Η Μάρτζι είναι μια ανύπαντρη μητέρα που απολύεται από την εργασία της. Ζει στο ενοίκιο με τη διανοητικά καθυστερημένη κόρη της και ψάχνει να βρει τρόπο να κάνει μια νέα αρχή. Σκέφτεται τον Μάικ, παλιό της εραστή, που τώρα είναι πετυχημένος γιατρός, και αποφασίζει να τον επισκεφθεί. Θέλει όμως ο Μάικ να θυμηθεί το παρελθόν του; Πώς θα αντιδράσει η Μάρτζι όταν δει πως εκείνος κατάφερε να ξεφύγει από το χωρίς μέλλον προάστιο όπου μεγάλωσαν μαζί και τώρα έχει έναν ευτυχισμένο γάμο; Είμαστε καλοί ή κακοί άνθρωποι; Πώς επηρεάζουν τη ζυγαριά τα γεγονότα, οι ευκαιρίες, οι ίδιες μας οι πράξεις;

 

Το κείμενο του David Lindsay-Abire γράφτηκε το 2011 και ζωντανεύει δύο διαφορετικές πλευρές της Βοστόνης (και γενικότερα κάθε πόλης), τις φτωχογειτονιές με τις δυσκολίες επιβίωσης από τη μια και τις επιτυχημένες πορείες ανθρώπων, που κατάφεραν να ξεφύγουν από τη «χοάνη» της φτώχειας, από την άλλη. Μέσα από πολύ επιτυχημένους διαλόγους και έξυπνες λεκτικές ανατροπές παρουσιάζεται μια ιστορία με ποικιλόμορφους χαρακτήρες: τον διαπρεπή ενδοκρινολόγο Μάικ, την ανύπαντρη και πλέον άνεργη Μάρτζι, τον νεαρό υπάλληλο Στίβι, που υπακούει στις εντολές των ανωτέρων του, την ιδιοκτήτρια Ντότι, που φτιάχνει πασχαλινά λαγουδάκια για να συμπληρώσει το εισόδημά της, την παιδική φίλη Τζίνι και τη σύζυγο του γιατρού, Κέιτ. Δεν υπάρχει έντονη σκηνική δράση, οι ανατροπές όμως έρχονται απρόσμενα και βγαίνουν μέσα από εκφραστικές αψιμαχίες, αντιπαραθέσεις και πλούσιους διαλόγους με τέτοιο τρόπο που περίμενα το τέλος με κομμένη ανάσα. Οι χαρακτήρες πειραματίζονται, δοκιμάζουν και δοκιμάζονται, προσπαθούν ή παραιτούνται, δυσκολεύονται, ψάχνουν και ψάχνονται.

 

