του ΔΙΟΝΥΣΗ ΘΑΝΑΣΟΥΛΑ

Λένε ότι όταν χάνεις το άλλο σου μισό, τίποτε πλέον δεν είναι όπως παλιά, κάτι που η Νινέτα Φιξ βιώνει τα τελευταία τρία χρόνια, χωρίς τον Κάρολο δίπλα της.

Στο διαμέρισμα της Ηρώδου Αττικού που πουλήθηκε με ένα «χρυσό» deal έζησαν ανέμελες στιγμές, κυρίως τα καλοκαίρια, και ήταν εκεί που ξεκίνησε η τελευταία περιπέτεια υγείας του πάλαι ποτέ αυτοκράτορα της μπύρας.

Η φυγή του από τη ζωή, σηματοδότησε σταδιακά, όπως ακούγεται, την απόφαση της τρίτης συζύγου του να πουλήσει τελικά το συγκεκριμένο διαμέρισμα των 320 τ.μ στον Ελβετό δισεκατομμυριούχο Τόμας Φλορ, στην τιμή-ρεκόρ των 18 εκατομμυρίων ευρώ.

Ούτε λίγο, ούτε πολύ ο επιχειρηματίας πλήρωσε 56.000 ευρώ το τ.μ. για το παλαιάς κατασκευής ρετιρέ, το οποίο διαθέτει ιδιωτικό ασανσέρ και μια απαράμιλλη θέα, την οποία θα απολαμβάνει πλέον και η κόρη του Νίνα, η οποία παντρεύτηκε τον γιο του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου, Φίλιππο. Μια θέα, στην οποία περιλαμβάνονται το Καλλιμάρμαρο, ο Λυκαβηττός, η Ακρόπολη και ο Σαρωνικός την οποία απολάμβαναν μαζί μέχρι το καλοκαίρι του 2019, ο Κάρολος και η Νινέτα Φιξ.

Η συγκεκριμένη κατοικία ήταν μια ωραία «απόδραση»  από τις ελβετικές Άλπεις και το σαλέ στο Γκστάαντ, στο οποίο κατοικούσαν μόνιμα από τη δεκαετία του ‘80 και μετά. Τότε που έφυγαν από την Ελλάδα, όταν χάθηκαν δισεκατομμύρια δραχμές για τον διάδοχο της οικογένειας που είχε επί δεκαετίες το αποκλειστικό μονοπώλιο στην πώληση μπύρας.

Είχαν μείνει, όμως, πάρα πολλά για το ζευγάρι που βρήκε στην Ελβετία την ηρεμία που τους έλειπε από την Ελλάδα του ΠΑΣΟΚ και από μια «κατάρρευση» που άργησαν να ξεχάσουν.

Η πώληση του διαμερίσματος από την τελευταία σύζυγο του δαιμόνιου μάνατζερ κλείνει ουσιαστικά τον κύκλο μιας ολόκληρης ζωής, που τα είχε κυριολεκτικά όλα, ενίοτε στον υπερθετικό βαθμό.

Το βράδυ της μεγάλης καταστροφής

Κανείς εκτός ίσως από την τελευταία του σύζυγο Νινέτα- την τρίτη κατά σειρά στη μυθιστορηματική ζωή του -δεν ήταν σε θέση να ξέρει ποια ήταν η διάθεση του Καρόλου Φιξ, εκείνο το παγωμένο απόγευμα του 2008, στο χιονισμένο Γκστάαντ της Ελβετίας.

Το σαλέ του, ένα από τα πλέον γνωστά και εμβληματικά στο διάσημο θέρετρο με εκπληκτική θέα στην κοιλάδα του Σάανεν ήταν, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, η μόνιμη κατοικία του δαιμόνιου χημικού. Με τη διαφορά ώρας μεταξύ Γκστάαντ και Νέας Υόρκης να είναι επτά ώρες, το τηλέφωνό του χτύπησε πιθανότατα γύρω στις έξι το απόγευμα της 11ης Δεκεμβρίου, για να πληροφορηθεί από τους πρώτους τα άσχημα νέα.

«Κάτι έγινε. Συλλάβανε τον Μπέρνι, γίνεται χαμός εδώ και εμείς χάσαμε πάνω από πεντακόσια εκατομμύρια, ίσως περισσότερα» ήταν τα λόγια που άκουσε ο Κάρολος Φιξ από τον συνομιλητή του.

Όταν είσαι 81 ετών, μια τέτοια είδηση μπορεί να αποβεί μοιραία.

