του Τεό Βασσιλόπουλο
Το 1989 το ρεπορτάζ από την Κυπρο. Εκεί ετοιμάζουν το φιλμ για το “Two Suns in the sky” του σκηνοθέτη Γιώργου Σταμπουλόπουλου .
Το γύρισμα γινόταν στην Πάφο . Μια φοβερή κινηματογραφική ταινία. Πρωταγωνιστής ήταν ο Βέλγιος ηθοποιός, Benoit Rossel.
Σενάριο/Σκηνοθεσία: Γιώργος Σταμπουλόπουλος
Φωτογραφία: Δημήτρης Παπακωνσταντής
Μουσική: Μιχάλης Χριστοδουλίδης
Σκηνικά: Μικές Καραπιπέρης
Κοστούμια: Γιώργος Ζιάκας
Χορογραφίες: Κωνσταντίνος Μίχος
Μοντάζ: Γιώργος Τριανταφύλλου
Παραγωγή: Studio S (Γιώργος Σταμπουλόπουλος), Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ΕΡΤ Α.Ε., Lumiere (Κύπρος), Makifilms (Γαλλία), με την υποστήριξη της EURIMAGES
Πρωταγωνιστούν: Piotr Fronczewski, Benoit Rossel, Νικηφόρος Νανέρης, Κατερίνα Ραζέλου
Περίληψη
Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (Βυζάντιο), τέλη του 4ου μ. Χ. αιώνα.
Αιγαίο. Άπνοια. Ένα καράβι ασάλευτο μέσ’ στην ομίχλη. Το κυνήγι ενός φυγάδα. Το κυνήγι της Μοίρας.
Λάζαρος ο Καππαδόκης και Τιμόθεος ο Σκηνικός. Θύτης και θύμα! Η αφήγηση του Αθανάσιου –πιστού ακόλουθου του Λάζαρου– ξετυλίγει το νήμα των γεγονότων.
Παρελθόν. Η Αίγυπτος, οι αιρετικοί, μαγεία και έκσταση, βία και αίμα. Ο Τιμόθεος παιδί. Η πρώτη μοιραία συνάντηση.
Αργότερα, στην Αντιόχεια, ο Τιμόθεος ο Σκηνικός –“μέγιστος τραγωδός της εποχής του”– παίζει στο θέατρο τις “Βάκχες” του Ευριπίδη και ξεσηκώνει τον λαό κατά του αυτοκράτορα. Επανάσταση!
Ο Λάζαρος ο Καππαδόκης, σταλμένος απ’ τον αυτοκράτορα, φθάνει στην Αντιόχεια μετά την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης.
Η δεύτερη μοιραία συνάντηση. Ο Λάζαρος φυλακίζει τον Τιμόθεο. Σιγά σιγά, οι ρόλοι αλλάζουν. Ο θύτης μετατρέπεται σε θύμα, και οδηγείται στην παράνοια.
Σεισμός! Η φυλακή γκρεμίζεται και ο Τιμόθεος ο Σκηνικός εξαφανίζεται για πάντα.
Κυνηγώντας ένα όραμα, ο Λάζαρος ο Καππαδόκης, φθάνει ως τη Θράκη –στην Ελλάδα– το άντρο των ειδωλολατρών. Εδώ, όπου οι Μαινάδες (“Βάκχες” αληθινές) οργιάζουνε στα δάση προς τιμήν του Διόνυσου, παίζεται και η τελευταία πράξη της τραγωδίας.
Ο Λάζαρος ο Καππαδόκης, “μαχόμενος εναντίον αρχεγόνων μύθων και δυνάμεων ακατανοήτων”, κατασπαράσσεται απ’ τις Μαινάδες.
