Η ιστορία του “Don’t You (Forget About Me)” των Simple Minds

του Κωνσταντίνου Παυλικιάνη

Το «Don’t You (Forget About Me)» περιλαμβάνεται στο soundtrack της ταινίας «The Breakfast Club», που κυκλοφόρησε το 1985. 

Πρόκειται για ένα new wave/synth-pop rock τραγούδι, εμβληματικό της δεκαετίας του 1980. Ωστόσο, για μία τόσο μεγάλη επιτυχία, η ιστορία πίσω από τη γέννηση του τραγουδιού είναι εκπληκτικά θορυβώδης. 

Οι Simple Minds ήταν ένα δημιουργικό και ενδιαφέρον σκωτσέζικο rock συγκρότημα, το οποίο σχηματίστηκε το 1977 και χρησιμοποιούσε τα synthesizers με καλλιτεχνικό τρόπο ώστε να ταιριάξουν με τα ποιητικά φωνητικά και να σφυρηλατήσουν υπέροχα, χορευτικά και συνάμα πικρά ηχητικά τοπία, γεμάτα υπόσχεση, γοητεία και αρμονικές σκιές. Ωστόσο, το «Don’t You (Forger About Me)» είναι μία από τις ασυνήθιστες περιπτώσεις που οι Simple Minds έπαιξαν ένα κομμάτι που δεν έγραψαν οι ίδιοι. Το τραγούδι το έγραψαν ο Keith Forsey και ο Steve Schiff ειδικά για τους τίτλους της ταινίας του John Hughes «The Breakfast Club». 

Η ταινία αναφέρεται σε μία ομάδα πέντε απροσάρμοστων και άσχετων μεταξύ τους μαθητών που αναγκάζονται να περάσουν τιμωρημένοι το Σάββατό τους στο σχολείο υπό την επίβλεψη ενός καθηγητή. Οι πέντε μαθητές δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ανομοιόμορφοι, αλλά χτυπούν κάθε σχολικό στερεότυπο που μπορεί να φανταστεί κανείς: τον αθλητή, την υποσχόμενη πριγκίπισσα, τον σπασίκλα, τον περιθωριακό αλήτη και την εσωστρεφή. Το δε τραγούδι αντανακλά την εύθραυστη φύση της φιλίας και αποδεικνύεται ζωτικής σημασίας για το πλαισίωμα της ταινίας, με αποτέλεσμα να είναι αναπόφευκτα συνδεδεμένο με την ταινία. 

Ο Keith Forsey ήταν Βρετανός drummer γνωστός για τη δουλειά του σε μία σειρά δίσκων του Giorgio Moroder. Με υπόδειξη του Moroder, ο Forsey ξεκίνησε να γράφει τραγούδια, μεταξύ των οποίων συνέγραψε το «Hot Stuff» της Donna Summer, το «Flashdance… What A Feeling» της Irene Cara -που ήταν το τραγούδι των τίτλων της ταινίας «Flashdance» (1983)- και αργότερα το «Shakedown» για την ταινία «Ο Μπάτσος Του Μπέβερλι Χιλς Νο 2» (Beverly Hills Cop II, 1987). Αφού το 1984 το «Flashdance… What A Feeling» κέρδισε Oscar, ο John Hughes ήρθε σε επαφή με τον Forsey για να του πει ότι αναζητά τραγούδια για τη νέα του ταινία με τίτλο «Breakfast Club». Ο Forsey επικοινώνησε με τον Steve Schiff, ο οποίος ήταν κιθαρίστας και τραγουδοποιός της μπάντας της Nina Hagen, γράφοντας μάλιστα και ένα από τα σημαντικότερα τραγούδια της: το «New York/N.Y.». Οι δυο τους πήγαν στο Σικάγο, παρακολούθησαν το γύρισμα, διάβασαν το σενάριο του Hughes και έπιασαν δουλειά με σκοπό να γράψουν ένα τραγούδι που θα έπιανε, όσο καλύτερα μπορούσαν, το πνεύμα της ταινίας.

Michelle Manning (συμπαραγωγός του «Breakfast Club»): Δούλευα για τον παραγωγό Ned Tanen (παραγωγό των Channel Productions) και είχαμε κάνει τα «Δεκαέξι Κεράκια» (Sixteen Candles, 1984), την πρώτη μας ταινία. Ήμουν στα γυρίσματα και ο John [Hughes] μου είπε «Ξέρεις, αυτό είναι πραγματικά περίεργο» γιατί είχε γράψει μία ταινία ειδικά για να γίνει η πρώτη που θα σκηνοθετήσει και σχετικά με πέντε παιδιά σ’ ένα δωμάτιο. Και είπα:

  • Ω! Και τι έγινε μ’ αυτή;

Και μου είπε ότι ήταν στην Α&Μ Records και υποτίθεται ότι θα την έκαναν για ένα εκατομμύριο δολάρια, αλλά δεν είχε ιδέα για το τι επρόκειτο πλέον να γίνει, γιατί έκανε τα «Δεκαέξι Κεράκια» για περισσότερα από ένα εκατομμύριο. Έτσι τηλεφώνησα στον Ned Tanen, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά τον Gil Friesen (executive producer), και πήρε τον Gil… και το επόμενο πράγμα που ήξερα ήταν ότι ήμασταν συνεργάτες σ’ αυτό. Κι έτσι ασχολήθηκα με το «Breakfast Club». Ο John ήταν ένας συνολικά ειδήμονας στη μουσική. Ήξερε ακριβώς τι ήθελε. Κι έτσι φέραμε τον Keith Forsey. Ο John ήθελε πολλά πράγματα της αγγλικής σκηνής, τα οποία είχε φέρει και που κανένας μας δεν είχε καν ακουστά. Πολλά από αυτή τη μουσική τα έβαλε στα «Δεκαέξι Κεράκια». Φυσικά, τώρα όλοι λένε «Ω ναι, βέβαια [αυτή η μουσική] ήταν παντού». Αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν όταν το έκανε αυτό.   

Steve Schiff: Ήμουν κιθαρίστας της Nina Hagen και ο Giorgio Moroder έκανε την παραγωγή σε έναν δίσκο της. Ο Keith Forsey δούλευε μαζί του, ήταν κάτι σαν βασικός από τους τύπους του Giorgio και, μάλιστα, είχε γράψει μαζί του μερικές μεγάλες επιτυχίες. Μόλις είχε αρχίσει να δουλεύει με τον Billy Idol, ίσως κάνα δυο χρόνια πριν. Έτσι συναντηθήκαμε στην ηχογράφηση του δίσκου και γίναμε φίλοι. Νομίζω ότι ήταν περίπου ενάμιση χρόνος μετά τη γνωριμία μας, που ο Keith προσλήφθηκε από τη Universal για να κάνει το «Breakfast Club». Είμαι σίγουρος ότι αυτό προέκυψε επειδή αυτός και ο Giorgio κέρδισαν Oscar για το «Flashdance». Έτσι, βασικά, ήταν σφραγισμένος στο μέτωπο ως ο τύπος στον οποίο απευθύνεσαι. Ήμουν σε μια περιοδεία με τη Nina σ’ όλη την Ευρώπη και ο Keith με πήρε τηλέφωνο στην Ισπανία και μου είπε:

  • Πρέπει να κάνω όλα αυτά τα τραγούδια! Πότε θα γυρίσεις πίσω;

Μου έστειλαν το σενάριο όταν τελείωσα την περιοδεία. Επέστρεψα στην Αμερική γύρω στα Χριστούγεννα [του 1984]. Διάβασα, λοιπόν, το σενάριο και αρχίσαμε να γράφουμε αρχικά στο σπίτι του Giorgio στην ελεύθερη κρεβατοκάμαρά του και στη συνέχεια πήγαμε στο πλήρως εξοπλισμένο στούντιο του Giorgio στην κοιλάδα όπου ξεκινήσαμε να βάζουμε τα κομμάτια μαζί. Το «Don’t You» δεν ήταν το πρώτο -μπορεί να ήταν και το τελευταίο, δεν είμαι σίγουρος. 

Doreen Ringer-Ross (αντιπρόεδρος της BMI): Ο Steve ήταν κάπως σκοτεινός, μυστηριώδης… Πάντα λαμπρός. Πάντα πραγματικά ταλαντούχος. Ακόμα και σήμερα, αν είναι να σου πει ή να σου γράψει κάτι, μιλάει ποιητικά. Είναι ένας πραγματικά απίστευτος καλλιτέχνης. Πάντα ήταν

Keith Forsey: Ο Steve ήταν ένα από τα μέλη της μπάντας και, όταν αναφέρεσαι σε δίσκο της Nina, ήταν ισχυρό κομμάτι αυτού του δίσκου. Οι πρώτες μας συνεργασίες ήταν φανταστικές. Εκείνη την εποχή και οι δύο ακούγαμε σχεδόν τους ίδιους δίσκους και είμασταν και οι δύο στο σωστό μέρος για να κάνουμε αυτό τον δίσκο και τη συνεργασία. Μόλις είχα απογειωθεί μετά το Oscar που κέρδισα με τον Giorgio Moroder και υποθέτω ότι αυτοί οι άνθρωποι σκέφτηκαν ότι είχα την αξιοπιστία να συνθέσω κινηματογραφική μουσική. Ασχέτως αν το έκανα ή όχι, ήταν κάτι άλλο. Ο John Hughes (σκηνοθέτης και παραγωγός του «Breakfast Club») με πλησίασε πολύ νωρίς στο project και είπα ναι, σίγουρα. Με ενδιέφερε. Διάβασα το σενάριο και ήταν καλό. Πήγα στο Σικάγο και παρακολούθησα μερικά από τα πρώτα γυρίσματα στο σχολείο. Κατευθείαν από το αεροδρόμιο εκεί. Κι εκεί συναντήθηκα με τον John και τον έβλεπα να δουλεύει με τους ηθοποιούς κι έτσι έμαθα τι ήταν όλο αυτό. Πήρα μερικά ακατέργαστα κομμάτια της ταινίας, κάθισα στο πίσω δωμάτιο, παρακολουθούσα και κράταγα σημειώσεις. Δούλευα με τον Billy Idol και τον Giorgio Moroder. Από τον Moroder, λοιπόν, είχαμε κάποια στοιχεία techno. Από τον Idol είχαμε το punk, που συνδυάστηκε με την techno. Πιστεύω, λοιπόν, ότι ο John αναζητούσε λίγο από αυτό και λίγο από ανεξάρτητο. Ήμασταν στο στούντιο Β των Oasis Studios στο Los Angeles, το οποίο ήταν το μικρότερο δωμάτιο που χρησιμοποιούσαμε συνήθως, περισσότερο για γράψιμο. Ο Steve είναι πάντα μπροστά από σένα. Πάντα προχωράει, προχωράει, προχωράει κι εγώ είμαι ο τύπος που προσπαθεί να τον κρατήσει πίσω και να πει «εδώ είναι το Α, ας προσπαθήσουμε να τελειώσουμε το Α. Εδώ είναι το Β. Ας πάρουμε το Β και να το κολλήσουμε με το Α». Ο Steve είναι τρελός τύπος. Είμαστε απλώς διαφορετικοί χαρακτήρες.

Steve Schiff: Ο τρόπος με τον οποίο γράφουμε με τον Keith είναι ότι θα βάλουμε κάτω έναν ρυθμό στα drums και στη συνέχεια μια κιθάρα για ν’ αρχίσουμε να χτίζουμε το κομμάτι και να ψάχνουμε ιδέες για τους στίχους. Με το «Don’t You», λοιπόν, είναι σχεδόν η ίδια ιστορία. Βάλαμε κάτω αυτόν τον ρυθμό στα drums και ψηλά την κιθάρα. Ο Keith είναι σπουδαίος επειδή είναι πολύ οργανωμένος. Είναι καλός παραγωγός. Κι εγώ είμαι ο κιθαρίστας. Μου είπε:

  • Παίξε κάτι!

Και σκεφτήκαμε τις συγχορδίες της έναρξης του τραγουδιού και τον ρυθμό του. Το βάλαμε όλο αυτό το κομμάτι μαζί με μερικά πλήκτρα και μπάσο, αλλά δεν είχαμε κανέναν στίχο ακόμα.

Keith Forsey: Υπήρξε μία συγκεκριμένη σκηνή, στη μέση της ταινίας, όπου ο Judd Nelson και ο Anthony Michael Hall αντιμετώπιζαν ο ένας τον άλλον και νομίζω ότι είναι ο Anthony Michael Hall που λέει στον Judd Nelson κάτι σαν «Θα με θυμάσαι μετά απ’ αυτό;» γιατί ήρθανε κάπως κοντά σ’ εκείνη τη φάση. Και με πήγε πίσω στα σχολικά μου χρόνια και ήμουν κάπως στον στραβό δρόμο και θυμάμαι να στέκομαι σε μία στάση λεωφορείου με ένα από τα παιδιά που ήταν στον καλό δρόμο και αρχίσαμε να μιλάμε. Του πρόσφερα ένα τσιγάρο και γίναμε κάτι που… δεν θα γινόταν ποτέ αν είμασταν κι οι δύο με την κανονική μας παρέα. Και σκέφτηκα αυτό το «Λοιπόν, θα με ξεχάσεις;». Και σκέφτηκα ότι αυτό ήταν σπουδαίο θέμα για το τραγούδι. Κάτω από όλη αυτή τη νευρικότητα από τον νταή κι απ’ αυτούς [στην ταινία], υπάρχει αυτό το υποκείμενο θέμα: Είμαστε όλοι παιδιά και όλοι προσπαθούμε να βρούμε τον χώρο μας στον κόσμο και προσπαθούμε να δουλέψουμε τις δυνάμεις μας και τις αδυναμίες μας. Είναι μία περίεργη περίοδος της ζωής, έτσι δεν είναι;  

Steve Schiff: Ο στίχος κατέληξε να είναι ένα είδος μονόλογου, όπως συμβαίνει στα νιάτα μας, όπου βγαίνεις κάπου και βλέπεις στην πίστα ένα όμορφο κορίτσι -ίσως ο έρωτας της ζωής σου ή απλά κάποια που σε ανάβει- και δεν πας ποτέ να της μιλήσεις. Είναι, λοιπόν, αυτό το πράγμα του τύπου «Ω! Διάολε!». Το τραγούδι βασικά είναι αυτό που θα ήθελες να είχες πει. Αυτή ήταν περίπου η ατμόσφαιρα. Είχαμε τον στίχο τελειωμένο και έπειτα ο Keith με πήρε τηλέφωνο… Πραγματικά είμαι σίγουρος ότι το στείλαμε στον Bryan Ferry. Είμαι πολύ σίγουρος ότι είπε όχι, παρόλο που δεν το άκουσα ποτέ ευθέως. Στη συνέχεια το στείλαμε στους Simple Minds επειδή πιστεύαμε ότι αυτό θα ήταν υπέροχο. Και ήμουν μεγάλος θαυμαστής τους. Πρακτικά άκουγα το «Sparkle In The Rain» σχεδόν καθημερινά εκείνη την εποχή.   

Η πιο διαδεδομένη άποψη είναι ότι ο Keith Forsey και ο Steve Schiff ήταν θαυμαστές των Simple Minds και έγραψαν το τραγούδι έχοντας το συγκρότημα αυτό στο μυαλό τους. Ο Forsey έφτιαξε ένα πρόχειρο demo, αλλά ήθελε το τραγούδι να ηχογραφηθεί από ένα καθιερωμένο συγκρότημα και γι’ αυτό άρχισε να προωθεί το κομμάτι και τον εαυτό του στις δισκογραφικές εταιρίες των συγκροτημάτων που θαύμαζε και που ένιωθε ότι θα τους ταίριαζε να το ηχογραφήσουν και να προσθέσουν «βαρύτητα» στο soundtrack. 