Δεν είναι και λίγο να μαθαίνεις ότι το επενδυτικό σου fund, στο οποίο εσύ αλλά και φίλοι σου από την Ελλάδα επένδυσαν μεγάλα ποσάμ έπεσε θύμα της μεγαλύτερης οικονομικής κομπίνας που στήθηκε ποτέ.

Όσο δαιμόνιος μάνατζερ και αν ήταν, ο Κάρολος Φιξ είχε υποκύψει μαζί με τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, τον Τζέφρι Κάτσεμπεργκ και εκατοντάδες άλλους οικονομικά ισχυρούς στην «πυραμίδα» που είχε στήσει ο δαιμόνιος Μπέρνι Μέιντοφ.

Είχε μπει για τα καλά στο παιχνίδι με την οικογενειακή εταιρία επενδύσεων, την Fix Asset Management, με ποσό που ακόμη και σήμερα παραμένει αδιευκρίνιστο, αφού στις αρχές του 2009 είχε γραφτεί ότι ήταν 400 εκατομμύρια, ενώ λίγο αργότερα έτερες πηγές τα ανέβασαν στα 600.

Εκείνο το βράδυ ο πατριάρχης μιας από τις παλαιότερες οικονομικές δυναστείες στην Ελλάδα, σίγουρα δεν κοιμήθηκε, έλεγε μετά επιστήθιος φίλος του.

Τα τηλέφωνα, σταθερά και κινητά χτυπούσαν συνέχεια, αφού τα νέα για την «πυραμίδα Πόνζι» που είχε στήσει ο Μέιντοφ και τα δεκάδες δισ. που είχαν χαθεί μέσα σε μια «μαύρη τρύπα», δεν σταματούσαν να έρχονται.

Το μυαλό του Φιξ εξέταζε όλες τις πιθανότητες και την επόμενη μέρα που θα ήταν σίγουρα δύσκολη, όχι μόνο για τον ίδιο και την Νινέτα του, αλλά και για τα παιδιά του, τον Γιάννη, την Μαριάννα και την Τατιάνα. Και τα τρία απασχολούνταν στην Fix Asset Management, η οποία βρέθηκε στη δίνη του κυκλώνα μετά την αποκάλυψη της μεγαλύτερης οικονομικής κομπίνας του 21ου αιώνα.

Μάταια προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον Κολομβιανό Αντρές Πιεντραχίτα και την Σόνια Κον, τους δύο ανθρώπους που του είχαν συστήσει τον Μπέρνι Μέιντοφ, αυτόν που θα τους έκανε όλους πιο πλούσιους. Κανείς από τους δύο δεν σήκωνε το τηλέφωνό του εκείνη την νύχτα που ο Κάρολος Φιξ έβλεπε πιθανότατα τις νιφάδες του χιονιού να πέφτουν και να χάνονται μέσα στο λευκό τοπίο, σαν τα 600 εκατομμύρια του δικού του fund που «εξαφάνισε» ο επενδυτής του διαβόλου.

Εντεκάμισι χρόνια μετά από εκείνον τον «μαύρο» Δεκέμβρη στο Γκστάαντ, ο υπέργηρος πατριάρχης της δυναστείας Φιξ έσβησε στα 92 του χρόνια.

Κατά τη διάρκεια μιας αρθροπλαστικής επέμβασης στη λεκάνη, σε ιδιωτικό θεραπευτήριο της Αθήνας, υπέστη εσωτερική αιμορραγία, η οποία στάθηκε μοιραία για τη μυθιστορηματική ζωή του.

Αυτή που τελείωσε μακριά από την αγαπημένη του Ελβετία και τα αγαπημένα του King Charles σκυλιά, στη χώρα που κάποτε η οικογενειά του είχε το αποκλειστικό μονοπώλιο της μπύρας με το οποίο έχτισε μια αυτοκρατορία.

Μεγαλώνοντας στην Ηρώδου Αττικού

Κάποιοι από τους πολύ ηλικιωμένους φίλους του Καρόλου Φιξ τον θυμούνται ως έναν αεικίνητο πιτσιρικά, με μυαλό ξυράφι που δεν χρειαζόταν να διαβάσει πολύ για να αφομοιώσει την ύλη του σχολείου.

Ήταν άριστος μαθητής στο σχολείο αρχικά και μεγάλωνε σε ένα εκπληκτικό σπίτι επί της Ηρώδου Αττικού, δίπλα από το σημερινό Μέγαρο Μαξίμου.

