Σε απέραντη θλίψη βυθίστηκε ο καλλιτεχνικός χώρος και όχι μόνο με την είδηση πως ο Γιάννης Πουλόπουλος πέθανε σε ηλικία 79 ετών.
Ο Γιάννης Πουλόπουλος«έφυγε» από ανακοπή το βράδυ της Κυριακής, στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Νοσοκομείου Αττικόν. Τα τελευταία χρόνια είχε χάσει το φως του από γλαύκωμα, γεγονός που τον έριξε πολύ ψυχολογικά και είχε απομακρυνθεί από όλους κι από όλα. Όπως διαβάζουμε στο αφιέρωμα προς τιμήν του στην εφημερίδα On Time, δεν μιλούσε ούτε με τους φίλους του… Στο πλευρό του είχε πάντα τη γυναίκα του Μπέτυ, που ήταν μαζί από το 1983 και την κόρη του, Αλεξάνδρα.
Το βράδυ της Δευτέρας, η Μελίνα Ασλανίδου αποχαιρέτησε τον Γιάννη Πουλόπουλο, με μια συγκινητική ανάρτηση στον προσωπικό της λογαριασμό στο Instagram, αποκαλύπτοντας πως η κηδεία του καλλιτέχνη θα τελεστεί την Τετάρτη.
«Καλό ταξίδι …..Γιάννης Πουλόπουλος …#Ήταν ο έρωτας μου όταν ήμουν παιδί, αγάπησα βαθιά την φωνή του, μάλιστα τον είδα και να τραγουδάει ζωντανά κάπου στην Θεσσαλονίκη …. πρόλαβα … γιατί σταμάτησε νωρίς να τραγουδά … κάποια στιγμή τυχαία τον συνάντησα σε ένα μαγαζί και πήγα του μίλησα να του εκφράσω τον θαυμασμό μου, μας κέρασε να πιούμε μαζί ένα ποτηράκι μας μιλούσε ώρες για τον καλό του φίλο Γιάννη Πάρι , έφυγα γεμάτη από χαρά γιατί γνώρισα έναν μύθο για Μένα … οι καλλιτέχνες που έβλεπα μικρή στις ταινίες ήταν σαν ψεύτικοι στα παιδικά μου μάτια ….. Αργότερα γνώρισα την κόρη του και την γυναίκα του υπέροχα πλάσματα … καλό ταξίδι Γιάννη Πουλόπουλε … δύναμη στην οικογένεια σου εύχομαι …θα τα πούμε την Τετάρτη για το τελευταίο αντίο αφού δεν προλάβαμε να πούμε και άλλες κουβέντες …. Σ ευχαριστούμε που μοιράστηκες το δώρο της καλής σου φωνής … και μας έδειξες έναν δρόμο …. τον δικό σου το δρόμο στην μουσική …. Ευχαριστούμε …. Αντίο» έγραψε χαρακτηριστικά η Μελίνα Ασλανίδου.
Ο Γιάννης Πουλόπουλος γεννήθηκε στις 29 Ιουνίου του 1941 στην Καρδαμύλη Μεσσηνίας, στην περιοχή της Μάνης. Οι γονείς του, μεσσηνιακής καταγωγής, κατοικούσαν στην Αθήνα, στην περιοχή του Μεταξουργείου και ύστερα μετακόμισαν στο Περιστέρι και συγκεκριμένα στην περιοχή της Αγίας Τριάδας.
Σε ηλικία 5 ετών μένει ορφανός από μητέρα και μεγαλώνει με τον πατέρα του Γιώργο και τον μικρό αδερφό του Βασίλη.
Ο Γιάννης Πουλόπουλος από μικρός είχε κλίση στο τραγούδι. Παρακινημένος από τους φίλους του, που τον άκουγαν να τραγουδάει, αλλά και έχοντας ο ίδιος μεγάλη πίστη στις φωνητικές του ικανότητες, πήγαινε στην εταιρεία Columbia το 1962 κάνοντας προσπάθειες για να πει κάποια τραγούδια που γίνονταν τότε ακροάσεις, ζητώντας να τον ακούσουν, αλλά κανείς δεν του έκλεισε κάποιο ραντεβού.
