Από Αγγελική Σπηλιοπούλου
Το μυθιστόρημα “Ψέμα και μάγια” εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1948. Παρόλο που είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Έλσας Μοράντε έτυχε διθυραμβικών κριτικών. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Την υψηλών απαιτήσεων μετάφραση ανέλαβε η Μαρία Φραγκούλη. Το επίμετρο της έκδοσης περιέχει το κείμενο του Τσέζαρε Γκάρμπολι (λογοτεχνικός και θεατρικός κριτικός, ακαδημαϊκός, μεταφραστής και συγγραφέας).
“Να γινόμαστε όμως λάτρεις και μοναχοί του ψέματος! Να το κάνουμε στοχασμό μας, σοφία μας! Να αρνιόμαστε κάθε δοκιμασία, και όχι μόνο τις οδυνηρές, αλλά μέχρι και τις ευκαιρίες ευτυχίας, χωρίς να αναγνωρίζουμε καμία δυνατή ευτυχία εκτός από το μη αληθινό. Ιδού τι ήταν η ζωή για μένα! Να γιατί με βλέπετε μαραμένη και αδύνατη, ίδια με τα παιδάκια που τα έφαγαν οι μάγισσες του χωριού. Αυτά οι μάγισσες, κι εμένα τα παραμύθια, τρελές και φαύλες μαγγανεύτριες.”
Η Ελίζα χάνει τους γονείς της όταν εκείνοι ήταν μόλις τριάντα ετών. Πέθαναν σε διάστημα λίγων ημερών ο ένας από τον άλλο, πρώτα ο πατέρας, έπειτα η μητέρα της. Η μικρή Ελίζα θα βρεθεί υπό την προστασία της θετής, πλέον, μητέρας της, Ροζάρια, μιας γυναίκας που συνδεόταν με την οικογένειά της με τρόπους που θα αποκαλυφθούν αργότερα στο μυθιστόρημα.
Η Έλσα Μοράντε αναπαριστά τη ζωή στον ιταλικό Νότο των αρχών του εικοστού αιώνα μέσα από τις διαδρομές τριών γυναικών, τριών γενεών. Γύρω τους σα δορυφόροι κινούνται τα υπόλοιπα πρόσωπα του μυθιστορήματος, δημιουργώντας το σύμπαν της Ελίζας. Αυτό θα είναι και το αντικείμενο της αφήγησής της.
Η Μοράντε τοποθετεί την κεντρική ηρωίδα της να μετατρέπει τις αναμνήσεις, τις πληροφορίες από τα γράμματα της μητέρας της και όσα είχε κατορθώσει να μάθει για την οικογένειά της, σε μυθοπλασία. Είναι ο τρόπος που εφευρίσκει ώστε να απαλύνει τον πόνο και να επουλώσει τα τραύματα της.
Η Ελίζα επέλεξε να ζήσει αποκομμένη από την κοινωνία, μέσα σε έναν πλασματικό κόσμο συνονθύλευμα των αναμνήσεων και της φαντασίας της.
Έχοντας γαλουχηθεί σε μια οικογένεια που οι σχέσεις στηρίχθηκαν στο ψέμα και η συνύπαρξη τους διέπονταν από υποκρισία, ενστερνίζεται τις πρακτικές των προγόνων της και δομεί το δικό της παραμύθι. Εκεί νιώθει ασφαλής, αφού έχει τον έλεγχο.
Τώρα που η θετή της μητέρα φεύγει από τη ζωή, η Ελίζα αποφασίζει να αφηγηθεί την ιστορία της οικογένειας της, αποκαλύπτοντας τις αλήθειες που κρατήθηκαν στη σκιά τόσα χρόνια.
Κεντρικά πρόσωπα της αφήγησης είναι η μητέρα της Ελίζα, Άννα, ο πατέρας της Φραντσέσκο ντε Σάλβι, ο εξάδελφος της Άννας Εντοάρντο Τσελεντάνο, η αμφίβολου ηθικής Ροζάρια.