ΔΥΟ ΗΛΙΟΙ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ (1991)
Ευτυχώς, παρά τις κατά καιρούς δυσκολίες και την εμπλοκή μου στη διαφήμιση, ποτέ δε σταμάτησα να διαβάζω. Η αρχαία ελληνική Μυθολογία ήταν από παλιά το αγαπημένο μου ανάγνωσμα μαζί με τον Ηρόδοτο, αλλά κι η Ιστορία γενικά· εννοώ την ελληνική Ιστορία, κυρίως, από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο ως τις μέρες μας. Έτσι, μελετώντας όσα έγιναν στα τέλη του 4ου μ. Χ. αιώνα στην Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (Βυζάντιο), το ερώτημα που προέκυψε κάποια στιγμή ‒και που τελικά μου έγινε έμμονη ιδέα‒ ήταν το πως οι Έλληνες γίναμε Χριστιανοί. Οι απαντήσεις που υπήρχαν, επιστημονικά τεκμηριωμένες ή όχι ‒αν και το θέμα είναι “ταμπού”‒ μ’ άφηναν ανικανοποίητο, καθώς, κατά τη γνώμη μου, η όλη υπόθεση, με εμφανή πολιτικά χαρακτηριστικά, δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα ή έστω την Ανατολή, αλλά και όλη την Ευρώπη αν όχι κι όλη την Υφήλιο.
Αν προστεθούν σ’ αυτά κάποιες μελέτες για το θέατρο στην εποχή του Βυζαντίου ‒ιδιαίτερα κατά τον 4ο μ. Χ. αιώνα‒ που, απ’ ό,τι φαίνεται, υπήρξε ισχυρός πόλος αντίστασης λόγω της ικανότητάς του ν’ απευθύνεται στις μάζες, να τις επηρεάζει και να τις κινητοποιεί ‒εξ ου και η βίαιη αντίδραση του ιερατείου εναντίον του‒ τότε η ιδέα μιας ταινίας με θέμα αυτή τη σύγκρουση Χριστιανισμού και αρχαίου Κόσμου στα τέλη του 4ου μ. Χ. αιώνα ήταν περίπου αυτονόητη.
Εύκολο βέβαια να το λες, δύσκολο να το κάνεις! Εγχείρημα εντελώς παράτολμο ‒για τα ελληνικά δεδομένα‒ με κίνδυνο να εκτεθώ ανεπανόρθωτα, εισπράττοντας την μήνη του ιερατείου και των συν αυτό ή, το χειρότερο, να γίνω γραφικός.
Παρ’ όλα αυτά άρχισα σοβαρά να σκέφτομαι τις αναγκαίες λύσεις· λύσεις για το σενάριο, λύσεις για τα κοστούμια και τα σκηνικά και, φυσικά, λύσεις για τη χρηματοδότηση.
Στο σενάριο, το εύρημα της εμβόλιμης παράστασης των “Βακχών” του Ευριπίδη, σε μια παράλληλη δράση με τα τεκταινόμενα, μου έλυσε τα χέρια, καθώς το έργο (οι “Βάκχες”) αναφέρεται σε μια ανάλογη αντιπαράθεση, ενώ η φράση του Πενθέα «καὶ μὴν ὁρᾶν μοι δύο μὲν ἡλίους δοκῶ» (θαρρώ πως βλέπω δυο ήλιους) ήταν αυτή απ’ όπου πήρα τον τίτλο της ταινίας «Δυο Ήλιοι στον Ουρανό».
Τέλος, μια φαινομενικά άσχετη πολιτική εξέλιξη, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, συνέτεινε στο να θέλω οπωσδήποτε να γίνει η ταινία. Η διαφαινόμενη κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης (Γκορμπατσώφ), άρα και η εξάλειψη του αντίπαλου δέους, ήτανε βέβαιο πως, αργά ή γρήγορα, θα οδηγούσε σε αναβάθμιση του ρόλου της θρησκείας, προκειμένου να υπάρξει ένα νέο αφήγημα που να διατηρεί την αντιπαράθεση· κάτι που τελικά συνέβη και το βιώνουμε με όρους Σταυροφοριών.
