Του Δημήτρη Γκιόκα
Η ανάπτυξη επιστρέφει δυναμικά. Η χώρα μας αφήνει πίσω τις συνέπειες της πανδημίας. Το 2022, το ΑΕΠ αναμένεται να είναι το υψηλότερο της τελευταίας δεκαετίας.
Τότε γιατί ο προϋπολογισμός του 2022 εμφανίζει έλλειμμα €7 δισ., ενώ το 2019 είχαμε πλεόνασμα €3 δισ.;
Η απάντηση είναι η αύξηση των κρατικών δαπανών. Πιο συγκεκριμένα:
* €7 δισ. υψηλότερες δαπάνες έναντι του 2019
+€1 δισ. αυξημένη μισθοδοσία δημοσίων υπαλλήλων
+ €1 δισ. δαπάνες αντιμετώπισης της πανδημίας
+€1 δισ. αυξημένοι εξοπλισμοί άμυνας
+€1 δισ. αποθεματικό (για κάλυψη έκτακτων αναγκών)
+€1,5 δισ. προς ασφαλιστικά ταμεία (αύξηση ποσοστού αναπλήρωσης συντάξεων, αύξηση νέων συνταξιούχων, μείωση 3% ασφαλιστικών εισφορών)
+€1,5 δισ. αυξημένες πιστώσεις υπό κατανομή (αφορά επιχορήγηση ζημιογόνων δημόσιων οργανισμών; αναμένουμε περαιτέρω ανάλυση στην εισηγητική έκθεση)
* €2 δις υψηλότερο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.
Πολύ σωστά η κυβέρνηση εφαρμόζει ένα πρόγραμμα μείωσης φόρων για να τονώσει την ανάπτυξη και να ανακουφίσει τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Η μείωση φόρων όμως πρέπει να συνοδεύεται και από μείωση λειτουργικών δαπανών. Σε διαφορετική περίπτωση δημιουργούνται δημοσιονομικές “τρύπες”.
Κι αν το 2020 και το 2021 είχαμε δικαιολογημένα αυξημένες ανάγκες, λόγω της απαραίτητης ενίσχυσης που δόθηκε σε όσους επλήγησαν από την πανδημία, το 2022 το αντίστοιχο κονδύλι είναι λιγότερο από €1 δισ.
Φαίνεται πως υπάρχει ακόμα πολύ “λίπος” και πολλές εστίες σπατάλης στο στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Για παράδειγμα, το πάρτι προσλήψεων συνεχίζεται αμείωτο και επί Νέας Δημοκρατίας.
Όπως αποκαλύπτει ο παρακάτω πίνακας, οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι περισσότεροι κατά 46.500 χιλιάδες τα τελευταία 2 χρόνια.
Παρότι το τακτικό προσωπικό παραμένει σταθερό, οι συμβασιούχοι έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί σε σχέση με το 2014! Πλησιάζουν μάλιστα σε αριθμό το 2009.
Η τακτική που ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ φορτώνοντας με συμβασιούχους και μετακλητούς το δημόσιο έχει επεκταθεί και επί ΝΔ. Όταν ανέλαβε η σημερινή κυβέρνηση, είχε συμφωνήσει με τους δανειστές στα πλαίσια της μεταμνημονιακής εποπτείας να μειώσει τους συμβασιούχους κατά 10 χιλιάδες. Τους αύξησε όμως κατά 47 χιλιάδες! Αν αφαιρέσουμε τις 20 χιλιάδες προσλήψεις που έχουν γίνει λόγω της πανδημίας, τότε μιλάμε για επιπλέον 27 χιλιάδες.
Ως αποτέλεσμα το μισθολογικό κόστος του δημοσίου έχει αυξηθεί κατά €1 δισ. μέσα σε 2 χρόνια και συνολικά κατά €3 δισ. σε σχέση με το 2015!
Φυσικά δεν είναι μόνο αυτό. Τρανταχτά παραδείγματα είναι οι εκατοντάδες δημόσιοι οργανισμοί χωρίς ουσιαστικό αντικείμενο, το κατακερματισμένο σύστημα προμηθειών, οι δεκάδες ζημιογόνες δημόσιες επιχειρήσεις που δεν λένε να εξορθολογισθούν και κοστίζουν εκατοντάδες εκατομμύρια κάθε χρόνο στους φορολογούμενους. Και άλλα πολλά.
Επίσης θα πρέπει να προσεχθεί η συνταξιοδοτική δαπάνη και συνολικά να διαφυλαχθεί η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Από τη μία τα δημογραφικά δεδομένα είναι πολύ άσχημα. Η ελληνική κοινωνία γερνάει επικίνδυνα και οι ειδικοί αναμένουν αυξημένες συνταξιοδοτήσεις τα προσεχή χρόνια.
Από την άλλη δεν έχει υπολογισθεί το κόστος της σταδιακής μετάβασης στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Σήμερα το σύστημα είναι πλήρως αναδιανεμητικό και οι εισφορές μας πάνε απευθείας για την πληρωμή των συντάξεων. Πολύ σωστά θα πρέπει να γίνει και κεφαλαιοποιητικό. Όμως ας μας πει κάποιος πόσο θα είναι το έλλειμμα που θα προκύψει τα πρώτα χρόνια, αφού κάποιες εισφορές αντί να πηγαίνουν για τις συντάξεις θα πηγαίνουν σε ένα ειδικό αποθεματικό και θα επενδύονται μακροπρόθεσμα. Και πώς θα καλυφθεί αυτό το κενό;
Όλα τα παραπάνω έχουν συντελέσει στην αύξηση του δημόσιου χρέους τα τελευταία χρόνια. Από €312 δισ. το 2015 το χρέος αναμένεται να φθάσει τα €355 δισ. το 2022. Σχεδόν διπλάσιο του ελληνικού ΑΕΠ.
Ασφαλώς, ένα μεγάλο μέρος της αύξησης προέρχεται 1) από τη δημιουργία του μαξιλαριού των ταμιακών διαθεσίμων και 2) από τις αυξημένες ανάγκες αντιμετώπισης της πανδημίας. Παρόλα αυτά μιλάμε για μία σημαντική άνοδο κατά €43 δισ. μέσα σε 7 χρόνια.
Πέρυσι και φέτος δανειστήκαμε φθηνά, εκμεταλλευόμενοι την πολιτική μηδενικών επιτοκίων και το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αν όμως στο άμεσο μέλλον αυξηθούν τα επιτόκια για να ανακόψουν τον πληθωρισμό θα αυξηθεί σημαντικά και το κόστος δανεισμού της χώρας. Για πόσο καιρό θα μπορεί η Ελλάδα να δανείζεται με επιτόκια πάνω από 4% και 5%;
Ας τα λάβουμε λοιπόν όλα αυτά σοβαρά υπόψη και ας γίνει πιο συνετή η δημοσιονομική μας πολιτική, ώστε να μην μπλέξουμε στο μέλλον σε περιπέτειες.
* Ο κ. Δημήτρης Γκιόκας, είναι Οικονομολόγος ,CFA
dimitrisgiokas.blogspot.gr, Twitter: @GiokasDimitris, Facebook: Δημήτρης Γκιόκας
ΠΗΓΕΣ:
– Προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού
– http://interops.ydmed.gov.gr/month/monthly.php
Πηγή:capital.gr
+ There are no comments
Add yours