Όλα, όμως, ξεκινούν από την οικογένεια της Άννας. Ο πατέρας της Τεοντόρο Μασία, έχοντας χάσει την περιουσία του, βρέθηκε αποκηρυγμένος από την οικογένειά του όταν αποφάσισε να παντρευτεί τη μητέρα της Άννας, Τσεζίρα. Η Άννα θα πάρει πολλή αγάπη από τον πατέρα της. Θα είναι για αυτόν η πριγκίπισσά του. Η Τσεζίρα που εργάζεται ως δασκάλα έχει αναλάβει την κατ’ οίκον διδασκαλία της κόρης τους. Η Άννα μεγαλώνει με ελλιπέστατη μόρφωση, η οποία, σε συνδυασμό με τη νωθρότητα της, την καθιστούν ανίκανη να εργαστεί. Όταν πεθαίνει ο πατέρας της εξακολουθεί να εξαρτάται οικονομικά από τη μητέρα της. Σε έναν από τους περιπάτους που έκανε με τον πατέρα της όταν ήταν μικρή, της είχε δείξει, από απόσταση, την αδερφή του Κοντσέτα και τον γιο της Εντοάρντο Τσελεντάνο. Η εικόνα του εξαδέλφου της θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη της. Η σχέση της Τσεζίρα με την Άννα ήταν ανταγωνιστική. Απουσίαζε κάθε ένδειξη μητρικής αγάπης. Υπήρχε μόνο το αίσθημα της υποχρέωσης για φροντίδα του παιδιού που έτυχε να φέρει στον κόσμο. Ένα παιδί που συμβολίζει όσα έχασε, όλα τα όνειρα που διαψεύστηκαν, τα δεινά που υφίσταται. Παρόμοια θα είναι και η σχέση της Άννας με τη δική της κόρη Ελίζα.
Οι ταξικές διαφορές, η οικονομική ανέχεια που οδηγούσε σε γάμους συμβιβαστικούς, οι διαταραγμένες οικογενειακές σχέσεις, οι δεσμοί εξάρτησης ή η αποξένωση μεταξύ γονιού-τέκνου, η συζυγική πίστη, η φιλία, ο έρωτας, είναι κάποια από τα θέματα που αναδεικνύονται. Οι έντονες περιγραφές της πατριαρχικής δομής της κοινωνίας αναδύουν τις φεμινιστικές απόψεις της συγγραφέως. Η Έλσα Μοράντε δομεί χαρακτήρες ρεαλιστικούς, διαχρονικούς, εντάσσοντας τους στο κοινωνικό πλαίσιο του 1900.
Πραγματεύεται το “ψέμα και μάγια”: τη στρεβλή εικόνα που μπορεί να έχουμε και την απομάγευση μας από τις ψευδαισθήσεις που μας έχουν δημιουργηθεί. Την ανάγκη να παραμένουμε και να νιώθουμε ασφαλείς στον κατασκευασμένο κόσμο μας, στις αυταπάτες μας, αποφεύγοντας την πραγματικότητα.