Από ’δω και πέρα αρχίζει η μεγάλη περιπέτεια. Ταυτόχρονα με τη συγγραφή του σεναρίου άρχισε και η αναζήτηση της μορφής που θα ‘πρεπε ‒και θα μπορούσε να έχει‒ αυτή η… “υπερπαραγωγή”, καθώς κουρελαρία στα κοστούμια ή χάρτινα ντεκόρ, όπως αυτά που βλέπουμε στις διάφορες “πατριωτικές” ταινίες στην τηλεόραση, δεν ήτανε αποδεκτά. Με γνώμονα την υψηλή αισθητική που βγαίνει μέσα απ’ τη Βυζαντινή αγιογραφία ή τα τεκμήρια τής “Ύστερης Αρχαιότητας”, η τελική μορφή της ταινίας ήταν περίπου σαν μονόδρομος· το πρόβλημα ήταν πώς θα το αντιμετώπιζα οικονομικά. Έτσι, η αναζήτηση λύσεων με χαμηλό κόστος, αλλά χωρίς εκπτώσεις ως προς το αποτέλεσμα, ήταν από τους πρώτους στόχους.
Έρευνα σε βιβλία και εικόνες, reperage απ’ τα Ζαγοροχώρια ως την Κρήτη κι από το Μεσολόγγι ως το Λαύριο, αναζήτηση συνεργατών και ηθοποιών, μαζί με τις προσπάθειες για χρηματοδότηση, κράτησαν, πάνω κάτω, πέντε χρόνια. Οι πρώτοι βασικοί μου συνεργάτες, που πίστεψαν απ’ την αρχή πως με μηδενική υποδομή μπορούμε να τα καταφέρουμε, ήταν ο Γιώργος Ζιάκας στα κοστούμια, ο Μικές Καραπιπέρης στα σκηνικά κι ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης στη μουσική, που, εκτός των άλλων, με βοήθησε στο να βρω και τους Κύπριους συμπαραγωγούς μου.
Οι προσπάθειές μου για ξένους συμπαραγωγούς, ώστε να μπορώ να υποβάλλω αίτηση χρηματοδότησης στην Eurimages, κάποιες φορές απέτυχαν παταγωδώς (όπως με τη Βουλγαρία) κι άλλοτε πάλι έμπλεξα με τύπους που έψαχναν κάποιο κορόϊδο απ’ το οποίο θα κέρδιζαν λεφτά πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Τελικά, μέσα από πολλές περίπλοκες διαδικασίες, κατάφερα, με τη βοήθεια του Μάνου Ζαχαρία μέσω του Κέντρου Κινηματογράφου, να πάρω επιχορήγηση (την πρώτη στην Ελλάδα) από την Eurimages, ώστε, μαζί με την ΕΡΤ, το Κέντρο Κινηματογράφου και την Κυπριακή Lumiere Services Ltd, να έχω μια αξιόλογη οικονομική βάση· η Γαλλική Makifilms υπήρξε μάλλον “διακοσμητική”.
Αρχές του 1990 ξεκίνησε η προπαραγωγή. Κοστούμια, όπλα, μάσκες, αντικείμενα καθημερνής χρήσης, ντεκόρ με ιδιαιτερότητες όπως το πλοίο και ή εκκλησία, μουσικά όργανα και κοσμήματα, όλα κατασκευάστηκαν απ’ την αρχή. Για οδηγό σε όλα αυτά, εκτός από μια βιβλιογραφία σαράντα και πλέον τόμων, είχα και την πολύτιμη βοήθεια του καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης Δημήτρη Κυρτάτα, ενώ την εξαιρετική μετάφραση των Βακχών την έκανε, για την ταινία, ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης
Στον τομέα του cast τα πράγματα ήταν εξίσου δύσκολα, καθώς οι δυο βασικοί μου χαρακτήρες, εκτός απ’ το ότι είχαν δύσκολες απαιτήσεις ερμηνείας, δεν ήθελα να είναι πρόσωπα πολύ γνωστά απ’ τον ελληνικό κινηματογράφο ή την τηλεόραση. Ρίσκο κι εδώ. Αφού δεν έβρισκα έλληνες ηθοποιούς που ν’ ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των βασικών ρόλων, σε δυο χώρες έπρεπε να ψάξω, κατά τη γνώμη μου, για ηθοποιούς επιπέδου· στην Αγγλία ή στην Πολωνία. Τελικά κατέληξα στον Πολωνό Piotr Fronczewski για το ρόλο του Λάζαρου του Καππαδόκη ‒και όπως αποδείχθηκε ήταν η πιο σωστή επιλογή‒ ενώ για τον Τιμόθεο το Σκηνικό βρήκα ένα μανεκέν, αλλά με πάθος για να γίνει ηθοποιός, τον Benoit Rossel.