Ήταν έφηβος, πλέον, όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα, αλλά εν αντιθέσει με την πλειοψηφία του ελληνικού λαού, η δική του οικογένεια, δεν ένιωσε ούτε στιγμή ούτε την κατοχή, ούτε την πείνα που θέριζε τους Έλληνες.

Ήταν πολύ πλούσια για να πεινάσει, έχοντας ριζώσει στη χώρα από τα χρόνια του βασιλιά Όθωνα, όταν ο Γιόχαν Λούντβιχ Φιξ, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα και το 1864 έχτισε ένα εργοστάσιο στο Κολωνάκι, όπου παρασκεύασε για πρώτη φορά την μπύρα Fix, η οποία έγινε ανάρπαστη.

Ο Γιόχαν έγινε Ιωάννης, απέκτησε έναν γιο και μια κόρη, τον Λουδοβίκο και την Ελίζα αντίστοιχα και το οικογενειακό δένδρο των Φιξ άρχισε να «ανθίζει» στην Ελλάδα των βασιλέων, όπως και οι δουλειές τους με τον ζύθο.

Ο Κάρολος Φιξ ακούει, αποκωδικοποιεί και κρατάει ό,τι του είναι πιο χρήσιμο ως έφηβος από τις συζητήσεις των μεγάλων, τα δροσερά βράδια του καλοκαιριού, σε κάποιο από τα εξοχικά της οικογένειας στην Κηφισιά.

Όπως θα πει σε μια συνέντευξή του χρόνια αργότερα, «στο σπίτι μου μεγάλωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου» με τον οποίο παρέμεινε φίλος-αν και διαταράχθηκε η σχέση τους – ακόμη και μετά τη σύγκρουσή του με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για τα χρέη της Fix.

Θα σπουδάσει χημικός και θα πάρει το πτυχίο του με άριστα, ενώ παράλληλα βιώνει στις αρχές της δεκαετίας του ’50 έρωτες με ημερομηνία λήξης, όντας ένας γοητευτικός νεαρός.

Θα είναι από τους πρώτους που θα γνωρίσουν την άγρια και «παρθένα» ακόμη Μύκονο, ένα νησί που θα λατρέψει για την αύρα που αποπνέει, ειδικά στα 60’s.

Κάνει παρέα με άλλους γόνους γνωστών οικογενειών των Αθηνών και απολαμβάνουν τα νεανικά τους καλοκαίρια στο νησί των ανέμων, φλερτάροντας ωραίες γυναίκες.

Κολλητοί του φίλοι είναι ο Τάκης Θεοδωρακόπουλος και ο Ζάχος Χατζηφωτίου με τους οποίους – ειδικά με τον πρώτο – απολαμβάνει γεύματα στο παλιό Zonar’s και στο Κολωνάκι, σε μια πολύ διαφορετική Αθήνα, αριστοκρατική και με class.

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60 η Fix παίζει μπάλα μόνη της και οι αστικοί μύθοι για την περιουσία του Καρόλου Φιξ δίνουν και παίρνουν, ενώ ο ίδιος προτιμάει να μην μιλάει ποτέ γι΄ αυτήν, όπως και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.

Οι τρεις γάμοι, η Fix και η Ελβετία

Ο Κάρολος Φίξ παντρεύτηκε τρεις φορές, χώρισε δύο και απέκτησε τρία παιδιά. Τη Σάντρα Μαρινοπούλου, τη Μαριάννα-που όλοι την φώναζαν Σκουίκι-Καμπάνη και τον διάδοχο, Γιάννη.

Η τελευταία του σύζυγος ήταν η Νινέτα Φιξ που πήρε τη απόφαση να πουλήσει το μυθικό διαμέρισμα της Ηρώδου Αττικού.

Είχαν προηγηθεί η Μαίρη Γουλανδρή και η Ισαβέλλα Δημητριάδη, που αμφότερες αποτέλεσαν σημαντικά κεφάλαια της μυθιστορηματικής του διαδρομής.

Μιας διαδρομής που περιελάμβανε ταξίδια στην Ευρώπη και την Αμερική, δεκάδες ακίνητα στην Αθήνα– εκτός από την Ηρώδου Αττικού είχε ακίνητα στην Κηφισιά και στο Μαρούσι- σπίτια στο Λονδίνο, την Νέα Υόρκη, την Ελβετία και μια εξαιρετικής αισθητικής κατοικία στο Πόρτο Χέλι. Εκεί όπου επέλεγε να πηγαίνει ανελλιπώς μετά την Αθήνα, τα τελευταία καλοκαίρια της ζωής του, έχοντας βρει όπως έλεγε ο ίδιος τον προσωπικό του παράδεισο.

