Οι παλιοί έμποροι των μικρών μαγαζιών του κέντρου περικυκλώνονται από την εξάπλωση του τουρισμού

Λίνα Γιάνναρου

«Με νύχια και με δόντια κρατιόμαστε ανοιχτοί», μας είπε ο Γιάννης Καραγιάννης, ιδιοκτήτης του καταστήματος με υαλικά και πορσελάνες «Αστρον» στη Βουλής. «Ισως στην αρχή του έτους προχωρήσουμε σε εκκαθάριση», είπε ο Σπύρος Κατουμάς, ιδιοκτήτης του Ράδιο Κατουμά στην Πραξιτέλους. «Συνεχίζουμε απλώς για συναισθηματικούς λόγους», λέει η Λένα Καλυβιώτη, ιδιοκτήτρια της ομώνυμης επιχείρησης με υλικά ραπτικής της Ερμού 8. «Αν δεν ήταν δικό μας θα είχε κλείσει», λέει και ο Βασίλης Μασσέλος, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας εσωρούχων Nota, για το κατάστημα στη συμβολή των οδών Ακαδημίας και Βουκουρεστίου.

Η Αθήνα αλλάζει, ανακαινίζεται, ομορφαίνει, εκσυγχρονίζεται. Τι γίνεται όμως όταν η πρόοδος γίνεται εις βάρος του χαρακτήρα της; Τι γίνεται όταν οι εξωφρενικές τιμές των ενοικίων ή οι αλλαγές χρήσης των κτιρίων οδηγούν σε «λουκέτο» εμβληματικές ελληνικές επιχειρήσεις της πόλης; «Οταν ξεκίνησα να δουλεύω, το ’85, όλη η Πραξιτέλους ήταν γεμάτη κασμιράδικα, μια εξαιρετικά ανθηρή δραστηριότητα εκείνη την εποχή, αφού ακόμη πολλοί αγόραζαν το ύφασμα και το πήγαιναν για ράψιμο», θυμάται ο κ. Μασσέλος. «Σήμερα ζήτημα να υπάρχουν τέσσερα-πέντε τέτοια μαγαζιά σε όλη την πόλη. Στη Λεωχάρους πηγαίναμε για ηλεκτρικά είδη, για πόμολα στη Βύσσης». Οι πιάτσες αυτές έχουν σταδιακά ατονήσει. «Τα μαγαζιά δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στα ενοίκια και η Αθήνα μετατρέπεται σε ένα τεράστιο ξενοδοχείο – airbnb – μπαρ. Αυτό όμως έχει μεγάλο κόστος, αλλά κανείς δεν φαίνεται να το μετράει. Οι χρήσεις που αντικαθιστούν τα εμπορικά καταστήματα και τις βιοτεχνίες προκαλούν επιβάρυνση η οποία δεν κοστολογείται πουθενά. Αν το κέντρο συνεχίσει να δίνει χώρο σε τουριστικές δραστηριότητες, αναπόφευκτα θα χάσει την ελκυστικότητά του. Είναι λογικό, αν φυτέψεις 50 μελιτζάνες στην ίδια γλάστρα, δεν θα επιζήσει καμία. Χρειάζεται διαφορετική πολιτική». Οταν άνοιξε η Nota στη Βουκουρεστίου, το ’75, ο δρόμος ήταν γεμάτος ιστορικά ελληνικά καταστήματα. «Από αυτά δεν έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα σχεδόν κανένα. Σήμερα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η Βουκουρεστίου έχει μόνο διεθνή brands, το ελληνικό στοιχείο λείπει. Αυτή η πίεση υπάρχει και αλλού, αλλά στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Ρώμη βλέπεις κυρίως εμβληματικά εγχώρια brands. Στην Αθήνα δυστυχώς δεν υπάρχει κάτι τέτοιο».

Στην Ερμού

«Αν φυτέψεις 50 μελιτζάνες στην ίδια γλάστρα, δεν θα επιζήσει καμία. Χρειάζεται διαφορετική πολιτική».