Ο Γιάννης Πουλόπουλος συνέχιζε να ζητάει ακρόαση σχεδόν καθημερινά, παρ’ όλα τα μεροκάματα που έχανε αφού δούλευε τότε σαν ελαιοχρωματιστής και οικοδόμος, ενώ παράλληλα έπαιζε ποδόσφαιρο στον Άγιο Ιερόθεο και στον Ατρόμητο.
Την ίδια χρονική περίοδο φοιτούσε στη νυχτερινή σχολή ΝΤΗΖΕΛ, με ειδικότητα ηλεκτρολόγου. Έτσι μπαίνει στο στούντιο για να ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι, σε μουσική και στίχους του Μπάμπη Δαλιάνη, με τον τίτλο “Κορμί μου πονεμένο”. Στην πίσω πλευρά του δίσκου 45 στροφών θα έμπαινε το τραγούδι “Στο άδειο προσκεφάλι”, που όμως τελικά το πήρε επί πληρωμή ο Στέλιος Καζαντζίδης από τον συνθέτη. Τελικά το τραγούδι δεν κυκλοφορεί και μένει ως δείγμα στην Columbia. Ένας επιπλέον λόγος ήταν ότι ο Πουλόπουλος ακόμα ήταν ανήλικος και απαγορευόταν να εκδοθεί δίσκος με το αναγραφόμενο τραγούδι. Το δεύτερο τραγούδι ήταν ένα συρτοτσιφτετέλι του Πάνου Πετσά με τίτλο “Δως μου την καρδιά μου πίσω”. Κυκλοφορεί σε 45άρι και στην πίσω πλευρά είχε ένα “μπαγιό” του ίδιου του συνθέτη με την Πόλυ Πάνου και τη Βούλα Γκίκα, με τίτλο “Γεννήθηκα να σε αγαπώ”. Εκείνη την περίοδο η Columbia, έχοντας στο δυναμικό της μεγάλο αριθμό άγνωστων και ανερχόμενων τραγουδιστών, αποφασίζει να κάνει εκκαθάριση και να κάνει νέες ακροάσεις, από τις οποίες θα κρατούσε 50 άτομα.
Την επιτροπή ακροάσεων αποτελούσαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Τότε ο Γιάννης Πουλόπουλος διάλεξε να πει δύο δύσκολα τραγούδια: το “Μάνα μου και Παναγιά” και το “Παράπονο”. Μόλις τελείωσε, τον πλησίασε ο Μίκης Θεοδωράκης λέγοντας: “Αυτόν εγώ θα τον κάνω τραγουδιστή”, και τελικά ήταν ο μόνος που πέρασε από αυτή την ακρόαση.
Ο Μίκης Θεοδωράκης του δίνει να πει τρία τραγούδια στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη Η γειτονιά των αγγέλων, που εκείνη τη χρονιά (1963) ανεβαίνει στο θέατρο Ρεξ από τον θίασο Τζένης Καρέζη–Νίκου Κούρκουλου. Τα τραγούδια αυτά ήταν τα “Στρώσε το στρώμα σου για δυο”, “Δόξα τω Θεώ” και “Το ψωμί είναι στο τραπέζι”. Αυτά είναι και τα πρώτα τραγούδια που ηχογραφεί σε δίσκο ο Πουλόπουλος, τα οποία αργότερα θα δισκογραφήσει στην ίδια εταιρεία και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Εκείνη την περίοδο ηχογραφεί το ένα και μοναδικό τραγούδι με τον Σταύρο Ξαρχάκο, το “Πρωινό τραγούδι”, σε στίχους Νίκου Γκάτσου, το οποίο επίσης δεν κυκλοφορεί και μένει ως δείγμα και το 1963 συμπεριλαμβάνεται στο διπλό LP Χρυσές επιτυχίες του Σταύρου Ξαρχάκου. Ο χειμώνας του 1963 τον βρίσκει να τραγουδά στο κέντρο Ξημερώματα, στα Άνω Πατήσια, μαζί με την Καίτη Γκρέυ, τον Γιάννη Αγγέλου στο μπουζούκι και τον Γιάννη Μπουρνέλη ως κονφερασιέ. Στην συνέχεια, απομακρύνεται από την Columbia, εξαιτίας του Γρήγορη Μπιθικώτση, ο οποίος έθεσε βέτο στην εταιρεία και στους αδελφούς Λαμπρόπουλους, ότι αυτόν δεν τον ήθελε εκεί. Το 1964 κατατάσσεται φαντάρος και απολύεται το 1966.