Kathy Nelson (music supervisor): Δούλεψα πολύ με τον John [Hughes]. Έκανα τα «Δεκαέξι Κεράκια». Έκανα το «Ένας Απίστευτος Έρωτας» (Some Kind Of Wonderful, 1987). Έκανα πολλά από τα δικά του πράγματα και γίναμε πολύ καλοί φίλοι. Ήτανε σαν παιδί όταν έφτανε στη μουσική. Αγαπούσε τη μουσική. Και είχε πολύ καλό γούστο επειδή δεν είχε, αν θέλεις, ενήλικο γούστο στη μουσική. Του άρεσε η εναλλακτική μουσική. Του άρεσαν πράγματα που ήταν λίγο αριστερά από το κέντρο. Μόλις είχα αρχίσει στη MCA Records. Όταν [στην A&M] έκαναν το «Breakfast Club», στο ίδιο στούντιο, δούλευα στον «Μπάτσο Του Beverly Hills» (Beverly Hills Cop, 1984). Χρειαζόμουνα ένα τραγούδι τίτλου για τον «Μπάτσο Του Beverly Hills» και ήθελα να το γράψει ο Keith και ο Keith χρειαζόταν ένα συγκρότημα. Είχε γράψει το «Don’t You Forget About Me» κι έτσι τον βοήθησα γιατί δεν ήξερε πως να βρει κάποιον να το τραγουδήσει.      

Η δισκογραφική εταιρία των Simple Minds, A&M Records, προσκάλεσε τον Forsey να συναντήσει το συγκρότημα στα παρασκήνια μετά από μία συναυλία στις Η.Π.Α., όπου βρίσκονταν οι Simple Minds στο πλαίσιο της περιοδείας Tour Du Monde. Ωστόσο, η A&M παρέλειψε να ενημερώσει τους Simple Minds και το συγκρότημα σαστισμένο απέρριψε την προσφορά του τραγουδιού παρά τον ενθουσιασμό που είχε ο Forsey γι’ αυτούς (κρατώντας μάλιστα μια συλλογή από δίσκους τους).

Keith Forsey: Όταν γράψαμε το τραγούδι, η πρώτη μας σκέψη ήταν οι Simple Minds. Οι Simple Minds ήταν οι πρώτοι, αλλά το απέρριψαν.

Στη συνέχεια, το δίδυμο των τραγουδοποιών προσπάθησε μάταια να πείσει αρκετούς καλλιτέχνες υψηλού προφίλ να ηχογραφήσουν το τραγούδι, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. 

Michelle Manning: Υπήρξε κάποια στιγμή που δεν μπορούσαμε να πάρουμε κανέναν. Εγώ κι ο David Anderle (music supervisor του «Breakfast Club») τριγυρίζαμε κυριολεκτικά στους δρόμους του Λονδίνου για δυόμισι, σχεδόν τρεις, εβδομάδες πηγαίνοντας σε κάθε σημαντικό αγγλικό συγκρότημα, με μία κόπια του «Breakfast Club». Τους δείχναμε την ταινία και μας κοιτούσαν σαν να ήμασταν εξωγήινοι. Μας λέγανε «Δεν καταλαβαίνουμε. Ποιος είναι ο διευθυντής;». Δεν μπορούσαν να συλλάβουν τον χαρακτήρα του Paul Gleason και να σκεφτούν ποιος είναι αυτός ο τύπος. Γιατί σίγουρα δεν συμπεριφέρεται σαν διευθυντής. Επίσης, δεν κατάλαβαν τι έκαναν αυτά τα παιδιά στο σχολείο το Σάββατο και χωρίς τη στολή τους. 

Οι πηγές διαφοροποιούνται σχετικά με το σε ποιον προσφέρθηκε το τραγούδι. Η Michelle Manning, η οποία ήταν συμπαραγωγός του «Breakfast Club», είπε ότι το κομμάτι στάλθηκε στον Billy Idol, ο οποίος το απέρριψε, αν και ο Forsey που δούλεψε με τον Idol στον δίσκο «Rebel Yell» (1983) είπε ότι αυτό δεν συνέβη ποτέ. 

Michelle Manning: Ναι, θυμάμαι που προσφέρθηκε το τραγούδι στον Billy Idol. Δεν το κατάλαβε. Νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι που το προσπέρασαν, ποτέ δεν θα πουν ότι το προσπέρασαν. Γιατί είχαμε την ταινία και το demo με τον Keith που ήταν κυριολεκτικά σαν το τελικό τραγούδι. Και οι άνθρωποι απλά μας απέρριπταν.  

Steve Schiff: Δεν ξέρω αν ο Keith το έστειλε ή όχι στον Billy Idol. Μπορεί να το ‘χει κάνει, μπορεί και όχι. Δεν είμαι σίγουρος.

Keith Forsey: Όχι, αυτό δεν είναι αλήθεια. Πολλοί άνθρωποι το νομίζουν αυτό. Δεν ξέρω, ειδικά με την ταινία ήμουν εκνευρισμένος που οι προσωπικότητες [ένιωθαν ότι] δεν θα ταίριαζαν, γι’ αυτό και το άφησα έξω από τη σφαίρα του Billy. Μπορεί να κάναμε καλά αν το είχαμε κάνει.

Το τραγούδι προσφέρθηκε και στον Bryan Ferry, ο οποίος κι αυτός το απέρριψε. Στο τραπέζι έπεσε και το όνομα του τραγουδιστή των Fixx, Cy Curnin. Η δισκογραφική εταιρεία πρότεινε και τον Corey Hart, ο οποίος τότε είχε επιτυχία με το «Sunglasses At Night», αλλά ο Forsey δεν πίστευε ότι ο Corey Hart ήταν ο κατάλληλος τραγουδιστής για το τραγούδι. 

Keith Forsey: Τότε η A&M ήρθε σε μένα και μου είπαν ότι ήθελαν να το κάνει ο Corey Hart. Αφού λοιπόν έπλυνα το πρόσωπό μου και σταμάτησα τον εμετό (γέλια) είπα:

  • Δεν υπάρχει περίπτωση! Δεν μπορεί να το κάνετε αυτό, απλά δεν μπορείτε να το κάνετε! Πρέπει να πάρετε τους Simple Minds! Ξαναπροσπαθήστε!

Έγινε πρόταση και στην Chrissie Hynde, τραγουδίστρια των Pretenders (και τότε σύζυγο του τραγουδιστή των Simple Minds, Jim Kerr), που της άρεσε αλλά το απέρριψε καθώς ήταν έγκυος εκείνη την εποχή, αν και η επιλογή της θα μπορούσε ενδεχομένως να έγινε με τη σκέψη ότι το τραγούδι πιθανόν να επέστρεφε εμμέσως στους Simple Minds.

Michelle Manning: Λοιπόν, η Chrissie Hynde είπε ναι, αλλά εκείνη την εποχή ήταν έγκυος. Και είπαμε ότι μέρος της συμφωνίας είναι να κάνουμε κι ένα video και δεν θα γύριζε βίντεο έγκυος, κάτι για το οποίο δεν θα την κατηγορούσα. Έπιασε το νόημα της ταινίας. Έπιασε το τραγούδι. Της άρεσε όλο αυτό το πράγμα. Αλλά ήταν έγκυος κι έτσι είπε στον σύζυγό της, τον Jim:

  • Πρέπει να το κάνεις το τραγούδι. Το τραγούδι είναι επιτυχία.

Κατάλαβες; Έκανε τον παράγοντα εκ μέρους μας. Και οι Simple Minds είχαν υπογράψει στην A&M κι έτσι δεν ήταν δύσκολο. Αλλά είπανε όχι.

Kathy Nelson: Δεν ήμουν τόσο εξοικειωμένη με τους Simple Minds, αλλά προφανώς για τον τραγουδιστή απείχε πολύ από το είδος του τραγουδιού που θα έκανε. Και μπορούσε πραγματικά να το τραγουδήσει μόνο μ’ έναν τρόπο

Ωστόσο, ο Forsey δεν το έβαλε κάτω και προσπάθησε να ενοχλήσει και πάλι τους Simple Minds και να τους πείσει να ηχογραφήσουν το τραγούδι. Εκείνη την εποχή, οι Simple Minds είχαν τραβήξει την προσοχή στη Μεγάλη Βρετανία με τρεις μέτριες επιτυχίες από τον δίσκο «Sparkle In The Rain» (1984): «Waterfront» (έφτασε στο Νο 13), «Speed Your Love To Me» (Νο 20) και «Up On The Catwalk» (Νο 27). Στις Η.Π.Α., ωστόσο, δεν είχαν τύχη, σε μεγάλο βαθμό επειδή η δισκογραφική τους εταιρεία δεν τους προώθησε. Το γεγονός αυτό απογοήτευσε το συγκρότημα, μιας και οι προσπάθειές τους να διεισδύσουν στην αμερικανική αγορά δεν καρποφόρησαν με κάποιο σημαντικό ραδιοφωνικό παίξιμο. Ωστόσο ο Bruce Findlay, manager των Simple Minds, προσπάθησε να διορθώσει τα πράγματα προσπαθώντας να τους μεταπείσει να ηχογραφήσουν το «Don’t You (Forget About Me)», βλέποντας σ’ αυτό το τραγούδι το διαβατήριο για την επιτυχία του συγκροτήματος στις Η.Π.Α., και ήλπιζε να τους αλλάξει γνώμη με μία ιδιωτική προβολή του «Breakfast Club» στο κεντρικό Λονδίνο. Αλλά όταν έπεσαν οι τίτλοι, η απάντηση ήταν ακόμα όχι. 

Το συγκρότημα δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον αφού δεν έβλεπαν πώς θα μπορούσε η ηχογράφηση του τραγουδιού αυτού να άλλαζε τα πράγματα πως το καλύτερο. Επιπλέον, ο στίχος δεν άρεσε καθόλου στον Jim Kerr και ιδιαίτερα το σημείο «I won’t harm you or touch your defenses / vanity, insecurity» («Δεν θα σου κάνω κακό ή ν’ αγγίξω τις άμυνές σου / ματαιοδοξία, ανασφάλεια»).  

Γιατί, λοιπόν, το συγκρότημα ηχογράφησε το τραγούδι; 

Michelle Manning: Κάτι έγινε στο ανώτερο κλιμάκιο της A&M, το οποίο ήταν ο Gil Friesen και ο David Anderle, και το επόμενο πράγμα που έμαθα ήταν ότι οι Simple Minds ηχογραφούσαν το τραγούδι.

Σύμφωνα με τον Jim Jerr, το συγκρότημα ήταν απρόθυμο καθώς θεώρησε ότι θα έπρεπε να ηχογραφεί μόνο το δικό του υλικό. 

Jim Kerr: Στην πραγματικότητα είχε να κάνει περισσότερο με το γεγονός ότι δεν γράψαμε εμείς το τραγούδι και ήμασταν αντίθετοι στο να κάνουμε υλικό που γράφτηκε από κάποιον εκτός του συγκροτήματος. Το demo του τραγουδιού που μας παρουσιάστηκε δεν ξετρέλανε κανέναν. Δεν ήταν κακό, αλλά όχι και τίποτα σπουδαίο, ακουγόταν σαν να ταίριαζε περισσότερο στους Psychedelic Furs απ’ ό,τι στους Simple Minds. Μας πήρε λίγο καιρό μέχρι να δεσμευτούμε με την ιδέα να ηχογραφήσουμε το τραγούδι και να το κάνουμε δικό μας.

Αν και αρχικά αρνήθηκαν, οι Simple Minds μεταπείστηκαν από την A&M, την Chrissie Hynde και τον ίδιο τον Forsey, ο οποίος ταξίδεψε μέχρι την Αγγλία για να τους δει και να τους πείσει να το κάνουν, επαναλαμβάνοντας τον θαυμασμό του για τους Simple Minds. Το συγκρότημα έκανε νέα ενορχήστρωση κι ένα απόγευμα του Νοεμβρίου του 1984, σ’ ένα στούντιο στο βόρειο Λονδίνο, ηχογράφησε μέσα σε τρεις ώρες το «Don’t You (Forget About Me)» με παραγωγό τον Keith Forsey.

Keith Forsey: Όταν ανέλαβα το «Breakfast Club», σκέφτηκα αρχικά ότι ήταν πάνω από τις δυνατότητές μου. Το να γράψω μουσική για τον κινηματογράφο δεν ήταν για μένα. Η συμβολή μου στα soundtracks ήταν κυρίως τραγούδια. Το «Don’t You (Forget About Me)» γράφτηκε για τους Simple Minds. Ο Steve Schiff κι εγώ ήμασταν μεγάλοι θαυμαστές των Simple Minds, αλλά το απέρριψαν. Η επόμενη πιθανότητα ήταν ο Bryan Ferry, αλλά δεν ήθελε να το κάνει. Η εταιρεία ήθελε τον Corey Hart, ο οποίος είχε τότε μία τεράστια επιτυχία με το «Sunglasses At Night», αλλά σκέφτηκα ότι δεν ήταν ο κατάλληλος. Οπότε συνέχισα να πιέζω για τους Simple Minds. Και ο David Anderle, ο Θεός να τον ευλογεί, επέστρεψε και προσπάθησε και ξαναπροσπάθησε και τους κατάφερε. Ο David είπε ότι πάμε στην Αγγλία. Έτσι εγώ κι ο Brian Reeves, ο μηχανικός που δούλευε σε ολόκληρο τον δίσκο, πετάξαμε στην Αγγλία. Συναντήσαμε το συγκρότημα έξω από ένα στούντιο. Είτε είχαν την εντύπωση ότι πρόκειται να συνεργαστούμε είτε όχι, δεν ήμουν σίγουρος, πάντως εμφανίστηκα με τον Brian κι αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε την ηχογράφηση. Ο Jim τραγούδησε τους στίχους κι αυτό ήταν. Το ότι έγραψα και έκανα την παραγωγή του «Don’t You (Forget About)» είναι το μεγαλύτερό μου επίτευγμα. Άλλαξε τη ζωή μου και μου φαινόταν σαν να έγραψα τελικά ένα πολύ καλό τραγούδι. Αγάπησα τα πάντα σ’ αυτό. Ο βασικός ρυθμός βασίστηκε σε μία εκτέλεση του «Our Lips Are Sealed» από το ska συγκρότημα Fun Boy Three. Οι Fun Boy Three είχαν αυτόν τον ρυθμό στην εκτέλεσή τους αλλά ήταν χαλαρότερος. Σκέφτηκα ότι πρέπει να χρησιμοποιήσω αυτόν τον ρυθμό. Το είχα, λοιπόν, αυτό στο μυαλό μου κι έπειτα ο Schiff ήρθε και το κάναμε. Και στη συνέχεια οι Simple Minds πήραν το demo ακόμα πιο πέρα. Βάλανε αυτό το υπέροχο γέμισμα στα drums και το «Hey, hey, hey!» στη φωνή του Jim Kerr. Αυτό πιθανότατα να είναι στην επιτύμβια στήλη μου όταν πεθάνω! (γέλια)  

Jim Kerr: Ο Keith ήταν γεμάτος ενέργεια και ενθουσιασμό και κατάλαβε το θέμα μας. Το έκανε διασκεδαστικό, μας άρεσε ο Keith και θελήσαμε να κάνουμε καλή δουλειά γι’ αυτόν όπως θα κάναμε για οτιδήποτε άλλο.

Στην ηχογράφηση του τραγουδιού συμμετείχαν οι: Jim Kerr (βασική φωνή), Charlie Burchill (κιθάρα, πλήκτρα), Mick MacNeil (πλήκτρα), Derek Forbes (μπάσο), John Giblin (μπάσο), Kenny Hyslop (drums), Mike Ogletree (drums) και Mel Gaynor (drums, κρουστά). 