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1990 στην Κύπρο και συνεχίστηκαν σε διάφορα μέρη στην Ελλάδα. Δ/ντής φωτογραφίας ο Δημήτρης Παπακωσταντής. Το άγχος καθημερινό, ιδιαίτερα σε σχέση με την εξασφάλιση των απαραίτητων χρημάτων στην ώρα τους, αλλά και με τις υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού που αντί να συμπαρασταθούν στην προσπάθεια ‒αφού κρατικοί φορείς ήταν και οι δυο συμπαραγωγοί μου, ΕΚΚ και ΕΡΤ‒ άλλοτε απαγόρευαν τα γυρίσματα σε αρχαιολογικούς χώρους (γεγονός που με υποχρέωνε να κάνω λαθραία γυρίσματα, όπως στο θέατρο των Οινιάδων) κι άλλοτε ζητούσαν υπερβολικά ποσά για να μου δοθεί η άδεια. Παρ’ όλα αυτά, τα πράγματα πήγαιναν αρκετά καλά ως τη στιγμή που η ΕΡΤ, αθετώντας τους όρους του συμβολαίου μας, σταμάτησε να πληρώνει. Το Κέντρο δεν μπορούσε να καλύψει το κενό, έστω προσωρινά, και οι “σκληροί” συνδικαλιστές του συνεργείου (αυτοί με τα αυθαίρετα εξοχικά και τις φορτωμένες πιστωτικές κάρτες) άρχισαν τις απειλές, θεωρώντας πως εγώ, αφού τα παιδιά μου σπούδαζαν στην Αγγλία και κατοικούσα στο Κολωνάκι, ήμουνα κατά τεκμήριο “πλούσιος” και θα μπορούσα να τους πληρώσω απ’ την τσέπη μου. Ένας μάλιστα μου ζήτησε να διακόψω τις σπουδές του γιου μου για να τον πληρώσω. Τελικά, μετά κι από ένα εξώδικο του συνεργείου, τα γυρίσματα διακόπηκαν το Σεπτέμβρη του ‘90, με κίνδυνο να τιναχτούν όλα στον αέρα, καθώς ο Fronczewski έπρεπε να επιστρέψει στην Πολωνία και κανείς δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί πως θα ξανάρχονταν. Η διακοπή κράτησε τέσσερεις μήνες, μέχρι το Φεβρουάριο του ‘91, όταν εδέησε η ΕΡΤ να καταβάλλει τις υποχρεώσεις της, για να ξαναρχίσουν τα γυρίσματα· ο Fronczewski, ως σωστός επαγγελματίας, επανήλθε. Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν και η ταινία πέρασε στο τελικό της στάδιο. Σ’ αυτή τη φάση, ένα ακόμη ρίσκο που πήρα ήταν και η χρησιμοποίηση στον ήχο του Dolby Stereo (για πρώτη φορά στην Ελλάδα) φέρνοντας από το Λονδίνο τον ειδικό της Dolby για να ελέγξει τις συνθήκες και να εξηγήσει στον φίλο και συνεργάτη Θανάση Αρβανίτη, που θα έκανε το mixage, πώς να χρησιμοποιήσει αυτή τη νέα τεχνολογία.
Στο μεταξύ, τα νέα γι’ αυτή την “υπερπαραγωγή” με το τεράστιο ‒για τα ελληνικά δεδομένα‒ κόστος κυκλοφορούσαν στον κινηματογραφικό χώρο, προκαλώντας την περιέργεια, αλλά και το φθόνο διαφόρων “συναδέλφων”. Τρεις απ’ αυτούς (οι δυο έχουν πεθάνει) με όχημα την Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, της οποίας ο ένας, συμπτωματικά, ήταν Πρόεδρος, βρήκαν την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν τον βασικό τους στόχο που ήταν η άλωση του Κέντρου Κινηματογράφου· τυπική ελληνική αρχομανία. Κατήγγειλαν λοιπόν στο Υπουργείο Πολιτισμού πως τόσο εγώ όσο και άλλοι δυο σκηνοθέτες, εν γνώσει του Κέντρου Κινηματογράφου, είχαμε δώσει πλαστούς προϋπολογισμούς στην Eurimages, και άρα… είμαστε απατεώνες. Πρωτοστάτης στην όλη αυτή ύποπτη υπόθεση μια δημοσιογράφος (;). Έτσι, μαζί με όλα τ’ άλλα, βρέθηκα στο σημείο ν’ απολογούμαι και να προσπαθώ ν’ αποδείξω ότι…δεν είμαι ελέφαντας. Μετά μια συνέντευξη των τριών μας στο Κέντρο Κινηματογράφου, το θέμα πήρε διαστάσεις και απασχόλησε επί μέρες τον Αθηναϊκό Τύπο. Ακολούθησαν διαβεβαιώσεις στην Eurimages, η οποία είχε ενημερωθεί σχετικά, πως δεν υπήρχε πρόβλημα, και το θέμα έληξε.