Η συνέχεια βρίσκει τον Γιάννη Πουλόπουλο να τραγουδάει σε αρκετές μπουάτ στην Πλάκα (Το στέκι του Γιάννη, Ταβάνια, κ.ά.) Στη Λύρα ηχογραφεί ξανά τα τρία τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και άλλα δώδεκα του ίδιου συνθέτη, όπως τα “Βράχο βράχο τον καημό μου”, “Βρέχει στη φτωχογειτονιά”, “Καημός” κ.ά.
Το 1965 τραγουδάει τέσσερα τραγούδια του τότε πρωτοεμφανιζόμενου Μάνου Λοΐζου, ενώ το 1966 θα τραγουδήσει σε πρώτη εκτέλεση το “Ακορντεόν”, στην ταινία μικρού μήκους Αθήνα, πόλη χαμόγελο, σε σκηνοθεσία του Λάμπρου Λιαρόπουλου για το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Σχεδόν παράλληλα κάνει μεγάλη επιτυχία με το “Μη μου θυμώνεις μάτια μου”, του επίσης τότε πρωτοεμφανιζόμενου Σταύρου Κουγιουμτζή.
Το 1966 τραγουδά σε συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια, μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Μαρία Φαραντούρη και τον πρωτοεμφανιζόμενο Δημήτρη Μητροπάνο. Την ίδια χρονιά μπαίνει για τα καλά στη δισκογραφία. Τα 45άρια δισκάκια του κυκλοφορούν σωρηδόν και εμφανίζεται για πρώτη φορά στις κινηματογραφικές ταινίες: Οι στιγματισμένοι (1966), με τον Γιώργο Φούντα και τη Μάρω Κοντού, όπου τραγουδάει μαζί με την Ελένη Κλάδη το “Πολύ αργά” και το “Σ’ αγαπώ”· Ο τετραπέρατος (1966), με τον Κώστα Χατζηχρήστο, όπου ερμηνεύει το τραγούδι του Γιώργου Κατσαρού “Στον Πειραιά, στον Πειραιά”· Εκείνος κι εκείνη (1966), με τη Τζένη Καρέζη και τον Φαίδωνα Γεωργίτση, όπου τραγουδάει τη σύνθεση του Γιάννη Μαρκόπουλου “Ξεγυμνώστε τα σπαθιά”.
Ο Γιάννης Πουλόπουλος και το Νέο Κύμα
Είναι όμως η εποχή του Νέου Κύματος, το οποίο ο Γιάννης Πουλόπουλος ακολουθεί. Γράφει και συνθέτει δικά του τραγούδια, όπως το “Θά ‘θελα νά ‘χα”, που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Στη συνέχεια συνεργάζεται με τον Γιάννη Σπανό (συμμετέχει στην Ανθολογία και στην Ανθολογία Β’, ερμηνεύοντας αριστουργηματικά το “Παιδί μου ώρα σου καλή” σε ποίηση Γεώργιου Βιζυηνού), με τον Δήμο Μούτση (“Το κορίτσι μου στ’ άστρα”), με τον Κυριάκο Σφέτσα και με τον Νίκο Μαμαγκάκη (“Άνθη” και “Πέτρινα λουλούδια”, σε στίχους Βασίλη Βασιλικού).
Η συνεργασία του Γιάννη Πουλόπουλου με τον Μίμη Πλέσσα και η εμφάνισή του στον κινηματογράφο
Το 1966 έρχεται σε επαφή με τον Μίμη Πλέσσα, μια συνεργασία που άφησε εποχή στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Αφορμή η ταινία μιούζικαλ Οι θαλασσιές οι χάντρες (1966). Ακολούθησαν οι ταινίες: Κάτι κουρασμένα παλικάρια (1967), Μια κυρία στα μπουζούκια (1968), Ο ψεύτης (1968), Γοργόνες και μάγκες (1968), Ο μικρός δραπέτης (1968), Η Παριζιάνα (1969), Η ωραία του κουρέα (1969), Η θεία μου η χίπισσα (1970) κ.ά.
