του Κωνσταντίνου Παυλικιάνη
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ – Δημήτρης Μητροπάνος
(1967, μουσική: Γιώργος Ζαμπέτας, στίχοι: Ηλίας Ηλιόπουλος)
Δημήτρης Μητροπάνος: Το 1967 είχαν κλείσει οι μπουάτ κι εγώ είχα μείνει χωρίς δουλειά. Πριν από λίγους μήνες είχα κάνει ένα δοκιμαστικό στην Columbia και έτυχε να με ακούσει ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο οποίος μου είπε τότε:
– Όποτε θες, έλα να με βρεις.
Τι να κάνω κι εγώ, χωρίς δουλειά ήμουν, πήγα και τον βρήκα, και αμέσως με πήρε και δουλέψαμε μαζί στο Ξημέρωμα. Ήταν άνθρωπος ο Ζαμπέτας, ο μοναδικός ίσως που του χρωστώ πολλά, και όχι μόνον εγώ, αλλά πολλοί νέοι τότε. Τέλος πάντων, σε κάνα χρόνο από τότε, ηχογραφούσαμε στο σημερινό Polysound τη «Θεσσαλονίκη». Εγώ όμως ούτε από στούντιο ήξερα, ούτε υπήρχαν και τα μέσα τα σημερινά που όσο να ‘ναι κάνουν τα πράγματα πιο απλά. Είχα το μικρόφωνο μπροστά μου και τραγουδούσα όπως μπορούσα. Ο Ζαμπέτας λοιπόν καθόταν από πίσω μου κι όποτε χρειαζόταν με τράβαγε ή με έσπρωχνε στο μικρόφωνο -ακόμη κι εκεί με βοήθησε πολύ.
ΤΑ ΚΥΘΗΡΑ ΠΟΤΕ ΔΕ ΘΑ ΤΑ ΒΡΟΥΜΕ – Δημήτρης Μητροπάνος, Χριστιάνα
(1973, μουσική: Γιώργος Κατσαρός, στίχοι: Ηλίας Λυμπερόπουλος)
Δημήτρης Μητροπάνος: Απολύομαι από τον στρατό, κάθομαι και δουλεύω τρεις μήνες ακόμα στη Θεσσαλονίκη και μετά κατεβαίνω στην Αθήνα και πάω να δουλέψω στη Φαντασία με Καλατζή, Δώρο Γεωργιάδη, Μενιδιάτη και Κωστή Χρήστου. Εκεί παθαίνω μια ιστορία με το λαιμό μου και κάνω εγχείρηση πολύποδα -η ταλαιπωρία του στρατού βγήκε εκεί- και μόλις γίνομαι καλά κάνουμε με τον Κατσαρό τα «Κύθηρα». Μπορώ να πω ότι ήμουν τυχερός. Έτυχε και ήρθαν καλές δουλειές χωρίς να ψάξω και χωρίς να ‘χω άγχος αν θα βρω δουλειά. Διότι… ήξερα εγώ τότε να κάνω επιλογές; Απλά ευτύχησα τα πρώτα μου τραγούδια να κάνουν επιτυχία, άρα υπάρχει το «καλώς» από την εταιρεία για τα επόμενα.
ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΥ ΠΟΥΛΑΝ ΚΑΡΔΙΕΣ – Δημήτρης Μητροπάνος
(1974, μουσική-στίχοι: Τάκης Μουσαφίρης)
Δημήτρης Μητροπάνος: Ο γαμπρός μου είχε γνωρίσει σ’ ένα ταβερνάκι ένα παιδί, που μόλις είχε κατέβει κανά-δυο χρόνια πριν από τα Γιάννενα, και δούλευε εκεί. Είχε γράψει κάτι τραγούδια που του αρέσανε. Μου το λέει, πάμε κι έτσι γνωρίζω τον Τάκη Μουσαφίρη. Πήγαμε στο σπίτι του, διαλέξαμε τραγούδια, ήρθε εκείνος στο δικό μας… Ο Τάκης είναι ένας πολύ γήινος άνθρωπος. Θυμάμαι την πρώτη φορά που ήρθε στο σπίτι μας, όντας από ένα μέρος που μιλάνε βλάχικα, και καθώς και στην Αγία Μονή, την πατρίδα μου, μιλάνε έτσι, άρχισαν με τη μάνα μου τα βλάχικα και αυτομάτως έσπασε ο πάγος. Το πρώτο τραγούδι του που μου ‘παιξε είναι το «Πες Μου Που Πουλάν Καρδιές». Μ’ άρεσε, πήγαμε στην εταιρεία και γράψαμε τα πρώτα μας τραγούδια στο δίσκο μου «Κυρά Ζωή».