Steve Schiff: Το demo ήταν το ίδιο κομμάτι που είναι και στον δίσκο. Ο Keith αντικατέστησε το drum machine με το συγκρότημα και έπαιξαν πάνω σ’ αυτό. Βασικά έπαιξαν με τα ακουστικά ακούγοντας το demo. Νομίζω ότι ο Keith ήταν αυτός που το τραγούδησε για να ακούει ο Jim. Ο Keith μπήκε εκεί μέσα με την 24κάναλη ταινία και πέρασε δυο μέρες δοκιμάζοντας με τους Simple Minds. Και είναι υπέροχο γιατί έβαλαν την ταινία και μόλις ακούστηκαν οι κιθάρες ο Jim φώναξε «Hey, hey»! Αυτός είναι ο λόγος που μ’ αρέσει τόσο πολύ [ο Jim], επειδή είναι πολύ δημιουργικός. Του δίνεις ένα εκατοστό και θα το κάνει χιλιόμετρο. 

Kathy Nelson: Το αστείο ήταν πάντα ότι τα demos του Keith ήταν τόσο καλά επειδή ο Keith είχε σπουδαία φωνή και έμοιαζε με τον James Dean. Τον έβλεπα με δέος γιατί πάντα είχε μία φίλη supermodel. Εκείνη την εποχή ο Keith ήταν σταρ. Πραγματικά του είπα:

  • Πρέπει να βάλεις κάποιον άλλο σ’ αυτά τα demos γιατί τραγουδάς αυτά τα τραγούδια καλύτερα απ’ ό,τι θα μπορούσε οποιοσδήποτε άλλος. Τρομάζεις τους τραγουδιστές.

Για μένα ο Keith ήταν ένας από τους σημαντικότερους τραγουδοποιούς της pop. Γράφει πολύ διαχρονικά τραγούδια. Είναι ένας παραγωγός-φαινόμενο και drummer-φαινόμενο. Δεν μπορώ να πω αρκετά για το πόσο ταλαντούχος είναι.

Michelle Manning: Ω Θεέ μου. Ναι! Το demo του «Don’t You (Forget About Me)» ήταν τόσο απίστευτο! Ήταν ακριβώς όπως το τελικό προϊόν, όπως το έστειλαν οι Simple Minds όταν αποφάσισαν ότι ήθελαν να το κάνουν αυτοί. Κι εμείς είπαμε:

  • Όχι. Αυτό που θέλουμε να κάνετε είναι να αντιγράψετε ακριβώς το demo. 

Γιατί ήταν τέλειο.

Jim Kerr: Μόλις καταλήξαμε στην εισαγωγή και ειδικά όταν ο drummer μας Mel Gaynor άρχισε να επιδεικνύει τον ρυθμό του, αρχίσαμε όλοι να νιώθουμε ότι είχαμε τον έλεγχο.

Το τραγούδι, γραμμένο σε Σολ μείζονα (G major), έχει στρατιωτικό ήχο στα τύμπανα (με ρυθμό 111 bpm) καθώς και αρκετό χώρο ανάσας για τις κιθάρες, δόσεις από synthesizer και, πάνω απ’ όλα, μία δραματική ερμηνεία, την οποία ενθαρρύνει δυναμικά η ίδια η μουσική. Είναι μία θαυμάσια, αναζωογονητική εμπειρία ακρόασης που αντέχει μέχρι σήμερα. 

Κατά τη διαδικασία της ηχογράφησης, οι Simple Minds πρόσθεσαν κάποια στοιχεία που ήταν πιο χαρακτηριστικά της δουλειάς τους, όπως τις δυναμικές συγχορδίες του κιθαρίστα Charlie Burchill στην εισαγωγή και τα φωνητικά γεμίσματα του Jim Kerr με τα «Hey hey hey» στην αρχή και τα «la-la-la» στο φινάλε, βοηθώντας τον Forsey να μετατραπεί ο γλυκός εφηβικός παιάνας του σε ξεσηκωτικό ύμνο μεγέθους σταδίου. 

Το φινάλε μπαίνει με ένα από τα κλασικά γεμίσματα τυμπάνων όλων των εποχών. Λέγεται ότι τα «la-la-la-la» στο φινάλε προορίζονταν να αντικατασταθούν από κανονικό στίχο, αλλά ούτε ο Keith Forsey ούτε ο Jim Kerr μπόρεσαν να σκεφτούν λέξεις που να είχαν νόημα. Και παρόλο που οι Simple Minds δεν αναφέρονται ως συνδημιουργοί, το φινάλε τους είναι ίσως το καλύτερο μέρος και η ουσία του τραγουδιού. Αρκεί να φανταστεί κανείς πως θα ήταν το «Don’t You (Forget About Me)» χωρίς αυτό, καθώς μοιάζει να δημιουργήθηκε για να ξεσηκώνει το πλήθος στις ζωντανές εμφανίσεις. 

Keith Forsey: Ο Kerr σκέφτηκε τα «la, la, la» στο τέλος. Και το σπάσιμο στο τέλος είναι κλασικοί Simple Minds. Το έβαλαν εκεί και ήταν ιδιοφυές. Όλη αυτή η ηχογράφηση είχε έντονο άρωμα από Simple Minds. Εγώ κι ο Steve ήμασταν μεγάλοι θαυμαστές τους γι’ αυτό και όταν γράψαμε το τραγούδι υποκρινόμασταν κάπως ότι ήμασταν άνθρωποι των Simple Minds. Γι’ αυτό τον λόγο το κοστούμι ταίριαξε πολύ καλά. Δεν ξέρω αν θα έλεγα ότι ήξερα πως θα γινόταν τεράστια επιτυχία, αλλά κάθε φορά που έβαζα αυτό το τραγούδι έλεγα «πω, πω!». Δεν είχα πρόβλημα, δεν υπήρχε τίποτα που να μ’ ενοχλούσε. Ήταν σαν να έβαζα το τραγούδι και πλησιάζοντας στο τέλος έλεγα «Ουάου! Αυτό λειτουργεί!».

Steve Schiff: Νομίζω ότι ο John Hughes πήρε ένα ορχηστρικό demo χωρίς φωνητικά κι άρχισε να το ντουμπλάρει προσωρινά. Στην αρχή της ταινίας είναι ακόμα εκεί. Αυτό είναι το αρχικό μας demo. Παίζω πιο σκληρά σ’ αυτό και είναι ο Keith που παίζει drums. Στην πραγματικότητα είμαστε  μόνο ο Keith κι εγώ. Όταν άκουσα την τελική εκδοχή, σκέφτηκα ότι ήταν υπέροχη, με τα γεμίσματα του Mel Gaynor στα drums, όλα ήταν υπέροχα. Αλλά, στο τέλος, όταν το τραγούδι πάει στο «la, la, la, la», σκέφτηκα «Τι; Δεν είμαι απλά ένας τύπος la-la!». Και τώρα, κάθε τραγούδι pop έχει ένα μέρος του στυλ πάμε όλοι μαζί. Είναι τόσο συνηθισμένο τώρα… είναι απίστευτο.

Jim Kerr: Δεν τα σχεδιάζεις τα «la, la, la». Απλώς σου βγαίνουν. Ο Bowie και ο Marc Bolan έβαλαν σε πολλά τραγούδια τους τα «la, la, la». Άνοιξαν τον δρόμο για μας.

Μετά την ηχογράφηση, οι Simple Minds έφυγαν από το στούντιο πιστεύοντας ότι θα ήταν άλλο ένα χαμένο τραγούδι ως υπόκρουση σε μία ξεχασμένη ταινία. Στη συνέχεια, δούλεψαν πάνω στον επόμενο δίσκο τους, το «Once Upon A Time», και ξέχασαν ολότελα το τραγούδι, αν και κάποια μέλη του συγκροτήματος είχαν συνειδητοποιήσει ότι ηχογράφησαν κάτι με εμπορικές δυνατότητες.

Michelle Manning: Όλοι ήταν πολύ ευχαριστημένοι με την τελική εκδοχή. Δεν ξέραμε ότι θα γινόταν τεράστια επιτυχία. Ποτέ δεν ξέρουμε αν κάτι θα γίνει επιτυχία. Απλά θεωρήσαμε ότι ήταν πραγματικά καλό. Ακόμα το ακούω. Είναι αστείο, δούλευα πάνω σ’ αυτήν την ταινία κι ο σκηνοθέτης, ο οποίος ήταν διαφορετικής εποχής, μου είπε:

  • Βάζω προσωρινά κάτι… αυτό το «Forget About»…

Ο σκηνοθέτης λατρεύει την jazz. Και σκέφτηκα: «Τί να είναι;». Και πήγα στην αίθουσα του μοντάζ και είπα:

  • Το ξέρω πολύ καλά αυτό το τραγούδι!

Molly Ringwald (ηθοποιός του «Breakfast Club»): Την πρώτη φορά που άκουσα το τραγούδι, νομίζω ότι ήμασταν ακόμα στο Σικάγο και γυρνούσαμε το «Breakfast Club». Είμαι σίγουρη ότι είχαν κάτι σαν demo ή κάτι τέτοιο. Μου άρεσε αμέσως. Και μου άρεσαν πολύ οι Simple Minds και γι’ αυτό ήμουν αρκετά ενθουσιασμένη

Στις 7 Φεβρουαρίου 1985, η ταινία «The Breakfast Club» έκανε πρεμιέρα στο Los Angeles.

Keith Forsey: Την πρώτη φορά που είδα την εναρκτήρια σκηνή ήταν κάτι σαν έκρηξη στην οθόνη. Τρελάθηκα. Είπα «Ουάου!». Το τραγούδι έκατσε τόσο καλά

Steve Schiff: Σκέφτηκα ότι ήταν υπέροχο για την ταινία. Και μου άρεσε η ταινία, αλλά… ξέρετε, είναι μια κλασική ταινία αλλά όχι το είδος των ταινιών που μου αρέσουν. Υποθέτω ότι είναι μια καλή ταινία για ραντεβού ή οτιδήποτε άλλο, όμως προτιμώ να βλέπω πράγματα όπως το «Blade Runner».

Molly Ringwald: Νομίζω ότι το τραγούδι ήταν πανταχού παρόν στη ζωή όλων επειδή παιζόταν πολύ στο ραδιόφωνο και η ταινία πήγε πραγματικά καλά. Είμαι σίγουρη ότι άρχισαν να παίζουν το τραγούδι στο ραδιόφωνο πριν βγει η ταινία.

Αποτέλεσμα εικόνας για SIMPLE MINDS DON'T YOU

Το «Don’t You (Forget About Me)» κυκλοφόρησε σε single στις 20 Φεβρουαρίου 1985, δηλαδή σχεδόν δύο εβδομάδες μετά την πρεμιέρα της ταινίας «Breakfast Club». Για την ακρίβεια, κυκλοφόρησαν δύο εκδοχές του τραγουδιού: μία με διάρκεια 4:23, που κυκλοφόρησε σε single και στο soundtrack του «Breakfast Club», και άλλη μία με διάρκεια 6:32, που κυκλοφόρησε σε maxi single. Η δεύτερη αυτή εκδοχή έχει περισσότερα γεμίσματα στα τύμπανα, μία δεύτερη εμφάνιση της γέφυρας και μεγαλύτερο τέλος.

Το single κυκλοφόρησε στις Η.Π.Α. δύο μήνες νωρίτερα απ’ ό,τι στο Ηνωμένο Βασίλειο για να μεγιστοποιήσει την προώθησή του σε συνδυασμό με την ταινία. Ο Forsey και ο Schiff έγραψαν και άλλα τραγούδια για την ταινία «Breakfast Club», συμπεριλαμβανομένων του «Fire In The Twilight» (Wang Chung) και του «Didn’t I Tell You» (Joyce Kennedy), αλλά το «Don’t You (Forget About Me)» ήταν η μοναδική επιτυχία τού κατά τ’ άλλα ξεχασμένου soundtrack. Το τραγούδι αυτό αποτέλεσε πολύ μεγάλη επιτυχία καθώς παίχτηκε κατά κόρον από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς, τόσο από αυτούς που έπαιζαν κλασικό και μοντέρνο rock όσο και από αυτούς που έπαιζαν pop τραγούδια και μάλιστα με υψηλή εκτίμηση από το κοινό, γεγονός που βοήθησε το τραγούδι να παίζεται επανειλημμένως. Φαίνεται πως αυτό το ρομαντικό και μελαγχολικό χορευτικό κομμάτι βρήκε τον τρόπο να σπάει τον πάγο τόσο στα σαλόνια όσο και στις πίστες χορού.

Συνεχίζοντας τη rock κατεύθυνση που είχαν πάρει πρόσφατα με τον δίσκο «Sparkle In The Rain» (1984) αλλά και αντανακλώντας τη μελωδική synthpop του παρελθόντος τους, οι Simple Minds με το επικό αυτό τραγούδι έφτασαν στην εμπορική τους κορύφωση, με τη βοήθεια βέβαια και της επιτυχίας του «Breakfast Club». 

Το «Don’t You (Forget About Me)» ήταν πολύ πιο πομπώδες και φιλικό στο ραδιόφωνο από το προηγούμενο υλικό των Simple Minds, γεγονός που απομάκρυνε μερικούς από τους πυρηνικούς οπαδούς τους, αλλά τους έδωσε μία μεγάλη επιτυχία στις Η.Π.Α., όπου ήταν μακράν η μεγαλύτερη επιτυχία τους φτάνοντας μάλιστα στο Νο 1 στις 18 Μαΐου του 1985. Δηλαδή, πήρε σχεδόν τρεις μήνες στο τραγούδι από την είσοδό του στα charts μέχρι να ολοκληρώσει την άνοδό του στην κορυφή. Έτσι, οι Simple Minds μετά από προσπάθεια 8 ετών έκαναν τελικά αίσθηση στην αμερικανική αγορά μ’ ένα τραγούδι για το οποίο δεν νοιάστηκαν και πολύ, αλλά ήταν αυτό που τους εκτόξευσε στη δόξα και απογείωσε την καριέρα τους. 

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το «Don’t You (Forget About Me)» έφτασε μέχρι το Νο 7 και παρέμεινε στα charts από το 1985 έως το 1987, ένα από τα μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα για οποιοδήποτε single στην ιστορία των βρετανικών charts. Οι Simple Minds γνωρίζανε ήδη επιτυχία στη Μεγάλη Βρετανία για 5 χρόνια, αλλά μετά την κυκλοφορία του «Don’t You (Forget About Me)» συνέχισαν να έχουν ισχυρή παρουσία. Ήταν το 11ο single του σκωτσέζικου συγκροτήματος που μπήκε στα βρετανικά charts, αλλά το πρώτο που μπήκε στο Top 10, ενώ ακολούθησαν άλλες επτά Top 10 επιτυχίες. 

Το τραγούδι έγινε επίσης Νο 1 στον Καναδά, No 2 στο Βέλγιο (αλλά το πρώτο σε πωλήσεις όλη τη χρονιά), Ιταλία και Ολλανδία, No 3 στην Ιρλανδία και Νέα Ζηλανδία, No 4 στη Γερμανία, No 5 στην Αυστρία, No 6 στην Αυστραλία, No 8 στην Ελβετία, No 10 στη Νότια Αφρική, No 13 στη Σουηδία, No 16 στην Ιταλία και No 24 στη Γαλλία.

Μετά την κυκλοφορία του, το «Don’t You (Forget About Me)» έγινε γρήγορα αναπόσπαστο κομμάτι των ζωντανών εμφανίσεων του συγκροτήματος, συχνά με ένα εκτεταμένο τμήμα συμμετοχής του κοινού.