Είχε παραχωρήσει, μάλιστα, μια συνέντευξη στην τοπική εφημερίδα «Ενημέρωση» στην οποία εξηγούσε πως ερωτεύθηκε την Ερμιονίδα. «Κάποτε, όταν ταξιδεύαμε με το σκάφος μας έπιασε σφοδρή θαλασσοταραχή λίγο πιο μακριά. Με το που φτάσαμε στο λιμάνι του Πόρτο-Χελίου, αποβιβαστήκαμε και φιλούσαμε το χώμα. Επικρατούσε απόλυτη νηνεμία, ενώ λίγο πιο έξω χαλούσε ο Θεός τον κόσμο».

Ο κόσμος του Καρόλου Φιξ όμως διαταράχθηκε την δεκαετία του ’80, όταν η Fix άρχισε να γονατίζει από τον ανταγωνισμό και τα χρέη συσσωρεύθηκαν. Με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ απελευθερώνονται οι εισαγωγές και διάφορες μπύρες κατακλύζουν την ελληνική αγορά, ενώ η δυναστεία Φιξ δέχεται το ένα χτύπημα μετά το άλλο.

Η επιθυμία της οικογένειας να μετατρέψει το εργοστάσιο της Συγγρού σε εμπορικό κέντρο, προσκρούει στα σχέδια του Δήμου Αθηναίων που επιθυμεί να φτιάξει ένα πάρκο. Αρχίζει ένας δικαστικός αγώνας των Φιξ με το Δημόσιο, ενώ οι εργαζόμενοι, σε συνεννόηση με την Εθνική Τράπεζα, αρχίζουν να λειτουργούν μόνοι τους το εργοστάσιο.

Η κατάσταση είναι χαοτική και τελικά το εργοστάσιο θα βάλει λουκέτο, το σήμα θα πουληθεί, αλλά η συνταγή της Fix θα παραμείνει κλειδωμένη σε ένα χρηματοκιβώτιο, κάπου στην Βαυαρία.

Σε μια συνέντευξη που παραχώρησε το 1997 στον Χρήστο Ζαμπούνη, ερωτηθείς για το ναυάγιο της εταιρίας απαντάει λακωνικά: «Είμαι ευτυχής που ξεμπέρδεψα με αυτή την υπόθεση. Ευχαριστώ τον Ανδρέα Παπανδρέου που μου άνοιξε τα μάτια και είδα πόσο ενδιαφέρον είναι να κάνεις δουλειές εκτός Ελλάδας».

Δεν είδε, όμως, αυτός ο πανέξυπνος άνδρας, ούτε καν υποψιάστηκε ότι το family buisiness που έστησε μαζί με τα παιδιά του από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 θα βρισκόταν στο μάτι του κυκλώνα, εξαιτίας του Μπέρνι Μέιντοφ. Του ανθρώπου που υποσχόταν στα hedge funds και τους πελάτες που τον εμπιστεύονταν, ότι βρέξει-χιονίσει στις αγορές τα κέρδη τους θα είναι σταθερά 10-12% τον χρόνο!

O Κάρολος Φιξ είχε εγκατασταθεί μόνιμα πλέον στο Γκστάαντ και ταξίδευε συχνά στη Νέα Υόρκη μόνο για δουλειές και για να συναντήσει φίλους.
Στην Ελλάδα ερχόταν με τη Νινέτα Φιξ μόνο τα καλοκαίρια για διακοπές και για να δει ανθρώπους σαν τον Τάκη Θεοδωρακόπουλο και τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο στο Πόρτο Χέλι, απολαμβάνοντας ένα κόκκινο Chateau Mouton Rothschild του 1990.

Το μυαλό που ζύγιζε οκάδες!

Στη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει για το περιοδικό Harper’s Bazzar ο Κάρολος Φίξ είχε πει μεταξύ άλλων αναφερόμενος στην πτώχευση της Fix: «Έχασα ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας μου αλλά την ξανάφτιαξα με μεγαλύτερη ευκολία».

Όταν τη δεκαετία του ’80 θα μπει με την Fix Asset Management ως νέος παίχτης στον αδηφάγο κόσμο των hedge funds πολλοί είναι αυτοί που λένε ακόμη και σε στενούς φίλους του, να μην του εμπιστευθούν τα χρήματά τους.

«Ο Φιξ βουτάει σε αχαρτογράφητα γι’ αυτόν νερά. Μην ρισκάρετε τα κεφάλαια σας» τονίζουν σε αυτούς που αποφασίζουν να το κάνουν, ίσως επειδή αγνοούν το πιο βασικό. Ότι το μυαλό του Φιξ ζύγιζε οκάδες, όπως είπε ένας γνωστός του.