Η ΑΓΑΠΗ ΧΑΘΗΚΕ – Δημήτρης Μητροπάνος
(1981, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος. στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης)
Μιχάλης Μπουρμπούλης: Πρόσεξε τώρα τι συνέβη. Κι αν θες το βάζεις. Πρότειναν στον Χατζηνάσιο, στη δόξα του επάνω, να κάνει έναν δίσκο με τον Μητροπάνο. Κι ο Χατζηνάσιος, επειδή είναι και ατακαδόρος-χιουμορίστας, δηλαδή λέει και αστεία, λένε ότι είπε:
– Τώρα με τα σκυλάδικα και το ρεμπετολόι, μου φέρνουν τον Μητροπάνο;
Και το μεταφέρουν στον Μητροπάνο. Πανέξυπνος ο Μητροπάνος, γιατί είχε πίσω του τη σύζυγό του, η οποία ήταν πολύ ρεαλίστρια και καταλάβαινε ότι ο Χατζηνάσιος δεν είναι παίξε-γέλασε, κι αφού γυρίστηκε ο δίσκος, ο Μητροπάνος δεν λέει κανένα τραγούδι πουθενά. Εις αντιδικίαν. Γιατί του είχαν μεταφέρει ότι ο Χατζηνάσιος δεν τον πήρε με ενθουσιασμό για να τραγουδήσει. Ένα-δύο τραγούδια που ακουστήκανε, έγινε τυχαία. Στα κέντρα και τις συναυλίες δεν τα προωθούσε. Στο ραδιόφωνο, όμως, όσα πέρασαν έγινε «κατ’ επέμβαση» της εταιρίας. Με τον Μητροπάνο είχαμε πάρα πολύ καλές σχέσεις, γιατί το αγάπαγα αυτό το παιδί. Πίστεψέ με, ήταν καλός άνθρωπος. Εγώ, έχοντας μανία με τους συμβολισμούς που ολίγον τι φιλοσοφούν, αλλά όχι τη φιλοσοφία του «εν αργούς νοώ», αλλά την σκληρή αίσθηση της πίκρας, του λέω του Χατζηνάσιου:
– Θα μου κάνετε ένα χατίρι, το ζητώ από σένα και τον Μητροπάνο.
Ήταν το «Μαυραγορίτης Μάγκας», που το θεωρώ και το καλύτερο. Όσο για το χατίρι, αυτό ολοκληρώθηκε με το «Η Αγάπη Χάθηκε». Το πρώτο έθελγε εμένα, το δεύτερο άρεσε και σε μένα και στον Γιώργο στην αρχή ως στίχος. Ιδιαίτερα το ρεφρέν: «Η αγάπη χάθηκε σαν ένα καράβι / ψάχνοντας για να ‘βρει κάπου μια στεριά. / Η ζωή μας κύλησε κι έφτασε στο τέρμα / όπως ένα κέρμα στην κατηφοριά». Το «κέρμα» έσωσε την οικονομία του τραγουδιού κατηφορίζοντας. Είναι μια μεταφορική σάτιρα στη σχέση αγάπης και ευτελούς χρήματος.
ΚΛΕΙΝΩ ΚΙ ΕΡΧΟΜΑΙ – Νίκος Πορτοκάλογλου, Δημήτρης Μητροπάνος
(1991, μουσική-στίχοι: Νίκος Πορτοκάλογλου).