Jim Kerr: Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και ήμασταν στα πρόθυρα να κάνουμε κάτι μεγάλο σε όλο τον κόσμο, έχοντας μόλις κυκλοφορήσει το «Sparkle In The Rain». Ωστόσο, όπως και με άλλα βρετανικά συγκροτήματα, οι Η.Π.Α. αποδείχθηκαν σκληρές. Τότε η δισκογραφική μας εταιρεία ήρθε με μία ιδέα. Ο σκηνοθέτης John Hughes έφτιαχνε μία ταινία ονόματι «The Breakfast Club» και πίστευαν ότι θα ήταν ένα εξαιρετικό όχημα για τα συγκροτήματά τους. Όλο αυτό ακουγόταν υπέροχο μέχρι που είπαν: 

  • Και έχουμε ένα τραγούδι για σας.

Ως γνήσιοι Γλασκοβιανοί είπαμε:

  • Τί; Όχι, γράφουμε εμείς τα τραγούδια μας.

Αλλά ο Bruce Findlay, ο manager μας, είπε:

  • Κοιτάξτε, πηγαίνετε και δείτε την ταινία ώστε να μη φανείτε αγενείς.

Ένας κινηματογράφος στο West End νοικιάστηκε για να μας δείξουν μια πρόχειρη κόπια, αλλά δεν μας καιγόταν καρφί για τα εφηβικά αμερικανικά σχολιαρόπαιδα. Αλλά η σύζυγός μου εκείνη την εποχή, η Chrissie, η οποία ήταν μεγαλύτερη και σοφότερη, συνέχισε να μ’ ενοχλεί. «Μου αρέσει το τραγούδι», είπε, «Ποιο είναι το πρόβλημα;». Τελικά ο δημιουργός του τραγουδιού, Keith Forsey, μου τηλεφώνησε και μάλλον έξυπνα είπε:

  • Είμαι μεγάλος θαυμαστής του συγκροτήματος. Τί λέτε να περάσω κανά δυο μέρες μαζί σας; Ίσως κάνουμε κάτι στο μέλλον.

Τελικά, αυτό το μέλλον έφτασε πολύ γρήγορα και με αμοιβαίο όφελος.

Jim Kerr: Ταιριάξαμε αμέσως αν και περάσαμε πολύ χρόνο στην pub. Τελικά, άρχισα να στεναχωριέμαι γι’ αυτόν. «Ίσως θα έπρεπε να πάμε σ’ ένα στούντιο κανά απόγευμα», είπα, «και να ξεπετάξουμε το τραγούδι του». Σ’ εκείνο το στάδιο, το τραγούδι ήταν μόνο ένα demo σε μια παραμορφωμένη κασέτα, με τον Keith να τραγουδάει πάνω από κάτι πλήκτρα. Δεν ακουγόταν σαν κάτι που θα κάναμε αλλά, καθώς είχαμε δεθεί με τον καινούργιο καλύτερό μας φίλο, είπαμε να κάνουμε μια προσπάθεια. Πρόσθεσα το μεγάλο «la, la-la-la-la» στο τέλος επειδή δεν είχα στίχους. Είπα να γράψω κάποιους, αλλά ο Keith είπε:

  • Μόνο πάνω από το πτώμα μου! Θα το κρατήσουμε!

Στο τέλος, φύγαμε στα μουλωχτά στα δωμάτιά μας για να το ακούσουμε. Το «Breakfast Club» βγήκε τρεις μήνες αργότερα και το «Don’t You (Forget About Me)» κυκλοφόρησε σε single. Το MTV ήταν παντού και σύντομα το τραγούδι ήταν στο Νο 2 των Η.Π.Α. Μια εβδομάδα αργότερα, καθόμουνα στη Νότια Γαλλία όταν έλαβα ένα τηλεφώνημα λέγοντάς μου ότι είχαμε ένα Νο 1 στην Αμερική. Οκτώ χρόνια νωρίτερα, το 1977, είχα ζητήσει από τον πατέρα μου 100 λίρες για να ξεκινήσουμε το συγκρότημα. Ήταν εργάτης σε οικοδομές και απλά κάθισε εκεί με το γιλέκο του, σαν τον Rab C Nesbitt, πιστεύοντας ότι είμαστε τρελοί. Και είπε:

  • Εννοείς σαν τους Beatles, να παίζετε στα στάδια;
  • Πιθανότατα!

Όταν παίξαμε το «Don’t You (Forget About Me)» στη Φιλαδέλφεια για το Live Aid το 1985, ο πατέρας μου ήταν κάτω μπροστά. Ήταν το πρώτο από τα πολλά στάδια -παρόλο που δεν πήρε ποτέ πίσω τις 100 λίρες. Εκείνη την ημέρα έπαιζαν και ο Bob Dylan, ο Mick Jagger, οι Led Zeppelin -ήταν μια υπέροχη σύνθεση. Περιμένοντας να συνεχίσουμε αντικρίσαμε τον θρυλικό Bill Graham, έναν ογκώδη τύπο που μας αγριοκοίταξε: 

  • Έτσι και παίξετε ένα λεπτό παραπάνω, θα σας ανοίξω τα γαμημένα κεφάλια!

Δεν υπήρχε «Γεια σας, πώς είστε;». Ήμασταν σοκαρισμένοι -και είμαστε από τη Γλασκόβη! (γέλια). Τέλος πάντων, δεν μας είπε ότι θα μας παρουσίαζε ο Jack Nicholson. Έτσι από τα 15 λεπτά που ήμασταν στη σκηνή, πέρασα τα 12 λεπτά σκεπτόμενος: «ο γαμημένος Jack Nicholson»! (γέλια) Ήταν το μόνο πράγμα που περνούσε από το μυαλό μου!

Παρά τη μεγάλη επιτυχία του «Don’t You (Forget About Me)», η σχέση των Simple Minds με το τραγούδι συνέχισε να είναι προβληματική. Λέγεται ότι το συγκρότημα δεν χώνεψε ποτέ το γεγονός ότι το τραγούδι αυτό ξεπέρασε τις δικές του δημιουργίες. Μάλιστα ο Jim Kerr φέρεται να είπε ότι ήθελε «να κάνει εμετό» όποτε το έπαιζαν. Ωστόσο, με τον καιρό φαίνεται πως προσαρμόστηκαν και το συνήθισαν. Όταν είχε ακούσει το demo, o Jim Kerr δεν πίστευε ότι αυτό το τραγούδι θα έβρισκε ανταπόκριση, αλλά τώρα, κοιτάζοντας πίσω στο παρελθόν, δείχνει να είναι ενθουσιασμένος με τον αντίκτυπό του στην pop κουλτούρα. 

Jim Kerr: Πριν την κυκλοφορία του «Don’t You (Forget About Me)», οι Simple Minds είχαν καταφέρει να έχουν έναν τίμιο βαθμό επιτυχίας. Ωστόσο, υπάρχει ένα λεπτό σημείο που αρνείται ότι αυτό είναι το τραγούδι που μας άνοιξε ορθάνοιχτα την πόρτα στο «μεγάλο πρωτάθλημα». Η θεά Τύχη μπήκε σίγουρα στον δρόμο μας όταν ο παραγωγός Keith Forsey και ο κινηματογραφικός σκηνοθέτης John Hughes μάς χτύπησαν την πόρτα τον Νοέμβριο του 1984. Τα γυρίσματα της ταινίας «The Breakfast Club» είχαν ολοκληρωθεί πρόσφατα και ήταν αμετάπειστοι ότι ήθελαν τους Simple Minds να ηχογραφήσουν το κύριο τραγούδι για το soundtrack -το «Don’t You (Forget About Me)». Και πολλοί άλλοι ισχυρίστηκαν ότι τους το ζήτησαν, αλλά εγώ δεν πιστεύω ούτε λέξη. Σε κάθε περίπτωση, η επιτυχία αυτού του τραγουδιού και της ταινίας οδήγησε γρήγορα τους Simple Minds σ’ ένα επίπεδο επιτυχίας όπου μπορεί, ή μπορεί και όχι, να φτάναμε με τον δικό μας τρόπο. Αλλά αποξένωσε επίσης μερικούς από τους μέχρι τότε πιστούς οπαδούς μας, οι οποίοι είχαν αντιληφθεί τους Simple Minds μόνο σαν ένα καλό ευρωπαϊκό συγκρότημα και σίγουρα όχι σαν κάτι που θα κατέκλυζε το MTV. Βεβαίως δικαιούνταν την άποψή τους. Ούτε για μένα είναι το αγαπημένο μου κομμάτι των Simple Minds. Αλλά δεν έχω άλλο από το οποίο να ξεκινήσω. Το τραγούδι και η ταινία είναι σχεδόν εμβληματικά σε κάποιες γενιές, ειδικά στην Αμερική. Είναι, λοιπόν, υπέροχο όταν τα πράγματα δένουν μαζί και πάνε τόσο καλά. Είμαι αιώνια ευγνώμων που συνδέομαι με μία ηχογράφηση που έδωσε τόση ευχαρίστηση σε τόσους πολλούς ανθρώπους. Χώρια ότι είναι μία εκτόνωση να το παίξεις. Εκτός από αυτό, πρέπει να ομολογήσω ότι μου αρέσει επίσης ότι έχω τραγουδήσει ένα κομμάτι που ανέβηκε κάποτε στο Νο 1 των αμερικανικών charts. Συγχωρήστε μου τον γύρο του θριάμβου, αλλά ελάτε τώρα! Δεν υπάρχουν πολλοί που να μπορούν να το πουν αυτό!  

Είναι αλήθεια ότι μέχρι τα τέλη του 1984, οι Simple Minds είχαν γνωρίσει επιτυχία στη Μεγάλη Βρετανία και ήταν αρκετά δημοφιλείς στην πατρίδα τους, ενώ είχαν αποκτήσει και κάποια δημοτικότητα στην Ευρώπη, την Αυστραλία και τον Καναδά. Αλλά παρέμεναν ουσιαστικά άγνωστοι στις Η.Π.Α. παρά το γεγονός ότι είχαν ήδη έξι δίσκους στην καριέρα τους. Αυτό άλλαξε με το «Don’t You (Forget About Me)», το οποίο ήταν ένα είδος «δούρειου ίππου» για το συγκρότημα και τους έδωσε ένα σημείο στήριξης βγάζοντάς τους από τη σκιά και οδηγώντας τους στη μαζική δημοτικότητα. Ο Jim Kerr θυμάται ακόμα την ημέρα που έμαθε ότι το τραγούδι ανέβηκε στο Νο 1 των Η.Π.Α. 

Jim Kerr (στο Forbes, 2018): Ο John [Hughes] ιδιαίτερα ήταν οπαδός των ήχων. Τότε πασπάλιζε όλες τις ταινίες του με τους ήχους που έρχονταν από το Ηνωμένο Βασίλειο, είτε ήταν Psychedelic Furs είτε ήταν Orchestral Manoeuvres In The Dark. Τους αγαπούσε αυτούς τους ήχους. Είναι λίγο παράταιρος συνδυασμός όταν σκέφτεσαι ότι πολλές ταινίες γυρίστηκαν στο Σικάγο κ.λπ. Το θέμα με τον John συναντώντας τον, ήταν ότι ήταν πραγματικά ένας λάτρης της μουσικής κι ένας αγαπητός τύπος. Ο Keith Forsey ήταν απλά ένας μαινόμενος ενθουσιώδης. Κι εμείς περιορίσαμε το ρίσκο μας. Δεν ήμασταν σίγουροι γι’ αυτή την ιδέα να κάνουμε το τραγούδι κάποιου άλλου. Το τραγούδι που μας έφεραν ακουγόταν αρκετά καλό, αλλά δεν ακουγόταν πραγματικά σαν δικό μας. Και σκεφτόμασταν: «γιατί να κάνουμε το τραγούδι κάποιου άλλου; Γιατί δεν μπορείτε να πάρετε ένα από τα τραγούδια μας;». Και έλεγαν: «Μα αυτό έχει γραφεί για την ταινία…». Και μας πήρε λίγο χρόνο για να πειστούμε. Αλλά στο τέλος αλλάξαμε γνώμη, κυρίως επειδή ήταν καλοί τύποι. Ήταν σπουδαίοι τύποι και σε έκαναν να θέλεις να το κάνεις. Και δεν συμβαίνει συχνά να χρειάζεται να μας κάνουν να θέλουμε να κάνουμε πράγματα. Συνήθως ήμασταν αρκετά ενθουσιώδεις. Αλλά ήμασταν νέοι, ήμασταν κακομαθημένοι κι όλα αυτά. Αλλά μας έκαναν να νιώθουμε καλά γι’ αυτό. Τούτου λεχθέντος, δεν είχαμε καμία ένδειξη ακόμη κι ότι αυτό θα ήταν το κύριο τραγούδι της ταινίας. Και σίγουρα δεν είχαμε καμία ένδειξη ότι θα συνέχιζε να κάνει ό,τι έκανε. Ήταν περίεργο. Καταρχάς, δεν θέλαμε να το κάνουμε. Στη συνέχεια το κάναμε. Και τότε ήμασταν αρκετά χαλαροί μ’ αυτό… μέχρι που άρχισε να ανεβαίνει στα charts. Και τότε λέγαμε «Λοιπόν, αυτό είναι ενδιαφέρον!». Τότε, ξαφνικά, έγινε το αγαπημένο τραγούδι του drummer. Και τότε και τότε και τότε… Ήταν απλά τόσο απίθανο! Θα σου πω μια αστεία ιστορία. Την ημέρα που πήραμε τα νέα ότι ήταν Νο 1 στις Η.Π.Α. -έλα τώρα! Ποιος δεν θα ήθελε να είναι στο Νο 1 των Η.Π.Α.; Και σίγουρα αν είστε κάποιοι τύποι από τη Γλασκόβη είναι ανήκουστο- ήμουν στη Γαλλία κάνοντας κάποια πράγματα για την προώθηση του συγκροτήματος. Ήταν μια μέρα ελεύθερη κι έτσι ήμουν μόνος μου. Πόσο χαριτωμένο είναι αυτό; Και πήρα ένα τηλεγράφημα που έλεγε «Είσαι No 1 στις Η.Π.Α.». Ξέραμε ότι υπήρξε κάποια συζήτηση ότι μπορεί να γίνει, αλλά δεν ήθελαν να απογοητευθούμε κι έτσι δεν το είπαν για σίγουρα. Και να που έγινε. Κατόπιν έλαβα μια κλήση από τον πρόεδρο της δισκογραφικής εταιρίας ή κάτι τέτοιο. Και καθόμουν στο δωμάτιο [του ξενοδοχείου] κι ήταν περίπου 6 η ώρα. Ούτε καν πίνω αλλά σκέφτηκα «πρέπει να κατέβω στο μπαρ και να κάνω μία πρόποση». Κατεβαίνω, λοιπόν, στο μπαρ κι είμαι εγώ και ο μπάρμαν. Και λέω:

  • Άνοιξε ένα μπουκάλι σαμπάνια.
  • Αλήθεια; Ποιο απ’ όλα;
  • Ένα πραγματικά καλό!
  • Λοιπόν, με ποιόν γιορτάζετε;
  • Με κανέναν!
  • Γιατί γιορτάζετε;
  • Να, είμαι σ’ αυτό το συγκρότημα και είμαστε Νο 1 στην Αμερική!

Και με κοιτάζει σαν να μου λέει «Ναι, καλά!». Πίνω, λοιπόν, δύο γουλιές -μου παίρνει μόνο δύο γουλιές- και μεθάω. Όποιος μπαίνει μέσα στο μπαρ, λέω «Δώστε στον άνθρωπο αυτό ένα ποτό». Ξαφνικά είμαι ο Frank Sinatra. Και μου κοστίζει μια περιουσία. Δεν νομίζω ότι με πίστεψε κανένας. Και το επόμενο πρωί είχα έναν πονοκέφαλο που μπορώ ακόμα να θυμηθώ. Αλλά έπρεπε να γίνει! 

