του Τάσου Μητσελή
Όλα τα έχει ο γευστικός μπαχτσές της Κηφισιάς κι ας μη της φαίνεται: εστιατόρια για ψάρι και κρέας, bar restaurant με σύγχρονη ελληνική κουζίνα, πανέμορφα all day στέκια ή και πιο κλασάτα αρχοντικά που αγαπούν την Ιταλία, αξιοπρεπείς παραδοσιακές ταβέρνες αλλά και πιο κοσμικά μαγαζιά για πιο ανοιχτόκαρδες διαθέσεις.
Όλο και από κάποιον (foodie) θα έχετε ακούσει κατά καιρούς ότι η Κηφισιά δεν φημίζεται για την πλούσια εστιατορική της σκηνή, κυρίως με το επιχείρημα ότι δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο γαστρονομικό ενδιαφέρον. Από την άλλη το υπόλοιπο 95% που ακόμη ανασηκώνει το φρύδι όταν ακούει τη λέξη γκουρμέ, δίνει σταθερή ψήφο εμπιστοσύνης στα στέκια της αρχόντισσας των βόρειων προαστίων, όπου το πολυσυλλεκτικό της τοπίο, που το αγκαλιάζει ένα αστικό κουκούλι, δίνει και παίρνει. Η αλήθεια ως συνήθως είναι κάπου στη μέση και σίγουρα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Κηφισιά τα τελευταία χρόνια έχει ανεβάσει αισθητά τις ποιοτικές μετοχές της με εστιατόρια τα οποία καθόλου δεν περνάνε απαρατήρητα.
Σε καμία περίπτωση δεν θα ισχυριστεί κάποιος ότι πρόκειται για τη Μέκκα του fine dining πλέον. Ωστόσο δεν θα πρέπει να ξεχνάμε το Vardis που μεσουράνησε για μια 25ετία (και τιμήθηκε ακόμη και με αστέρι μισελέν επί ημερών Ζαν ντε Γκριγιό, αλλά και Bertrand Valegeas και Αστέριου Κουστούδη), αλλά και το Beau Brummel που υπήρξαν δυο από τα εμβληματικότερα και πιο αριστοκρατικά εστιατόρια της Αθήνας. Πλέον έχει αποκτήσει πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα, ο οποίος εξυπηρετεί ένα πιο χαλαρό και αλέγρο γούστο που τιμάει δεόντως το πιο comfort φαγητό σε all day εστιατόρια, χωρίς παρόλα αυτά να λείπουν και αξιόλογες προτάσεις για κρέας ή ψάρι αλλά και (ελάχιστες) πιο δημιουργικές δουλειές που αξίζουν την προσοχή μας.
Θα αρχίσω με το δικαίως πασίγνωστο Artisanal (φωτό επάνω) του Φώτη Σεργουλόπουλου και του Βαγγέλη Γερασίμου, μια και θεωρώ ότι παραμένει σταθερά ένα από τα πιο όμορφα restaurant bars του Λεκανοπεδίου. Αυτή η πεποίθηση ενισχύεται μάλιστα από την κάθε φορά και πιο εξελιγμένη (και για αυτό βραβευμένη) ελληνική κουζίνα του Δημήτρη Δημητριάδη, η οποία τελικά κατάφερε να κάμψει τις άμυνες πολλών που ονειρεύτηκαν στα τραπέζια του entrecôte με Cafe de Paris δίπλα σε μια χωριάτικη. Τελικά τους έπεισε να τρώνε άγριες αγγινάρες Τήνου με φίνα σκορδαλιά αμυγδάλου, nigiri με αρώματα σπανακόρυζου και φέτα μπουγιουρντί με βρώσιμο φύλλου ασημιού. Δεν ήταν καθόλου εύκολο αλλά έγινε και το πιο σημαντικό κιόλας είναι πως παγιώθηκε.