Νίκος Πορτοκάλογλου: Το «Κλείνω Κι Έρχομαι» είναι η φάση της πρώτης κρίσης του γάμου, όπου είχα φύγει μ’ έναν φίλο μου, είχα πάει Θεσσαλονίκη, κι εγώ ήμουν πολύ στεναχωρημένος. Κι έπειτα από ένα βράδυ με αρκετά ποτά και τα λοιπά, ξύπνησα τα ξημερώματα με μια έκλαμψη. Είναι αυτή η στιγμή που λες «τι δουλειά έχω εγώ εδώ; Γιατί χάνω έτσι τον καιρό μου; Γιατί σπαταλάω τις δυνάμεις μου; Ξέρω που ανήκω και θέλω να γυρίσω εκεί». Και ξύπνησα τον φίλο μου, 7 η ώρα το πρωί, και του λέω:
– Εγώ θέλω να φύγω!
– Τί έπαθες ξαφνικά;
– Θέλω να γυρίσω πίσω!
Γυρνώντας, έγραφα στο μυαλό μου τους στίχους του τραγουδιού. «Κλείνω κι έρχομαι, έρχομαι, φτάνω, με το πρώτο το αεροπλάνο». Είναι αυτό που ξαφνικά βρίσκεις τη δύναμη να το αντιμετωπίσεις και να βάλεις τα δυνατά σου για να ξαναφτιάξουν τα πράγματα, να κάνεις ένα νέο ξεκίνημα, να κάνεις ένα restart. Αυτό είναι το αίσθημα αυτού του τραγουδιού. Και πέτυχε αυτή η προσπάθεια, αλλά αυτά δεν γίνονται με το πάτημα ενός κουμπιού ή μ’ ένα μαγικό ραβδάκι. Θέλει δουλειά, όπως θέλει δουλειά ένα λουλούδι στη γλάστρα για ν’ ανθήσει και μη μαραθεί, έτσι θέλει και η σχέση. Μετά την πρώτη φάση που υπάρχει πάθος και έρωτας και όλα είναι μαγικά, θέλει αγάπη, δουλειά και ενέργεια. Να, τώρα που το συζητάμε, σκέφτομαι ότι όταν προκύπτει κάποιο σοβαρό αισθηματικό πρόβλημα, η καρδιά μου πάει προς το λαϊκό τραγούδι. Εκεί βρίσκω, δηλαδή, τα «μέσα», εκεί βρίσκω τα «εργαλεία» για να μιλήσω. Αυτή είναι η γλώσσα που μου πάει περισσότερο. Γενικώς εγώ έχω τεράστια αγάπη για το λαϊκό τραγούδι. Γράφοντας, λοιπόν, το τραγούδι κι επειδή είχε ένα λαϊκό αίσθημα, άκουγα τη φωνή του Μητροπάνου σ’ αυτιά μου, τον οποίο τον αγαπούσα από τα τραγούδια του Μουσαφίρη. «Κάνε Κάτι Να Χάσω Το Τρένο», «Σε Μια Στοίβα Καλαμιές»… Αυτά τα τραγούδια με είχαν συγκινήσει ιδιαίτερα. Οπότε, λέω, αφού το ‘χω στο κεφάλι μου αυτό, ας κάνω μια προσπάθεια. Έγινε η επαφή μέσω της εταιρείας, του άρεσε το τραγούδι κι έτσι το είπαμε μαζί.