Οπισθόφυλλο
Ας σκεφτούμε ένα ευρύχωρο σπίτι με άπειρα μικροπράγματα αλλά χωρίς καθόλου ζωή. Αίφνης προβάλλει ένα θηλυκό πρόσωπο. Αυτή είναι η Ελίζα, μια ορφανή κοπέλα, περικυκλωμένη από επικές αφηγήσεις με ήρωες και δεσποσύνες. Αποφασισμένη να αποτυπώσει την ιστορία της οικογένειάς της, η Ελίζα ανυψώνει σε μυθικές διαστάσεις τη μητέρα της Άννα, τον πατέρα της Φραντσέσκο, τον ξάδελφο Εντοάρντο και τη Ροζάρια, μια ανοιχτόψυχη πόρνη. Αυτά τα πλάσματα, από αδιάφορα έως κακόμοιρα, μεταμορφώνονται σε αληθινούς ανθρώπινους χαρακτήρες που βιώνουν ένα σωρό αλλόκοτες περιπέτειες. Το αποτέλεσμα; Μια εν δυνάμει ηθογραφική κωμωδία μετουσιώνεται εν τέλει σε μεγαλοπρεπέστατη τραγωδία. Η Ελίζα, η γυναίκα με τις μακριές κοτσίδες και τη χλωμή όψη, η καταφρονεμένη κόρη, έχει κληρονομήσει ένα αίνιγμα από τους γονείς της. Σε αυτό έρχονται να προστεθούν ο φόβος και η ματαίωση που κατασκευάζουν οι παθιασμένοι έρωτες, οι δυστυχισμένοι γάμοι, τα εξώγαμα παιδιά. Προκειμένου να κατανοήσει αυτή την τρέλα, η Ελίζα επιστρατεύει τη μνήμη και τη φαντασία της. Έπειτα γράφει και μας μεταφέρει σε μια πόλη του ιταλικού Νότου στις αρχές του 20ού αιώνα, σε έναν τόπο και μια εποχή όπου η ελευθερία των γυναικών ήταν στα χέρια των ανδρών, συζύγων ή εραστών. Το Ψέμα και μάγια (1948), αυτό το ανησυχαστικό μυθιστόρημα, ακολουθεί τα πρότυπα μιας λογοτεχνικής παράδοσης που από τον Σταντάλ και τον Τολστόι φτάνει μέχρι τον Προυστ, καθρεφτίζοντας την πραγματικότητα μιας ολόκληρης κοινωνίας. Η Έλσα Μοράντε χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη, σαγηνευτική γλώσσα, όπου η πρόφαση του υπαινιγμού και του παιχνιδιού δεν είναι παρά ένα είδος συστολής για να υπερασπιστεί τον μύχιο χαρακτήρα μιας μοναδικής, αλησμόνητης εξομολόγησης.
«Οι δύο λέξεις του τίτλου Ψέμα και μάγια συνοψίζουν, κατά κάποιο τρόπο, την υπόθεση του μυθιστορήματος: όπου η αντίθεση ανάμεσα στην αφήγηση καθημερινών γεγονότων και στους μυθικούς κόσμους της φαντασίας οδηγεί σχεδόν όλους τους χαρακτήρες σε ένα τραγικό τέλος».
(Χειρόγραφη σημείωση της Έλσα Μοράντε)
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Έλσα Μοράντε υπήρξε μία από τις κορυφαίες πεζογράφους διεθνώς κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Θεωρείται, εν γένει, η πιο σπουδαία γυναίκα συγγραφέας που έχει αναδείξει η Ιταλία. Γεννήθηκε το 1912 στη Ρώμη, όπου και πέθανε το 1985, μετά από μια μακρά περίοδο ασθένειας. Από πολύ μικρή άρχισε να γράφει παραμύθια, τραγουδάκια και ιστορίες για παιδιά που δημοσιεύονταν σε γνωστά περιοδικά. Μια σειρά από αυτές τις ιστορίες συγκρότησε το πρώτο της βιβλίο, Το κρυφό παιχνίδι (1941). Το 1942 εμφανίστηκαν Οι θαυμαστές περιπέτειες της Κατερί με την κοτσιδούλα, ένα βιβλίο που έγραψε και εικονογράφησε σε ηλικία μόλις δεκατριών ετών. Το 1936 γνώρισε τον συγγραφέα Αλμπέρτο Μοράβια και παντρεύτηκαν το 1941. Το πρώτο της μυθιστόρημα, Ψέμα και μάγια, κυκλοφόρησε το 1948 και απέσπασε το σημαντικό Βραβείο Viareggiο. Κατόπιν εξέδωσε το μυθιστόρημα Το νησί του Αρτούρο (1957) για το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Strega, την ύψιστη διάκριση της ιταλικής λογοτεχνίας. Ακολούθησαν η ποιητική συλλογή Άλλοθι (1958), η συλλογή διηγημάτων Το ανδαλουσιάνικο σάλι (1963) και το βιβλίο Ο κόσμος σώθηκε από τα παιδιά (1968). Το 1974 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Η ιστορία, το πλέον γνωστό και εμβληματικό της έργο. Το τελευταίο της βιβλίο ήταν το μυθιστόρημα Αρατσέλι (1982).
[Πηγή: Εκδόσεις Καστανιώτη]