Τα ίδια και στην Ερμού. Από το 1956 στον ίδιο χώρο, οι ιδιοκτήτες του καταστήματος Καλυβιώτη έχουν παρακολουθήσει από κηδείες βασιλέων μέχρι πορείες αγανακτισμένων. «Κάποτε εδώ ήταν τα καλά μαγαζιά με είδη σπιτιού, ρούχα, παπούτσια», θυμάται η Λένα Καλυβιώτη. «Μετά η Ερμού γέμισε παπουτσάδικα και έχασε την ποικιλία της, ενώ ξεκίνησαν οι Αθηναίοι να δυσκολεύονται να κατέβουν στο κέντρο λόγω της κίνησης, των μονών – ζυγών κ.λπ. Το επόμενο κύμα δυσκολιών ήρθε με τις μεγάλες αλυσίδες που έδιωξαν τα παραδοσιακά μαγαζιά, ενώ αργότερα ξεκίνησαν οι μεγάλες συνεχείς συγκεντρώσεις. Ολοι κοίταγαν ο δρόμος να είναι γεμάτος, αλλά όχι από πελατεία. Σήμερα είναι απίστευτα δύσκολα σε επίπεδο επιβίωσης, όμως η κρίση στο κέντρο δεν είναι σημερινή. Εχει ξεκινήσει πολλά χρόνια τώρα». Οι διαδηλώσεις, οι ταραχές (καμία ασφαλιστική δεν ασφαλίζει τα καταστήματα στο κέντρο), τα ενοίκια, ο ανταγωνισμός με τις μεγάλες αλυσίδες, που υποχρεώνει τους λιγοστούς εναπομείναντες επιχειρηματίες να παραμένουν ανοιχτοί πάρα πολλές ώρες, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα. «Οσο αντέξουμε».

Ποιος αποφασίζει να ανοίξει σήμερα εμπορικό κατάστημα στο κέντρο που δεν θα απευθύνεται στους τουρίστες; Οταν στη διάρκεια της πανδημίας ο Ανδρέας Κόκκινος και ο Στάθης Μητρόπουλος αποφάσισαν ότι θέλουν να ανοίξουν ένα βιβλιοπωλείο για τις τέχνες, το design, τη φωτογραφία, την αρχιτεκτονική και τη μόδα, κάτι που έβλεπαν ότι έλειπε από την Αθήνα, χρειάστηκε να ψάξουν πάνω από 1,5 χρόνο για τον κατάλληλο χώρο. «Είχαμε απογοητευτεί φοβερά, ακόμη και για καταστηματάκια ελάχιστων τετραγωνικών τα ενοίκια που ζητούσαν ήταν τρελά. Εκτός αν πουλάς διαμάντια ή χρυσό, πώς θα αντεπεξέλθεις σε τέτοιες τιμές;» λέει στην «Κ» ο κ. Μητρόπουλος. Συν τοις άλλοις, πολλά ισόγεια εμπορικά καταστήματα είχαν ήδη βγει από την αγορά, αφού το κτίριο είχε μετατραπεί σε ξενοδοχείο. «Βλέπεις ότι δεν υπάρχει σεβασμός στο χρώμα της πόλης».

Τελικά, μια ματιά στις αγγελίες λίγο πριν κλείσουν ένα χώρο που δεν τους ικανοποιούσε στο Κουκάκι, αποκάλυψε ένα ιδανικό κατάστημα στην οδό Βορέου, ανάμεσα σε Μοναστηράκι και Ομόνοια. Το κάποτε σκοτεινό στενό το χρωματίζει πλέον το Hyper Hypο. «Πολλά καταστήματα που είχαμε δει όταν ψάχναμε εξακολουθούν να είναι κλειστά. Είναι προφανές ότι δεν τους ενδιαφέρει να τα νοικιάσουν», καταλήγει ο κ. Μητρόπουλος.

Για τον κ. Μασσέλο, η ανάγκη αλλαγής πολιτικής είναι επιτακτική. «Η μεταφορά π.χ. των δημοσίων υπηρεσιών στην ΠΥΡΚΑΛ θα είναι καταστροφική για το κέντρο. Αυτό μετατρέπεται σταδιακά σε ένα “λούνα παρκ” για τουρίστες, σαν το Λας Βέγκας. Χρειάζονται, κατά τη γνώμη μου, κίνητρα για να επανέλθει στο ιστορικό κέντρο η κατοικία».

