του Γιάννη Αλεξίου
Ο Kenji Suzuki, περισσότερο γνωστός ως Damo Suzuki (Δαμώ Σουζούκι), o Ιάπωνας μουσικός τραγουδιστής και επικεφαλής του γερμανικού πειραματικού krautrock γκρουπ Can, πέθανε σε ηλικία 74 ετών. Ο θάνατός του επιβεβαιώθηκε το απόγευμα του Σαββάτου μέσω των Can στο Instagram, χωρίς να δοθεί καμιά αιτία. “Πάει για ένα φανταστικό τζαζ στον ουρανό μαζί με τους Michael, Jaki και Holger…” ανέφεραν μεταξύ άλλων καθώς έχουν αποβιώσει και άλλα μέλη του συγκροτήματος. Το 2014, ο Suzuki, διαγνώστηκε με καρκίνο του παχέος εντέρου και η μάχη του με την ασθένεια ήταν το θέμα του ντοκιμαντέρ Energy του 2022. Οι Can, υπήρξαν το πιο επαγγελματικό γερμανικό συγκρότημα και κυκλοφόρησαν δίσκους με μεγάλη ποικιλία ήχων.
Ο Suzuki, είχε μια καινοτόμα και αμίμητη προσέγγιση στο τραγούδι, συχνά αυτοσχεδιάζοντας μέρη που τραγουδούσαν σε διάφορα γλώσσες (ένα μείγμα που ανέφερε ως “η γλώσσα της πέτρινης εποχής”).
Γεννημένος στις 16 Ιανουαρίου 1950 στο Κόμπε της Ιαπωνίας, ο Suzuki, ξεκίνησε τη μουσική του ζωή σε ηλικία οκτώ ετών, όταν του έδωσαν ένα φλάουτο. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, άφησε την Ιαπωνία για να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, γεγονός που τον οδήγησε στην Ευρώπη, όπου πήγαινε από χώρα σε χώρα, χρησιμοποιώντας τον ελεύθερο χρόνο του δίνοντας αυτοσχεδιαστικές παραστάσεις. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, τα μέλη των Can, οι Holger Czukay και Jaki Liebezeit ενώ ταξίδευαν στο Μόναχο της Γερμανίας, είδαν μία από τις παραστάσεις του Suzuki. Ψάχνοντας ήδη κάποιον για να αντικαταστήσει τον προηγούμενο τραγουδιστή του γκρουπ, Malcolm Mooney, τον κάλεσαν να ενταχθεί στο συγκρότημα και εκείνος εμφανίστηκε μαζί τους στη σκηνή αργότερα εκείνο το βράδυ.
Από εκείνη την στιγμή, ο Suzuki έγινε κανονικό μέλος των Can και άρχισε να ηχογραφεί μαζί τους, με αποτέλεσμα τελικά το άλμπουμ του 1970, Soundtracks, το οποίο περιλάμβανε τα φωνητικά του σε κομμάτια όπως “Don’t Turn the Light On, Leave Me Alone”, “Mother Sky” και “Tango Whiskyman”. Μετά από αυτό, ο Suzuki πρωτοστάτησε στο συγκρότημα για την κυκλοφορία του δίσκου τους, Tago Mago, το 1971, το οποίο κινούνταν σε πιο εφευρετικό, πειραματικό έδαφος, που χαρακτηρίστηκε από την ιδιόμορφη φωνητική του απόδοση και τους ρυθμικούς, επηρεασμένους από την τζαζ αυτοσχεδιασμούς του συγκροτήματος. Επεκτείνοντας τις τάσεις αυτού του άλμπουμ, το συγκρότημα ακολούθησε ίσως το πιο γνωστό του άλμπουμ: το Ege Bamyası του 1972, το οποίο περιλάμβανε τραγούδια όπως τα “Spoon”, “Vitamin C”, “I’m So Green” και άλλα.
CAN – Vitamin C (Music video)
Τα επόμενα χρόνια, το Ege Bamyası -και ολόκληρη η παραγωγή των Can της εποχής Suzuki- θεωρήθηκαν ως ορόσημο με επιρροή στη σύγχρονη μουσική ιστορία. Το άλμπουμ έχει κερδίσει μια θέση σε πολλές αναφορές των σπουδαιότερων άλμπουμ της δεκαετίας του ’70, και σε ορισμένες περιπτώσεις, των σπουδαιότερων άλμπουμ όλων των εποχών. Τα τραγούδια του έχουν διασκευαστεί από πολλούς, ενώ το συγκρότημα Spoon πήρε μάλιστα το όνομά του από το ομότιτλο τραγούδι.
Ο Suzuki, έμεινε με τους Can για ένα ακόμη άλμπουμ, το Future Days του 1973, όπου το συγκρότημα διεύρυνε τους μουσικούς του προσανατολισμούς. Λίγο μετά την κυκλοφορία του, ο Suzuki άφησε το γκρουπ και ξεκίνησε μια 10ετή παύση από τη μουσική. Αφού επέστρεψε στις εμφανίσεις το 1983, ο Suzuki συνέχισε να περιοδεύει και να συνεργάζεται με ένα ευρύ δίκτυο καλλιτεχνών, που αναφέρεται ως “Damo Suzuki’s Network”. Ως σόλο καλλιτέχνης, ηχογράφησε πολλά άλμπουμ, συμπεριλαμβανομένου το Live at the Windmill Brixton με τους “Sound Carriers” του 2018 με τους Black Midi.
Από τα ιδρυτικά μέλη των Can ζει μόνο ο κημπορντίστας Irmin Schmidt.
CAN – Paperhouse (1971)
Πηγή:ogdoo.gr