Εφοπλιστές, επιχειρηματίες και εισοδηματίες εμπιστεύονται την εταιρία του και μέχρι τον Δεκέμβριο του 2008, όλα κυλούν ιδανικά.

Η αποκάλυψη για την απίστευτη απάτη του Μέιντοφ θα ταρακουνήσει για τα καλά τον επίμονο χημικό με την κοφτερή σκέψη, δεν θα αφήσει όμως ούτε για αστείο να παίζουν με το όνομά του. Επιστρέφει άμεσα, σε όλους όσους τον είχαν εμπιστευθεί για να επενδύσει τα χρήματα τους, χωρίς να υπολογίζει τίποτε άλλο εκτός από την συνείδησή του.

Ποιοι ήταν αυτοί; Σύμφωνα με τα όσα γράφτηκαν τότε, μέλη της οικογένειας Γουλανδρή, οι εφοπλιστές Παναγιώτης Τσάκος και Βίλι Παναγιωτίδης, ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, η οικογένεια Μαρινόπουλου, ο Γιώργος Κόβας, ο Ζάχος Χατζηφωτίου, ο Τάκης Θεοδωρακόπουλος και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος.

Το συνολικό ποσό υπολογίζεται ότι ήταν από 300 έως 600 εκατομμύρια, τα μισά εκ των οποίων ήταν της οικογένειας Φιξ, ενώ στους χαμένους της υπόθεσης ήταν και ο Γιάννης Εμπειρίκος της γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας, που ήταν συνιδρυτής στην Fix Asset Management.

Χρειάστηκαν να περάσουν κάποιοι μήνες για να επανέλθει η όποια κανονικότητα στην ζωή του πατριάρχη της δυναστείας Φιξ, o οποίος συνέχισε να απολαμβάνει τις μέρες και τις νύχτες στο ειδυλλιακό ε4λβετικό θέρετρο. Το χωριό που ερωτεύθηκε όταν το επισκέφθηκε ως φοιτητής το 1947, ήταν για παραπάνω από τρεις δεκαετίες η μόνιμη κατοικία του Ελληνοβαυαρού και της αγαπημένης του συζύγου.

Τον ηρεμούσαν οι βόλτες με τα σκυλιά του ή ένα δείπνο με καλή παρέα σε κάποιο εστιατόριο του Γκστάαντ, το μέρος που λατρεύουν οι πλούσιοι όλου του κόσμου.

Τι του έλειπε; Πιθανόν τα αλλοτινά καλοκαίρια, τότε που με το «Ζέφυρος», το πολύ όμορφο ιστιοπλοϊκό του έπλεε μαζί με κολλητούς του και φίλες τους στο Αιγαίο, σταματώντας όπου ήθελαν.

Τον τελευταίο χρόνο, έχοντας μπει πλέον στην ένατη δεκαετία της ζωής του, διατηρούσε ακόμη το οξύ πνεύμα του αλλά αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα.

Στις πιο πρόσφατες φωτογραφίες βάδιζε δίπλα στη Νινέτα με τη βοήθεια μπαστουνιού, αυτός ο μικρόσωμος άνδρας που συνέχισε με διαφορετικό τρόπο την ιστορία της δυναστείας από την Βαυαρία.

Είναι αυτός που χρεώθηκε για πάντα το λουκέτο της πρώτης μπύρας που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα, την οποία άφησε πίσω του, όχι όμως για πάντα.

Από την Ηρώδου Αττικού, μέχρι το Παρίσι, όπου διατηρούσε μια καταπληκτική κατοικία κοντά στα Ηλύσια Πεδία, μέχρι το ξενοδοχείο Pierre στη Νέα Υόρκη και το Le Meurice στο Λονδίνο, ο Κάρολος Φίξ τα είδε όλα και τα έζησε όλα στον υπερθετικό ίσως βαθμό.

Ένας στενός του φίλος θέλει να τον θυμάται από τα χρόνια της νεότητάς του, όταν βγαίνανε και πολλές φορές επέστρεφαν όταν οι «κανονικοί» άνθρωποι βρίσκονταν ή πήγαιναν στις δουλειές τους.

Όμως ο Κάρολος Φιξ δεν ήταν ποτέ αυτό που λέμε ένας συνηθισμένος άνθρωπος…

Πηγή:newmoney.gr

About Post Author

You May Also Like

More From Author