Σιδερής, επισκευές ρολογιών, από το 1928

Αν ανέβουν τα ενοίκια, θα πάω αλλού

Ενα ρολόι δαπέδου σε μια γωνιά του εργαστηρίου δείχνει την ώρα εδώ και τρεις γενιές. «Το είχε πάρει ο παππούς κάποια στιγμή, το κράτησε έπειτα ο πατέρας μου και τώρα εγώ», λέει στην «Κ» ο Νίκος Σιδερής, ο οποίος από το 2001 έχει αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση: επισκευές ρολογιών. «Κλείνουμε έναν αιώνα παρέα με αυτό το ρολόι». Επιαναν τα χέρια του παππού και φεύγοντας από τη Νάξο για την Αθήνα έμαθε κοντά σε ωρολογοποιό τη δύσκολη τέχνη. Ανοιξε το πρώτο μαγαζί στην πλατεία Αγίας Ειρήνης και από το 1928 μετακινήθηκε στο 8 της οδού Βουλής, όπου και ρίζωσε.

Μεγαλωμένος στο μαγαζάκι του χρόνου, ο Νίκος δεν αμφιταλαντεύτηκε πολύ όταν ήρθε η ώρα της απόφασης. «Μου άρεσε πολύ, όλη η ζωή μου ήταν γύρω από το ρολόι». Τέλειωσε μια σχολή ωρολογοποιίας και έπιασε δουλειά. «Μου έρχονται ρολόγια παλιά από όλη την Ελλάδα είτε για συντήρηση είτε για αναπαλαίωση. Στην Ελλάδα έχουμε πολύ ωραίες συλλογές, πολύ όμορφα ρολόγια. Μέχρι και από το εξωτερικό έρχονται κάποια κομμάτια. Δεν φτιάχνουμε μόνο ρολόγια που είναι εργαλείο, φτιάχνουμε και ρολόγια που είναι αναμνήσεις. Ερχεται ο άλλος και σου λέει “φτιάχ’ το μου, είναι στην οικογένειά μας τρεις γενιές” ή “το θυμάμαι σαν ανάμνηση που ήμουν παιδάκι”. Είναι σαν να σου λέει θέλω να μου ξυπνήσεις τις αναμνήσεις μου. Μέσα από ένα ρολόι μπορεί να ζωντανέψει όλη η παράδοση της οικογένειάς μας». 

Οπως λέει, δεν είναι τωρινό το πρόβλημα των ενοικίων στην περιοχή. «Στο Σύνταγμα τα ενοίκια δεν έπεσαν ούτε στην κρίση, ακόμη και τότε ήταν εξωπραγματικές οι τιμές στην περιοχή. Αν χρειαστεί, θα κλείσω, θα πάω αλλού και πιστεύω ότι οι πελάτες μου θα με βρουν, αλλά σήμερα περνάνε άνθρωποι που έρχονταν με τους πατεράδες τους, “θυμάμαι τον παππού σας”, λένε, ή “σας είδαμε κλειστό και ανησυχήσαμε”. Θεωρώ ότι είμαι κι εγώ ένα κομματάκι από την ομορφιά και τη γοητεία της Αθήνας».

Δεν έχουμε θέση σε μια Αθήνα λούνα παρκ-1
Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Διπλούς Πέλεκυς, ελληνική τέχνη, από το 1925

Βλέπεις μόνο τουρίστες

Στις αρχές της δεκαετίας του 1910, η ταλαντούχα ζωγράφος Φλωρεντίνη Καλούτση από τα Χανιά, εντυπωσιασμένη από τις ανασκαφές στην Κνωσό, αποφάσισε να αποτυπώσει τα μινωικά σχέδια σε ύφασμα και να ζωντανέψει την παραδοσιακή κρητική τέχνη της υφαντικής. Η ανταπόκριση είναι τέτοια που γρήγορα εμπλουτίζει τα θέματά της, ενώ στήνει εργαστήριο με 150 αργαλειούς, βαφείο, ραφείο, σιδερωτήριο, μια από τις πρώτες οικοτεχνίες στην Ελλάδα. Το όνομά του «Διπλούς Πέλεκυς». 