Με τον Γιάννη Καλογιάννη να είναι case study επιχειρηματία προσηλωμένου στην ποιότητα και στην εξέλιξη, το I Frati στην καρδιά της Κηφισιάς αποτελεί πόλο έλξης μέρα νύχτα όχι μόνο για τους κατοίκους της περιοχής αλλά και για κόσμο από όλη την Αθήνα. Το delicatessen του είναι πραγματικά υψηλού επιπέδου, η κάβα του έχει πάμπολλες ετικέτες από τον διεθνή αμπελώνα – πραγματικά θα εκπλαγείτε – με έμφαση στον ιταλικό και δικές του εισαγωγές, το Madame Fraise έπιασε πόστο με shop in shop στην είσοδο του εστιατορίου και μια γκάμα από πολύ καλά γλυκά. Όσο για τη κουζίνα με την ιταλική «προφορά» που κινείται κυρίως σε comfort μονοπάτια αλλά κλείνει το μάτι και σε πιο σύγχρονες γεύσεις, δουλεύει εξαιρετικά προσεγμένες πρώτες ύλες και το αποτέλεσμα είναι νόστιμο. Σε αυτή την εξίσωση βάλτε το υπόγειο κελάρι-private dining (φωτό επάνω) που γίνεται ανάρπαστο, τα ωραία live και άλλα δέκα πράγματα που σίγουρα ξεχνάω για να καταλάβατε ότι το πολυσυλλεκτικό προφίλ του I Frati στη κατηγορία του δεν έχει ανταγωνιστή.
Παραμένοντας στο πεδίο της ιταλικής κουζίνας, το Giacomo (φωτό επάνω) με τη αρχοντική του σάλα που παραπέμπει σε τοσκανέζικο palacio κρατάει τον all day σικάτο χαρακτήρα, σερβίροντας ως επί το πλείστον νοστιμότατες κλασικές σπεσιαλιτέ τις οποίες μιξάρει στο μενού με πιο μοντέρνες πινελιές. Μάλιστα έχει επεκταθεί πλέον εντάσσοντας και άλλα concept στον πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα του όπως αυτό το νέο και ενδιαφέρον wine-bar του πίσω από το εστιατόριο.
Αλλά και το Monzù που στεγάζεται σε ένα από τα πιο γοητευτικά νεοκλασικά του 19ου αιώνα, στα χέρια του Γιάννη Λιόκα (φωτό επάνω) προτείνει μια ραφινάτη ιταλική γαστρονομία χωρίς να λείπει η πίτσα και κάποια πιο comfort στοιχεία. Καθώς ωριμάζει ντύνεται πάντως με πιο fine dining ατμόσφαιρα που του πάει πολύ. Εξού και το άρτι αφιχθέν μενού γευσιγνωσίας, που σε κάνει γοητευτικό ταξίδι στη μαγειρική του Λιόκα. Οσονούπω ετοιμάζουν και μια θαυμάσια κατασκευή στο κήπο με γυάλινο θόλο για να μεταφέρουν ένα μέρος της δράσης εκεί. Κάτι μου λέει ότι θα κάψει πολλές καρδιές αυτή η…επέκταση. Όσοι, τώρα, εκτιμάτε την καλή πίτσα στο Dal Professore του Nίκου Δημητροκάλη στην πλατεία Αγίου Δημητρίου θα την απολαύσετε σε αρκετές εκδοχές με πολύ ανάλαφρο κριτσανιστό ζυμάρι και ενδιάφεροντα toppings, ενώ σημειώστε ότι ιταλική πλευρά έχει και το γοητευτικό Amorous από την ομάδα του nice n` easy, το οποίο περνάει τα πάντα μέσα από το φίλτρο της παναμερικανικής γευστικής εξτραβαγκάντας.
Περνώντας, τώρα, στη πάντα επίκαιρη τάση του κρέατος, η συνέργια του Δήμου Στασινόπουλου με τον Στράτο Δρακούλη απέδωσε ένα ακόμη Drakoulis Dry & Raw (φωτό επάνω), που συνοψίζει τον premium καρνιβορικό χαρακτήρα του πρωτοπόρου και πολυτελούς concept, προσφέροντας εξαιρετικές κοπές και ράτσες μαζί με signature πιάτα, τα οποία έχουν ξεκάθαρο επίπεδο.