Doreen Ringer-Ross: Μόλις είχα αρχίσει να τρέχω στη BMI το κινηματογραφικό και τηλεοπτικό τμήμα. Ο Steve Schiff ήταν τραγουδοποιός της BMI. Το «Don’t You» ήρθε στην προσοχή μου επειδή ήταν ένα τραγούδι που πήγε στο No 1 και προερχόταν από soundtrack. Όταν το τραγούδι πήγε στο No 1 κάναμε ένα πρωινό πάρτι. Υποθέτω ότι θα έπρεπε να ήταν έξυπνο. Συνήθως κάνουμε ένα cocktail πάρτι για κάποιον που είχε δίσκο στο No 1, αλλά επειδή αυτό προερχόταν από το «Breakfast Club», το κάναμε πρωινό. Και ήταν αρκετά γελοίο να βλέπεις τον Steve στη δουλειά τόσο νωρίς. 

Ενώ, έστω και κατόπιν εορτής, οι Simple Minds είναι ευγνώμονες που ηχογράφησαν το τραγούδι, εκείνη την εποχή ήταν πραγματικά δυσαρεστημένοι από το γεγονός ότι το πιο επιτυχημένο τους τραγούδι γράφτηκε από κάποιον άλλο. 

Kathy Nelson: Νομίζω ότι ο Jim Kerr δυσαρεστήθηκε πολύ που το τραγούδι έγινε τόσο μεγάλη επιτυχία. Και νομίζω ότι κατηγόρησε τον Keith γι’ αυτό. Ότι ήταν δικό του λάθος ή κάτι τέτοιο. Ήταν ένα δράμα, τουλάχιστον στον δικό μου κύκλο, ο οποίος περιλάμβανε τον Keith, τον Giorgio και τον Harold [Faltermeyer].

Keith Forsey: Νομίζω ότι οι Minds ένιωσαν λίγο αμήχανα. Θυμάμαι ότι μου έδωσαν κακή δημοσιότητα. Είπαν κάτι και μετά δεν μιλούσαμε πολύ μετά απ’ αυτό. Είπα:

  • Ουάου, δεν συνειδητοποίησα…

Δεν ήξερα καν αν είχα κάνει κάτι κακό. Νόμιζα ότι είχαμε κάνει μία σπουδαία δουλειά μαζί, ότι ο δίσκος ήταν καλός και όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Αλλά υπήρξε λίγη έχθρα εκεί, ναι.

Steve Schiff: Από τη στιγμή που ο Keith ήταν αυτός που πήγε εκεί, αυτοί κάπως δέθηκαν μαζί του. Μετά απ’ αυτό, τους έκανε την παραγωγή σε ένα album τους (σ.σ. το «Good News From The Next World», 1995). Συναντήθηκα με τον Jim και ήταν φιλικός, αλλά τον γνώρισα την εποχή των πικρόχολων σχολίων, τουλάχιστον στον Τύπο, σύμφωνα με αυτά που διαβάσατε. Το συγκρότημα, και νομίζω δικαίως, θύμωσε που αυτή η μεγάλη επιτυχία δεν ήταν δική τους δημιουργία, επειδή πίστευαν ότι θα μπορούσαν να γράψουν ένα καλύτερο τραγούδι. Και μάλλον θα μπορούσαν. Παρόλα αυτά, θυμάμαι εκείνη την εποχή ότι ήταν κάπως ενοχλητικό, του τύπου «Συγνώμη κιόλας». Είχαν ήδη κυκλοφορήσει τρεις ή τέσσερις δίσκους. Όλοι ήταν πραγματικά κλασικοί, καλοί δίσκοι που μου αρέσουν ακόμα και σήμερα. Αν ήμουν σ’ αυτό το συγκρότημα, θα το άρπαζα κι αυτό.

Michelle Manning: Νομίζω ότι ήταν… τόσο ανεξάρτητο ως συγκρότημα. Κι έτσι ήθελαν το δικό τους στιλ. Αλλά υπέγραψαν σ’ αυτή τη δισκογραφική εταιρεία κι ήταν εκείνοι που τη δεδομένη στιγμή θα ηχογραφούσαν το κομμάτι και έγινε η μεγαλύτερη επιτυχία που είχαν ποτέ.

Jim Kerr: Ήμασταν σοκαρισμένοι, αλλά βέβαια ήμασταν πολύ χαρούμενοι που ανεβήκαμε στην κορυφή. Ήμασταν ευγνώμονες που, μετά από όλη αυτή την απροθυμία μας, τόσοι πολλοί εργάστηκαν σκληρά για να μας παίζουν στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Ποιος δεν θα ήθελε να είναι Νο 1 στις Πολιτείες; Ήμασταν ευλογημένοι με πολλούς τρόπους. Το τραγούδι τικάρει πολλά κουτάκια. Έχει απλότητα και κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται καλά. Ροκάρει, ξεσηκώνει, είναι πιασάρικο, έχει μεγάλη δυναμική και δολοφονικό ρεφρέν. Είναι επίσης σύμβολο μιας συγκεκριμένης γενιάς -χάρη στην ταινία. 

Η καλλιτεχνική ακεραιότητα είχε σημασία για τους Simple Minds. Μάλιστα άφησαν το τραγούδι έξω από τον επόμενό τους δίσκο, «Once Upon A Time», αποφασισμένοι ν’ αφήσουν τη μουσική που έγραψαν να σταθεί μόνη της όσο το δυνατόν περισσότερο. Ευτυχώς το συγκρότημα κατάφερε να επωφεληθεί από τη φόρα που είχε μετά το «Don’t You (Forget About Me)», καθώς ο δίσκος «Once Upon A Time» έγινε τρεις φορές πλατινένιος στις Η.Π.Α. και έβγαλε τρεις επιτυχίες, μεταξύ των οποίων και το «Alive And Kicking», που έφτασε στο Νο 3. Ωστόσο, η ισχυρή βάση του συγκροτήματος παρέμεινε στη Μεγάλη Βρετανία, όπου ανέβηκαν στην κορυφή το 1989 με το «Belfast Child». Όσο για το «Don’t You (Forget About Me)», συμπεριλήφθηκε τελικά στη συλλογή με τα καλύτερα τραγούδια των Simple Minds «Glittering Prize 81/92» (1992), ενώ σήμερα αποτελεί απαραίτητο συστατικό για οποιαδήποτε συλλογή τραγουδιών της δεκαετίας του 1980.

Το μουσικό βίντεο του «Don’t You (Forget About Me)» σκηνοθέτησε ο Daniel Kleinman, ο οποίος έκανε επίσης τα video clips για το «Knock Out» της Paula Abdul και το «Dance Hall Days» των Wang Chung. Το «Don’t You (Forget About Me)» γυρίστηκε σε μία μεγάλη σκοτεινιασμένη αίθουσα χορού με πολυέλαιο, ένα κουνιστό άλογο, ένα jukebox και μερικές τηλεοπτικές οθόνες που έδειχναν σκηνές από το «Breakfast Club». Καθώς εξελίσσεται το βίντεο, η αίθουσα βαθμιαία γίνεται όλο και πιο ακατάστατη από διάφορα αντικείμενα μέχρι την τελευταία στιγμή. 

Jim Kerr: Τί σκέφτηκα για το βίντεο; Εμ… ξέρετε! Θυμάμαι ότι αισθανόμουνα άβολα με όλα αυτά τα σκουπίδια στην αίθουσα.

Charlie Burchill (κιθαρίστας): Ξεκινήσαμε να δένουμε με τον Keith τη στιγμή που ανακαλύψαμε ότι ήταν ο drummer του krautrock συγκροτήματος Amon Duul II. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι παρακολουθούσαμε τη γερμανική πειραματική μουσική. Θεωρούσε ότι ήταν κάτι σκοτεινό που κανείς δεν γνώριζε, κι έτσι του είπαμε πως όλο το πρώτο μας υλικό βασιζόταν στους ίδιους επαναλαμβανόμενους μετρονομικούς ρυθμούς. Στη συνέχεια, όταν ανακαλύψαμε ότι είχε παίξει όλα τα ηλεκτρονικά drums στους δίσκους της Donna Summer όπου έκανε την παραγωγή ο Giorgio Moroder, συμπεριλαμβανομένου του «I Feel Love», τον λατρέψαμε. Είχε τόση ενέργεια, που χόρευε στο στούντιο. Μόλις είχαμε τελειώσει το «Sparkle In The Rain», τον μεγαλύτερο και πιο πομπώδη δίσκο που είχαμε κάνει. Έτσι όταν ήρθε το «Don’t You (Forget About Me)», έδωσα ένταση στην εισαγωγή μ’ αυτές τις μεγαλειώδεις δυναμικές συγχορδίες. Ήταν σχεδόν μια καρικατούρα – συσχέτισα τις δυναμικές συγχορδίες με το αμερικανικό rock που είναι προσανατολισμένο σε album. Αλλά λειτούργησε. Κάναμε ένα βίντεο σ’ ένα αρχοντικό, περιτριγυρισμένοι από ένα σωρό σαβούρα από ένα παλιομάγαζο, φορώντας πραγματικά κακά ρούχα που μας είχαν δώσει. Έχεις, λοιπόν, αυτή την ταινία για κάτι σχολιαρόπαιδα στις Η.Π.Α., μ’ ένα τραγούδι από ένα συγκρότημα από τη Γλασκόβη σ’ ένα αρχοντικό στην Αγγλία. Ήταν η πιο αδύναμη ιδέα αλλά έγινε τεράστια. Τότε αισθανόμασταν ότι το τραγούδι δεν μας ταίριαζε. Όταν το ακούω τώρα, είναι προφανώς ένα λαμπρό καλοφτιαγμένο pop τραγούδι. Ντρέπομαι που το θάψαμε τόσο πολύ

Daniel Kleinman (σκηνοθέτης του βίντεο): Τη δεκαετία του 1980 έκανα πολλά μουσικά βίντεο και είχα κάνει επίσης μερικά μουσικά βίντεο που ενσωμάτωναν ταινίες. Οπότε δεν επιδίωξα ενεργά το «Don’t You (Forget About Me)». Μου έστειλαν το κομμάτι και έγραψα μια ιδέα. Αλλά περιέργως αυτό που έγινε δεν ήταν στην πραγματικότητα η πρώτη μου ιδέα. Ήταν να κάνω κάτι σαν βορειοαγγλική ρεαλιστική ταινία για έναν άνδρα που επιστρέφει στις ρίζες του αφού είχε λείψει για πολύ καιρό. Επρόκειτο να το γυρίσω σαν ντοκιμαντέρ, πολύ συγκινητικό. Αλλά υπήρξαν κάποια προβλήματα, το ένα εκ των οποίων είναι ότι αρχικά δεν ενδιαφέρονταν πολύ να υπάρχουν στο βίντεο σκηνές από το «Breakfast Club» αλλά στη συνέχεια ανακάλυψα ότι ήταν πολύ σημαντικό να υπάρχουν πολλές σκηνές της ταινίας στο βίντεο. Έτσι, λοιπόν, δεν ταίριαζε με την αρχική μου ιδέα και υπήρχε και θέμα χρόνου, οπότε έπρεπε να βρω γρήγορα μια άλλη ιδέα, η οποία ήταν αυτή που τελικά πραγματοποιήθηκε. Είναι σαν σουρεαλιστική ιδέα αλλά στην πραγματικότητα η σκέψη μου βασίστηκε σε μία φωτογραφία που είδα, με κάποιον που στεκόταν μπροστά από κάθε πράγμα που αγόρασε σ’ ολόκληρη τη ζωή του. Ξεκινώντας, λοιπόν, με τα πράγματα που αγόρασαν οι γονείς σου για σένα όταν ήσουν παιδί και έπειτα με τα πράγματα που αγόρασες εσύ όταν ήσουν μαθητής και μετά έφηβος και μετά όσο μεγάλωνες καθώς και ό,τι αγοράζεις για να βάλεις σ’ ένα σπίτι. Σκέφτηκα τί θα συμβεί αν βρίσκεσαι σ’ ένα δωμάτιο και αυτό το δωμάτιο αρχίζει να γεμίζει με όλα τα πράγματα που αγόρασες σε όλη σου τη ζωή; Το συγκρότημα δεν ήταν και πολύ συνεργάσιμο, απ’ όσο θυμάμαι. Το άλλο θέμα που είχαμε ήταν ότι λόγω των παρασκηνίων που υπήρχαν με την ταινία -το σενάριο και η ιδέα για το βίντεο έπρεπε να περάσουν από τον σκηνοθέτη της ταινίας, όπως και το συγκρότημα- χρειάστηκε αρκετός καιρός. Όταν το αναλάβαμε πραγματικά, ήταν οι διακοπές των Χριστουγέννων, οπότε δεν νομίζω ότι το συγκρότημα ήθελε να είναι εκεί, επειδή θα ήθελαν να είναι με τις οικογένειές τους. Μπήκαν σ’ αυτό αλλά πιστεύω ότι είναι το είδος του συγκροτήματος που αυτό που θέλουν είναι απλά να παίζουν τα όργανά τους. Υποθέτω κάπως και το άκουσα ότι δεν τους άρεσε το βίντεο ούτως ή άλλως. Είναι λίγο ιδιότροποι. Και ο Jim είναι λιγάκι ιδιότροπος τύπος. Απ’ όσο θυμάμαι, δεν είναι και ο πιο κοινωνικός άνθρωπος στον κόσμο. Νομίζω ότι τότε σκέφτηκα πως το βίντεο είναι εντάξει. Πιστεύω ότι αν έκανα το βίντεο τώρα, θα προσπαθούσα να κάνω την ιστορία λίγο πιο λογική. Είναι αρκετά νεορομαντική και λίγο αφύσικη. Νομίζω ότι θα το απέφευγα αυτό. Είναι κάτι της εποχής του. Κανείς δεν μπορεί να το αναλύσει με αυτή την έννοια. Όλοι έμειναν έκπληκτοι με την επιτυχία του τραγουδιού. Έγινε ένα είδος ύμνου. Θυμάμαι ότι εκείνη την εποχή πήγαινα αρκετά συχνά στο L.A., και έβγαινα σε bars και clubs και το άκουγα να το τραγουδάνε όλοι μαζί. Αυτό δεν το περίμενα. Παραδόξως, δεν νομίζω ότι το τραγούδι άρεσε τόσο πολύ στο συγκρότημα. Πιστεύω εν μέρει επειδή δεν έγραψαν τους στίχους και δεν τους άρεσε πολύ η σύνδεση με την ταινία και νόμιζαν ότι θα εκθέτονταν. Ξέρετε, στ’ αλήθεια, δεν νομίζω ότι συνειδητοποίησαν καν ότι θα γινόταν τέτοια επιτυχία.          

Jim Kerr: Δεν μπορούσαμε να το διαχειριστούμε, επειδή αισθανόμασταν ότι δεν το αξίζαμε πραγματικά. Και φυσικά, τότε, το MTV πρέπει να έπαιζε το τραγούδι μας 20 φορές την ημέρα. Λες και το έκαναν για να μας πικάρουν επειδή ήμασταν τόσο νευρικοί με το τραγούδι και έπρεπε να μας πείσουν. Αλλά φυσικά ήταν τόσο υπέροχο. Και είναι υπέροχο και τώρα που αυτό το τραγούδι εξακολουθεί να υπερβαίνει τις γενιές. Φαίνεται ότι ο κόσμος ποτέ δεν το βαριέται. Σημαίνει τόσα πολλά σε τόσους ανθρώπους. Και αισθάνονται καλά όταν το τραγούδι συνεχίζει την πορεία του. Όλοι θέλουν να το πουν. Είναι τιμή μας, τιμή μας που συμμετείχαμε σε κάτι που έχει αγκαλιάσει ο κόσμος, από την άποψη της pop κουλτούρας της δεκαετίας του 1980 στην Αμερική. Οι άνθρωποι πιθανότατα κοιτάζουν πίσω σ’ αυτό το τραγούδι επειδή αποτελεί μέρος του soundtrack της ζωής τους. Υπάρχουν τραγούδια, κι αυτό είναι ένα απ’ αυτά, που δεν παίζουμε ποτέ για τους εαυτούς μας όταν κάνουμε πρόβα επειδή τα παίξαμε τόσο πολύ που η επίδραση πάνω τους έχει ελαττωθεί. Αλλά δεν αισθάνεσαι έτσι όταν το παίζεις μπροστά σε κοινό. Ποτέ δεν αισθάνεσαι έτσι. Για κάποιο λόγο, το ακούς μέσα από τα αυτιά του κοινού. Το βιώνεις μέσω του κοινού. Και ξέρεις ότι σημαίνει τόσα πολλά γι’ αυτούς. Και ίσως να το ακούσουν μόνο μία φορά ζωντανά. Έτσι, λοιπόν, δεν θα έδινες ποτέ λιγότερο από το 100%. Δεν θα ήθελες ποτέ να δώσεις μία μπλαζέ ερμηνεία. Θέλεις να δώσεις το καλύτερο κάθε φορά που το παίζεις.   