Κάπως έτσι, και με αυτή την επιγραφή, ιδρύθηκε το παλαιότερο κατάστημα ελληνικής τέχνης στην Αθήνα. Αρχικά στην Καρύτση, κατόπιν για 40 χρόνια στη Βουλής και από το 2004 στη Στοά Μπολάνη, πάντα στο ιστορικό κέντρο. «Η τελευταία μετακίνηση έγινε επί… βασιλείας μου, όταν μου είχαν ζητήσει κάτι εξωφρενικά ενοίκια», λέει στην «Κ» η Κατερίνα Γράψα, εγγονή της Καλούτση. «Λόγω συνθηκών, φτάσαμε να μην έχουμε πια υφαντά, περνώντας σταδιακά σε αντικείμενα τέχνης και κοσμήματα σύγχρονα αλλά με την πατίνα του παλιού. Ωστόσο περνούν την πόρτα μας γιαγιάδες με τα εγγόνια τους που μας θυμούνται από παλιά, όταν έρχονταν ως φοιτήτριες, τις εποχές του ταγαριού και της υφαντής φούστας». Με την εμπειρία των 40 χρόνων στην πιάτσα, η κ. Γράψα βλέπει τα δύσκολα να έρχονται. «Το κέντρο έχει υποβαθμιστεί. Το μόνο που βλέπεις είναι τουρίστες με ένα κινητό στο χέρι να ψάχνουν πού βρίσκεται το airbnb. Μπορεί να έρχεται χρήμα, αλλά δεν κρατάει τους κατοίκους, όλα μπαρ, σουβλάκι, πατάτα στριφτή και δεν ξέρω τι άλλο. Κάτι δεν πάει καλά αν δεν υπάρχει ισορροπία μεταξύ γηγενών και επισκεπτών. Αν κάνουν και τα κτίρια των δημοσίων υπηρεσιών ξενοδοχεία, πάει, το κέντρο ξεχάστε το». 

Δεν έχουμε θέση σε μια Αθήνα λούνα παρκ-2
Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Αριστον, αρτοποιείο, από το 1906

Το κέντρο σε φάση αναγέννησης 

«Εχω τόσες ωραίες ιστορίες. Παλιούς πελάτες, νέους πελάτες, άλλους που επανήλθαν μετά 10-20 χρόνια, ανθρώπους που ζούσαν στην Αμερική ή στον Καναδά και άκουγαν από τους συγγενείς τους στην Ελλάδα για τις πίτες μας και ήρθαν να μας βρουν». Στα 22 του, ο Δημήτρης Παναγιωτόπουλος είναι η περήφανη 4η γενιά του φούρνου Αριστον, οι τυρόπιτες του οποίου χορταίνουν τους Αθηναίους από το 1906. Εκατόν δεκαέξι χρόνια στην καρδιά της Αθήνας, Βουλής 10, μια σταθερά σε μια πόλη που συνεχώς αλλάζει. Μετά την κήρυξη του Μεγάρου του Ταμείου Εμπόρων και της Στοάς Εμπόρων ως νεότερα μνημεία της πρωτεύουσας, άλλωστε, διατηρητέες έχουν κηρυχθεί και οι εμπορικές χρήσεις του ισογείου, ήτοι το ιστορικό Αρτοποιείο – Ζαχαροπλαστείο Αριστον.

Η τυρόπιτα κουρού –που στα τουρκικά σημαίνει στεγνή– εξακολουθεί να είναι με διαφορά το πιο δημοφιλές έδεσμα του φούρνου, που πάντως έχει στον κατάλογο πάνω από 40 αλμυρές και γλυκές πίτες. «Συνεχώς ανανεώνουμε τον κατάλογο, επαναφέρουμε παλιές συνταγές, δημιουργούμε νέες, με τον καιρό αλλάζουν οι γεύσεις», λέει ο Δημήτρης, ο οποίος είχε μεγαλώσει μέσα στα αλεύρια και στα βούτυρα και εδώ και τέσσερα χρόνια εργάζεται κανονικά στο κατάστημα. 