Άλλες εμφανίσεις την περίοδο 1967–1970
Το 1967 εμφανίστηκε στο Χρυσό Βαρέλι, στις Τζιτζιφιές, πλάι στη Μαρινέλλα, τον Τόλη Βοσκόπουλο, τη Δούκισσα, τον Στράτο Διονυσίου και τη Μπέμπα Μπλανς. Κατόπιν, αποφάσισε με την Μαρινέλλα να εμφανιστούν στη Νεράιδα, για τις επόμενες δύο σεζόν (1968–1969) με εκπληκτική επιτυχία. Το 1968 διοργανώνεται στην Αθήνα η 1η Ολυμπιάς Τραγουδιού, όπου ερμηνεύει το τραγούδι “Μα τώρα, αγάπη μου”, του Μίμη Πλέσσα.
Ο δρόμος (δίσκος)
Το 1969 είναι μια σημαδιακή χρονιά. Ο δρόμος, άλμπουμ των Μίμη Πλέσσα και Λευτέρη Παπαδόπουλου, όπου ο Γιάννης Πουλόπουλος ερμηνεύει δέκα από τα δώδεκα τραγούδια, θα γίνει αμέσως ο πρώτος ελληνικός χρυσός δίσκος—παρά την απαγόρευση μετάδοσής του από το τότε μονοπώλιο του ΕΙΡ/ΕΙΡΤ—και στα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα γίνει το πιο επιτυχημένο σε πωλήσεις άλμπουμ στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας, φτάνοντας τα 3.000.000 αντίτυπα, ρεκόρ που μέχρι σήμερα κανείς άλλος ελληνικός δίσκος δεν έχει πλησιάσει. Την ίδια χρονιά, συμμετέχει στον δίσκο Οι ώρες, των Λίνου Κόκοτου και Άκου Δασκαλόπουλου.
Μετά τον Δρόμο
Μετά την ανεπανάληπτη επιτυχία του Δρόμου, ο Πουλόπουλος, μέσα από τα τραγούδια και τις κινηματογραφικές του εμφανίσεις, γίνεται το μεγαλύτερο όνομα του ελληνικού τραγουδιού, ο “χρυσός ερμηνευτής”, χαρακτηρισμό που αποδεικνύει και μια δημοσκόπηση του 1970 σε περιοδικό της εποχής, σχετική με τη δημοσιότητα και απήχηση των τραγουδιστών, στην οποία κατατάχθηκε πρώτος ανάμεσα σε πολλά άλλα μεγάλα ονόματα. Ενώ άλλες δισκογραφικές εταιρείες προσπαθούν να τον προσελκύσουν, ο Αλέκος Πατσιφάς βρίσκει τρόπο να τον κρατήσει στη Λύρα. Ξέροντας την επιθυμία του τραγουδιστή να βρίσκεται συνέχεια στο στούντιο, τον βάζει να ηχογραφεί διαρκώς τραγούδια. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 1969–71 ο Γιάννης Πουλόπουλος τραγουδά σε δέκα μεγάλους δίσκους 33 στροφών και σε αρκετούς μικρούς 45 στροφών. Όταν, σε συνέντευξή του το 1987, ρωτήθηκε αν έχει κάνει λάθη στην καριέρα του, θα αναφέρει την έκδοση των δέκα δίσκων που κυκλοφόρησαν μέσα σε δύο χρόνια, υπογραμμίζοντας όμως ότι περιέχουν μερικά από τα “κλασσικά” (όπως τα χαρακτήρισε) τραγούδια του. Στους δέκα αυτούς δίσκους υπάρχουν εξαίσια δείγματα της φωνής του και υπέροχες ερμηνείες τραγουδιών βασισμένων σε στίχους ποιημάτων του Λόρκα και του Νερούδα (Εμιλιάνο Ζαπάτα), του Γιάννη Γλέζου, στην Ερωφίλη του Νίκου Μαμαγκάκη, στη “Γύφτισσα μέρα” του Γιώργου Κοντογιώργου και στη “Μαρία” του Νίκου Σκέμπρη (Λαβράνου) και την επόμενη χρονιά κυκλοφορεί δίσκο με τον επιστήθιο φίλο του τον Γιώργο Ζαμπέτα, το “Μουσικόραμα”. Κατά την περίοδο 1971-73, συνεργάζεται με τον σκηνοθέτη Όμηρο Ευστρατιάδη, ντύνοντας κάποιες ταινίες του με μουσική και στίχο.
+ There are no comments
Add yours