Το τραγούδι γνώρισε επίσης remix από τον Dakeyne (1987) και τους Jam & Spoon (1998).

Το 2016, οι Simple Minds κυκλοφόρησαν μία ακουστική εκτέλεση του τραγουδιού, η οποία περιλαμβάνεται στο άλμπουμ «Acoustic». Η ηχογράφηση έγινε στο Gorbals Studio, στη Γλασκόβη. 

Το 2017, κυκλοφόρησαν και μία ζωντανή ηχογράφηση ακουστικής εκτέλεσης, η οποία περιλαμβάνεται στο άλμπουμ «Acoustic In Concert» (ηχογραφήθηκε στο Hackney Empire του Λονδίνου).

Το 2019, οι Simple Minds το τραγούδησαν στη συναυλία που έδωσαν στην Αθήνα.

Το «Don’t You (Forget About Me)» ακούγεται στην ταινία «Breakfast Club» (1985), στους τίτλους έναρξης (το demo του Keith Forsey) και τέλους (από τους Simple Minds). Αναδεικνύεται δε κατά την κορύφωση της ταινίας, όταν και οι πέντε μαθητές βγαίνουν από το σχολείο ανανεωμένοι και διαφορετικοί απ’ ό,τι όταν μπήκαν. Το τραγούδι είναι αποτελεσματικό λόγω της έκκλησης που υπάρχει στο ρεφρέν και είναι τόσο συνδεδεμένο με το «Breakfast Club», ώστε χρησιμοποιείται συχνά σε ταινίες και σειρές κάθε φορά που αναφέρονται στην ταινία, συνήθως με παρωδία της τελικής εμβληματικής σκηνής όπου ο Judd Nelson υψώνει τη γροθιά του στον αέρα (ένα πάγωμα εικόνας από τα διασημότερα στην ιστορία του κινηματογράφου). Εκτός από το «Breakfast Club», το τραγούδι ακούγεται στις ταινίες «American Pie» (1999), «Όχι Άλλη Χαζοαμερικάνικη Ταινία» (Not Another Teen Movie, 2001, όπου μάλιστα εμφανίζεται και η ηθοποιός Molly Ringwald που είχε παίξει στο «Breakfast Club». Η εκτέλεση που ακούγεται στην ταινία είναι από τους Sprung Monkey), «Εύκολη… Κατά Λάθος» (Easy A, 2010), «Κάτι Πιο Ποπ» (Pitch Perfect, 2012), «Ανυπόφοροι Γείτονες» (Neighbors, 2014) και «The Immortal» (2019). 

Το τραγούδι ακούστηκε επίσης στις τηλεοπτικές σειρές «Family Guy» (2000, στη σκηνή που ο Peter επιστρέφει στο Γυμνάσιο και μιμείται τη σκηνή με τον Judd Nelson υψώνοντας τη γροθιά του), «Futurama» (2001), «Scrubs», «Psych», «30 Rock», «Glee» (2014, αποδίδοντας φόρο τιμής στο τραγούδι και την ταινία με μία προβλέψιμη εκτέλεση, με τους τραγουδιστές να κάνουν skate στους άδειους διαδρόμους της σχολής και να καταλήγουν με τη γροθιά υψωμένη στον αέρα στο στυλ του Judd Nelson) και «The Handmaid’s Tale» (2017). Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκε σε διαφήμιση του Fiat Grande Punto, στη χριστουγεννιάτικη διαφήμιση των καταλόγων Argos (2019) και σε διαφήμιση της Heineken (2020), ενώ συμπεριλήφθηκε και στο video game Rock Band 4.

Ο John Hughes χρησιμοποίησε το «Don’t You (Forget About Me)» και σε μία σκηνή χορού στην ταινία «Η Κουκλίτσα Με Τα Ροζ» (Pretty In Pink, 1986), χωρίς όμως να είναι αυτό που ακούγεται στην ταινία, γεγονός που εξηγεί γιατί ο χορός δεν ταιριάζει με τη μουσική που ακούγεται (επιλέχθηκε το «If You Leave» των OMD).

Andy McCluskey (OMD): Το τραγούδι έπρεπε να είναι στα 120 bpm γιατί αυτό είναι το τέμπο του «Don’t You (Forget About Me)», το οποίο είναι το κομμάτι που επιλέχθηκε για το γύρισμα της σκηνής. Δυστυχώς, ο editor δεν είχε προφανώς αίσθηση του ρυθμού επειδή όλοι χορεύουν εκτός χρόνου στην τελική ταινία.

Τον Μάιο του 2007, 200 ραδιοφωνικοί σταθμοί σε όλη τη Βρετανία μετέδωσαν ταυτόχρονα το «Don’t You (Forget About Me)» με σκοπό να διατηρήσουν ζωντανό το ενδιαφέρον για τις προσπάθειες εντοπισμού της μικρής Madeleine McCann. 

Το «Don’t You (Forget About Me)» είναι αναμφισβήτητα δημοφιλές για διάφορους λόγους: για τον τρόπο που τραγουδά ο Jim Kerr, για το πως ακούγεται το τραγούδι και για το δολοφονικό του φινάλε παρόλο που το μήνυμά του δεν είναι ιδιαίτερα βαθύ. Ο Jim Kerr παραδίδει μία δυνατή και πομπώδη ερμηνεία, ίσως με ακούσια ειρωνεία, αποδίδοντας τους στίχους με ειλικρίνεια και ακροβατώντας μεταξύ πάθους και δράματος (όπως π.χ. στο σημείο που λέει τον στίχο «When you call my name», θυμίζοντας κάτι από Jim Morrison). Ωστόσο στις Η.Π.Α. το τραγούδι αυτό είναι τόσο συνδεδεμένο με την ταινία «Breakfast Club», που τίθεται το εύλογο ερώτημα: Το τραγούδι αυτό αγαπήθηκε επειδή είναι καλό από μόνο του ή επειδή το κοινό συνδέει το τραγούδι με την ταινία; Για τους Αμερικανούς είναι σχεδόν αδύνατο να σκεφτούν έναν κόσμο όπου το  τραγούδι υπάρχει χωρίς το «Breakfast Club». Ιδιαίτερα για κάποιον που είναι σε ηλικία που είδε την ταινία αυτή το 1985, η μνήμη που του φέρνει το τραγούδι είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εμπειρία του από την ταινία και με την αίσθηση του να είναι έφηβος σε μία λευκή προαστιακή Αμερική. Είναι μάταιη οποιαδήποτε προσπάθεια διαχωρισμού του τραγουδιού από την ταινία. Αν ο John Hughes αποφάσιζε να βάλει στην ταινία του ένα άλλο τραγούδι, πιθανότατα οι Simple Minds να μην το είχαν κυκλοφορήσει ποτέ και όλη η επακόλουθη καριέρα τους να μην υπήρξε ποτέ, τουλάχιστον στις Η.Π.Α.

Αλλά το «Don’t You (Forget About Me)» γράφτηκε ειδικά γι’ αυτήν την ταινία και το ερμήνευσε το συγκρότημα, για το οποίο προοριζόταν. Δεδομένης της ιδιαιτερότητας της πρόθεσης, μάλλον κανένα άλλο τραγούδι δεν θα μπορούσε να ήταν πιο εύστοχο. 

Ωστόσο, υπήρχαν και οι επικριτές. Κάποιοι το θεώρησαν ως προδοσία των μουσικών αξιών των Simple Minds. Ότι έκαναν μία επιτυχία για μία κακή ταινία και ξαφνικά μετατράπηκαν σε όλα τα κλισέ που θα μπορούσε ν’ ακούσει κάποιος, συμπεριλαμβανομένου κι αυτού που ο Jim Kerr είχε πει -μόλις την προηγούμενη χρονιά- ότι δεν θα έκανε ποτέ: να τραγουδήσει τη λέξη «baby» σ’ ένα τραγούδι pop (και μάλιστα… επανειλημμένα!). Εντάξει, δεν το έγραψαν το τραγούδι, αλλά έβαλαν το όνομά τους σ’ αυτό και το ηχογράφησαν, σύμφωνα με τους κατακριτές, όντας σίγουροι ότι αυτό το σκουπίδι θα ακουγόταν παντού αφού κανείς στις Η.Π.Α. δεν έπαιζε τα σπουδαία τους τραγούδια εκτός από κάποια νυχτερινά clubs. Μάλιστα ήλπιζαν ότι όλο αυτό θα ήταν απλά μία κακή παρένθεση κι ότι ο επόμενος δίσκος τους θα ήταν καλύτερος, όμως έγραψαν ότι οι Simple Minds άνοιξαν το κουτί της Πανδώρας και δεν θα μπορέσουν να το κλείσουν ξανά, ιδιαίτερα αν αποφέρει πωλήσεις και όχι τη γελοιοποίηση του συγκροτήματος. Εκ των υστέρων, αυτές οι κριτικές φαίνονται υστερικές ή υπερβολικά προστατευτικές. Κάποιοι το πήγαν ακόμα παρά πέρα, θεωρώντας τους «ξεπουλημένους». Αυτός ο τύπος κριτικής που υπήρχε τότε, μπορεί και να συνέβαλε στον φόβο των Simple Minds. Σήμερα αυτή η κριτική φαίνεται αλλόκοτη, αλλά εκείνη την εποχή το να σε πουν «πουλημένο» ήταν σοβαρή κατηγορία. Πλέον δεν ζούμε σε μία τέτοια εποχή. Ή, πιο ρεαλιστικά, δυστυχώς τα σημερινά συγκροτήματα δεν μπορούν ν’ αντέξουν οικονομικά αν δεν «πουληθούν» όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία.     

Το θέμα είναι ότι όταν γνώρισαν αυτήν την τεράστια επιτυχία, οι Simple Minds, ένα συγκρότημα γνωστό για τη σταθερή συντροφιά του, άρχισε να «σπάει». Τα μέλη του συγκροτήματος μεγαλώσανε μαζί και ήταν μακροχρόνιοι φίλοι, αλλά η φήμη που απέκτησαν δεν ταίριαξε εξίσου σε όλα τα μέλη. Η σύνθεση της μπάντας άρχισε να αλλάζει καθώς η φιλία τους δοκιμαζόταν από τις εντάσεις. Το συγκρότημα δεν μπόρεσε να σώσει τον εαυτό του, παρά το μήνυμα που περνούσε το τραγούδι.

Το 2015, οι Simple Minds έπαιξαν το «Don’t You (Forget About Me)» στα Billboard Music Awards, γεγονός που συνέπεσε με την 30ή επέτειο που το εμβληματικό αυτό τραγούδι έφτασε στο Νο 1 των Η.Π.Α. Η Molly Ringwald, πρωταγωνίστρια της ταινίας «The Breakfast Club», ήταν αυτή που υποδέχθηκε το συγκρότημα στη σκηνή μπροστά σ’ ένα ενθουσιασμένο κοινό, στο οποίο περιλαμβάνονταν οι Taylor Swift, Jennifer Lopez, Ed Sheeran και άλλοι. 

Ο συνδυασμός του «Don’t You (Forget About Me)» με το «Breakfast Club» αποδείχθηκε ότι ήταν ο τέλειος γάμος καθώς, παρά το πέρασμα τόσων ετών, είναι σαφές ότι το τραγούδι δεν έχασε τίποτα από τη γοητεία του επιδεικνύοντας τεράστια διαχρονική δύναμη δημοφιλίας. 

Jim Kerr (σε μία συνέντευξή του στο BBC Radio 2 το 2018): Μερικές φορές είναι το πιο απίθανο μέρος αυτό όπου βρίσκεις την επιτυχία. Ποτέ στη ζωή μας δεν φανταζόμασταν ότι θα το κατάφερνε το «Breakfast Club» ή, φυσικά, το «Don’t You (Forget About Me)». Εννοώ, για κείνους που δεν ξέρουν, ότι οι Simple Minds χτυπούσαν την πόρτα της μεγάλης λίγκας, είχαμε μερικούς Νο 1 δίσκους, πηγαίναμε στις αρένες κι αυτό συνέβαινε σ’ όλο τον κόσμο εκτός από τις Η.Π.Α. Προσπαθήσαμε, είχαμε ξοδέψει πολλά χρήματα και βυθιστήκαμε στα χρέη για να περιοδεύσουμε εκεί και σκεφτήκαμε «δεν γίνεται». Βασικά δεν μας παίζανε στο ραδιόφωνο. Και από το πουθενά, εμφανίστηκε αυτός ο σκηνοθέτης ονόματι John Hughes, ο οποίος θα έκανε το «Breakfast Club», αλλά είχε κάνει επίσης την «Κουκλίτσα Με Τα Ροζ» και μερικές άλλες εφηβικές αμερικανικές ταινίες. Ήταν μεγάλος θαυμαστής. Θέλω να πω ότι οι ταινίες ήταν τόσο αμερικάνικες αλλά ήταν μεγάλος θαυμαστής της βρετανικής pop εκείνης της εποχής: του άρεσαν οι Echo And The Bunnymen, οι Teardrop Explodes, όλο αυτό το πράγμα από το Liverpool, του άρεσαν οι Psychedelic Furs και έντυνε τις ταινίες του με τέτοια τραγούδια. Για την επόμενή του ταινία, το «Breakfast Club», καιγόταν πραγματικά για τους Simple Minds. Αλλά αποδείχθηκε ότι όχι μόνο ήθελε τους Simple Minds, αλλά ήθελε να κάνουν το τραγούδι με το οποίο δούλευε ένας παραγωγός που το έγραψε. Και αυτό που ειπώθηκε σε μας ήταν: 

  • Πρέπει να το κάνετε, θα είναι πραγματικά καλό, η αμερικανική δισκογραφική εταιρεία θα ωθήσει πραγματικά τον δίσκο σας, αλλά πρέπει να κάνετε αυτό το τραγούδι, που ακούγεται σαν Simple Minds. 

Και είπαμε:

  • Για μισό λεπτό. Είμαστε οι Simple Minds -δεν κάνουμε τραγούδια που ακούγονται σαν Simple Minds. Είμαστε οι Simple Minds. Κάνουμε τα δικά μας τραγούδια. 