«Δυστυχώς, το Ταμείο Εμπόρων είναι άδειο τα τελευταία χρόνια, ενώ οι φιλότιμες προσπάθειες από τον δήμο για αναζωογόνηση της Στοάς δεν είχαν αποτέλεσμα», σχολιάζει ο κ. Παναγιωτόπουλος, που όμως δηλώνει «φύσει αισιόδοξος». «Προφανώς η κρίση επηρέασε τους πάντες, άρα και το κέντρο της Αθήνας. Οι πρωτεύουσες, όμως, μεταβάλλονται. Είναι στενάχωρο που έχουν κλείσει αξιόλογες επιχειρήσεις, αλλά πιστεύω ότι το κέντρο είναι σε φάση αναγέννησης». 

Δεν έχουμε θέση σε μια Αθήνα λούνα παρκ-3
Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Αστρον, είδη για το σπίτι, από το 1949

Τώρα πια ανοίγουν μόνο μπαρ

Την περασμένη Τετάρτη, είχαν απεργία τα ΜΜΜ. «Ευτυχώς και εγώ και ο γιος μου μένουμε κοντά και ερχόμαστε με τα πόδια στο μαγαζί», λέει στην «Κ» ο Γιάννης Καραγιάννης, 59 ετών, ιδιοκτήτης του καταστήματος «Αστρον» με υαλικά και δώρα για το σπίτι επί της οδού Βουλής 4. «Να ξέρετε ότι τα παλιά μαγαζιά του ιστορικού κέντρου έκλεισαν και γι’ αυτόν τον λόγο. Αρχισε πτώση στις πωλήσεις τους, γιατί τις μισές ημέρες τις χάνουν για τέτοιους λόγους. Σήμερα, για παράδειγμα, τα περιφερειακά εμπορικά κέντρα θα είναι γεμάτα κόσμο. Εδώ και 30 χρόνια που είμαι στη δουλειά, καμία κυβέρνηση δεν έχει μεριμνήσει για τους μικροεπιχειρηματίες του κέντρου. Από το 1949 βρισκόμαστε σε αυτό το σημείο –η 4η γενιά μπαίνει τώρα στο μαγαζί–, αλλά η αλήθεια είναι ότι παλεύουμε με νύχια και με δόντια να το κρατήσουμε ανοιχτό».

Ο κ. Καραγιάννης αναθαρρεί μιλώντας για το εμπόρευμά του, τις πορσελάνες και τα κρύσταλλα, και τις σπάνιες συλλογές που κρύβονται στο υπόγειο, που είναι προσβάσιμο στον πελάτη, «ένα ανοιχτό μουσείο». Εκεί μπορείς να βρεις το σερβίτσιο Road to Windsor της εταιρείας Johnson Brothers, που φέρει τη σφραγίδα της βασίλισσας Ελισάβετ, και τα ποτήρια που κάποτε είχε αγοράσει η μαμά της Αλίκης Βουγιουκλάκη. «Ευτυχώς οι νέοι σήμερα στρέφονται ξανά στην ποιότητα. Οταν τα έβλεπαν στο πατρικό δεν τα ήθελαν. Αυτό σιγά σιγά γυρνάει. Εκεί ποντάρουμε. Εκεί και στα σόσιαλ μίντια, γιατί έχουμε χάσει την επισκεψιμότητα που είχαμε. Κάποτε σου έλεγαν “δεν έχεις ανάγκη εσύ, έχεις μαγαζί στο κέντρο”. Τώρα δεν ισχύει. Εχει χαθεί η απογευματινή δουλειά, δεν κατεβαίνει ο κόσμος. Η δουλειά αρχίζει ξανά μετά τις 8 μ.μ. όταν έρχονται για τα μπαράκια. Οποιο μαγαζί μένει ελεύθερο δεν γίνεται εμπορικό, γίνεται μπαρ».

Δεν έχουμε θέση σε μια Αθήνα λούνα παρκ-4
Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Λουκουμάδες Χανίων Κτιστάκη, από το 1953

Ανακαινίσεις, αλλά χωρίς κατοίκους

Οταν ο Θοδωρής Κτιστάκης, ιδιοκτήτης του ιστορικού λουκουματζίδικου της οδού Σωκράτους, διάβασε το ρεπορτάζ της «Κ» ότι τα «Παιχνίδια Δαμίγος» της Ομόνοιας αναζητούν νέα στέγη, ανησύχησε. «Οταν καίγεται το σπίτι του διπλανού σου, θα έρθει η φωτιά και σε σένα», λέει στην «Κ». «Πέρασε ξυστά και από το δικό μας κεφάλι ο κίνδυνος. Το κοινωφελές ίδρυμα στο οποίο ανήκει το κτίριό μας αναζητάει επενδυτή για να το μετατρέψει σε airbnb. Προς το παρόν εμείς είμαστε ασφαλείς, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Το βλέπουμε να συμβαίνει γύρω μας. Είναι άγριος ο τρόπος που αλλάζουν σήμερα χέρια οι ιδιοκτησίες. Μέσα σε δύο μήνες σού λένε φύγε». 