Χωρίς να μειώσω τους δορυφορικούς αλλά άκρως απαραίτητους και συμπληρωματικούς χαρακτήρες της Ντότι, της Τζίνι και του Στίβι, πιστεύω πως τα φώτα πέφτουν στη Μάρτζι, τον Μάικ και την Κέιτ, που αλληλοεπιδρούν ευρηματικά και μπλέκουν σε απρόσμενες καταστάσεις. Έχοντας πάντα στο μυαλό μου τον τίτλο του έργου, προσπαθούσα αρχικά να καταλάβω πόσο καλοί είναι οι άνθρωποι (good people), στη συνέχεια αν είναι έστω και στο ελάχιστο καλοί, για να συνειδητοποιήσω στο τέλος πως είναι λίγο απ’ όλα και επηρεάζονται βαθύτατα από τις κοινωνικές, οικονομικές και οικογενειακές συνθήκες. Συμπάθησα ή αντιπάθησα κάποιον; Δεν ξέρω. Ο Μάικ έχει περιουσία, μια ευτυχισμένη οικογένεια (μια μικρή χαραμάδα όμως στη δεύτερη πράξη υπονοεί άλλα) και έχει αφήσει πίσω του το παρελθόν. Να όμως που η Μάρτζι κυριολεκτικά εισβάλλει στη ζωή του (μιας και δεν καταφέρνει να κλείσει ραντεβού μαζί του για να μιλήσουν) και τον κάνει να καταλάβει πως το χτες θέλει να παραμείνει για πάντα κρυμμένο. Η αρχική τους αμηχανία μετατρέπεται σε περιέργεια, σε θυμό, σε ήττα, σε παράδοση άνευ όρων στην επιθυμία της Μάρτζι να έρθει στο πάρτι γενεθλίων της κόρης του για να γνωρίσει τους φίλους και γνωστούς του κι ίσως μαζί με αυτό και μια δουλειά. Όταν το κοριτσάκι αρρωσταίνει, η Μάρτζι πιστεύει πως της λένε ψέματα κι έτσι έρχεται ακάλεστη στο σπίτι, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως τελικά δεν ήταν δικαιολογία! Η δράση κορυφώνεται, με τη σύζυγο Κέιτ, αρχικά φιλική, μετά συγκρατημένη και τελικά οργισμένη σε μια δυνατή συναισθηματική και λεκτική διελκυστίνδα που αποδομεί κάθε ίχνος αξιοπρέπειας. «Τελικά, θα μου πεις όλα τα μυστικά του Μάικ;», ρωτάει η Κέιτ. Αυτή είναι η αρχή του τέλους των σχέσεων μεταξύ των ηρώων. Τελικά, πώς θα αντιδράσει η Μάρτζι, που χειραγωγεί κι εκμεταλλεύεται τις καταστάσεις και τους ανθρώπους, φέρνοντας με απρόσμενο τρόπο τούμπα την κουβέντα;

 

Είναι το έργο κουραστικό ή μονότονο; Όχι, χάρη στα ανωτέρω ευρήματα και, στην περίπτωση του θεάτρου «Αποθήκη» χάρη στις ερμηνείες των ηθοποιών, δεν είναι. Η Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους κάνει την πρώτη της σκηνοθετική απόπειρα και φαίνεται το τρακ που έχει ως προς τον τρόπο που πρέπει να χειριστεί ένα κείμενο, που εύκολα μπορεί να γίνει επίπεδο και άνευρο. Προσωπικά έχω μείνει αρκετά ευχαριστημένος από το άρτιο σύνολο της παράστασης, ίσως όμως χρειάζεται κάνα

δυο πιο έντονα σημεία σκηνικής δράσης ώστε ο θεατής να μην αφαιρεθεί ούτε στιγμή. Η ίδια η πρωταγωνίστρια θέλει λίγο περισσότερη εκφραστική ποικιλία· κατά τα άλλα είναι άνετη, φυσική, καλοδουλεμένη και η μετάφραση του κειμένου που έκανε αποδίδει σωστά ατμόσφαιρα, χαρακτήρες, ψυχολογία. Ο Τάσος Γιαννόπουλος δημιούργησε μια εξίσου αξιόλογη περσόνα και η φωνή του κλιμακώνεται καλοδουλεμένα από σκηνή σε σκηνή ως την τελική μονομαχία. Η Ζωή Ρηγοπούλου υποδύεται την αγαπημένη μου Ντότι και παίζει θαυμάσια ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα. Είναι ακριβώς ο τύπος της γειτόνισσας που μας νοικιάζει το σπίτι και ταυτόχρονα είναι και φίλη μας, ώσπου όμως να χτυπήσει η ανάγκη την πόρτα του δικού της παιδιού και τότε… Πολύ θα ήθελα ένα από τα λαγουδάκια που κατασκευάζει ακόμη και επί σκηνής για να στολίσει το σπίτι μου κι ας μην είναι τίποτε άλλο από «μπαλάκια από φελιζόλ πάνω σε γλάστρες»! Η Aurora Marion είναι μια πραγματική έκπληξη. Παίζει με σπάνια φυσικότητα και αμεσότητα, χωρίς υπερβολές, είναι αεικίνητη πάνω στη σκηνή, ζει στην κυριολεξία τον ρόλο της και η φωνή της έχει τις απαραίτητες διακυμάνσεις που χρειάζεται ο ρόλος της Κέιτ. Η Σωσώ Χατζημανώλη είναι η απαραίτητη κωμική νότα της παράστασης και υποδύεται την Τζίνι, την κατάλληλη φίλη που όλοι μας έχουμε ανάγκη. Ο Παύλος Λουτσίδης είναι ικανοποιητικός, σαν φοβισμένος Στίβι, και κερδίζει την παράσταση με την ανατροπή του ρόλου του στο τέλος.