Για την Ιστορία, αυτό που πέτυχαν οι τρεις “έντιμοι συνάδελφοι” ήταν να αλλάξει η στάση της Eurimages απέναντι στην ελληνική κινηματογραφική παραγωγή, γεγονός που πολλαπλασίασε τις δυσκολίες για τη χρηματοδότηση των ταινιών που ακολούθησαν, κυρίως των νέων σκηνοθετών.
Μια ακόμα κίνηση με στόχο την υποβάθμιση της ταινίας, ήταν η απόφαση του τότε διευθυντή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, να μην επιτρέψει στην ταινία να λάβει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα, με την αιτιολογία ότι είχε ήδη προβληθεί για λίγες μέρες στις αίθουσες. Επειδή αυτό το επιχείρημα δεν ευσταθούσε, καθώς και άλλες ταινίες στο παρελθόν είχαν προβληθεί στις αίθουσες και μετά στο Φεστιβάλ, κατήγγειλα το γεγονός στον τύπο όπου πήρε διαστάσεις. Τελικά, με πίεση από το Κέντρο Κινηματογράφου αλλά και δική μου απόφαση, η ταινία προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού στο Φεστιβάλ.
Έτσι τα βραβεία πήγαν σ’ αυτούς που η συνδικαλιστικής σύνθεσης προκριματική επιτροπή είχε προαποφασίσει, χωρίς ανταγωνισμό. Σε ό,τι δε αφορά στα κρατικά βραβεία, η ταινία πήρε μεν έξι και μια διάκριση ποιότητας, αλλά δεν πήρε αυτό που ασυζητητί θα έπρεπε να πάρει· τα κοστούμια. Και, όπως πάντα, κανένα εγώ ως δημιουργός. Αυτή είναι με δυο λόγια η μεγάλη περιπέτεια με την ταινία μου «Δυο Ήλιοι στον Ουρανό»!
Εγώ τι κέρδισα απ’ αυτή την περιπέτεια; Εκτός απ’ την κατηγορία για απάτη και μια καταγγελία στο ΙΚΑ από μέλος του συνεργείου, κέρδισα επίσης ένα πρόβλημα υγείας, την αθέλητη πρόκληση οικογενειακών προβλημάτων, μια διαρκή πίεση για χρέη μαζί μ’ ένα τεράστιο οικονομικό πρόβλημα και δεκαπέντε χρόνια αποχής απ’ το σινεμά. Όμως εκείνο που πραγματικά μπορεί να θεωρηθεί ως κέρδος ‒εκτός απ’ το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ της Αλεξάνδρειας‒ είναι οι άνθρωποι που λάτρεψαν την ταινία. Κάποιοι προβληματίστηκαν κι έγραψαν ολόκληρα άρθρα με αφορμή την ταινία (σε μια περίπτωση μπήκε σαν θέμα στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο) και, σε τελική ανάλυση, κοντά στο στοίχημα να κάνω μια ταινία που κανείς –και διεθνώς απ’ όσο ξέρω‒ δεν τόλμησε να κάνει, μιλώντας για ένα θέμα “ταμπού” (που θα ‘πρεπε να ‘χει απασχολήσει από καιρό ακαδημαϊκούς και διανοούμενους), κέρδισα και τον αυτοσεβασμό μου.
+ There are no comments
Add yours