Ο παππούς του, Θοδωρής, ξεκίνησε να τηγανίζει λουκουμάδες το 1912 στα Χανιά –110 χρόνια κλείνει φέτος η επιχείρηση–, έχοντας μάθει την τέχνη στην Αλεξάνδρεια. Στην Αθήνα ήρθαν το ’53, αρχικά σε κατάστημα στην Αγίου Κωνσταντίνου 7 και από το 1996 στο μαγαζί της Σωκράτους. Γι’ αυτό μπορεί να είμαι από τα Χανιά, αλλά για καταγωγή αναφέρω την Ομόνοια. Ολη μου τη ζωή, 51 χρόνια, εδώ τριγυρνώ». Οι αλλαγές στο κέντρο, την «πατρίδα» του, του προκαλούν αμφιθυμία. «Οταν βλέπεις εγκαταλελειμμένα κτίρια να ανακαινίζονται είναι όμορφο, από την άλλη οι εναπομείναντες κάτοικοι λιγοστεύουν. Και το κουλέρ λοκάλ μιας περιοχής είναι και οι κάτοικοι». Στο μαγαζί συρρέουν και τουρίστες. «Οι τουρίστες αρχίζουν να κατεβαίνουν στην Ομόνοια και ένας λόγος είναι και οι λουκουμάδες. Δεν φοβούνται τόσο όσο οι Ελληνες. Ο Ελληνας ζορίζεται. Κι όμως, το κέντρο το θεωρώ πιο ασφαλές από τα προάστια. Απλώς η Αθήνα έχει ειλικρίνεια, δεν σου κρύβει τίποτα, κι αυτό κάποιους τους τρομάζει».

Δεν έχουμε θέση σε μια Αθήνα λούνα παρκ-5
Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Lido, ζαχαροπλαστείο, από το 1967

Πολίτικη μυρωδιά στο Παγκράτι

Τα κίφελ είναι μικρά, πολίτικα γλυκά, σε σχήμα μισοφέγγαρου, με ζύμη που θυμίζει κάτι ανάμεσα σε κουλουράκι, τσουρεκάκι και κρουασάν, παραγεμισμένα με σοκολάτα και καρύδι. Οι λαμαρίνες με τα κίφελ είναι ένας από τους πολλούς γλυκούς λόγους για να περάσει κανείς τη χαρακτηριστική πόρτα του Lido, που κάθε φορά που ανοιγοκλείνει στέλνει μικροριπές κωνσταντινουπολίτικου αέρα στο Παγκράτι. «Ακόμη φέρνουμε από εκεί το μαχλέπι», λέει στην «Κ» ο Πέτρος Πιπερίδης, εγγονός του Πέτρου Πιπερίδη που πρωτοάνοιξε το μαγαζί σε αυτό ακριβώς το σημείο το μακρινό 1967. Ιδιοκτήτης ζαχαροπλαστείου στην Κωνσταντινούπολη, είχε αναγκαστεί να την εγκαταλείψει το 1965 στις απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων. Στην Αθήνα, εργάστηκε ένα χρόνο σε ζαχαροπλαστείο ώστε να πάρει «μυρωδιά» από την ελληνική αγορά και την 1η Σεπτεμβρίου άνοιξε το δικό του μαγαζί στη Χρεμωνίδου. «Από την αρχή είχε δουλειά. Ολες οι συνταγές ήταν από την Πόλη και οι πρώτες ύλες επίσης από εκεί. Τη μεγαλύτερη επιτυχία είχε φυσικά το τσουρέκι, που στην αρχή το έφτιαχνε μόνο το Πάσχα, αλλά άρεσε τόσο στον κόσμο που άρχισε να το βγάζει κάθε μέρα». Από τότε ο φούρνος του Lido βγάζει αδιάκοπα τσουρέκι με την ίδια εκείνη συνταγή.