Απολύτως εξειδικευμένο στο εκλεκτό κρέας είναι και το εντυπωσιακό La Meat Maison, με ένα in house κρεοπωλείο όπου ξεκουράζονται θαυμάσια κομμάτια. Το μενού επιμελείται ο Δημήτρης Κατριβέσης και το ιδιαίτερο του άγγιγμα αποτυπώνεται σε διάφορα πιάτα που όταν τα δοκιμάζεις, αισθάνεσαι το χέρι ενός πρωτοκλασάτου σεφ που ξέρει να ραντίζει με τη δημιουργικότητα του. Πρώτοι όμως στη περιοχή βάλαν τα θεμέλια για πιο ψαγμένη κρεατοφαγία τα αδέλφια Τσιλιγκίρη, με τον Κώστα να κρατάει σταθερά τα ηνία του διαχρονικά καλού Telemachos Art & Grill, εμβαθύνοντας σε ελληνικά βοδινά και ένα σωρό μερακλίδικους μεζέδες, εμποτισμένους με μνήμες από το γευστικό μας DNA. Σταθερά δελεαστική και η λίστα κρασιών.
Το ψάρι στα βόρεια έχει ένα όνομα κι ένα επίθετο: Γιώργος Παπαϊωάννου. Ο «γκουρού» των θαλασσινών ένωσε τις δυνάμεις του με τον Δήμο Στασινόπουλου, δημιουργώντας άλλη μια έδρα του εμβληματικού εστιατορίου (φωτό επάνω), στο Kefalari Suites. Ο Παπαϊωάννου είναι μάγος καθώς πιάνει στα χέρια του αστεράτη πρώτη ύλη, όποτε προετοιμαστείτε για δυνατές συγκινήσεις, αρκεί αν θέλετε να βιώσετε την εμπειρία στο κρεσέντο της, να αποφύγετε τις μέρες και τις ώρες αιχμής, μια και η φήμη του προσελκύει τόσο κόσμο στο μαγαζί με αποτέλεσμα η ψαριέρα να αδειάζει κάποιες φορές στο άψε σβήσε. Ένα δεύτερο λιμάνι, όμως, στη Κηφισιά βρήκαν και οι Μικρές Κυκλάδες μια και ο Αντώνης Κωβαίος μαζί με τον Γιάννη Αρμάο έστησαν στην οδό Αγίου Τρύφωνος ένα μοντέρνο θαλασσινό εστιατόριο με φρέσκα ψάρια και μια κουζίνα που βλέπει τη θάλασσα και με δημιουργικές διαθέσεις.
Τέλος σε πιο κοσμικό εμβαδόν το βραβευμένο Freud Oriental (φωτό επάνω) εντός του ξενοδοχείου Semiramis που κρατάει σταθερά σε υψηλό επίπεδο τον πήχη των ιαπωνικών fusion γεύσεων του και το δημοφιλές Cash του Γιάννη Μωράκη που έχει εξελιχθεί σε ένα ιδιαιτέρως ατμοσφαιρικό music restaurant επίσης με japanese πρόσημο στη κουζίνα του, συμπληρώνουν μαζί με το πάντα μοδάτο εστιατόριο Twenty One (φωτό κάτω) στο ομώνυμο ξενοδοχείο, το ψηφιδωτό μιας αριστοκρατικής γειτονιάς που όπως αντιλαμβάνεται κάποιος τελικά μόνο αδιάφορη δεν είναι.
Θα κλείσουμε όμως με κάτι διαχρονικό. Από τη all time classic σκηνή με τον Γιώργο Κωνσταντίνου και το προφιτερόλ που γυρίστηκε στη σάλα του μέχρι τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που έφερε τηλέφωνο στο μαγαζί για να κλείνει εύκολα τραπέζι γιατί μια φορά που πήγε δεν μπόρεσε να βρει, στο Blue Pine αισθάνεσαι όντως λες και σταμάτησε το ρολόι ακριβώς την ίδια ώρα που χτύπησε για πρώτη φορά. Αλλαγές στο χώρο δεν έχουν γίνει ποτέ. Ξεκίνησε ως ζαχαροπλαστείο καφέ και steak house, ενώ το 1992 ο Σωτήρης Κώτσης έστρεψε εντελώς το τιμόνι της κουζίνας του σε γαλλικές γεύσεις.
Πηγή:fnl-guide.com