Δεν το φανταστήκαμε καθόλου. Δεν φανταστήκαμε την πέραση που θα είχε η ταινία. Δεν ήταν κι ο «Νονός». Σκεφτήκαμε ότι δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Το απορρίψαμε περίπου 5-6 φορές. Για πέντε μήνες λέγαμε «όχι, δεν το κάνουμε». Δουλεύαμε στο δικό μας υλικό, τον δίσκο που θα έβγαινε με τον τίτλο «Once Upon A Time», δουλεύαμε πάνω στο «Alive And Kicking» και σε τέτοια πράγματα. Σκεφτήκαμε ότι «Θα είμαστε μια χαρά χωρίς το τραγούδι σας». Ο εν λόγω παραγωγός, ένας τύπος ονόματι Keith Forsey, συνδημιουργός του τραγουδιού, ήρθε σ’ επαφή μαζί μας και είπε:

  • Κοιτάξτε. Ξέρω ότι δεν θα το κάνετε. Είμαι απογοητευμένος αλλά αγαπώ το συγκρότημα. Θα μου άρεσε να δουλέψω μαζί σας κάποια στιγμή στο μέλλον. Θα είμαι εκεί. Μπορώ να έρθω να σας δω;

Και είπαμε «Ναι, φυσικά» επειδή είχε κάνει κάποια πράγματα που πραγματικά μας άρεσαν. Τέλος πάντων, ο Keith ήρθε αλλά ήταν μόνο για τρεις μέρες. Είναι απλά ένα απ’ αυτά τα πράγματα. Και είναι ένας λαμπρότατος μικρός τύπος και τον αγαπήσαμε αμέσως, γεμάτος ενθουσιασμό, και το έπαιξε εξαιρετικά. Περίμενε την τελευταία μέρα και αυτή τη φορά ήμασταν η καλύτερη παρέα και ήμουν περίπου πέντε φορές πιο μεθυσμένος κι όλα αυτά και είπε:

  • Γιατί δεν το κάνεις αυτό το κομμάτι; Θα ξεφορτωθείς τη δισκογραφική εταιρεία από την πλάτη σου. Αν είναι σκουπίδι, είναι σκουπίδι και δεν έχεις τίποτα να χάσεις. Κι αν είναι καλό… ποιος ξέρει; 

Κι αυτή τη φορά κάποιοι από το συγκρότημα είπαν:

  • Ξέρεις, δεν νομίζω ότι το τραγούδι είναι τόσο κακό.

Ποτέ δεν πιστεύαμε ότι ήταν κακό, απλά δεν μας άρεσε η ιδέα να κάνουμε πράγματα κάποιου άλλου. Τέλος πάντων, παρασυρμένος από τον Keith και τον ενθουσιασμό του, ξοδέψαμε ένα απόγευμα στο στούντιο. Το κομμάτι όπως ήταν δεν έμοιαζε καθόλου μ’ αυτό που βγήκε στο τέλος. Σίγουρα το ρεφρέν και η μελωδία ήταν εκεί, αλλά δεν είχε ολόκληρη την εισαγωγή, δεν είχε εκείνους τους λαμπρούς στίχους που έγραψα και που πάνε «la, la, la, la» και δεν είχε απλά αυτό το μεγάλο χτυποκάρδι των Simple Minds. Εμείς απλά το μεταμορφώσαμε αυτό το πράγμα. Όλοι γνωρίζαμε ότι δημιουργήσαμε αυτό το πράγμα και πιστεύαμε ότι όλοι θα λέγανε «Δεν δούλεψε. Αυτό είναι. Η ιστορία τελείωσε». Αλλά, στο τέλος της ημέρας ή στο τέλος του απογεύματος, είπαμε «Ω, Θεέ μου, έχουμε πρόβλημα εδώ», επειδή αυτό είναι το είδος που η δισκογραφική εταιρεία θα λατρέψει, θα αρέσει πιθανότατα στο ραδιόφωνο και θα είναι τέλειο για το MTV. Όλα όσα οραματιζόμασταν ήρθαν. Μαζί μ’ αυτό ήρθε το Live Aid και αυτή η Νο 1 επιτυχία. Τίποτα από αυτά δεν θα μπορούσες να προβλέψεις. Τίποτα. Μπορεί να δεις πως είμαι ακόμα λίγο διστακτικός. Μην το πάρεις στραβά. Δεν είμαστε διστακτικοί όταν το παίζουμε ζωντανά. Αλλά το παίζουμε με τόση καρδιά και ψυχή επειδή το τραγούδι έδωσε τόση ευχαρίστηση στον κόσμο. Ωστόσο θα είναι πάντα ξένο. Δεν ήρθε από μέσα μας. Αλλά είναι εντάξει, ειδικά όταν έρχεται η επιταγή με τα πνευματικά δικαιώματα (γέλια).

Steve Schiff: Είναι σίγουρα το πιο επιτυχημένο τραγούδι μου. Γράφω ακόμα σήμερα, έχω ένα σπουδαίο στούντιο στο σπίτι μου και γράφω όλη την ώρα. Αν ενθουσιαστώ με κάτι που γράφω τώρα, νομίζω ότι είναι υπέροχο. Ένα παλιό αστείο για τους τραγουδοποιούς λέει ότι «όλα είναι επιτυχίες, μέχρι να κυκλοφορήσουν». Οτιδήποτε πάνω στο οποίο δουλεύεις είναι καλό και ξεσηκώνεσαι και λες «Ουάου, άκου το αυτό!». Υποθέτω ότι είμαι ο πιο περήφανος γι’ αυτό. Είναι σίγουρα ένα τραγούδι που όλοι γνωρίζουν, γι’ αυτό και το εκτιμώ πραγματικά. Εξακολουθεί να παίζεται πολύ. Θέλω να πω ότι είναι εκπληκτικό, παίζεται περίπου 50.000 φορές το τρίμηνο σε όλη τη χώρα και αυτό σημαίνει ότι παίζεται συνεχώς. Αν το πάρεις από τη μία άκρη έως την άλλη, κάθε στιγμή το τραγούδι παίζεται κάπου. Αν γράψεις ένα τέτοιο τραγούδι, μπορεί να εκπλαγείς αν μάθεις ότι μπορεί να σε πληρώνει για το υπόλοιπο της ζωής σου. Στην πραγματικότητα, θα ήμουν ακόμα πιο χαρούμενος τη δεκαετία του 1990 αν το γνώριζα αυτό. Πέρασα τη δεκαετία του 1990 νιώθοντας την ανάγκη να το κάνω πάλι, και πράγματι ανησυχούσα γι’ αυτό, και το χρειαζόμουν τότε. Το τραγούδι ήταν πραγματικός χρηματοδότης και γι’ αυτό είμαι τόσο ευγνώμων. 

Τί είναι αυτό, τελικά, που κάνει ένα τραγούδι καλό; Τί κάνει ένα τραγούδι να αντέχει στο χρόνο; Είναι δύσκολο να πει κανείς ακριβώς. Ίσως πάλι να είναι κάτι απλό, όπως το να είσαι στο σωστό μέρος, τη σωστή στιγμή και με τον σωστό ήχο. Όμως πιθανότατα να υπάρχει κάτι περισσότερο από αυτό. Δεν είναι απλά τύχη. Έστω κι αν τους πήρε χρόνο μέχρι να το αποφασίσουν, οι Simple Minds ηχογράφησαν το «Don’t You (Forget About Me)», υποκύπτοντας σε μία είδους καλλιτεχνική συμφωνία αισθανόμενοι ως σύγχρονοι Φάουστ. Αλλά, ακόμα κι έτσι, δεν υπάρχει κάτι για να συγχωρήσει κανείς. Έκαναν ό,τι πίστευαν ότι ήταν καλύτερο, έβαλαν σ’ αυτό την καρδιά, την ψυχή και την τέχνη τους και μας έδωσαν τελικά ένα εμβληματικό τραγούδι, το οποίο αποτέλεσε και για τους ίδιους μία απίστευτη κληρονομιά.   

Άλλες εκτελέσεις:

  • Gloria, Stacy & Kids Incorporated (1985, στον δίσκο «The Chart Hits»).
  • Jovanotti (1988, ως sample στο τραγούδι «Funk Lab»).
  • The Underground (1989, ως sample στο τραγούδι «Band Of The Hand»).
  • Impedance (1990, στο άλμπουμ «Don’t You Forget About Me»).
  • Another Class (1992, σε single).
  • Best Company (1993, χορευτική εκτέλεση σε single και σε διαφορετικές εκδοχές: Good Times Golden Mix, Raymondo Cuts It Up, Raymondo Ricci Own Mix).
  • East Side Beat (1993, στο άλμπουμ «East Side Beat»).
  • Off The Beat (1993, a cappella εκτέλεση στο άλμπουμ «…Where’s The Band?»).
  • S.O.S.Y.A. (1993, στο άλμπουμ «Techno ‘80»).
  • The Product (1994, στο άλμπουμ «Scanning… Vol. 2 – Cover Versions Continued»).
  • Speak Of The Devil (1994, a cappella εκτέλεση στο άλμπουμ «Caution Devil Ahead»).
  • The Stanford Mendicants (1994, a cappella εκτέλεση στο άλμπουμ «Back For Seconds»).
  • Life Of Agony (Οκτώβριος 1995, στο άλμπουμ «Ugly»).
  • The Jabberwocks (1996, a cappella εκτέλεση στο άλμπουμ «Woonsocket»).
  • Last Call (1997, a cappella εκτέλεση στο άλμπουμ «Vested Interest»).
  • The Phantoms (1997, a cappella εκτέλεση στο άλμπουμ «Spank Your Eardrum»).
  • The Gadjits (1998, στο άλμπουμ «In Their Eyes – ‘90s Teen Bands vs. ‘80s Teen Movies»).
  • The Bouncing Souls (1999, στο άλμπουμ «Before You Were Punk 2»).
  • Big Pun feat. Tony Sunshine (2000, ως sample στο τραγούδι «Laughing At You»).
  • The Dartmouth Aires (2000, a cappella εκτέλεση στο άλμπουμ «Interplanetairey»).
  • Decoy (2000, σε single).
  • New Dominions (2000, στο άλμπουμ «Whatthehellhappened?»).
  • Steel Prophet (2000, στο άλμπουμ «Genesis»).
  • Billy Idol (Μάρτιος 2001, στο άλμπουμ «Greatest Hits»). Αν ο Billy Idol όντως απέρριψε το τραγούδι το 1984, τότε 17 χρόνια αργότερα άλλαξε γνώμη αφού ηχογράφησε μία εκτέλεση που αναδημιουργούσε τον στόμφο της εκτέλεσης των Simple Minds σχεδόν νότα προς νότα.

Keith Forsey: Αυτό το τραγούδι το αγαπώ. Είναι ένα από τα λίγα τραγούδια -αυτό και το «Rebel Yell»- που έχω γράψει και που μπορώ ν’ ακούσω. Είναι οι δύο ηχογραφήσεις που όταν τις ακούω στο ραδιόφωνο λέω «Ουάου! Μ’ αρέσει αυτό!». Μάλιστα το επανεκτέλεσα με τον Billy Idol, αλλά όλοι είπαν ότι ήταν υπερβολικά ίδιο με το πρωτότυπο. Και πράγματι ήταν. Αλλά για μένα το τραγούδι πάει μόνο μ’ έναν τρόπο και αυτό που κάναμε, όταν το κάναμε, ήταν ο τρόπος! (γέλια)

Molly Ringwald: Την άκουσα την εκτέλεση του Billy Idol. Νομίζω ότι τον προσέγγισαν να το τραγουδήσει πριν τους Simple Minds αλλά το απέρριψε. Αργότερα το ηχογράφησε, αλλά πιστεύω ότι έμοιαζε υπερβολικά πολύ με την εκτέλεση των Simple Minds.   

  • Dynamite Boy (Δεκέμβριος 2001, στο E.P. «Devoted»).
  • Jeffery Sez (Ιούλιος 2002, στο άλμπουμ «15 Smiles To The Gal»).
  • Jeremy Sylvester (2002, ως sample στο τραγούδι «The Things I Can Do»).
  • Thrust (2002, 
  • Tommy And The Moondogs (2002, στο άλμπουμ «Kawerwo’schens»).
  • White Spaces feat. Jim Kerr (Οκτώβριος 2003, σε single και σε τρεις εκδοχές: Eyerer’s & Laib’s Radio Mix, Mendoza Vs Tibet Club Remix, Phunk Investigation In The City Mix).
  • Belle Lawrence (2003, στο άλμπουμ «Almighty Pop Back To The 80’s»).
  • Cary August (2004, στο άλμπουμ «The Club Hit»).
  • Darkwell (2004, στο άλμπουμ «Metat[r]On»).
  • Rufio (Ιούλιος 2005, στο άλμπουμ «Punk Goes 80’s»).
  • Stella Starlight Trio (Ιούλιος 2005, στο άλμπουμ «Jazz And ‘80s»).
  • AM (Δεκέμβριος 2005, στο άλμπουμ «High School Reunion: A Tribute To Those Great 80s Films»).
  • Banda Phix (2005, ακουστική εκτέλεση στο άλμπουμ «Pop Rock Acustico»).
  • Lazza (2005, στο άλμπουμ «Sucessos Acusticos Internacional 80’s»).
  • Yellowcard (2005, ζωντανά στα MTV Video Music Awards ως μέρος της 20ής επετείου της ταινίας «The Breakfast Club», σκηνές της οποίας προβάλλονταν κατά την εμφάνιση του συγκροτήματος).

Ryan Key: Πάντα το αγαπούσα αυτό το τραγούδι. Αντέχει γιατί είναι ένα απίστευτο κομμάτι. Ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος της μουσικής, μου είπε κάποτε: «Ένα σπουδαίο τραγούδι θα κερδίζει πάντα». Το «Don’t You (Forget About Me)» είναι ένα καλό παράδειγμα. Πραγματικά δεν μπορώ να θυμηθώ ποιος μας ζήτησε να το διασκευάσουμε για το αφιέρωμα της 20ής επετείου στο MTV -υποθέτω κάποιος από τη διοίκηση εκείνης της εποχής. Βασικά, δεν είχαμε πάρει κάποια οδηγία. Το κλειδί μινόρε ήταν η μεγαλύτερη αλλαγή που κάναμε. Θέλαμε επίσης να εστιάσουμε στο μέρος με τα «la la la», παίζοντας σκληρά. Έπρεπε να μάθω πως να το τραγουδήσω μέσα σε μια εβδομάδα πριν το παίξουμε ζωντανά μπροστά στο κοινό των βραβείων του MTV. Έπρεπε να κάνουμε μία επεξεργασμένη εκδοχή για να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα του show. Θα ήθελα να μπορούσαμε να ηχογραφήσουμε μία πλήρη εκτέλεση με όλους τους στίχους και να την κυκλοφορούσαμε. Χαιρετιστήκαμε δια χειραψίας με τους ηθοποιούς και είπαμε ένα σύντομο γεια. Προφανώς, ήταν πολύ ωραίο που τους συνάντησα. Έδειχναν πραγματικά ενθουσιασμένοι με την απόδοσή μας στο τραγούδι. Έπρεπε να ζητήσω συγνώμη που παίξαμε πάνω στην ομιλία της Ally Sheedy. Υπήρχε ένα στιγμιαίο φως ως σύνθημα για να παίξουμε πριν τις διαφημίσεις και τα έκανα μαντάρα.   

  • Cary August (Φεβρουάριος 2006, σε single και στο άλμπουμ «The Club Hits»).
  • Gennaro Cosmo Parlato (2006, στο άλμπουμ «Remainders»).
  • David Schommer (2006, στο άλμπουμ «Accepted»).
  • New Found Glory (Σεπτέμβριος 2007, στο άλμπουμ «From The Screen To Your Stereo Part II»).
  • Dirty Rig (Νοέμβριος 2007, στο άλμπουμ «Hollywood Rocks»).
  • Disconauts (2007, ως sample στο τραγούδι «Don’t You»).
  • Hour Past (2007, στο άλμπουμ «…A Vacant Smile»).
  • Atrocity (Φεβρουάριος 2008, στο άλμπουμ «Werk 80 II»).
  • Michael Johns (Μάρτιος 2008, σε single).
  • Hawk Nelson (Ιούλιος 2008, στο EP «Don’t You Forget About Me – The Covers»).
  • Soul Mafia (Ιούλιος 2008, στο EP «Don’t You Forget About Me – The Covers»).
  • Leelou (Σεπτέμβριος 2008, στο άλμπουμ «Hollywood, Mon Amour – 80’s Movie Songs»).
  • Vitamin String Quartet (Σεπτέμβριος 2008, ορχηστρική εκτέλεση στο άλμπουμ «Alternative Hits Of The 80s And 90s Vol. 1»).
  • The Dawn (2008, στο άλμπουμ «The Later Half Of Day»).
  • Sub-Level 03 (2008, στο άλμπουμ «Undercover»).
  • Voice Male (Οκτώβριος 2009, a cappella εκτέλεση στο άλμπουμ «Voice Male At The Movies – A Cappella Never Dies»).
  • Hermes House Band (2009, στο medley «Please Don’t Go»).
  • Radio Star (2009, στο άλμπουμ «A Hard Rock Spin On 80’s New Wave!»).
  • Murder F.M. (Μάρτιος 2010, σε single).
  • Alex Force (2010, στο άλμπουμ «Let’s Hear It For The 80s – Vol. 5»).
  • Gold Chain Military (2010, στο άλμπουμ «Detention»).
  • Nicki Minaj & Kanye West (2010, ως sample στο τραγούδι «Blazin»).