 

Τα σκηνικά της Νατάσας Παπαστεργίου είναι άψογα και άκρως λειτουργικά. Με ελάχιστες κινήσεις, λίγα έπιπλα και περιστρεφόμενη στα δεξιά σκηνή μεταφερόμαστε από τη μια στιγμή στην άλλη στο σπίτι της Μάρτζι, στο ιατρείο και στο σπίτι τού Μάικ, στην εκκλησία. Οι εναλλαγές κρατάνε λίγο παραπάνω απ’ ό,τι θα έπρεπε, το αποτέλεσμα όμως αξίζει τον κόπο. Αγαπημένη μου γωνία, είναι η πλήρως εξοπλισμένη και έξυπνα στημένη κουζινίτσα της Μάρτζι. Τα κοστούμια της Νινέττας Ζαχαροπούλου είναι απλά και καθημερινά ενώ οι μουσικές επιλογές του Ηλία Παπαχαραλάμπους μού έμειναν αξέχαστες. Μακάρι να ήξερα ποια τραγούδια άκουσα για να φτιάξω την τόσο υπέροχη playlist του έργου! Μπάντζο και βραχνές φωνές, τζαζ και ξεχωριστές μελωδίες συνοδεύουν τις εναλλαγές μεταξύ των πράξεων.

 

Το «Good people» είναι μια παράσταση έξυπνη, ευρηματική και διαφορετική, με βαθιές τομές στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και ενδιαφέρουσες ανατροπές που δείχνουν όλες τις πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Έχουμε όλοι ευκαιρίες; Τις εκμεταλλευόμαστε όλοι το ίδιο; Είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε το παρελθόν; Μήπως όμως αυτό πρέπει να γίνει ο φάρος μας κι όχι δυσβάσταχτο βάρος ώστε να νιώσουμε καλύτεροι άνθρωποι; Πόσο καλό και πόσο κακό κρύβουμε μέσα μας; Οι απαντήσεις και οι σκέψεις γύρω από αυτά τα προβλήματα γεννώνται ευφάνταστα και με συναρπαστικό τρόπο στην παράσταση αυτή.

 

 

Πάνος Τουρλής

 

Συντελεστές:

Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους

Σκηνικά: Νατάσσα Παπαστεργίου

Κοστούμια: Νινέττα Ζαχαροπούλου

Μουσική Επιμέλεια: Ηλίας Παπαχαραλάμπους

Φωτισμοί: Βαγγέλης Μούντριχας

Βοηθός Σκηνοθέτη: Ελένη Τσιμπρικίδου

Φωτογραφίες: Γιώργος Αλεξανδράκης

Παραγωγή: Create4art – Αθηναϊκά Θέατρα

 

Παίζουν: Τάσος Γιαννόπουλος, Παύλος Λουτσίδης, Aurora Marion, Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους, Ζωή Ρηγοπούλου, Σωσώ Χατζημανώλη

 

Παραστάσεις: Τετάρτη & Κυριακή στις 20:00, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00 στο θέατρο Αποθήκη, Σαρρή 40, Ψυρρή, 2103253153

Πηγή:koukidaki.gr

 

 

 

About Post Author

You May Also Like

More From Author

+ There are no comments

Add yours