Σ’ ΑΝΑΖΗΤΩ ΣΤΗ ΣΑΛΟΝΙΚΗ – Δημήτρης Μητροπάνος
(1992, μουσική: Μάριος Τόκας, στίχοι: Φίλιππος Γράψας)
Δημήτρης Μητροπάνος: Με παίρνει τηλέφωνο ο Ηλίας Μπενέτος και μου λέει να πάμε στο κυπριακό εστιατόριο Οθέλλος. Πάμε εκεί και χωρίς πιάνο, χωρίς τίποτα ο Τόκας μου σφυρίζει και μου χτυπάει στο τραπέζι τραγούδια από την «Εθνική Μας Μοναξιά». Δεν είναι ό,τι καλύτερο να ακούσεις να παίζει έτσι τραγούδια ο Τόκας. Τα παίζει και τα τραγουδάει όλα ίδια. Δεν ξέρεις αν είναι ζεϊμπέκικο ή χασάπικο. Λες «θα κάνω ένα δίσκο και θα ‘ναι ένα τραγούδι;» (γέλια). Αυτός μου έπαιζε το «Σ’ Αναζητώ Στη Σαλονίκη», το οποίο δεν ήταν τραγούδι που είχε γραφτεί για τη φωνή μου. Είχε περάσει από αρκετούς. Δεν με επηρεάζει όμως εμένα ένα τέτοιο γεγονός. Κι εγώ έχω απορρίψει τραγούδια, τα οποία μετά έγιναν μεγάλες επιτυχίες από άλλους. Δεν υπάρχει καλλιτέχνης ο οποίος να έχει αλάθητο κριτήριο. Εγώ το «Σ’ Αναζητώ Στη Σαλονίκη» το είχα σε δεύτερη μοίρα. Εγώ είχα κολλήσει στο «Μια Στάση Εδώ».
ΣΒΗΣΕ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ – Δημήτρης Μητροπάνος
(2005, μουσική: Στέφανος Κορκολής, στίχοι: Νίκος Μωραΐτης)
Νίκος Μωραΐτης: Εδώ είναι τα μαγικά του Στέφανου. Ο Στέφανος είναι ο άνθρωπος που μπορεί να πάρει ένα στίχο σου κι άμα τον συγκινήσει, θα κάτσει το ίδιο δευτερόλεπτο στο πιάνο και θα γράψει κάτι που θα μείνεις μετά άναυδος. Ο στίχος ήρθε ουρανοκατέβατος, την ώρα που οδηγούσα. Όλα έτσι μου έρχονται. Όταν έγραψα τον στίχο, τον κράτησα και κάποια στιγμή μου λέει ο Στέφανος:
– Νίκο, θα κάνουμε Μητροπάνο! Μισό εσύ, μισό η Ρεβέκκα (Ρούσση). Στείλε μου!
Είναι το πρώτο που του στέλνω, είναι το πρώτο που γράφει και… νομίζω ότι ήδη είχαμε «καθαρίσει». Το «Σβήσε Το Φεγγάρι» είναι από τα πολύ αγαπημένα μου κομμάτια. Ήταν και το τελευταίο τραγούδι του Μητροπάνου που χτύπησε κορυφή στα ραδιοφωνικά charts. Βεβαίως, πετύχαμε έναν Μητροπάνο που ήταν άρρωστος, πριν από τη μεταμόσχευση. Ήταν στην πιο δύσκολη στιγμή της ασθένειας. Χρειαζόταν να κάνει αιμοκάθαρση τρεις φορές την εβδομάδα. Ήταν ένας άνθρωπος ωσεί παρών. Το τραγούδι λειτούργησε σχεδόν ερήμην του. Δεν ήταν καν η στιγμή της επιστροφής, του τύπου «έχω κάνει την μεταμόσχευση, είμαι γερός, είμαι εδώ». Ήταν η περίοδος του μεγάλου χαστουκιού της υγείας. Είχα πάει στο στούντιο την ώρα που ηχογραφούσε το κομμάτι, αλλά είχα τόση αγωνία που δεν μπορώ να σου πω ότι το χάρηκα. Περισσότερο υπήρχε καρδιοχτύπι: «Θα ‘ναι καλά;», «θα μπορέσει;», «μήπως τον κουράζουμε;». Η πιο συγκινητική στιγμή ήταν όταν έμαθα ότι στην κηδεία του ήταν το ένα από τα 4-5 τραγούδια που του τραγουδούσαν από πάνω. Βγήκαν και εφημερίδες με τον τίτλο αυτό («Σβήσε Το Φεγγάρι») την ημέρα του θανάτου και της κηδείας αλλά το βασικό για μένα ήταν ότι ο κόσμος μέσα στα τραγούδια που τραγούδησε στο κατευόδιο, τραγούδησε κι αυτό.
Ο Δημήτρης Μητροπάνος απεβίωσε στις 16 Απριλίου του 2012.