Ακόμη και κάποιοι από τους προμηθευτές είναι ίδιοι από την πρώτη στιγμή. «Αυτός που μας φέρνει μαρμελάδες, η ΙΟΝ από όπου παίρνουμε τη σοκολάτα και άλλοι. Οταν συνεργάζεσαι με κάποιον 50 χρόνια, η σχέση δεν είναι πια πελάτη – προμηθευτή, είναι φιλική», τονίζει ο Πέτρος, ο οποίος βρίσκεται στο τιμόνι του ζαχαροπλαστείου από το ’98. Εξήντα χρόνια μετράει και η σχέση της οικογένειας με τους ιδιοκτήτες του ακινήτου. «Είμαστε από την πρώτη στιγμή μαζί – όπως αλλάξαμε εμείς γενιά, άλλαξαν και αυτοί».

Δεν έχουμε θέση σε μια Αθήνα λούνα παρκ-6
Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Ράδιο Κατουμά, ηλεκτρονικά, από το 1960

Υπερήφανος που αντέξαμε χωρίς χρέη

Είναι πιθανό πολύ σύντομα το Ράδιο Κατουμά, το μαγαζί που κάποτε «άναβε» τα φώτα όλης της Αθήνας, να σβήσει τα δικά του. Στέρεψαν τα κουράγια του Σπύρου Κατουμά, γιου του ιδρυτή Μιχαήλ, να προσπαθεί να συντηρήσει σχεδόν μόνος του την πιάτσα της Πραξιτέλους. «Κάποτε σε αυτόν τον μικρό δρόμο ήμασταν έξι μαγαζιά με ηλεκτρονικά και άλλα έξι με ηλεκτρικά είδη. Σήμερα είμαστε εμείς και ένα μικρότερο μαγαζί –Μπάβεν– λίγο πιο πάνω», λέει ο 65χρονος ιδιοκτήτης στην «Κ». Εδώ και αρκετά χρόνια, η Πραξιτέλους είναι γνωστή για τα μπαρ, τα ζαχαροπλαστεία, τα φαγάδικά της.
Ηταν 1960 όταν ο Μιχαήλ Κατουμάς άνοιξε στο 14 της οδού ένα μικρό μαγαζάκι με λίγα αλλά πρωτοποριακά είδη για την εποχή. Πήγε τόσο καλά που σε τέσσερα χρόνια μεταφέρθηκε σε μεγαλύτερο χώρο, στο νούμερο 23 του ίδιου δρόμου. Οταν και αυτό αποδείχθηκε ανεπαρκές, το 1970 η επιχείρηση μετακόμισε στο 15-19, όπου τη βρίσκουμε μέχρι σήμερα. Ηρθε η ώρα όμως για το γνωστό μαγαζί να εγκαταλείψει το κέντρο – πριν το «εγκαταλείψει» εκείνο. «Αλλαξαν οι χρήσεις, άλλαξε το πελατειακό κοινό. Οι τρεις όροφοι πάνω από εμάς έχουν γίνει aibnb, φτάνει η ώρα μας σιγά σιγά», λέει ο κ. Σπύρος. Δεν φταίει όμως μόνο αυτό. «Εχουν αλλάξει οι ανάγκες, τα ηλεκτρονικά φθίνουν, οι επισκευές επίσης, οι βιομηχανίες έκλεισαν, δεν φτιάχνεται τίποτα στην Ελλάδα. Κάποτε ήμασταν οι προμηθευτές μεγάλων εργοστασίων. Σε σχέση με το 2000, ο τζίρος μας έχει μειωθεί στο 1/20». Τα παιδιά του έχουν ακολουθήσει άλλους δρόμους, οπότε η δική του απόφαση είναι μονόδρομος. «Ηταν απανωτά τα οικονομικά χτυπήματα, αλλά είμαι υπερήφανος που αντέξαμε χωρίς χρέη. Ομως από 7 ετών είμαι εδώ μέσα. Είναι στενάχωρο…». 

Πηγή:kathimerini.gr

About Post Author

You May Also Like

More From Author