Jim Kerr: Δεν ήρθαν σε επαφή μαζί μας (γέλια). Το άκουσα μόνο όταν κάποιος με τηλεφώνησε και είπε: Το έχεις ακούσει αυτό; Ακούστηκε καλό! 

  • Red Café (2010, ως sample στο τραγούδι «Certified»).
  • Nicole Mason (Φεβρουάριος 2011).

Steve Schiff: Υπάρχει αυτή η εκτέλεση, νομίζω ότι τη βρήκα στο YouTube, μ’ αυτό το κορίτσι με έναν μόνο ενισχυτή και μία ηλεκτρική κιθάρα, που ανεβαίνει πάνω στη σκηνή, συνδέει το βύσμα και… κάπως άλλαξε το τραγούδι. Όπως το κάνει είναι κάπως διαφορετικό τραγούδι. Νομίζω ότι λέει πολλά για το πως αυτό το τραγούδι έχει επηρεάσει τον κόσμο. Πραγματικά έχει φύγει απ’ αυτό που ήταν κι έγινε κάτι άλλο για άλλους ανθρώπους και που διασταυρώνεσαι μαζί του όταν κάποιος άλλος το παίζει. Περνάς από τα μπαρ της Νέας Ορλεάνης ή σε κάποιο karaoke μπαρ και είναι εκεί. Είναι λίγο διασκεδαστικό το που μπορεί να ξεφυτρώσει.

  • David Cook (Μάρτιος 2011, σε single. Ο David Cook, ο οποίος ήταν ο νικητής της 7ης season του American Idol, το ηχογράφησε ως αποχαιρετιστήριο τραγούδι για τη 10η season του τηλεοπτικού μουσικού διαγωνισμού. Ο ίδιος είπε: «Όταν με προσέγγισαν γι’ αυτό το τραγούδι η πρώτη μου σκέψη ήταν το πόσο εμβληματικό είναι. Έχω δει το «Breakfast Club» μερικές φορές κι έτσι το τραγούδι ήταν κατά κάποιο τρόπο γύρω μου. Κάθε φορά που το ακούω σκέφτομαι τον Judd Nelson στο γήπεδο με τη γροθιά του στον αέρα. Πώς μπορείς να το κάνεις δικό σου [το τραγούδι] χωρίς να χαλάσεις τελείως το πρωτότυπο; Ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία. Είμαι πολύ ευχαριστημένος με το τελικό αποτέλεσμα. Ήταν πολύ διασκεδαστικό να το ηχογραφήσω. Είχαμε τον Kenny Aronoff στα drums και ο Neal ήρθε και βοήθησε να κόψει μερικές κιθάρες. Με τη βοήθεια του Matt Squire, ως παραγωγός, μπήκαμε, διασκεδάσαμε μ’ αυτό και προσπαθήσαμε να μην ανησυχούμε για την αναπόφευκτη πίεση που σχετίζεται μ’ αυτό το τραγούδι. Δεν νομίζω ότι με τη δική μας εκτέλεση ξεφύγαμε πολύ από το πρωτότυπο. Απλά προσπαθήσαμε να βάλουμε τη δική μας χροιά. Είχε πλάκα. Ήταν τεράστια τιμή»).
  • KT Tunstall (Οκτώβριος 2011, στο άλμπουμ «Songs To Save A Life». Ενδιαφέρουσα folk ερμηνεία με σποραδικά όργανα και περίεργα κρουστά, καθιστώντας το τραγούδι αγνώριστο).
  • The Blackout Argument (Νοέμβριος 2011, στο EP «Our Time Is Up…»).
  • Victorious Cast (Μάιος 2012, στο άλμπουμ «Victorious 2.0»).
  • Smash Mouth (Σεπτέμβριος 2012, στο άλμπουμ «Magic»).
  • The Barden Bellas (Σεπτέμβριος 2012, στο medley «Bellas Finals»).
  • Kris Atkins (2012, στο άλμπουμ «Kris Atkins Sings The 1980’s»).
  • Easy Brains (2012, στο άλμπουμ «Hit Mix ’85 Vol. 4 – 17 Chart Hits»).
  • Mr. & Mrs. Fox (2012, μοντέρνο άγγιγμα και καλά φωνητικά, σε μία πολύ καλή εκτέλεση που συνδυάζει το τραγούδι των Simple Minds με το «Midnight City» των M83).
  • Victoria Justice and Victorious Cast (2012, στο άλμπουμ «Victorious 2.0: More Music From The Hit TV Show»).
  • Μπλε (2012, σε ζωντανές εμφανίσεις).
  • Molly Ringwald (Απρίλιος 2013, ήπια jazz εκδοχή στο άλμπουμ «Except Sometimes»). Η Ringwald, η οποία ήταν μία από τις πρωταγωνίστριες της ταινίας «The Breakfast Club», ήθελε να τιμήσει τον σκηνοθέτη John Hughes και επέλεξε να ερμηνεύσει το τραγούδι που παρέπεμπε στο παρελθόν τους.

Molly Ringwald: Όταν ετοίμαζα τη λίστα των τραγουδιών και ήμασταν στη φάση που τα βάζαμε μαζί και τα φτιάχναμε, ο John Hughes πέθανε [το 2009]. Και τον είχα πολύ στο μυαλό μου κι έτσι άρχισα να το τραγουδάω, σαν να το μουρμουρίζω κατά τη διάρκεια της πρόβας, ρωτώντας τον πιανίστα αν γνώριζε καν το τραγούδι γιατί είναι εντελώς κολλημένος με την jazz. Πραγματικά δεν γνώριζε πολλά για τα σύγχρονα τραγούδια από τότε που μεγαλώσαμε, αλλά αυτό το γνώριζε. Τότε άρχισε να βάζει αυτές τις θαυμάσιες συγχορδίες και, δεν ξέρω, απλά βγήκε αυτό. Δεν ξέρω αν θα το είχα κάνει αν δεν είχε πεθάνει κάπως απροσδόκητα ο John εκείνη την εποχή. Ήταν πάντα ιδέα μου να το κάνω λιτό. Βασικά, αν έπρεπε να το κάνω από την αρχή, θα το είχα κάνει ακόμα πιο λιτό. Ήθελα να το κάνω με τρόπο εντελώς διαφορετικό από το πρωτότυπο, γιατί ποιο είναι το νόημα να ξαναπείς ένα τραγούδι αν δεν το ερμηνεύσεις εντελώς διαφορετικά; Η πρώτη εκτέλεση είναι υπέροχη. Ο μόνος λόγος για να ξανακάνεις ένα τραγούδι πιστεύω ότι είναι είτε επειδή δεν είναι τόσο καλό είτε επειδή έχεις κάτι νέο να προσφέρεις. Ο κόσμος το λατρεύει όταν παίζω αυτό το τραγούδι, έχουν τόσο ισχυρή σχέση μ’ αυτό γιατί τους κάνει να θυμηθούν την παιδική τους ηλικία. Είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίο και η ταινία εξακολουθεί να έχει αντίκτυπο και όχι μόνο σ’ αυτούς που ήταν έφηβοι όταν βγήκε η ταινία, αφού η ταινία κατά κάποιο τρόπο ανακαλύπτεται ξανά από γενιά σε γενιά εφήβων. Όπως και να έχει, νομίζω, λοιπόν, ότι τους επαναφέρει πάντα στον τρόπο που ένιωσαν όταν είδαν την ταινία κι αυτό συνήθως ήταν την εποχή που ήταν οι ίδιοι έφηβοι. Προφανώς και για μένα είναι πολύ νοσταλγικό. Μου θυμίζει μια διαφορετική εποχή στη ζωή μου και με κάνει να σκέφτομαι τον John.  

  • VoicePlay (Δεκέμβριος 2013, a cappella εκτέλεση στο άλμπουμ «The Sing-Off Season 4 Episode 5 – Movie Night»).
  • Aut Aut Orchestra (Φεβρουάριος 2014, στο άλμπουμ «The Best Of The 80’s»).
  • Jammy Jams (Φεβρουάριος 2014, ορχηστρική εκτέλεση στο άλμπουμ «Eighties Babies – Awesome ‘80s Go Lullaby»).
  • Glee Cast (Μάρτιος 2014, στο άλμπουμ «Glee: The Music, The Complete Season Five»).
  • Winston K. (Απρίλιος 2014, στο άλμπουμ «Fancy Dog Poems»).
  • Jack And The Ripper Girl (Ιούλιος 2014, στο άλμπουμ «Cover Band Of The Day: 30 Hits»).
  • The Kingfishers (Αύγουστος 2014, στο άλμπουμ «Just For Fun – Disco»).
  • Bleu (Σεπτέμβριος 2014, στο άλμπουμ «Here Comes The Reign Again: The Second British Invasion»).
  • Music Box Mania (2014, στο άλμπουμ «Totally 80’s New Wave Hits»).
  • The Wind And The Wave (Φεβρουάριος 2015, στο EP «Covers One»).
  • Piano Dreamers (Απρίλιος 2015, ορχηστρική εκτέλεση στο άλμπουμ «80’s Piano Pop Hits»).
  • Chilled Aqua (Ιούλιος 2015, ακουστική εκτέλεση στο άλμπουμ «Acoustic 80s Rock Songs»).
  • Mountain Faith (Αύγουστος 2015, στο EP «Pop Series»).
  • Alan Frew (Νοέμβριος 2015, στο άλμπουμ «80290 Rewind»).
  • Eggshell Boy (2015, στο άλμπουμ «80’s Hits»).
  • Mike Massé (2015, σε single και αργότερα στο άλμπουμ «Covers Vol. 2») .
  • Professor Shyguy (2015, στο άλμπουμ «80s EP»).
  • White Noon (2015, στο άλμπουμ «Café Ibiza. Acoustic Lounge Session»).
  • Joe Stilgoe (Αύγουστος 2016, ως μέρος του «80s Medley»).
  • Belle Jewel (Οκτώβριος 2016, σε single).
  • Midnite String Quartet (Μάρτιος 2017, ορχηστρική εκτέλεση στο άλμπουμ «New Wave Heartstrings V1»).
  • Michael ЯR Wilson (Ιούλιος 2017, σε single).
  • Al-pha X feat. Eva Abraham (Σεπτέμβριος 2017, στο άλμπουμ «Envelope»).
  • Midnight String Quartet (2017, στο άλμπουμ «New Wave Heartstrings V1»).
  • Musical Instrument Digital Interface Covers (2017).
  • Willis Earl Beal (Ιανουάριος 2018, σε single).
  • ApologetiX (Φεβρουάριος 2018, με τίτλο «Going To Forget Our Bad Deeds» σε single και αργότερα στο άλμπουμ «I Know You Are But What Am I?»).
  • Arcade Fire & Jim Kerr (Απρίλιος 2018, σε συναυλία στη Γλασκώβη).

Jim Kerr: Μου το ζήτησαν και θα πήγαινα έτσι κι αλλιώς στη συναυλία. Τους συνάντησα στη δοκιμή ήχου. Ως συγκρότημα έχουν μία υπέροχη αίσθηση, αλλά δεν μιλούν πολύ -ίσως είναι ντροπαλοί, οπότε ήταν παράξενο. Κανονικά, όταν κάνεις κάτι τέτοιο, είναι στο encore όταν η πίεση έχει φύγει, αλλά ήθελαν να το κάνουν ως το έκτο τραγούδι. Η σκηνή βρισκόταν στη μέση του Glasgow Hydro και έπρεπε να περάσεις μέσα από το πλήθος και κάτω από τη σκηνή. Δέκα λεπτά πριν ανέβω, ακούγοντάς τους από πάνω μου σαν καταιγίδα, σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή: τι στο διάολο κάνω εδώ; (γέλια) Είμαι μια γαμημένη παρέκκλιση! Έκανα δεύτερη σκέψη να φύγω. Αλλά χαίρομαι που δεν το έκανα γιατί ήταν υπέροχη συναυλία.

  • Kelsy Karter (2018, ως sample στο τραγούδι «Don’t You Forget About Me»).
  • Skiy (2018, deep house εκδοχή).
  • Vagina Lips (Μάρτιος 2019).
  • Marcello Mischiatti (φωτεινή και αισιόδοξη εκδοχή με λατινικό άρωμα σε μία σόλο ακουστική ερμηνεία, αν και με λίγη προφορά στα φωνητικά του).
  • Michael Longoria (Οκτώβριος 2019, στο άλμπουμ «Like They Do In The Movies»).
  • Beabadoobee (2019, αρκετά καλή εκτέλεση ηχογραφημένη στο ιστορικό στούντιο της Abbey Road. Έχει μία κλίση προς το grunge αλλά το ρεφρέν παρέμεινε άθικτο). 
  • Matt Lande (Μάρτιος 2020, ίσως όχι και η πιο τολμηρή εκτέλεση ωστόσο είναι μια θαυμάσια ωδή στους Simple Minds και όλα όσα κάνουν αυτό το τραγούδι αγαπημένο μέχρι σήμερα). 

Matt Lande: Λατρεύω τη new wave μουσική και το «Don’t You (Forget About Me)» είναι ένα τόσο σπουδαίο τραγούδι από εκείνη την εποχή. Έχει πολλή νοσταλγία. Ήταν συναρπαστικό να κάνω ένα διάλλειμα από τη δική μου μουσική και να βυθιστώ στη δεκαετία του 1980. Πραγματικά μπήκα βαθιά σ’ αυτό το τραγούδι με στόχο να αναπαράγω τις φανταστικές πρωτότυπες δονήσεις που είχε και παράλληλα να δώσω και την προσωπική μου πινελιά. Ελπίζω ν’ απολαύσετε την ηχογράφησή μου

  • Boy & Bear (Φεβρουάριος 2021).

Οι στίχοι:

Hey, hey, hey, hey

Ooh who

Won’t you come see about me?

I’ll be alone, dancing you know it baby

Tell me your troubles and doubts

Giving me everything inside and out and

Love’s strange so real in the dark

Think of the tender things that we were working on

Slow change may pull us apart

When the light gets into your heart, baby

Don’t you, forget about me

Don’t, don’t, don’t, don’t

Don’t you, forget about me

Will you stand above me?

Look my way, never love me

Rain keeps falling, rain keeps falling

Down, down, down

Will you recognize me?

Call my name or walk on by

Rain keeps falling, rain keeps falling

Down, down, down, down

Hey, hey, hey, hey

Ooh who

Don’t you try and pretend

It’s my feeling we’ll win in the end

I won’t harm you or touch your defenses

Vanity, Insecurity

Don’t you forget about me

I’ll be alone, dancing you know it baby

Going to take you apart

I’ll put us back together at heart, baby

(Chorus)

As you walk on by

Will you call my name?

(x2)

When you walk away

Or will you walk away?

Will you walk on by?

Come on, call my name

Will you call my name?

I say

(Lala la la lala la la)

Will you call my name?

As you walk on by

Κωνσταντίνος Παυλικιάνης

About Post Author