικό να πληρώνει τους εργαζόμενους, το ενοίκιο», σημειώνει η κα Ελένη και προσθέτει: «Πολλοί το παίζουν προοδευτικοί και όταν είναι να βάλουν το χέρι βαθιά στην τσέπη σφυρίζουν κλέφτικα». Εκεί συμπληρώνει κοφτά ο κ. Σωτήρης: «Δεν είναι βαθιά στην τσέπη το να πληρώσεις τον εργαζόμενο».

«Αυλαία» για τον Πυρσό

Γιατί κλείνει; «Έχω έναν γιο», μας εξηγεί ο κ. Σωτήρης. Ο γιος του σπούδασε οικονομικά και παρότι για ένα διάστημα έτρεξε εκείνος το βιβλιοπωλείο, τελικά αποφάσισε να ανοίξει τα φτερά του ακολουθώντας τον δικό του δρόμο. «Προσπάθησα να βρω αγοραστή. Υπήρξε ένας υποψήφιος που συμφωνήσαμε στην τιμή. Στη συνέχεια συναντηθήκαμε οι τρεις μας και με τον ιδιοκτήτη του ακινήτου, αλλά τελευταία στιγμή η συμφωνία χάλασε».

«Εμείς δεν θέλαμε να κλείσει το μαγαζί αλλά να συνεχίσει έστω με νέα διεύθυνση. Για τον Σωτήρη είναι σαν παιδί του», προσθέτει η κ. Ελένη. «Με τίποτα δεν ήθελα να κλείσει», λέει και ο κ. Σωτήρης.

Όλοι στη γειτονιά έχουν στεναχωρηθεί. Πολλοί σταθεροί πελάτες περνούν από το βιβλιοπωλείο για να χαιρετήσουν, να πουν τη δική τους ιστορία και να αφηγηθούν πώς συνδέθηκαν με το μαγαζί. «Δεν περιμέναμε τέτοιο κύμα αγάπης», λέει η κ. Ελένη.

Η συγκινητική επιστολή μιας πελάτισσας
Συγκινητική ήταν η επιστολή μιας πελάτισσας του Πυρσού, η οποία από πολύ μικρή πήγαινε με τον πατέρα της στο βιβλιοπωλείο:

Παραδέχομαι ότι αφού λάτρευα τα βιβλία λογικό να λατρεύω και το βιβλιοπωλείο. Ειδικά τον Σωτήρη και δη το δεύτερο μαγαζί, «το μεγάλο» ήταν το «παραμύθι» χρόνων και χρόνων, ειδικά το πατάρι. Πρόλαβα τη σειρά «Γαλάζια Βιβλιοθήκη», «Πράσινη Βιβλιοθήκη» πρόλαβα τις εκδόσεις της Εστίας, τις παλιές μεταφράσεις του Μπωντλαίρ, τις ατελείωτες «Φιλολογική Πρωτοχρονιά» που κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς μου αγόραζε ο πατέρας μου, που όσες φορές έβγαινε από τον «Πυρσό» έλεγε την ίδια ιστορία: «Τον είχα μαθητή στο χωριό. Αχ, φτώχεια. Ένα αδύνατο πλασματάκι μα τόσο έξυπνο, όλη του η θέληση στα μάτια του. Κοίτα τώρα, αγωνίζεται, έγινε επιχειρηματίας “ολκής”». O μπαμπάς όταν καμάρωνε, έβαζε πάντα ένα «ολκής» δίπλα….

 

Σε άλλο σημείο αναφέρει:

Είτε το δέχεστε είτε όχι, κ. Σωτήρη, από τα πέντε μου ως τα 49 μού έχετε πουλήσει –και έχω βιβλιοθήκη– 4.600 βιβλίων, [τα] περισσότερα από αυτά δεν θα μπορούσα ποτέ να τα αποκτήσω το διάστημα που τα χρειαζόμουν, αν δε με αφήνατε να σας τα χρωστάω. Σας χρωστάω ακόμα την ανιδιοτελή σας αγάπη σε όλες μου τις δοκιμασίες. Για μένα είναι λίγο πένθος η είδηση ότι θα κλείσει ο «Πυρσός». Είναι κομμάτι –αν όχι ο μικρόκοσμος μου όλος– της ζωής μου.

Όπως αναφέρει ο Ίταλο Καλβίνο στις Αόρατες Πόλεις, που συμβολίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη μέσα από τις αντιφάσεις και τα διλήμματα της, «δεν έχει νόημα να χωρίζεις τις πόλεις σε ευτυχισμένες και δυστυχισμένες, αλλά μάλλον σε δύο άλλες κατηγορίες: αυτές που συνεχίζουν μέσα από χρόνια να δίνουν τη μορφή τους στις επιθυμίες κι εκείνες που οι επιθυμίες ή καταφέρνουν να σβήσουν την πόλη ή σβήνουν απ’ αυτήν». Κάπως έτσι μοιάζει και η ιστορία του «Πυρσού», που απαντάει στις ανάγκες μιας εποχής που λίγοι κάτοικοι της πόλης εξακολουθούν να αποζητούν. Σε αντίθεση με τον Παρμενίδη που δεν πίστευε ιδιαίτερα στις αλλαγές, ο Ηράκλειτος θεωρούσε πως τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Η αλλαγή είναι η μόνη σταθερά. Οι αντιθέσεις εξάλλου είναι αυτές που αλληλοκαθορίζουν και αναδεικνύουν τη σημασία των πραγμάτων.

Πηγή:insidestory.gr

About Post Author

+ There are no comments

Add yours